Η ιστορία μιας μετονομασίας: Aπό το Οθώνειο στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (1837–1862)

  • Δημοσιεύτηκε 31.05.21

Τι σημαίνει η μεταφορά ενός εκπαιδευτικού θεσμού, όπως είναι το πανεπιστήμιο, από τον γερμανόφωνο στον ελληνικό χώρο; Κατά πόσο μπορεί κανείς να μιλήσει για μια μηχανική μεταφορά, όπως συχνά κατηγορήθηκε η συγκεκριμένη ενέργεια στη σχετική βιβλιογραφία για το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, το Οθώνειο; Ποια είναι τα πεδία όπου θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε τις σχέσεις ανάμεσα στο γερμανόφωνο και το ελληνικό παράδειγμα και κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για ένα ισχυρό πρότυπο που λειτούργησε συχνά ως τροχοπέδη για το καθ’ ημάς αντίστοιχό του; Πόσο κρίσιμη υπήρξε η υποδοχή αυτών των θεσμικών μεταφορών από την ελληνική κοινωνία και οι προσαρμογές που υπέστησαν στο πλαίσιο της εφαρμογής τους σε ένα διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο; Λαμβάνοντας υπόψιν τον καθοριστικό ρόλο του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε την ίδρυση και τη λειτουργία του ως ένα πεδίο διασταύρωσης και σύγκρουσης διαφορετικών στρατηγικών και προσδοκιών από την οθωνική εξουσία αλλά και από άλλες δυνάμεις εντός της ελληνικής κοινωνίας;

Περιεχόμενα

    Η συγκρότηση του Οθώνειου Πανεπιστημίου

    Στο πρώτο χρονικό της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1887, με αφορμή την πεντηκονταετηρίδα του ιδρύματος, ο χρονικογράφος και καθηγητής του Ιωάννης Πανταζίδης σημείωνε: «το ημέτερον Πανεπιστήμιον ωργανίσθη κατά το παράδειγμα των Γερμανικών» (Πανταζίδης, 1889, 7). Από πολύ νωρίς στη σχετική βιβλιογραφία αλλά και στον δημόσιο λόγο, το σημερινό Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, το πρώτο και μόνο έως το 1925 πανεπιστήμιο της χώρας, θεωρήθηκε ως αντίγραφο εν πολλοίς των γερμανικών αντίστοιχων ιδρυμάτων (ενδεικτικά: Σφυρόερας, 1987 και Φασουλάκης, 1989). Αντιμετωπίστηκε ως ένα από τα πλέον σημαντικά απότοκα της βαυαρικής διακυβέρνησης, ως ένας θεσμός που δημιουργήθηκε, οργανώθηκε και στελεχώθηκε με την καθοριστικότατη παρέμβαση του οθωνικού καθεστώτος. Η παρέμβαση αυτή εκφράστηκε με πολλαπλούς πραγματικούς και συμβολικούς τρόπους. Καταρχάς το ίδιο το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τη γερμανόφωνη παράδοση, έλαβε το όνομα του ηγεμόνα και ιδρυτή του. Το Οθώνειον ή Πανεπιστήμιον του Όθωνος ιδρύθηκε με διάταγμα που εξέδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς, καταργώντας όπως θα δούμε στη συνέχεια, το προηγούμενο της Αντιβασιλείας. Ο Όθωνας πρωταγωνίστησε και στα εγκαίνια του ιδρύματος, την 3η Μαΐου 1837, στο πρώτο πανεπιστήμιο, στην οικία Κλεάνθη, στην Πλάκα. Όπως σημείωνε η εφημερίδα Σωτήρ τρεις μέρες αργότερα:

    Έγινε, τέλος πάντων, την 3ην Μαΐου και η Εγκαθίδρυσις του Ελληνικού Πανεπιστημίου Όθωνος. […] Περί την 11ην ώραν ο Βασιλεύς έφιππος έφθασεν εις το κατάστημα του Πανεπιστημίου, όπου παρευρίσκετο το διπλωματικόν σώμα, το Συμβούλιον και οι Γραμματείς της Επικρατείας, η Ιερά Σύνοδος και πλήθος υπαλλήλων και άλλων πολιτών διαφόρων τάξεων και αμέσως ο επίσκοπος της Αττικής, ενδεδυμένος την αρχιερατικήν στολήν, άρχισε να ψάλλη το „Ευλογητός ει Χριστέ, ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας“.

    Λίγη ώρα μετά, σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, ο ανώτατος άρχοντας δεν θα μπορούσε να κρατήσει τη συγκίνησή του, δείγμα της στενής του σχέσης με το ίδρυμα, και θα δάκρυζε. Δυο χρόνια αργότερα, στις 2 Ιουλίου 1839, ο Όθωνας θα έθετε και τον θεμέλιο λίθο του κτιρίου των Προπυλαίων, της μόνιμης έδρας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε μια τελετή στην οποίαν συμμετείχαν και πάλι εκπρόσωποι όλων των αρχών της χώρας και πρωταγωνίστησε ο ανώτατος άρχοντας. Το νεοκλασικό κτίριο των Προπυλαίων, το οποίο σχεδίασε αρχικά ο δανός αρχιτέκτονας Hans Christian Hansen και ολοκλήρωσε ο γερμανός συνάδελφός του Ernst Moritz Theodor Ziller, αποτύπωνε τη στενή σχέση του ιδρύματος με την κλασική αρχαιότητα. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου δεν αποτελούσε εξαίρεση. Αντιθέτως, η ανάδειξη της σχέσης της αρχαίας Ελλάδας με το νέο βασίλειο αποτέλεσε μια σταθερή πολιτική επιλογή του βαυαρικού καθεστώτος που αποτυπώθηκε πανηγυρικά στην ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νέου βασιλείου. Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχαία Ελλάδα και ο κλασικισμός υπήρξαν βασικά σημεία αναφοράς για την εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες (Koulouri, 1991, 301–352). Ειδικότερα στην περίπτωση του Πανεπιστημίου η αναφορά υπήρξε πολλαπλή: αφενός στο πρόγραμμα σπουδών και αφετέρου στη συνολική του παρουσία. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων του, τα σύμβολα, η ορολογία, οι τελετές ορίστηκαν από τους κανονισμούς λειτουργίας του σε άμεση συνάφεια με την κλασική αρχαιότητα. Στις προτάσεις του για την ίδρυση πανεπιστημίου που κατέθεσε στη βαυαρική Αντιβασιλεία ο γνωστός γερμανός λόγιος Friedrich Thiersch τοποθετούσε τις κτιριακές του εγκαταστάσεις στο αρχαίο Λύκειο, απέναντι από την Ακρόπολη (Λάππας, 2004, 62). Η κεντρική σφραγίδα του Πανεπιστημίου έφερε στο κέντρο της μια κουκουβάγια, σύμβολο της θεάς Αθηνάς. Το 1837, εκτός από τη σφραγίδα της Θεολογικής, η οποία έφερε μονόγραμμα των πρώτων χριστιανών, οι σφραγίδες των άλλων τριών σχολών έφεραν ως εμβλήματα αρχαία ελληνικά θέματα: της Νομικής τη Θέμιδα, της Ιατρικής τον Ασκληπιό, της Φιλοσοφικής τον Αριστοτέλη (Karamanolakis, 2014).

    Ο εξ αρχής σχεδιασμός της Αθηναϊκής Τριλογίας και η νεοκλασικιστική τεχνοτροπία που επελέγη αποσκοπούσε στο να περιβάλλει τα νέα κτίρια που επρόκειτο να δεσπόζουν στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπως η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη και το Πανεπιστήμιο, με την αίγλη και την ανάμνηση του κλασικού παρελθόντος. Στο κεντρικό κτίριο των Προπυλαίων ο εξωτερικός ζωγραφικός διάκοσμος είχε θέμα τις επιστήμες προσωποποιημένες, ενώ στον προαύλιο χώρο προβλεπόταν να τοποθετηθούν δύο αγάλματα αρχαίων θεοτήτων. Στην αίθουσα τελετών του ιδρύματος, οι απεικονίσεις των αρχαίων διασήμων ανδρών εμπλέκονταν με τους έλληνες λογίους που διέδωσαν το έργο τους. Η σύνδεση του αρχαίου κόσμου με το νέο βασίλειο αποτυπώθηκε και στην κεντρική τοιχογραφία του Πανεπιστημίου, στην εσωτερική πρόσοψη των Προπυλαίων. Το σχέδιο της τοιχογραφίας είχε ανατεθεί στον ζωγράφο Karl Rahl από τον βαρώνο Σίμων Σίνα, ο οποίος είχε αναλάβει και τη χρηματοδότησή της, το 1861. Στην τοιχογραφία παριστάνεται ο Όθωνας, καθιστός σε θρόνο, περιστοιχισμένος από τις αναγεννημένες στο νεοσύστατο κράτος επιστήμες.

    Οι Επιστήμες είναι προσωποποιημένες με γυναικείες μορφές κατά τα πρότυπα της Αναγέννησης. Αριστερά και δεξιά της σκηνής αποτυπώνεται η εξιστόρηση του αρχαίου κόσμου, που ξεκινάει με τον Προμηθέα. Ακολουθεί μια σειρά προσωπικοτήτων του αρχαίου ελληνικού κόσμου, φιλόσοφοι, πολεμιστές, πολιτικοί, ποιητές κ.ά. Η διαδρομή ολοκληρώνεται με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος συμβολίζει τη μετάβαση από την ειδωλολατρία στον χριστιανισμό. Στην τοιχογραφία των Προπυλαίων, με εξαίρεση τον Μέγα Αλέξανδρο, όλοι οι υπόλοιποι προέρχονταν από την Αθήνα, την πόλη που θεωρήθηκε ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του κλασικού πολιτισμού. Δεν υπάρχει, όμως, καμιά αναφορά στο Βυζάντιο ή στα μεταγενέστερα χρόνια, ούτε και σε κάποια προσωπικότητα, με εξαίρεση τον Όθωνα, εκτός του αρχαίου κόσμου (Μάλαμα, 2005, 83–96). Η συμμετοχή του Όθωνα στην ανέγερση του κτιρίου των Προπυλαίων δεν ήταν μόνο συμβολική. Κατάθεσε, όπως και ο πατέρας του, αυτοκράτορας Λουδοβίκος της Βαυαρίας –γνωστός φιλέλληνας και λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού–, ένα σημαντικό ποσό στον δημόσιο έρανο που, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας του νεοσύστατου κράτους, πραγματοποιήθηκε με σκοπό την ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής του (Γαβρόγλου/Καραμανωλάκης/Μπάρκουλα, 2014, 62).

    Η σχέση του Πανεπιστημίου με το οθωνικό καθεστώς

    Η σχέση του Όθωνα με το νέο ίδρυμα δεν περιορίστηκε εκεί. Με απόφαση της πανεπιστημιακής Συγκλήτου, λίγο πριν τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την ίδρυση του Πανεπιστημίου, αποφασίστηκε η μεταφορά του σχετικού εορτασμού από την 3η στην 20ή Μαΐου, ημέρα γέννησης και ενθρόνισης του νεαρού δυνάστη. Ο συνεορτασμός αναδείκνυε τους στενούς δεσμούς του Όθωνα με το εκπαιδευτικό ίδρυμα, ενώ σε πρακτικό επίπεδο, εξασφάλιζε τη μη διακοπή των μαθημάτων τον ίδιο μήνα για διαφορετικούς εορτασμούς (Βελώνη, 2017, 252). Η καθιέρωση της εορταστικής μέρας ήταν μεταφορά της αντίστοιχης εορτής «Dies Academicus», από τα γερμανικά πανεπιστήμια (Εξίσου, 1988, 474). Το τελετουργικό της εορτής περιελάμβανε την έκδοση προγράμματος όπου οριζόταν ο καθηγητής ο οποίος θα εκφωνούσε τον πανηγυρικό στην αίθουσα τελετών, ενώπιον του Βασιλιά. Τα θέματα των πανηγυρικών προέρχονταν κατά κύριο λόγο από το επιστημονικό πεδίο στο οποίο θήτευε ο εκάστοτε ομιλητής, ενώ πέρα από την καθιερωμένη αναφορά στη σχέση του μονάρχη με το ίδρυμα υπήρχαν συνήθως αναγωγές στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους, με έμφαση στην κλασική αρχαιότητα. Κάποτε το βήμα της τελετής μεταβαλλόταν στον χώρο για να ακουστούν διαφορετικές ή και αλληλοσυγκρουόμενες αντιλήψεις για μείζονα ζητήματα αναφορικά με την ταυτότητα του νέου εθνικού κράτους, καθώς οι ομιλητές αξιοποιούσαν τη μεγάλη δημοσιότητα της τελετής λόγω της παρουσίας του μονάρχη. Σημειώνουμε ενδεικτικά τις ομιλίες του καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Στέφανου Κουμανούδη (1853) και, τέσσερα χρόνια αργότερα, του καθηγητή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους στην ίδια σχολή Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (1857). Αφιερωμένες και οι δυο στο κρίσιμο ζήτημα της ενότητας του ελληνικού έθνους στην ιστορική του διαδρομή, αποτύπωναν δυο διαφορετικές θέσεις για την ελληνικότητα του Βυζαντίου και τη σημασία της κλασικής αρχαιότητας, θέσεις οι οποίες διέτρεξαν τις σχετικές συζητήσεις σε όλον τον 19ο αιώνα (Καραμανωλάκης, 2006, 127–130). Η ίδρυση του πανεπιστημίου στην πρωτεύουσα του νέου κράτους υπήρξε, εξ αρχής, στρατηγικός στόχος της Βαυαρικής Αντιβασιλείας και του Όθωνα. Σε σημαντικό βαθμό, αποτέλεσε την κορωνίδα στον συνολικό σχεδιασμό της οθωνικής εξουσίας για την οργάνωση της εκπαίδευσης σε τρεις βαθμίδες.

    Ήδη από το 1832, το μέλος της Αντιβασιλείας κόμης Joseph Ludwig Graf von Armansperg ανέθεσε στον γερμανό λόγιο Fr. Thiersch να εκπονήσει σχέδιο για την ανασυγκρότηση της ελληνικής εκπαίδευσης (Κούκκου, 1990) και να συμπεριλάβει και την ίδρυση πανεπιστημίου. Το 1833 ένα άλλο μέλος της Αντιβασιλείας, ο Georg Ludwig von Maurer ξεκίνησε την προεργασία για τη νομοθετική θέσπιση πανεπιστημίου και Ακαδημίας των Επιστημών (Λάππας, 2004, 64). Το 1833, η Αντιβασιλεία συγκρότησε επιτροπή για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στο σχέδιό της, η επιτροπή καθόριζε τη λειτουργία πανεπιστημίου (υπό τον αρχαιοελληνικό τίτλο Μουσείον), το οποίο θα περιελάμβανε έξι σχολές: Φιλοσοφική, Θεολογική, Ιστορική, Νομική, Φυσική και Ιατρική (Αντωνίου, 1992, 21). Ο στόχος της Αντιβασιλείας ήταν να οργανώσει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας εκ του μηδενός με βάση τη βαυαρική εμπειρία και στη λογική μιας συγκεντρωτικής και αυστηρά ιεραρχημένης διοικητικής μηχανής. Στο πλαίσιο αυτό και εκκινώντας από την παραδοχή της σημασίας της διάχυσης της γνώσης στα λαϊκά στρώματα, τον Φεβρουάριο του 1834, ο Maurer προχώρησε στην οργάνωση της δημοτικής εκπαίδευσης. Δύο χρόνια αργότερα, οργανώθηκε συστηματικά και η μέση εκπαίδευση. Το διάταγμα «Περί κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων» το Δεκέμβρη του 1836, αντέγραφε τις βασικές διατάξεις του νόμου Γκιζό, από το όνομα του γάλλου υπουργού Παιδείας François Pierre Guillaume Guizot, βασισμένο και αυτό όμως στο πρωσικό πρότυπο (Δημαράς Α., 2003, 178).

    Τον ίδιο μήνα εκδόθηκε και ο πρώτος οργανικός νόμος για το Πανεπιστήμιο, κατά τη διάρκεια απουσίας του Όθωνα στο εξωτερικό, με διάταγμα της Αντιβασιλείας, για το οποίο υπεύθυνος ήταν ο ισχυρός της άνδρας κόμης Armansperg. Μετά την επιστροφή του Όθωνα και την αποπομπή του Armansperg, το διάταγμα αντικαταστάθηκε από ένα καινούριο, με την προσωπική σφραγίδα του βασιλιά (Γαβρόγλου/Καραμανωλάκης/Μπάρκουλα, 2014, 53). Το Πανεπιστήμιο αποτέλεσε τον τελικό προορισμό σε μια γραμμική και μονοσήμαντη διαδρομή. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το Δημοτικό Σχολείο διαρκούσε επτά χρόνια. Στον τέταρτο χρόνο του Δημοτικού υπήρχε η δυνατότητα μετάβασης στο τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο. Το απολυτήριο του Ελληνικού Σχολείου αποτελούσε το απαραίτητο εφόδιο ώστε να συνεχιστούν οι σπουδές στο τετρατάξιο Γυμνάσιο για να ακολουθήσει η εισαγωγή, χωρίς εξετάσεις, στο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Δημαράς Α., 2013, 20). Η απουσία των εξετάσεων και η κατάργηση των διδάκτρων των φοιτητών αμέσως μετά την ίδρυση του Οθώνειου, έδινε τη δυνατότητα της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση και των χαμηλότερων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων. Η παροχή αυτής της δυνατότητας συνδεόταν με τη σημασία που η οθωνική εξουσία απέδιδε στο ίδρυμα: Ήταν ο απαραίτητος κρίκος για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους. Εξασφάλιζε τη δημιουργία μιας επαρκώς εκπαιδευμένης κρατικής γραφειοκρατίας που θα στελέχωνε τη δημόσια μηχανή, πρωταρχικός στόχος και του χουμπολντιανού μοντέλου της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως αποτυπώθηκε στην έναρξη της λειτουργίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 1810 (Simon, 1988). Στην ελληνική περίπτωση, και λόγω της ανυπαρξίας συγκροτημένων κρατικών θεσμών, το Πανεπιστήμιο ανέλαβε να καλύψει τις ανάγκες του βασιλείου σε μια σειρά από τομείς (ιατρική περίθαλψη, νομικές υπηρεσίες, εργαστηριακές αναλύσεις, εκπαίδευση κ.ά.).

    Τέλος, όπως και σε όλα τα νεοσύστατα εθνικά κράτη, το ανώτατο ίδρυμα αναδείχθηκε σε κρίσιμο παράγοντα για την ομογενοποίηση του πληθυσμού και την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας των κατοίκων του πρότυπου βασιλείου αλλά και των ομογενών, μέσα από τον δημόσιο λόγο του και τη διδασκαλία σε τομείς όπως η γλώσσα και η ιστορία. Σε μια εποχή έντονων αλυτρωτικών επιδιώξεων, το Πανεπιστήμιο αποτέλεσε τον κατεξοχήν θεσμό πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας, μέσω του πολιτισμικού ρόλου του και της διάχυσης των αποφοίτων του σε όλη την καθ΄ημάς Ανατολή (Δημαράς Κ.Θ., 1989). Η αναζήτηση των επιρροών και των επιδράσεων των γερμανόφωνων πανεπιστημίων στο ελληνικό μπορεί να πραγματοποιηθεί σε πολλά επίπεδα. Στη συνέχεια επιχειρείται η σκιαγράφησή της σε τρία, άμεσα αλληλοδιαπλεκόμενα μεταξύ τους επίπεδα: στη διοίκηση και την οργάνωσή του, στη σύνθεση και τις σπουδές του διδακτικού προσωπικού και τέλος στη φιλοσοφία και τη διάρθρωση του προγράμματος σπουδών.

    Η οργάνωση και διοίκηση του Πανεπιστημίου

    Στο διάταγμα που εξέδωσε η Αντιβασιλεία, τον πρώτο ουσιαστικά κανονισμό λειτουργίας του πανεπιστημίου, ορίζονταν τέσσερις σχολές: Γενικών Επιστημών (φιλοσοφίας, φιλολογίας, μαθηματικών, φυσικής, χημείας, αστρονομίας, γεωγραφίας και ιστορίας), Θεολογίας, Ιατρικής, καθώς και Νομικών και Πολιτικών Επιστημών ή Δικαστική. Στο κείμενο ήταν φανερή η επιρροή από τα παραδείγματα των γερμανόφωνων πανεπιστημίων. Είναι χαρακτηριστική η σχεδόν πιστή αντιγραφή μιας σειράς διατάξεων για τους φοιτητές, την εγγραφή τους, τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, τις σχέσεις με τις πρυτανικές αρχές, τα παραπτώματα και τις ποινές από τον αντίστοιχο κανονισμό της Βαυαρίας, εκδομένο το 1827. Οι διατάξεις περιλάμβαναν εκτενείς ρυθμίσεις για τις μονομαχίες και τις φοιτητικές αδελφότητες, φαινόμενα που είχαν προκαλέσει πολύ μεγάλη συζήτηση και έντονο προβληματισμό στις κρατικές αρχές στον γερμανόφωνο χώρο, αλλά ήταν εν πολλοίς άγνωστα στο νεοσύστατο κράτος. Παράλληλα, σύμφωνα και πάλι με τα γερμανόφωνα πρότυπα, προβλεπόταν ο διορισμός βασιλικού επιτρόπου στο ίδρυμα, καθώς επίσης και η μονιμότητα του διδακτικού προσωπικού (Λάππας, 2004, 82–86). Ο νέος κανονισμός που εξέδωσε ο Όθωνας ήταν πολύ πιο σύντομος και εξακολουθούσε να έχει ως πρότυπο τα γερμανικά πανεπιστήμια, με αρκετές όμως διαφορές: Απουσίαζαν οι μακροσκελείς διατάξεις για την αντιμετώπιση των φοιτητικών παραπτωμάτων, δεν προβλεπόταν ο διορισμός βασιλικού επιτρόπου, οι καθηγητές δεν ήταν μόνιμοι, ενώ οριζόταν ότι για μια πενταετία θα διορίζονταν από την εκτελεστική εξουσία και στη συνέχεια από το καθηγητικό προσωπικό των σχολών. Οι τελευταίες ρυθμίσεις ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την εξάρτηση του διδακτικού προσωπικού από την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως αποτυπώθηκε άλλωστε και σε μια σειρά από περιπτώσεις τα επόμενα χρόνια. Οι σχολές παρέμεναν οι ίδιες, αλλά τα ονόματα παράλλαζαν: Θεολογίας, Iατρικής, Nομικών Eπιστημών, Φιλοσοφίας και της Άλλης Εγκυκλίου Παιδείας (Λάππας, 2004, 86–96). Η τελευταία, σύμφωνα με το γερμανικό πρότυπο, όπως και την πρώτη φορά, περιελάμβανε το Φιλολογικό, το Φυσικό και το Μαθηματικό Τμήμα. Η επιλογή διαφοροποιούταν από προηγούμενα σχέδια και κυρίως εκείνο που είχε συντάξει ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής το 1834 και είχε απορριφθεί από την Αντιβασιλεία, στο οποίο καθιερωνόταν, σύμφωνα με το γαλλικό πρότυπο, η ίδρυση αυτοτελούς Φυσικομαθηματικής Σχολής (Λάππας, 2004, 65–68).

    Ο Προσωρινός Κανονισμός του πανεπιστημίου, παρά την εξαγγελθείσα προσωρινότητά του, ρύθμισε τη λειτουργία του ιδρύματος για τα επόμενα 80 περίπου χρόνια, έως το 1911. Σε αυτό το διάστημα γνώρισε μια σειρά από αλλαγές, πολλές από αυτές μέσα στα οθωνικά χρόνια, και μάλιστα αμέσως μετά την έκδοσή του, αναδεικνύοντας έτσι πως τα πρότυπα προσαρμόζονται κάποτε, και μάλιστα πολύ απότομα, στις πραγματικότητες των νέων περιβαλλόντων στα οποία εφαρμόζονται. Ας επισημάνουμε τρία παραδείγματα: Στον πυρήνα της λογικής του γερμανόφωνου πανεπιστημίου ήταν η καταβολή διδάκτρων από τους φοιτητές. Η επιβολή των διδάκτρων λειτουργούσε ως ένα ισχυρό κριτήριο επιλογής και παράλληλα αποτελούσε στοιχείο διασφάλισης της συγκρότησης του φοιτητικού σώματος ως της επόμενης κρατικής ελίτ. Ειδικότερα, επίσης, η καταβολή διδάκτρων στους υφηγητές εξασφάλιζε στο Πανεπιστήμιο ένα σώμα νεότερων διδασκόντων που συνέτειναν κατά τεκμήριο αισθητά και στην ανανέωση των γνωστικών αντικειμένων και της μεθοδολογίας των επιστημών. Στην ελληνική περίπτωση η καταβολή διδάκτρων, η οποία προβλεπόταν με τον κανονισμό ανεστάλη προσωρινά αμέσως μετά την ίδρυση του πανεπιστημίου, καθώς το νέο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ήθελε να προσελκύσει ημεδαπούς αλλά και ομογενείς φοιτητές, ιδιαίτερα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κι αυτή η προσωρινότητα κράτησε πολύ: μόλις το 1892 η κυβέρνηση Χαρίλαου Τρικούπη καθιέρωσε τα δίδακτρα, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, της γενικότερης δημοσιονομικής πολιτικής και της συγκέντρωσης κρατικών εσόδων, αλλά και με στόχο τον περιορισμό της εισόδου στο Πανεπιστήμιο αποφοίτων του Γυμνασίου από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Υπήρξε και μια άλλη παράλληλη απώλεια. Σε μεγάλο βαθμό, στην ελληνική περίπτωση, ο θεσμός των υφηγητών δεν διαδραμάτισε τον αντίστοιχο ρόλο που κατείχε στα γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Καθώς δεν υπήρχε το οικονομικό κίνητρο, ο αριθμός τους, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, ήταν περιορισμένος και επικεντρώνονταν, για λόγους κύρους και επαγγελματικής αποκατάστασης, κατά κύριο λόγο στη Νομική και Ιατρική Σχολή.

    Παράδειγμα δεύτερο: Ο διαχωρισμός των γνωστικών αντικείμενων σε έδρες αποτέλεσε την κύρια λογική οργάνωσης του προγράμματος σπουδών στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ο θεσμός της έδρας, μεταφορά της αντίστοιχης λογικής των γερμανόφωνων πανεπιστημίων, πρόσφερε εντός του ιδρύματος εκτεταμένη εξουσία στους τακτικούς καθηγητές. Στη γερμανική περίπτωση η εξουσία αυτή, σε συνδυασμό με την αριστοκρατική οργάνωση των πανεπιστημίων και το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία επέλεγε τους νέους διδάσκοντες, επικυρώνοντας ή επιλέγοντας από τις προτάσεις του υπάρχοντος καθηγητικού προσωπικού, οδήγησε εντέλει στη δημιουργία ενός σώματος «μανδαρίνων» της δημόσιας διοίκησης (Ringer, 1969), ενός σώματος που παρά την έντονη σχέση με την κρατική εξουσία διατηρούσε τη δική του ταυτότητα. Στην Ελλάδα η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική. Στον κατάλογο του καθηγητικού προσωπικού που διόρισε ο Όθωνας το 1837, στη Θεολογική και Νομική Σχολή δεν καθορίζονταν έδρες, η επιλογή του αντικειμένου διδασκαλίας παρέμενε στη διακριτική ευχέρεια των καθηγητών (Λάππας, 2004, 64–70). Έως τη δεκαετία του 1880 ο αριθμός των καθηγητών, άρα και των εδρών, καθοριζόταν από την πίστωση για τους μισθούς τους, η οποία αναγραφόταν στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό (Παπαπάνος, 1970, 42). Το επίδικο δεν ήταν το περιεχόμενο της διδασκαλίας αλλά οι διδάσκοντες. Οι έδρες ήταν απολύτως προσωποπαγείς και οι καθηγητές υπεύθυνοι για την επιλογή των μαθημάτων. Η κρατική εξουσία διατήρησε το δικαίωμα διορισμού των καθηγητών έως το 1882, δημιουργώντας εντέλει μια σχέση εξάρτησης και συχνά υποτέλειας με το καθηγητικό προσωπικό. Παράδειγμα τρίτο: Σύμφωνα και με το γερμανόφωνο πρότυπο, δημιουργήθηκε ο θεσμός των τακτικών ακροατών, πολιτών οι οποίοι μπορούσαν να παρακολουθούν συστηματικά τα μαθήματα χωρίς να είναι φοιτητές. Ο αρχικός αριθμός ήταν εντυπωσιακός, στο θερινό εξάμηνο του 1839 καταγράφησαν 123 φοιτητές και 113 ακροατές, δημιουργώντας τον δικό τους μύθο, λ.χ. τις αναφορές σε παλιούς αγωνιστές, ανάμεσά τους τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που συμμετείχαν στις παραδόσεις (Βαμπάς, 1885, 64–70).

    Σύμφωνα με τον Προσωρινό Κανονισμό, οι τακτικοί ακροατές μπορούσαν να παρακολουθούν συγκεκριμένα μαθήματα, να εξετάζονται σε αυτά και να παίρνουν πιστοποιητικά φοίτησης. Πέρα από τη γενικότερη επιθυμία για μόρφωση, τα πιστοποιητικά φοίτησης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους επαγγελματικούς λόγους, ενώ ορισμένοι τα χρησιμοποιούσαν για να εξαιρούνται από τους καταλόγους στρατευσίμων. Ιδιαίτερα το τελευταίο προκάλεσε διαμαρτυρίες του Υπουργείου Εσωτερικών, οι οποίες οδήγησαν το 1841 στην κατάργηση του θεσμού, παρόλο που και τα επόμενα χρόνια εξακολουθούσαν να υπάρχουν, άτυπα πλέον, ακροατές στις πανεπιστημιακές αίθουσες (Λάππας, 2004, 144–147).

    Το καθηγητικό προσωπικό

    Με την έναρξη λειτουργίας του Οθώνειου Πανεπιστημίου διορίστηκαν 34 καθηγητές: 3 στη Θεολογική, 8 στη Νομική, 9 στην Ιατρική και 14 στη Φιλοσοφική. Από αυτούς οι 6 ήταν Γερμανοί (Xaver Landerer, Heinrich Nikolaus Ulrichs, Ludwig Ross, Heinrich Treiber, Carl Nikolaus Fraas, Gottfried Feder), ενώ εντός του 1837 προστέθηκε ακόμη ένας (Emil Herzog). Πρόκειται για πρόσωπα με υψηλό κατά τεκμήριο επιστημονικό κύρος, συνδεδεμένα με το βαυαρικό καθεστώς, τα οποία είχαν έλθει στην Ελλάδα μετά το 1830. Διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση των γνωστικών αντικειμένων που δίδαξαν, όπως ο Ross στην κλασική αρχαιολογία, ο Fraas στη φυτολογία (ίδρυσε τον Βοτανικό Κήπο), ο Landerer στη φαρμακολογία. Μετά τη σεπτεμβριανή επανάσταση του 1843 απολύθηκαν από το Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της δημόσιας διοίκησης από ξένους. Στην πρώτη αυτή περίοδο, εύλογα, το σύνολο του καθηγητικού προσωπικού είχε σπουδάσει ή είχε απλώς παρακολουθήσει πανεπιστημιακά μαθήματα στο εξωτερικό. Έως το 1911, όταν καθιερώθηκαν οι διδακτορικές σπουδές, το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν μπορούσε να αναπαράγει το διδακτικό προσωπικό του. Η ελληνική επιστημονική κοινότητα συγκροτήθηκε επιστημονικά εκτός Ελλάδας. Από τους καθηγητές που δίδαξαν οι περισσότεροι είχαν σπουδάσει ή μετεκπαιδευτεί στη Γερμανία και την Αυστρία, ενώ έπονταν όσοι προέρχονταν από γαλλικά ή άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η γενική αυτή κατανομή διαφοροποιείται με βάση τη σχολή. Στη Θεολογική Σχολή οι καθηγητές προέρχονταν κυρίως από γερμανόφωνα και ρωσικά πανεπιστήμια. Στο Φιλολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής ήταν εξαιρετικά ισχυρή η παρουσία διδασκόντων που είχαν σπουδάσει σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Στο άλλο τμήμα της Φιλοσοφικής, το Φυσικομαθηματικό, ήταν περίπου ισομερής η κατανομή σε γερμανόφωνα και σε γαλλόφωνα πανεπιστήμια. Στην Ιατρική Σχολή, οι καθηγητές προέρχονταν από γερμανόφωνα πανεπιστήμια και αρκετοί είχαν μετεκπαιδευτεί σε γαλλικές Σχολές. Στη Νομική, ενώ έως τα μέσα της δεκαετίας του 1840 υπερτερούσαν οι καθηγητές με σπουδές στη Γαλλία, στη συνέχεια η αναλογία άλλαξε υπέρ εκείνων που είχαν σπουδάσει σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια (Λάππας, 2004, 143 και 149–153).

    Ο χώρος σπουδών, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, προσδιόρισε και σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο των μαθημάτων που πρόσφεραν οι διδάσκοντες, γεγονός που αποτυπώθηκε και στα προγράμματα σπουδών. Η προσαρμογή των μαθημάτων στο ελληνικό πανεπιστήμιο συνοδεύθηκε και για τους περισσότερους από τους διδάσκοντες με την αντίστοιχη μεταφορά προσωπικής γνώσης, βιβλιογραφίας, μεθόδων. Μελετώντας κείμενα πανεπιστημιακών καθηγητών από τις ανθρωπιστικές επιστήμες στον 19ο αιώνα, παρατηρεί κανείς πως τις περισσότερες φορές η διεθνής βιβλιογραφία, όταν υπάρχει, περιορίζεται στα χρόνια του σπουδών του συγγραφέα. Σε μια χώρα όπου ο διορισμός ή η απόλυση των πανεπιστημιακών γινόταν από την εκτελεστική εξουσία και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κάποιας ιδιαίτερης αιτιολόγησης, η επιστημονική εργασία πολλών καθηγητών σταματούσε την ώρα που περνούσαν την είσοδο του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Αυτή η πραγματικότητα ενέτεινε τη σχέση τους και τις αναφορές τους στα όσα είχαν γνωρίσει κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, άρα για τους περισσότερους και με τη γερμανική επιστήμη. Είναι χαρακτηριστική η κριτική που ασκούσε η εφημερίδα Αθηνά στον καθηγητή Ιστορίας και πρώτο πρύτανη του Οθώνειου Πανεπιστημίου Κ.Δ. Σχινά:

    Δεν τολμώμεν εισέτι να ειπώμεν σχεδόν τίποτε περί του βίου της Ελλάδος, τον οποίον ανέλαβε να περιγράψη ο Κ. Σχινάς, επειδή ο ένθερμος ούτος ζηλωτής των Γερμανικών δογμάτων δεν έφτασε μέχρι τούδε να εκφέρη καμμιάν νεήκουστον και αξίαν λόγου ιδέαν εκτός της επαχθούς απαριθμήσεως των βιβλίων, όσα πραγματεύονται την αρχαιολογικήν ύλην. Πολλάκις μάλιστα τον ευρήκαμεν άδικον οπωσούν και προς πολλούς μη Γερμανούς συγγραφείς των οποίων ως αυτόχρημα Προκρούστης στρεβλόνει κατά την χρείαν τας ιδέας και κολοβόνει την φήμην διά να περιάψη όλην της σοφίας την τιμήν εις τους Γερμανούς (εφ. Αθηνά, φ. 479, 16.10,1837).

    Η κριτική απηχούσε την έντονη πολιτική αντίθεση της αγγλόφιλης εφημερίδας με τον ταυτισμένο με το βαυαρικό καθεστώς καθηγητή, γαμπρό επίσης και του διάσημου γερμανού ιστορικού του δικαίου Friedrich Karl von Savigny. Δεν απείχε, όμως, και πολύ από την πραγματικότητα, αν σκεφτούμε και το γεγονός ότι για πρόσωπα όπως ο Σχινάς το πανεπιστήμιο αποτέλεσε έναν σταθμό σε μια μακρά διαδρομή εμπλοκής στα κοινά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις πανεπιστημιακές του υποχρεώσεις, επιστράτευσε ό,τι γνώσεις είχε, ενώ παράλληλα συνέδεε πάντα τη διδασκαλία του με τους υψηλούς προστάτες του.

    Η φιλοσοφία των σπουδών και το πρόγραμμα των μαθημάτων

    Το 1838 το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολουθώντας ανάλογες πρακτικές των γερμανικών πανεπιστημίων, εξέδωσε τον πρώτο οδηγό σπουδών για τους φοιτητές. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τον είχε συντάξει ο τότε πρύτανης Κ. Δ. Σχινάς (Χρήστου, 1994). Στον πρώτο αυτό οδηγό σπουδών τονιζόταν ότι η φοίτηση στο Πανεπιστήμιο αποσκοπούσε στην απόκτηση μιας σειράς γνώσεων που δεν στόχευαν μόνο στην επαγγελματική αποκατάσταση αλλά στην ηθική βελτίωση και την πνευματική εξύψωση του ατόμου, στη συγκρότηση ηθικών, ελεύθερων και μορφωμένων πολιτών (Οδηγίαι, 1838, 4–5).   Επρόκειτο για ένα προγραμματικό κείμενο που συνομιλούσε με την αντίστοιχη στοχοθεσία του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, όπως το εμπνεύστηκε ο Wilhelm von Humboldt. Στο πλαίσιο του νεοουμανισμού ο στόχος ήταν η κατάκτηση της κουλτούρας της γνώσης (Bildung), μιας γνώσης «αυτοαναφορικής» και «μη εργαλειακής» και η εκμάθηση των απαραίτητων ερευνητικών τεχνικών προσπέλασής της. Η κατάκτησή της αποτελούσε στοιχείο προσωπικής καταξίωσης αλλά και αναγκαίο πολιτισμικό κεφάλαιο για την κατάληψη θέσης σε μια αυστηρά ιεραρχημένη κρατική διοίκηση. Στο πλαίσιο αυτής της γνώσης θεωρήθηκε απαραίτητη η σύνδεση με το παρελθόν μέσω κυρίως εκείνης της εικόνας της αρχαίας Ελλάδας που παρέπεμπε στα σύγχρονα προβλήματα, καθώς και στη γερμανική περίπτωση, η πίστη στον αυτοκράτορα (Κόκκινος, 1996, 168–171). Στην ελληνική περίπτωση η αρχαιότητα αναδεικνυόταν ως η προγονική κληρονομιά, ενώ ο βασιλιάς αποτελούσε τον εμπνευστή και ιδρυτή του Αθήνησι. Η διάπλαση της προσωπικότητας μέσω της μόρφωσης αφορούσε συνολικά στην πανεπιστημιακή αλλά και στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Σκοπός του Πανεπιστημίου ήταν η εκπαίδευση, η παιδεία του ανθρώπου, όπως προερχόταν όχι από την απόκτηση επιμέρους δεξιοτήτων αλλά από τη διαπλοκή και την αρμονική σύνθεση των γνώσεων υπό την αιγίδα της φιλοσοφίας (Renaut, 2003, 189–191). Είναι χαρακτηριστική η μετονομασία, στα γερμανικά Πανεπιστήμια των αρχών του 19ου αιώνα, της Σχολής των Τεχνών σε Φιλοσοφική Σχολή, ονομασία που κυριάρχησε και στην ελληνική μεταφορά της. Η Φιλοσοφική έγινε «το θεσμικό κέντρο και η κινητήριος δύναμη του Πανεπιστημίου», καθώς τόσο η ιδέα της «καθαρής επιστημονικότητας», όσο και αυτή της «ενότητας της γνώσης», έννοιες συστατικές για το νέο ίδρυμα αλλά και για το χουμπολντιανό μοντέλο του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, όπως αποτυπώθηκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, κυριάρχησαν (Renaut, 2003, 209– 215).

    Σε αυτή την κατεύθυνση ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο διαδραμάτιζαν τα γενικά μαθήματα, μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής που ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν για έναν χρόνο οι φοιτητές όλων των σχολών. Η σχέση του ελληνικού με τα γερμανικά πανεπιστήμια αποτυπώθηκε και στη συγκρότηση των θεσμών του ιδρύματος που είχαν σχέση με την εκπαίδευση των φοιτητών, με σημαντικότερα τα παραρτήματα ή προσαρτήματα του Πανεπιστημίου και με πλέον χαρακτηριστική εκείνη των φροντιστηρίων. Ήδη, λ.χ., ο Προσωρινός Κανονισμός προέβλεπε, σύμφωνα με τα γερμανικά ειωθότα, τη λειτουργία του Φιλολογικού Φροντιστηρίου, το οποίο προοριζόταν να στελεχώσει τη Μέση Εκπαίδευση με φιλολόγους εξειδικευμένους στη διδασκαλία της αρχαίας και λατινικής γλώσσας. Παρά τις συντονισμένες από την πρώτη στιγμή προσπάθειες για την κάλυψη της θέσης του διευθυντή του, μόλις το 1842 την ανέλαβε ο γερμανοτραφής Κωνσταντίνος Ασώπιος.

    Πρότυπο του Φιλολογικού Φροντιστηρίου ήταν τα αντίστοιχα γερμανόφωνα σεμινάρια που είχαν δημιουργηθεί τον 18ο αιώνα, όπως εκείνο του Gottfried Hermann στη Λειψία και κυρίως εκείνο που είχε ιδρύσει ο Friedrich A. Wolf στο Πανεπιστήμιο της Χάλης με σκοπό την εκπαίδευση καλών καθηγητών για τη μέση εκπαίδευση. Στα σεμινάρια αυτά, οκτώ ή δέκα φοιτητές συγκεντρώνονταν μια ή δυο φορές την εβδομάδα για να μάθουν πώς να εξηγούν ένα κείμενο στη σχολική τάξη. Τα ερωτήματα και τα προβλήματα που τους απασχολούσαν ήταν κυρίως γραμματικής ή συντακτικής υφής, ενώ δεν υπήρχε κάποιο ερευνητικό ενδιαφέρον. Η τομή επρόκειτο να συντελεστεί με την ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, όπου η φροντιστηριακή εκπαίδευση απέκτησε ερευνητική και επιστημονική χροιά (Grafton, 1983, 161–162). Στα επόμενα χρόνια, μέσα και από την κυριαρχία του θετικισμού στα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια, η φροντιστηριακή και εργαστηριακή διδασκαλία θα κυριαρχήσουν στο πρόγραμμα μαθημάτων, όπως θα συμβεί και στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

    Η σημαντικότερη σύνδεση των γερμανόφωνων με το ελληνικό πανεπιστήμιο αποτυπώθηκε, εύλογα, στο πρόγραμμα των σπουδών. Στο μέτρο που οι ιδρυτές του Αθήνησι αλλά και η πλειοψηφία των πρώτων διδασκόντων του είχαν σπουδάσει σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια, εύλογα, υπήρξαν μια σειρά από αντιστοιχίες ανάμεσα στα γερμανικά και στο ελληνικό πρόγραμμα σπουδών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της φιλολογίας. Στα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου, μια ομάδα καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής, ανάμεσά τους οι Κ. Ασώπιος, Κ.Δ. Σχινάς, Στέφανος Κουμανούδης, Ευθύμιος Καστόρχης, Ιωάννης Βενθύλος, Δημήτριος Βερναρδάκης, Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, Αθανάσιος Ρουσόπουλος, Δημήτριος Σεμιτέλος, Δημήτριος Μαυροφρύδης κ.ά., είχαν παρακολουθήσει μαθήματα του κορυφαίου γερμανού φιλολόγου August Boeckh. Το έργο του Boeckh και η αντίληψή του για τη φιλολογία ως μια επιστήμη η οποία αφορούσε το σύνολο του αρχαίου κόσμου (ο ίδιος εισήγαγε τον σχετικό όρο Altertumwissenschaft), επηρέασε συνολικά την ευρωπαϊκή και την ελληνική επιστήμη. Το πρόγραμμα μαθημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών έφερε έντονη τη σφραγίδα του Boeckh. Ενδεικτικά, το μάθημα που εισήγαγε εκείνος στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, η Encyklopaedie und Methodologie der Philologischen Wissenschaften (εγκυκλοπαιδεία και μεθοδολογία των φιλολογικών επιστημών), είτε ως Εγκυκλοπαιδεία των φιλολογικών σπουδών, είτε ως Βίος Ελλήνων ή Ρωμαίων διδάχθηκε από έναν ικανό αριθμό υφηγητών και καθηγητών στο ελληνικό πανεπιστήμιο: Κ. Σχινάς, L. Ross, Κ. Ασώπιος, Στ. Κουμανούδης, Ευ. Καστόρχης. Μαθήματα από διαφορετικούς διδάσκοντες, τα οποία για τις ανάγκες του προγράμματος εντάσσονταν κάθε φορά σε διαφορετική σφαίρα (αρχαιολογία, φιλολογία, ιστορία), με σκοπό την ανασύσταση του συνόλου των πληροφοριών για τον αρχαίο κόσμο.

    Το γεγονός ήταν ενδεικτικό της επιρροής του γερμανού καθηγητή, της συνάφειας των γνωστικών αντικειμένων και της κυριαρχίας μιας διευρυμένης έννοιας της φιλολογίας, από την οποία προέκυψαν στη συνέχεια οι όμοροι κλάδοι των ανθρωπιστικών επιστημών (Καραμανωλάκης, 2006, 57–60). Οι συγκεκριμένοι καθηγητές αποτέλεσαν την κυρίαρχη σχολή της ελληνικής φιλολογίας, έως τουλάχιστον τη δεκαετία του 1860. Η ομάδα αυτή, της οποίας τα μέλη χαρακτηρίστηκαν από τον Κ.Θ. Δημαρά ως συνεχιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού στον 19ο αιώνα, αντιμετώπισαν την ελληνική αρχαιότητα ως έναν κόσμο δημοκρατίας και ελευθερίας, ως μοντέλο για την οργάνωση της κοινωνίας και παράλληλα και ταυτόχρονα ως την πιο σημαντική στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Η ομάδα αυτή αποτέλεσε και τον ισχυρότερο ανασταλτικό παράγοντα για την υπερίσχυση του παπαρρηγοπούλειου σχήματος1Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο μεγαλύτερος έλληνας ιστορικός του 19ου αιώνα, συγκρότησε το σχήμα μιας ενιαίας και αδιάσπαστης ελληνικής εθνικής ιστορίας, η οποία διακρινόταν σε τρεις περιόδους (αρχαιότητα, Βυζάντιο, νεότερα χρόνια). Το σχήμα αυτό, το οποίο καθιερώθηκε σύντομα και παραμένει κυρίαρχο, σε μεγάλο βαθμό, έως και σήμερα, αρχικά συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις κυρίως από όσους, επηρεασμένοι από τις διαφωτιστικές ιδέες, αντιστρατεύονταν την ενσωμάτωση του Βυζαντίου στην ελληνική εθνική ιστορία. εντός του Αθήνησι (Καραμανωλάκης, 2006, 124–134).

    Η μεταφορά δεν υπήρξε πάντα επιτυχημένη. Ένα από τα πρώτα μαθήματα του Φιλολογικού Τμήματος ήταν η Πολιτειογραφία, που εισήγαγε ο Θεόδωρος Μανούσης. Το μάθημά του Μανούση αποτελούσε μεταφορά του αντίστοιχου γερμανικού μαθήματος Staatistik ή allgemeine Politik, το οποίο είχε παρακολουθήσει στο Πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν κατά την περίοδο των σπουδών του. Η ύλη του επικεντρωνόταν στη μελέτη της εσωτερικής κατάστασης και των θεσμών των σύγχρονων κρατών. Η Staatistik αποτέλεσε το μάθημα που σε μεγάλο βαθμό μαζί με την καθολική ιστορία χαρακτήρισε το πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Γκέτιγκεν στο τέλος του 18ου αιώνα. Παρά την επιτυχία του στη Γερμανία, το μάθημα δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα, αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη Γενική Ιστορία για τα μεσαιωνικά και νεότερα χρόνια, καθώς θεωρήθηκε πολύ πρωτοποριακό για την εποχή του, ενώ παράλληλα ήταν πολύ έντονο το ενδιαφέρον για την ελληνική εθνική ιστορία (Πεντάζου, 1995).

    Από τη μηχανική μεταφορά στην επιλεκτική πρόσληψη;

     […] ουδέν θαύμα, εάν τα Φροντιστήρια και τα Εργαστήρια ημών ουδεμίαν σχεδόν έχωσι να επιδείξωσιν αυτοτελή και πρωτότυπον εργασίαν, ουδέν ουδέποτε ζήτημα επιλύωσιν, εάν ούτως αυτά καθίστανται αληθής παρωδία των εν Γερμανία Φροντιστηρίων και Εργαστηρίων, εάν εν αυτοίς βασιλεύη παντελής επιστημονική νέκρωσις. (Αιτιολογική έκθεσις, 1899, 996–997).

    Η κριτική της εισαγωγικής έκθεσης των νομοσχεδίων του Αθανασίου Ευταξία, υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, δεν αφορούσε μόνο τα φροντιστήρια. Το πλέον γνωστό μεταρρυθμιστικό σχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση του 19ου αιώνα, ασκούσε συνολικά κριτική στη «μηχανική» μεταφορά, όπως υποστήριζε, των γερμανόφωνων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, κατηγορώντας τους Βαυαρούς για βιασύνη που δεν έλαβε υπόψιν της το εγχώριο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Είναι σαφές, όπως αποτυπώθηκε και στα όσα σημειώθηκαν παραπάνω, ότι τα γερμανόφωνα πανεπιστήμια της εποχής και ιδιαίτερα εκείνο του Βερολίνου, αποτέλεσαν ένα ισχυρότατο πρότυπο που καθόρισε τη φυσιογνωμία του νέου ελληνικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Μπορούμε, όμως, να μιλήσουμε για «μηχανική» μεταφορά ή να θεωρήσουμε ότι υπήρξε μόνο ένα πρότυπο στο οποίο βασίστηκε η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση; Καταρχάς, η ίδρυση του Πανεπιστημίου δεν αποτέλεσε επιλογή μόνο της βαυαρικής διακυβέρνησης. Από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης του 1821, η δημιουργία ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, είτε ως πανεπιστημίου είτε ως ακαδημίας, απασχόλησε τα συλλογικά σώματα των επαναστατών. Αμέσως μετά την Επανάσταση, παρότι ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έδωσε προτεραιότητα στη συγκρότηση της κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης, δεν απέκλεισε την προοπτική της δημιουργίας πανεπιστημίου σε μεταγενέστερο χρόνο. Το πανεπιστήμιο ως σύμβολο της νεωτερικότητας και της σύνδεσης με την Ευρώπη υπήρξε στα σχέδια ελλήνων λογίων, οι οποίοι και συνηγόρησαν θερμά για την ίδρυσή του, όπως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ή ο Κωνσταντίνος Δ. Σχινάς. Στο πλαίσιο ενός νέου εθνικού κράτος, το οποίο μάλιστα απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην καλλιέργεια της γνώσης ως στοιχείο της ιστορικής του διαδρομής, το όραμα της ανώτατης εκπαίδευσης συγκίνησε τους περισσότερους.

    Η επιλογή του μοντέλου που θα ακολουθούσε το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν μονόδρομος, ούτε συνέβη μόνο λόγω της βαυαρικής διακυβέρνησης. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε θεσμικό απότοκο μιας μακράς ευρωπαϊκής παράδοσης και ενός ευρωπαϊκού παρόντος το οποίο είχαν γνωρίσει –συνήθως κατά τη διάρκεια των σπουδών τους– οι ιδρυτές αλλά και οι διδάσκοντες, οι πρυτανικές αρχές, και στο οποίο συχνά αναφέρονταν. Η παράδοση αυτή, η οποία ξεκινούσε από τους μεσαιωνικούς χρόνους, με συνεχείς ρήξεις και ασυνέχειες εντός της, διαμόρφωσε δομικά στοιχεία και χαρακτηριστικά σε επίπεδο στόχων αλλά και οργάνωσης, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο βέβαια και στην ελληνική περίπτωση. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τα γερμανόφωνα πανεπιστήμια, και ιδιαίτερα εκείνο του Βερολίνου, αποτέλεσαν συνολικά πρότυπο για τον δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια, η μεταφορά ενός γερμανόφωνου προτύπου για τη συγκρότηση της ανώτατης εκπαίδευσης πιθανότατα θα συνέβαινε, ανεξάρτητα από τη βαυαρική διακυβέρνηση, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου η στροφή προς την αρχαιότητα και την έννοια της κλασικής παιδείας ήταν μονόδρομος. Η κυριαρχία των καθηγητών που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία παρέμεινε και μετά την έξωση του Όθωνα. Έως και τον Μεσοπόλεμο οι περισσότεροι από τους διδάσκοντες στο Αθήνησι είχαν σπουδάσει σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Η ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο και έπειτα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποδυνάμωσε την παρουσία της ως κυρίαρχης δύναμης στο πεδίο των ευρωπαϊκών σπουδών, παραχωρώντας τη θέση της στο γαλλικό παράδειγμα, για να ακολουθήσει από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η πλειοψηφική παρουσία των καθηγητών που είχαν μετεκπαιδευθεί στον αγγλοσαξωνικό χώρο.

    Παρά την ισχυρή παρουσία του γερμανόφωνου προτύπου, η οργάνωση του ιδρύματος μέσα στον χρόνο δεν στηρίχτηκε μόνο σε αυτό αλλά και στην επιλεκτική ενσωμάτωση στοιχείων από διαφορετικά παραδείγματα (Κιμουρτζής, 2003). Tην ίδια ώρα που το πρότυπο «μεταφερόταν» στην ελληνική πραγματικότητα, εισάγονταν μαζί και οι κριτικές που είχε δεχθεί ή οι τροποποιήσεις που είχε ήδη υποστεί. Οι Βαυαροί μετέφεραν στην Ελλάδα τον γαλλικό νόμο για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, βασισμένο όμως στα γερμανικά πρότυπα. Η αναζήτηση ενός «καθαρού» προτύπου θα έμοιαζε ματαιοπονία σε έναν κόσμο συνεχών πολιτιστικών και διανοητικών ανταλλαγών και επαφών, όπως ήταν εκείνος του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, στον οποίο εγγράφεται και η ελληνική περίπτωση. Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό λειτούργησαν ως οι «μεταφορείς» της γνώσης αλλά και των εμπειριών από τα ξένα πανεπιστήμια, είχαν μια κάποτε πολύ αποσπασματική αλλά πάντως καθοριστική εμπειρία από τη λειτουργία τους στο πλαίσιο των σπουδών τους. Ακόμη και αυτή την πρώτη περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, το πανεπιστήμιο επιδίωξε την καλλιέργεια σχέσεων με τα άλλα αντίστοιχα ιδρύματα στην Ευρώπη, αποστέλλοντας στο μέτρο των οικονομικών του δυνατοτήτων εκπροσώπους σε διάφορες πανεπιστημιακές εκδηλώσεις, ενώ το καθηγητικό προσωπικό του είχε επαφές με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Σημειώνουμε ενδεικτικά το ταξίδι του Κ.Δ. Σχινά και τη συμμετοχή του σε συνέδριο στην Ουλμ το 1842 (Χρήστου, 1998, 307–308).

    Την εμπειρία από τα ξένα όμορα ιδρύματα οι καθηγητές του Αθήνησι την επικαλούνταν όποτε χρειαζόταν, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν αυτές τις νέες πραγματικότητες στο πρότυπο βασίλειο. Το 1844, όταν οι καθηγητές του Αθήνησι διεκδίκησαν τη θεσμοθέτηση της εκλογής βουλευτή από το Πανεπιστήμιο, στην αίτησή τους προς την Εθνική Συνέλευση αναφέρονταν στην αντίστοιχη εμπειρία τόσο στα γερμανικά όσο και στα αγγλικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Δημαράς Α., 1973, 104–106).

    Πόσο τελεσφόρησαν όλες αυτές οι μεταφορές και ποια ήταν η υποδοχή που συνάντησαν; Το ερώτημα είναι κρίσιμο για να αντιληφθούμε πως λειτούργησαν οι συγκεκριμένες διασταυρώσεις. Η οποία μεταφορά κάθε φορά έλαβε υπόψιν της τις πραγματικότητες της ελληνικής περίπτωσης, και όπου δεν τις έλαβε αναγκάστηκε πολλές φορές και πολύ γρήγορα να κάνει τις αντίστοιχες προσαρμογές. Η κατάργηση των μακροσκελών διατάξεων για τα φοιτητικά παραπτώματα, ιδιαίτερα των μονομαχιών, από τον πρώτο κανονισμό, η αναστολή των διδάκτρων αμέσως μετά τη θέσπισή τους, η επιβολή του διορισμού των καθηγητών από την κυβέρνηση για περίπου πενήντα χρόνια αποτέλεσαν διαφοροποιήσεις της ελληνικής εφαρμογής από το γερμανικό πρότυπο, συνδεδεμένες με τις πραγματικότητες της κοινωνίας ή τις ανάγκες της εκάστοτε εξουσίας. Η κατάργηση των διδάκτρων και η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης εξυπηρετούσε τις ανάγκες για τη συγκρότηση μιας μορφωμένης δημοσιοϋπαλληλίας που θα στελέχωνε την κρατική μηχανή αλλά και παράλληλα θα εξασφάλιζε την κοινωνική κινητικότητα. Ταυτόχρονα θα έδινε κίνητρο σε ομογενείς αλύτρωτων περιοχών και ελληνικών παροικιών να σπουδάσουν και έτσι να μεταδώσουν τα φώτα της ελληνικής παιδείας στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Η διατήρηση του διορισμού των καθηγητών εξασφάλιζε τον ασφυκτικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας στον νέο θεσμό για μακρό χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση, το Πανεπιστήμιο υπήρξε ένα πεδίο στο οποίο συναντήθηκαν πολλές και διαφορετικές εμπειρίες, αλλά κυρίως πολλές και διαφορετικές προσδοκίες. Στη συγκρότηση και τη λειτουργία του διασταυρώθηκαν αντιθετικές συχνά επιθυμίες και οράματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν κοινοί σχεδιασμοί και διεκδικήσεις: Ο νεοκλασικισμός των Βαυαρών συνάντησε την επιθυμία των Ελλήνων να υπομνήσουν τη σχέση τους με τους αρχαίους προγόνους τους, αναδεικνύοντας το ίδρυμα ως τον κατεξοχήν θεματοφύλακα της σύνδεσης με την κλασική αρχαιότητα. Οι προσδοκίες και οι στοχεύσεις της βαυαρικής δυναστείας για την επέκταση και ανάπτυξη του μικρού βασιλείου συνάντησαν τα οράματα απελευθέρωσης των «αλύτρωτων αδελφών», αναδεικνύοντας το Πανεπιστήμιο, το μοναδικό στην ευρύτερη περιοχή, στο άστρο της Ανατολής, στο κατεξοχήν όχημα της πολιτιστικής εξάπλωσης του ελληνισμού στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος στόχος σηματοδότησε την ίδια την ίδρυσή του, συνδέθηκε με το δάκρυ του βασιλιά αλλά και όλα όσα είπε ο πρύτανης του ιδρύματος την ημέρα των εγκαινίων του, στις 3 Μαΐου 1837:

    Το Ελληνικόν πανδιδακτήριον, Βασιλεύ, καθιδρυμένον εις τας παρά Σου εκ νέου ανεγερθείσας περικλεείς Αθήνας, και κείμενον μεταξύ της Εσπέρας και της Έω, είναι προωρισμένον να λαμβάνη αφ’ ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας, και αφού τα αναπτύξη εν εαυτώ ιδίαν τινα και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις την γείτονα Έω νεαρά και καρποφόρα (Δημαράς Κ.Θ., 1987, ένθετο).

    Πρώιμη διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας, που επρόκειτο να ακουστεί το 1844 από τον Ιωάννη Κωλέττη στο βήμα της Εθνοσυνέλευσης, έδειχνε την άρρηκτη σύνδεση του ιδρύματος με τα μεγάλα οράματα, των οποίων ο Όθωνας υπήρξε και εμπνευστής και θύμα τους. Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν καθοριστικός ο ρόλος των φοιτητών. Από την ίδρυση του πανεπιστημίου ομάδες φοιτητών εμφάνισαν μέσα από διάφορες συλλογικές εκδηλώσεις (συμπόσια, διαδηλώσεις κ.ά.) μια σαφή αντιπολιτευτική στάση εναντίον του βασιλικού θεσμού, ο οποίος αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό αρνητικά από μια κοινωνία η οποία είχε πολύ πρόσφατα επαναστατήσει διεκδικώντας την ελευθερία της από κάθε λογής δυνάστες. Oι σποραδικές αυτές αντιδράσεις ενέτειναν τη δυσπιστία του οθωνικού καθεστώτος. Το καθεστώς από την αρχή προσπάθησε να περιορίσει την ελευθερία δράσης τους, απαγορεύοντας την ίδρυση φοιτητικών σωματείων και αντιμετωπίζοντας με αυστηρότητα, σε συνεργασία συνήθως με τις πρυτανικές αρχές αλλά και με τους περισσότερους διδάσκοντες, τις κινητοποιήσεις τους. Στη δεκαετία του 1850 ο Κριμαϊκός πόλεμος και η απογοήτευση της κοινής γνώμης από τον Όθωνα, ο οποίος θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ευκαιρίες που πρόσφερε η συγκυρία, ενέτεινε τις αντιπολιτευτικές κινήσεις και διαμαρτυρίες, στις οποίες συμμετείχαν όλο και ενεργότερα οι φοιτητές. Το 1859 τα Σκιαδικά –μεγάλης έκτασης επεισόδια με διαμαρτυρίες κυρίως μαθητών και λίγων φοιτητών, οι οποίοι συγκρούστηκαν με την αστυνομία– θεωρήθηκαν ως ο προάγγελος της γενικότερης αντίδρασης εναντίον του Όθωνα. Τα δύο επόμενα χρόνια, έως την έξωση του βασιλιά, οι φοιτητές συντάχθηκαν στον αντιδυναστικό αγώνα, προκάλεσαν επεισόδια και διαμαρτυρίες εκτός αλλά και εντός του πανεπιστημιακού ιδρύματος (Γαβρόγλου/Καραμανωλάκης/Μπάρκουλα, 2014, 93). Στις 20 Οκτωβρίου 1862 η Προσωρινή Κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί μετά την έξωση του Όθωνα αποφάσισε τη μετονομασία του ιδρύματος. Το Οθώνειο ονομαζόταν πλέον Εθνικόν Πανεπιστήμιον, «ως ίδρυμα κοινόν ολοκλήρου του έθνους». Η πρόταση για τη μετονομασία ήταν της Συγκλήτου, δείγμα της αντίληψης που οι διδάσκοντές του είχαν για το ίδρυμα. Όπως σημείωνε ο Υπουργός Παιδείας Επαμεινώνδας Δεληγιώργης σε επιστολή του προς τον πρύτανη, δικαιολογώντας την αποδοχή της πρότασης και εξυμνώντας παράλληλα τον ρόλο του ιδρύματος:

    […] δεν διέδωκε μόνον τα γράμματα εις την Ανατολήν, αλλά και ανέθρεψε πολιτικώς την Ελληνικήν νεολαίαν και ενέσταξεν εις τας καρδίας αυτής το αίσθημα της αντιστάσεως προς τους εχθρούς της ευνομίας. Μετά εικοσιπενταετηρίδα δε το Πανεπιστήμιον, την ανατροφήν του έθνους επιμελούμενον, παρήγαγε την επανάστασιν! (Εφημερίς των Φιλομαθών, 31.10.1862, έτος Ι΄, αρ. 469, 2154).

    Παράλληλα, η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τον σημαίνοντα ρόλο των φοιτητών, προχώρησε στη δημιουργία της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας, του πρώτου οργανωμένου ένοπλου φοιτητικού σώματος, τμήμα της Πολιτοφυλακής που είχε αναλάβει την διατήρηση της τάξης στην Αθήνα. Η σύστασή της σηματοδότησε για πρώτη φορά την ανάμειξη των φοιτητών στον δημόσιο βίο ως θεσμικά οργανωμένου σώματος, υπό τις ευλογίες της πολιτικής εξουσίας, δημιουργώντας μια από τις πιο κραταιές ιστορικές αναφορές των φοιτητικών κινημάτων στην Ελλάδα (Γαβρόγλου/Καραμανωλάκης/Μπάρκουλα, 2014, 161–163). Το ίδρυμα όμως δεν είχε ξεμπερδέψει με τις σχέσεις του με τον ιδρυτή του. Το 1888, 26 και πλέον χρόνια μετά την έξωση του Όθωνα, ολοκληρώθηκε η τοιχογραφία με τον άνακτα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Την ολοκλήρωσή της, μετά τον θάνατο του Rahl, είχε αναλάβει ο αυστριακός ζωγράφος Έντουαρντ Λεμπιέτσκι, με δαπάνη του ομογενούς Στέργιου Δούμπα από τη Βιέννη. Ήδη όμως είχαν συμβεί και άλλοι τελεσφόροι συμβιβασμοί, για να θυμηθούμε και τον Κ.Θ. Δημαρά, έναν από τους πιο σημαντικούς μελετητές της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1871 και 1872 ο Ποσείδωνας και ο Τρίτωνας που προέβλεπαν τα αρχικά σχέδια για τον περίβολο του κτιρίου αντικαταστάθηκαν από τους ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Ενσωματώνονταν έτσι και η Επανάσταση του 1821 στην 50ή επέτειό της σε αυτή τη μακρά συμβολική πορεία που περιέγραφε την πορεία του ελληνικού έθνους, εκκινώντας από την κλασική αρχαιότητα για να φτάσει στον Όθωνα, συγκροτώντας αυτό που ο Φίλιππος Ηλιού ονόμασε εθνικόν πάνθεον. Ο Όθωνας επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο που είχε ιδρύσει και που συντέλεσε όσο λίγοι θεσμοί στην έξωσή του, απεκδυμένος πλέον των βασιλικών διαδημάτων του (Γαβρόγλου/Καραμανωλάκης/Μπάρκουλα, 2014, 170–171).

    Zusammenfassung

    Στο παρόν δοκίμιο παρουσιάζεται ο τρόπος που ένας θεσμός όπως το πανεπιστήμιο μεταφέρεται από ένα περιβάλλον σε ένα άλλο, αποκτώντας μια νέα ταυτότητα. Στο κείμενο διερευνώνται αρχικά οι σχέσεις του νέου ιδρύματος με το οθωνικό καθεστώς και τον ίδιο τον Όθωνα. Στη συνέχεια διερευνώνται οι σχέσεις του Αθήνησι με τα γερμανόφωνα πρότυπά του, εστιάζοντας σε τρεις θεματικές: στην οργάνωση και διοίκηση του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, στη φυσιογνωμία του καθηγητικού προσωπικού του αλλά και στη φιλοσοφία του προγράμματος σπουδών και στα προσφερόμενα μαθήματα. Διερευνώντας τις συγκεκριμένες θεματικές, αποτυπώνεται όχι μια μηχανική μεταφορά αλλά ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στα γερμανόφωνα πρότυπα και την ελληνική εφαρμογή τους, μια διαδικασία επιλεκτικής πρόσληψης και προσαρμογής στοιχείων με βάση τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε συγκυρίας. Σε αυτή την κατεύθυνση, το Πανεπιστήμιο υπήρξε ένα προνομιακό πεδίο συναινέσεων αλλά και συγκρούσεων του βαυαρικού καθεστώτος με τις τοπικές ελίτ, ένας κεντρικός θεσμός, απότοκος των ελληνογερμανικών σχέσεων. Η μετονομασία του από Οθώνειο σε Εθνικό, απόρροια και της συμβολής του φοιτητικού κινήματος που συγκροτήθηκε πολιτικά στους κόλπους του, σηματοδοτούσε το πέρασμά του σε μια νέα περίοδο, στην οποία όμως διατηρήθηκαν για πολύ οι ισχυρές καταβολές του.

    Σημειώσεις

    • 1
      Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο μεγαλύτερος έλληνας ιστορικός του 19ου αιώνα, συγκρότησε το σχήμα μιας ενιαίας και αδιάσπαστης ελληνικής εθνικής ιστορίας, η οποία διακρινόταν σε τρεις περιόδους (αρχαιότητα, Βυζάντιο, νεότερα χρόνια). Το σχήμα αυτό, το οποίο καθιερώθηκε σύντομα και παραμένει κυρίαρχο, σε μεγάλο βαθμό, έως και σήμερα, αρχικά συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις κυρίως από όσους, επηρεασμένοι από τις διαφωτιστικές ιδέες, αντιστρατεύονταν την ενσωμάτωση του Βυζαντίου στην ελληνική εθνική ιστορία.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Βαγγέλης Καραμανωλάκης: «Η ιστορία μιας μετονομασίας: Aπό το Οθώνειο στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (1837–1862)», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 31.05.21, URI : https://comdeg.eu/essay/103615/.