Polizeistaat
Το κράτος του Όθωνα ήταν ένα Polizeistaat. Για την ακρίβεια, ήταν ένα Polizeistaat που είχε ξεπεραστεί από την ιστορική εξέλιξη των κρατών της εποχής και το οποίο εμπεριείχε τα σπέρματα της υπέρβασής του. Ήδη το 1833 το κράτος βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο. Η παράδοξη αυτή διαπίστωση θα επιβεβαιωθεί στη συνέχεια, όταν θα τονιστούν οι σχέσεις της διακυβέρνησης της υγείας, η οποία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ήδη από τον Διαφωτισμό και εξής, με την αστυνομική διακυβέρνηση του 17ου και 18ου αιώνα που εισάγει η βαυαρική Αυλή στην Ελλάδα.
Ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας του Polizeistaat βρίσκεται εκτός του εύρους της παρούσας παρέμβασης.1Για μια ενδελεχή ανάλυση όλων των ζητημάτων που θίγονται, βλ. Μπαρλαγιάννης, 2018. Ο όρος παραπέμπει στα απολυταρχικά κράτη που άρχισαν να οργανώνονται από τον 16ο αιώνα, και ιδίως σε αυτά της κεντρικής Ευρώπης μετά τον Τριακονταετή πόλεμο. Στις περιοχές που πλήττονταν από τον πόλεμο, τον θάνατο και τις επιδημίες, ο πρίγκιπας (prince) έγινε σταδιακά η κεντρική πολιτική αρχή, η οποία επεδίωκε την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης (pacification).2Raeff, 1975, 1222–1223. Το οθωνικό κράτος που αναδείχτηκε μέσα από μια καταστροφική, από πολλές απόψεις Επανάσταση, ήταν ένα τέτοιο κράτος. Δύο ήταν τα χαρακτηριστικά του: καταρχάς, επρόκειτο για ένα Διοικητικό Κράτος (État administratif). Σε αντιδιαστολή με το Κράτος Δικαίου, όπου ο νόμος ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, στο Polizeistaat το ρόλο της ειρήνευσης των κοινωνικών αλληλεξαρτήσεων αναλαμβάνει η διοικητική πράξη και διαπραγμάτευση. Ένα Διοικητικό Κράτος επεκτείνεται, ως εκ τούτου, στον γεωγραφικό, κοινωνικό και υγειονομικό χώρο, όπου επεκτείνεται η επιρροή της διοίκησής του. Ο διοικητικός μηχανισμός της εποχής ήταν ο αστυνομικός μηχανισμός, με κύριους φορείς τον δήμαρχο, τον επίτροπο της αστυνομίας (ή δημαστυνόμο ή αστυνόμο) και τους κλητήρες του, το νομάρχη και τον υπουργό των Εσωτερικών. Στον τομέα της δημόσιας υγιεινής, αστυνομικοί/διοικητικοί υπάλληλοι ήταν ο αστυϊατρός, οι δημοτικοί και δημόσιοι εμβολιαστές, ο νομοϊατρός και το Βασιλικό Ιατροσυνέδριο.
Δεύτερον, το Polizeistaat αναπτύχθηκε γύρω από την έννοια της ασφάλειας. Στόχος του διοικητικού μηχανισμού της αστυνομίας δεν είναι η πάταξη του εγκλήματος, αλλά η πρόληψή του. Η αστυνομία αποσκοπεί στο να διαμορφώσει εκ των προτέρων τις συνθήκες μιας κοινωνικής ζωής σε τάξη, δίχως έγκλημα. Η αστυνομία είναι ένας κοινωνικοποιητικός θεσμός, που συμβάλλει στη διατήρηση της τάξης, όπως αυτή ορίζεται από τους νόμους του βασιλιά, καθώς και από τα αστυνομικά διατάγματα του υπουργού, του δήμαρχου και του αστυνόμου. Η υπακοή εξασφάλιζε την ένταξη στο Διοικητικό Κράτος, η ανυπακοή την απομάκρυνση από αυτό.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται η υγειονομική αστυνομία ή η αστυνομία της υγείας (Sanitätspolizei, Gesundheitspolizeι), όπως ορίζεται από το άρθρο 2, παρ. θ του Β.Δ. της 3ης/15ης Απριλίου 1833, Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εσωτερικών Γραμματείας, το οποίο θα επαναληφθεί στο Β.Δ. της 12ης Αυγούστου 1852, με τίτλο Περί διαιρέσεως της εσωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου των Εσωτερικών).3Το διάταγμα του 1852 συγκροτεί επίσημα στο υπουργείο Εσωτερικών το Τμήμα Γ’ της δημόσιας υγείας. Μια μικρή επισήμανση ως προς την ορολογία είναι απαραίτητη. Στα ελληνικά κείμενα της εποχής ο όρος ιατρική αστυνομία (Medizinische Polizei) αναφέρεται αποκλειστικά στον έλεγχο του ιατρικού επαγγέλματος. Αντίθετα, ο όρος υγειονομική αστυνομία είναι ευρύτερος και πρέπει να θεωρηθεί ταυτόσημος με τον όρο δημόσια υγιεινή.
Δεν πρόκειται για έναν εξειδικευμένο θεσμό. Κατ’αναλογία με την εξασφαλιστική αστυνομία, την αστυνομία οικοδομών και σχεδίων των πόλεων, την αγορανομική αστυνομία (ή την επί των τροφίμων και της συναλλαγής αυτών αστυνομία, Victualienpolizei, Märktepolizei), την αγροτική ή αγρονομική αστυνομία (Feldpolizei) και την επί της ηθικής αστυνομία, ο όρος προσδιορίζει το πεδίο δράσης της ενιαίας αστυνομικής διοίκησης. Τα ίδια τα άτομα, οι ίδιοι θεσμοί που δρουν και ενεργοποιούνται, είτε πρόκειται να περιορίσουν μια επιδημία, είτε να ελέγξουν τα μέτρα και τα σταθμά στην αγορά, είτε να επιβλέψουν την πορνεία. Η απειλή κατά της ασφάλειας του Polizeistaat είναι ενιαία, έχει όμως πολλές μορφές. Η πηγή της είναι το άτομο και η ομάδα που δεν δρα με βάση τους αστυνομικούς περιορισμούς. Πρόκειται για τα «κόμματα» και τις τοπικές ελίτ που θεωρήθηκαν από τους περισσότερους μάρτυρες της εποχής υπεύθυνα για τους εμφυλίους, την έλλειψη συνεννόησης και τον βίαιο πολιτικό ανταγωνισμό. Για την αστυνομία ο εχθρός, με αναχρονιστικούς όρους και κάπως καταχρηστικά, είναι «εσωτερικός». Σύμφωνα με την αρχή της πρόληψης, όλοι είναι εκ προοιμίου ύποπτοι παράβασης, γιατί η αστυνομία εκκινεί από την αναγνώριση της εγγενούς κακίας του ανθρώπου («man’s evil nature»)4Foucault, 71..
Από την σκοπιά της υγειονομικής αστυνομίας, κάθε άτομο είναι μιαρό, φορέας μολύσματος και ικανό για ανθυγιεινή συμπεριφορά, έτοιμο να διαρρήξει το πλαίσιο ασφάλειας και να προκαλέσει επιδημία. Αντίστροφα, ο βασιλιάς, με τους υγειονομικούς νόμους του, έχει διατυπώσει τις συνθήκες της συλλογικής υγείας. Το άτομο, αν θέλει να μείνει υγιές, δηλαδή ασφαλισμένο, πρέπει να υπακούει σε αυτούς. Η υγειονομική παράβαση ελέγχεται με την καραντίνα και την απομόνωση. Για την αστυνομία η παράβαση και η τιμωρία «δεν συνιστούν το γεγονός πραγμάτωσης του δικαίου, αλλά ένα εμπόδιο απρόβλεπτο στην ορθή εφαρμογή της διαταγής της διοικητικής αρχής» (Napoli, 2003, 190).5Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων που χρησιμοποιούνται είναι του γράφοντος. Ο παραβάτης, δηλαδή ο άρρωστος-θύμα επιδημικής αρρώστιας, αντιμετωπίζεται ως θύτης, ως υπεύθυνος για την κατάστασή του εξαιτίας της αποτυχίας του να υπακούσει, ως ένα εμπόδιο στην κίνηση των υγιών, που πρέπει να απομακρυνθεί και να απομονωθεί σε ένα λοιμοκαθαρτήριο ή σε ένα ειδικό νοσοκομείο, ώσπου είτε να πεθάνει είτε να γίνει καλά και να επανενταχθεί. Σκοπός δεν είναι η τιμωρία, αλλά η προστασία του κράτους από ένα μολυσμένο τμήμα του. Η καραντίνα, υπό αυτήν την έννοια, είναι πράξη απολύμανσης ή κάθαρσης του κοινωνικού σώματος. Όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, όπως κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανώλης το 1837, το παλάτι, ο χώρος αυτός της καθαρότητος, της υγείας και της gute Polizei, περιβάλλεται από υγειονομική γραμμή: στρατιώτες το αποκλείουν από τους εξεγερμένους και απείθαρχους προς τους αστυνομικούς υγειονομικούς κανονισμούς.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι το γιατί η Αυλή του Όθωνα επέλεξε αυτή τη μορφή υγειονομικής διακυβέρνησης, η οποία αναπτύχθηκε σε προτεσταντικά κυρίως κράτη από τον 17ο αιώνα και εξής. Προφανής απάντηση είναι ότι οι Βαυαροί του Όθωνα μετέφεραν τις δικές τους διοικητικές παραδόσεις, αν και είναι επίσης πολύ πιθανό μια παρόμοια παράδοση αστυνομίας να αναπτύχθηκε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.6Zarinebaf, 2008, 88. Ο Maurer πάντως ήταν σίγουρος για μια τέτοια εξέλιξη.
Ο κορμός της αστυνομικής διακυβέρνησης της υγείας επιβίωσε στα γερμανικά κράτη μέχρι το 18487Procacci, 1993, 188. και το ίδιο θα συμβεί και με τη γαλλική αστυνομία, παρόλο που η Γαλλική Επανάσταση την αναμορφώνει, δίνοντάς της την σημερινή της μορφή.8Napoli,2003, 289.
Πίσω από την οργάνωση της ελληνικής υγειονομικής αστυνομίας, ως «inspecteur général de ce qui relève de toute la médecine du royaume [γενικός επιθεωρητής του καθετί που αφορά στην ιατρική του βασιλείου]», βρίσκεται ο Karl-Augustus Wibmer, βαυαρός γιατρός, αρχίατρος του Όθωνα, Ιατροσύμβουλος του υπουργού των Εσωτερικών (conseiller médical,conseiller ministériel), κατά το γερμανικό πρότυπο, και πρώτος πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου ως το 1840.9Bouros, 1841–42, 871. Η σημασία που είχε για τους Βαυαρούς του Όθωνα η δημόσια υγεία φαίνεται από το γεγονός ότι δεν διορίστηκε κανένας άλλος υπουργικός σύμβουλος πέρα από τον Gustav Geib στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Βλ. Petropulos, 1997, 196. Ο ίδιος θα απολυθεί, επειδή συνέταξε την περίφημη γνωμάτευση για τη ψυχική κατάσταση του βασιλιά.
Βασικότερη αιτία για την εισαγωγή της αστυνομικής διακυβέρνησης φαίνεται να ήταν η «ανάγνωση» που έκαναν οι ξένοι μάρτυρες των συγκρούσεων που ακολούθησαν την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Maurer συγκρίνοντας την Ελλάδα με τη μεσαιωνική Γερμανία, πιθανόν να αντιμετώπισε τις διάφορες κοινωνικές ομάδες που συγκροτούσαν την τότε οθωμανική κοινωνία, με όρους Τάξεων (états), ως φορείς, δηλαδή, των δικαιωμάτων και των προνομίων που παρέχει ο βασιλιάς (εν προκειμένω ο Σουλτάνος) και οι οποίες είναι γι’ αυτόν τον λόγο επικίνδυνες για την ειρήνη του. Είναι πιθανό ο Maurer να είδε την εξέλιξη της Ελλάδας κατ’ αναλογία με την ιστορική εξέλιξη των γερμανικών κρατών μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας. Εφόσον το τότε σύστημα της αστυνομίας ήταν επιτυχημένο, θα μπορούσε να είναι και τώρα στην ελληνική περίπτωση.10Η διαφορά με τα γερμανικά κράτη είναι ότι η Ελλάδα δεν είχε να αντιμετωπίσει εξωτερικές απειλές. Ο βαυαρικός στρατός δεν υπήρχε για να πολεμήσει ή για να υπερασπιστεί το κράτος εναντίον άλλων κρατών σε ένα διακρατικό σύστημα ασφάλειας, αλλά για να προστατέψει τον Όθωνα. Ως εκ τούτου, πριν το 1845 δεν εκδηλώθηκε ολοκληρωμένο ενδιαφέρον για την υγειονομική ασφάλεια των συνόρων (οργάνωση δικτύου λοιμοκαθαρτηρίων και υγειονομείων). Για περισσότερα επί του θέματος των συνόρων, των λοιμοκαθαρτηρίων και των διακρατικών σχέσεων στην ανατολική Μεσόγειο, βλ. Barlagiannis, 2020.
Άκόμα και η Κίνα των ετών 1900–1911 ανέπτυξε την αστυνομία για να αντιμετωπίσει τα υγειονομικά της προβλήματα.11Gabbiani, 2001, 384. Η ασφάλεια που παρέχει η αστυνομία ως διοίκηση ταιριάζει σε κράτη που μόλις αρχίζουν να οργανώνονται, τη στιγμή που η (υγειονομική) ανασφάλεια για την ίδια την ύπαρξή τους είναι και πιο έντονη.
Στο εξηγητικό σχήμα της διοικητικής επιλογής της Αυλής του Όθωνα πρέπει να προστεθούν άλλοι δύο παράγοντες: καταρχάς, η πανώλη, ενώ εξαφανίστηκε στα δυτικά της ηπείρου μετά το 1720, συνεχίζει να απειλεί τις ανατολικές περιοχές της. Μέχρι, τουλάχιστον, τη δεκαετία του 1840 θερίζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,12Panzac, 1985, 437. ενώ ως το τέλος του αιώνα συνιστά μόνιμο και σχεδόν μοναδικό αντικείμενο ανησυχίας του Ιατροσυνεδρίου.13Βλ. τα πρακτικά των συνεδριάσεών του (Ε.Λ.Ι.Α.). Οι καραντίνες λειτουργούν και νομιμοποιούνται στη βάση μιας συγκεκριμένης ιατρικής θεωρίας, αυτής του μολύσματος (contagion). Πρόκειται για την παλαιότερη και μια από τις δύο κυρίαρχες θεωρίες υγειονομικής πρόληψης, με τη δεύτερη να είναι αυτή του μιάσματος. Η κατεξοχήν επιδημία, η οποίασυνδέθηκε ιστορικά με το μόλυσμα, είναι η πανώλη. Η τελευταία θεωρούταν, ως το 1845, ενδημία του κράτους, δηλαδή εσωτερική απειλή.14Β.Δ. 25ης Νοεμβρίου 1845, Περί λοιμωδών νοσημάτων.
Επιπλέον ρόλο παίζουν και οι ιατρικές σπουδές. Σύμφωνα με τον Πατινιώτη (Patiniotis, 2003), οι ελληνόφωνοι λόγιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προτιμούσαν, καταρχάς, τα ιταλικά πανεπιστήμια, έπειτα τα γερμανόφωνα, ιδίως της Βιέννης, ενώ απέφευγαν τα καθολικά.15Στην Ιατρική Σχολή του Monpellier σπούδασαν, μεταξύ 1782–1847, δώδεκα μόνο ελληνόφωνοι. Αντίθετα, η σχολή του Μονάχου φιλοξένησε, μεταξύ 1826–1844, ογδόντα τρεις ελληνόφωνους. Βλ. Turhini/Dulieu, 1960, 660 και Κωτσοβίλης, 1997, 54. Για τον αρχιμανδρίτη και γιατρό Διονύσιο Πύρρο τον Θετταλό, τα πανεπιστήμια της Πίζας και του Παρισιού, για παράδειγμα, ήταν τόποι ανηθικότητας και αθεΐας. Ουσιαστικά, οι γιατροί προτιμούσαν την προτεσταντική κουλτούρα και την παράδοση της πεφωτισμένης δεσποτείας. Ήταν φορείς του Aufklärung, που διαφοροποιείται από τα γαλλικά Lumières, όσον αφορά το θέμα της υγειονομικής αστυνομίας, σε ένα σημείο: η έμφαση δόθηκε στην διοικητική πράξη και όχι στην ιατρική θεωρία ή, όπως διαπιστώνουν οι Πατινιώτης και Γαβρόγλου, στο γερμανικό κόσμο υπήρχε «μια διάκριση εργασιών, που σημαίνει να μπουν οι philosophes στη θέση τους» (Gavroglu, Patiniotis, 2003, 572). Ο γιατρός Πετράκης Ηπίτης (1816, 92) γράφει ότι «την από την πανώλην προφύλαξιν ο Ιατρός προβάλλει μόνον· οι νόμοι όμως πρέπει να την βάλλουν εις πράξιν». Στο ελληνικό κράτος ο ρόλος των διορισμένων γιατρών ήταν συμβουλευτικός και ερχόταν κατόπιν αιτήματος από την αντίστοιχη πολιτική αρχή. Η διοίκηση όριζε την υγειονομική απειλή, όχι η ιατρική.
Iατρικοί διορισμοί
Ο Όθωνας προτίμησε να διορίσει στον υγειονομικό μηχανισμό γερμανοσπουδαγμένους γιατρούς. Από τα -επτά πρώτα μέλη του Ιατροσυνεδρίου, μόνο ο Ιωάννης Νικολαΐδης Λεβαδεύς σπούδασε στο Παρίσι και ήταν ο μόνος αυτόχθονας. Τα υπόλοιπα μέλη σπούδασαν σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Tα πέντε ήταν Γερμανοί (Karl-Augustus Wibmer, Bernhard Roeser, Heinrich Treiber, Xavier-Jean Landerer και Adolf Mahn). Το Ιατροσυνέδριο μιμείται τα collegia medica που πρωτοεμφανίστηκαν από τον 17ο αιώνα σε γερμανικά κράτη. Από τα μέλη που θα διοριστούν στην συνέχεια (ως το 1862), μόνο ο Ελβετός Henri Dumont και ο Ιάκωβος Θεοφιλάς (με σπουδές στην Ιταλία) ξεχωρίζουν. Ο Πετράκης Ηπίτης, ο Αναστάσιος Γεωργιάδης Λευκίας, ο Ιωάννης Βούρος, ο Νικόλαος Κωστής, ο Μιλτιάδης Βενιζέλος και ο Ανδρέας Ζυγομαλάς έχουν σπουδές σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Ίσως όχι τυχαία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Βούρος έκανε σπουδές και στο Παρίσι, ενώ από το 1862, ο πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου, ο Δημήτριος Ορφανίδης, έχει σπουδάσει στο Παρίσι.
Ένας ακόμη κεντρικός μηχανισμός είναι οι νομαρχιακοί γιατροί, οι οποίοι ακολουθούν το παράδειγμα των Stadtphysiki του 18ου αιώνα, με μία εξαίρεση: σε αντίθεση με τους γερμανούς ομολόγους τους, οι έλληνες γιατροί δεν έχουν την υποχρέωση να φροντίζουν τους άπορους ασθενείς.16Hudemann-Simon, 1995, 150. Είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε τους διάφορους διορισμούς των νομοϊατρών, φαίνεται όμως ότι επιβεβαιώνεται το σχήμα του Πατηνιώτη. Στο επίπεδο της διοίκησης του νομού, κάτω από το Ιατροσυνέδριο, κυριαρχούσαν οι σπουδές στην Ιταλία. Τη δεκαετία του 1830, συναντάμε έναν μόνο Γάλλο, τον P. Ardoine, και κάποιους εμπειρικούς γιατρούς. Οι υπόλοιποι έχουν σπουδάσει είτε σε ιταλικές είτε σε γερμανόφωνες σχολές.
Στην Ιατρική Σχολή Αθηνών η επικράτηση των γερμανοσπουδαγμένων είναι απόλυτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα Αιών, οι βαυαροί αρχίατροι και ιδίως ο «μισέλλην Βαυαρός» Wibmer, «εσύστησαν εις την Κυβέρνησιν ως αξίους Καθηγητάς πρώτον τους σπουδάσαντας εις Γερμανίαν, δεύτερον τους ελθόντας εις την Ελλάδα μαζί τους ή έπειτα, τρίτον τους υποκλινείς εις τας θελήσεις τους».17Αιών, 24.1.1840.
Από τις οκτώ έδρες που ιδρύθηκαν το 1837, οι έξι ανήκουν σε πτυχιούχους γερμανόφωνων ιατρικών σχολών (Δημήτριος Α. Μαυροκορδάτος, Ι. Βούρος, Α. Γ. Λευκίας, Ν. Κωστής, Ιωάννης Ολύμπιος, H. Treiber), η μία σε σπουδαγμένο στην Πίζα (Αλέξιος Πάλλης) και η τελευταία σε σπουδαγμένο στη Γαλλία (Ι. Ν. Λεβαδεύς). Μάλιστα, οι έξι από τους οκτώ καθηγητές είναι παράλληλα και μέλη του Ιατροσυνεδρίου, δηλωτικό του απόλυτου ελέγχου που ασκεί το τελευταίο στο ιατρικό σώμα της Ελλάδας, εφόσον εκδίδει και τις άδειες εξασκήσεως σε όλους του επαγγελματίες της υγείας. Από τους συνολικά έντεκα νέους καθηγητές, οι οποίοι θα διοριστούν κυρίως τη δεκαετία του 1850, οι εφτά έχουν σπουδάσει στη Γερμανία (Δαμιανός Γεωργίου, Γεώργιος Α. Μακκάς, Διονύσιος Χ. Χατζής του Παναγιώτου, Μιλτιάδης Βενιζέλος, Θεόδωρος Αφεντούλης, Ανδρέας Αναγνωστάκης, Στέφανος Σταυρινάκης), ο ένας στην Αθήνα (Γεώργιος Χ. Πρινάρης) και οι υπόλοιποι τρεις στο Παρίσι (Κωνσταντίνος Βουσάκης, Νικόλαος Πετσάλης, Δ. Ορφανίδης).
Iατρική γνώση
Τι σημαίνει, από πρακτική επιστημονική σκοπιά, αυτή η επικράτηση της «γερμανικής» ιατρικής σχολής;18Το επίθετο «γερμανικός» πρέπει να μπει σε εισαγωγικά, πρώτον γιατί δεν υπήρχε γερμανικό κράτος την εποχή εκείνη και δεύτερον γιατί πρόκειται για αναλυτικό εργαλείο, που λίγη σχέση έχει με την πιο πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα. Οι επιστημονικές αλληλεπιδράσεις ή διασταυρώσεις μεταξύ των διάφορων ιατρικών σχολών της Ευρώπης είναι πολύ πιο έντονες απ’ ό,τι η εθνική ιστοριογραφία θα το επιθυμούσε. Όπως θα καταδειχτεί στη συνέχεια, για να καταλάβουμε την εξέλιξη της ελληνικής δημόσιας υγείας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διασταυρώσεις μεταξύ «γαλλικών» και «γερμανικών», ακόμα και «οθωμανικών» και «ιταλικών» αλληλεπιδράσεων. Ιδέες και πρακτικές, όπως μικρόβια, εμπορεύματα και ανθρώπινα σώματα, σχηματίζουν ροές που διαπερνούν τα πολιτικά σύνορα, αλληλεπιδρώντας διαμορφωτικά. Θα σταθούμε σε δύο σημεία. Το πρώτο έχει να κάνει με την ιατρική θεωρία. Θα την αναλύσουμε μέσα από την κριτική που ασκεί ο γαλλοσπουδαγμένος γιατρός Κωνσταντίνος Μαυρογιάννης στην Ιατρική Σχολή Αθηνών (1841). Ο Γεράσιμος Πεντόγαλος (1989) υπογραμμίζει την ύπαρξη ανταγωνισμού μέσα στην σχολή μεταξύ μιας «γερμανικής» και μιας «γαλλικής σχολής». Από το 1837 ο Λεβαδεύς θα κατηγορηθεί για την «αλλότρια επιστημονική προέλευσή» του, ιδίως από τον Νικόλαο Κωστή, και το ζήτημα θα δει το φως της δημοσιότητας.19Ελπίς,5 και 15.10.1844.
Τελικά, ο Λεβαδεύς θα διωχθεί μόνο το 1847, όταν ο προστάτης του, ο Κωλέτης, θα πεθάνει. Την ίδια μοίρα θα έχει και ο Κ. Μαυρογιάννης, αλλά δίχως προστάτη θα απολυθεί μέσα σε δύο χρόνια (1843–1845), ύστερα από φοιτητικές αντιδράσεις. Προς υποστήριξή τους, οι Ν. Κωστής και Δ. Γεωργίου θα ισχυριστούν ότι, επειδή δίδασκε το «γαλλικό σύστημα», οι φοιτητές δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο μάθημά του, καθώς ήταν συνηθισμένοι σε άλλους τρόπους. Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι τρόποι;
Ο Μαυρογιάννης ήταν φορέας των αλλαγών που έφερε στην ιατρική η περίοδος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: ανάπτυξη της κλινικής, συγχώνευση της ιατρικής με την χειρουργική και υιοθέτηση των χημικών μεθόδων. Η κριτική του απέναντι στην Ιατρική Σχολή περιστρέφεται γύρω από αυτά τα σημεία: την έλλειψη της παρατήρησης στο κρεβάτι του αρρώστου, την έμφαση που δίνεται στην ηθική διάσταση της ιατρικής, τη θεωρητική, γενική και μέσω της ανάγνωσης κειμένων διδασκαλία, αλλά και την απουσία των φυσικοχημικών μαθημάτων. Η φυσιολογία και η ανατομία δεν διδάσκονταν σε βάθος, ενώ έλειπε η ακρόασις και η επίκρουσις. Η κριτική του Μαυρογιάννη συνάδει με σύγχρονες μελέτες, οι οποίες έχουν εντοπίσει την περιορισμένη θέση στην Ιατρική Σχολή της πειραματικής επιστήμης και της επιστημονικής εξειδίκευσης, όπως επίσης και την έμφαση στον εγκυκλοπαιδισμό των ιατροφιλοσόφων.
Οι επιδράσεις του ουμανιστικού, κλασικού και θεωρητικού προσανατολισμού των γερμανικών πανεπιστημίων είναι εμφανείς. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, εφόσον οι αξιωματούχοι του ελληνικού κράτους γνώριζαν την επιστημονικοτεχνική και πρακτική διδασκαλία των γαλλικών σχολών. Το γερμανικό πρότυπο ταίριαζε καλύτερα όμως στην ελληνική περίπτωση,καθώς, όπως γράφει ο Βαγγέλης Κεχριώτης (2003, 334): «Στο κέντρο αυτών των κλασσικών σπουδών βρισκόταν η υπόθεση ότι η ιατρική […] είχε τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ιπποκράτης […] θεωρούνταν το βασικό σημείο αναφοράς για κάθε ιατρική εκπαίδευση». Η Ιατρική Σχολή Αθηνών δεν ήθελε να φτιάξει επιστήμονες αλλά έλληνες γιατρούς, μια ελληνική ιατρική, που να αντλεί τη νομιμότητά της, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια με τον κύριο έλληνα γιατρό, τον Ιπποκράτη.
Όμως, ο Ιπποκράτης (ή μάλλον το Corpus hippocraticum) δεν ήταν αυθεντία μόνο για τους έλληνες γιατρούς. Από το τέλος του 18ουως και τα μέσα του 19ουαιώνα, γάλλοι, κυρίως, γιατροί θα στηριχθούν στο ιπποκρατικό έργο Περί αέρων, υδάτων και τόπων, διαμορφώνοντας το νεο-ιπποκρατικό παράδειγμα. Μια σειρά από αλληλένδετα φαινόμενα θα οδηγήσουν στην κριτική της υγειονομικής αστυνομίας, της καραντίνας και της θεωρίας του μολύσματος. Η αστυνομία, στην προληπτική της διάσταση, θεωρήθηκε από τους γάλλους επαναστάτες και από τους φιλελεύθερους της εποχής, ως βάρβαρη και αυταρχική. Η νέα επιδημική απειλή, στη θέση της πανώλης, έθεσε υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της υγειονομικής αστυνομίας. Η εξάπλωση της χολέρας δεν εμποδίστηκε από τις καραντίνες και τα λοιμοκαθαρτήρια. Η αιτία αναζητήθηκε, λοιπόν, αλλού: στο κλίμα, στις ακαθαρσίες των πόλεων και στις ανθυγιεινές συνήθειες των εργατικών τάξεων (έννοιες της κράσης του σώματος και της ατομικής προδιάθεσης). Το μίασμα, τα δυσώδη αέρια που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και τον ανθρώπινο οργανισμό, έγινε το νέο εξηγητικό σχήμα της γένεσης και της εξάπλωσης μιας επιδημίας.
Οι έλληνες γιατροί και η υγειονομική αστυνομία δεν αγνόησαν το νεο-ιπποκρατισμό και τη θεωρία των μιασμάτων. Μέτρα, όπως αποξηράνσεις, καθαρισμός του βόρβορου στις πόλεις, έλεγχοι της ποιότητας των τροφίμων και επίβλεψη των σφαγείων προβλέπονταν και εφαρμόζονταν από την αστυνομική νομοθεσία. Η κλινική διδάχτηκε και στο δημοτικό νοσοκομείο Αθηνών Η Ελπίς, από τον Βούρο και τον Μαυρογιάννη, καθώς και στο Μαιευτήριο Αθηνών. Οι επιρροές του νεο-ιπποκρατισμού φτάνουν, ωστόσο, στην Ελλάδα διαμεσολαβημένες με δύο τρόπους. Καταρχάς, οι πρόοδοι της «γαλλικής» ιατρικής επιστήμης της εποχής δεν έγιναν αντιληπτές ως ρήξη, αλλά ως συνέχεια και ως επιβεβαίωση των Αρχαίων. Για παράδειγμα, η λέξη χημεία γραφόταν με υ αντί για η, γιατί θεωρούταν η επιστήμη των τεσσάρων χυμών. Στην Ελλάδα, ο νεο-ιπποκρατισμός δεν έλαβε «μεσσιανικές» διαστάσεις, όπως έλαβε στην Γαλλία τα έτη 1830–1840, όταν η ιατρική επιδίωξε να γίνει μια κοινωνική και ηθική επιστήμη, ή όπως στην Μ. Βρετανία του Edwin Chadwick, όπου η δημόσια υγιεινή ήθελε να ελέγξει το (αστικό κυρίως) περιβάλλον. Ο Μαυρογιάννης δεν πίστευε, για παράδειγμα, ότι μπορούσε να αλλάξει το κλίμα, να μεταρρυθμιστεί η κοινωνία, ούτε να βρεθούν τα αίτια των ενδημιών. Πιο πολύ ιπποκρατιστές παρά νέο-ιπποκρατικοί, οι γιατροί ήταν εκλεκτικοί: τόσο απέναντι στην πανώλη όσο και απέναντι στην χολέρα, οι θεωρητικές επεξεργασίες τους δεν αρνήθηκαν τη χρησιμότητα των λοιμοκαθαρτηρίων και δεν αγνόησαν τις συνθήκες υγιεινής, παρόλο που τους έδωσαν μικρότερη έμφαση. Ίσως, γι’ αυτόν τον λόγο, η πίεση του ελληνικού κράτους και της υγειονομικής αστυνομίας προς τον σκοπό της καθαριότητας και του έλεγχου του περιβάλλοντος να μην ήταν ιδιαίτερα έντονη. Πίσω από την σύγκρουση μεταξύ δύο «σχολών» πρέπει μάλλον να δούμε την υιοθέτηση ιδεών και πρακτικών, ανάλογα με τον σκοπό που θέτει κάθε φορά η διοίκηση και όχι δογματική αντίθεση. Η αστυνομία, φορέας της αριστοτελικής φρονήσεως (practical wisdom), ενδιαφερόταν να επιτύχει το αποτέλεσμα που επεδίωκε, έστω και με παραχωρήσεις απέναντι στις ελίτ και στις διάφορες επιστημονικές θεωρίες.
Κυρίως, όμως, η διαμεσολάβηση των νέων ιδεών και πρακτικών έγινε όχι τόσο μέσω της αρχαιότητας όσο μέσω των γερμανικών περιοχών, με κεντρική μορφή τον Johan Peter Frank, φιλέλληνα, φίλο του Ρήγα και του γιατρού και μέλους του Ιατροσυνεδρίου Αναστάσιου Γεωργιάδη Λευκία.20Καραμπερόπουλος, 2003, 281. Όντας ο ίδιος γιατρός και θεωρητικός της Medizinische Polizei, ο Frank εξέδωσε το εννιάτομο έργο του στο γύρισμα του αιώνα, ενσωματώνοντας πολλές από τις νέες ιδέες, κυρίως των γάλλων φυσιοκρατών. Το δεύτερο, λοιπόν, σημείο της «γερμανικής» επιρροής στην ελληνική δημόσια υγεία έχει να κάνει με την στατιστική επιστήμη.
Στατιστική γνώση
Πίσω από τη μιασματική θεωρία και την περιβαλλοντική προσέγγιση της «γαλλικής» δημόσιας υγιεινής βρίσκεται η έννοια του πληθυσμού, όχι ως σύνολο ατόμων, αλλά ως στατιστικό φαινόμενο με τα ιδιαίτερά του «φυσικά» χαρακτηριστικά (ενδημίες, θνησιμότητα, νοσηρότητα, διακυβέρνηση, θεσμοί, ήθη και ηθική). Ένα τέτοιο φαινόμενο δεν μπορεί να ελεγχθεί με άμεσες παρεμβάσεις στα ανθρώπινα σώματα και την κίνησή τους, όπως κάνουν τα αστυνομικά διατάγματα και οι καραντίνες. Οι αστυνομικές παρεμβάσεις που ελέγχουν συνολικά και στην κάθε τους λεπτομέρεια τις κοινωνικές σχέσεις είναι εφικτές, εφόσον η διοίκηση βρίσκεται απέναντι σε υπηκόους του βασιλιά και όχι απέναντι σε ένα «φυσικό» και άρα εκτός κοινωνικού ελέγχου φαινόμενο. Απέναντι στον πληθυσμό αναπτύσσονται οι τεχνικές ασφάλειας, τις οποίες ο Michel Foucault ονομάζει βιοπολιτική. Πρόκειται για τη «φιλελεύθερη διακυβέρνηση», ή όπως ο M. Foucault ονομάζει πολύ σωστά, χωρίς ωστόσο να επιμένει, naturalisme, «φυσιοκρατική», όπως θα λέγαμε, διακυβέρνηση του πληθυσμού. Αυτή εφαρμόζει έμμεσα μέτρα που στοχεύουν στα μιάσματα σύμφωνα με επιστημονικά, ιδίως χημικά, πορίσματα και όχι σύμφωνα με τη βούληση του βασιλιά. Η φιλελεύθερη διακυβέρνηση αποσκοπεί στη ρύθμιση του περιβάλλοντος χώρου των ατόμων, ώστε το laissez passer να μοιάζει ανεπηρέαστο, ή να στοχεύει στον έλεγχο συγκεκριμένων ομάδων υψηλού ρίσκου, όπως οι πόρνες. Ο εμβολιασμός εντάσσεται στην τελευταία λογική, καθώς ελέγχει συγκεκριμένες ομάδες (τους στρατιώτες και τους μαθητές) με σκοπό να προστατευτεί όλος ο πληθυσμός.
Αν αυτή είναι η θεωρητική διάκριση μεταξύ αστυνομικής και φιλελεύθερης διακυβέρνησης, στην πράξη τα πράγματα είναι πιο συγκεχυμένα. Ο J. P. Frank ενσωματώνει στο έργο του για την αστυνομία την έννοια της «φυσικότητας». Η υγειονομική του αστυνομία συγκεντρώνει όση γνώση μπορεί, ώστε «να καταστήσει γνωστές στους κυρίαρχους τις αναγκαιότητες των υπηκόων τους. Από τη μια πλευρά, αυτές οι αναγκαιότητες πρέπει να είναι σεβαστές στους κυρίαρχους, αλλά από την άλλη πλευρά, οι κυρίαρχοι, μέσω της διοικητικής και νομοθετικής τους εξουσίας, καλούνται να επιβάλλουν το σεβασμό στις φυσικές ανάγκες των υπηκόων τους σε περίπτωση που αυτοί θελήσουν να αποφύγουν αυτό που είναι αναγκαίο από τη φύση» (Hick, 2001, 41–42). Η συγκρότηση του οθωνικού απολυταρχισμού εξηγείται στη βάση αυτού του αποσπάσματος: από τη μία, έχουμε τη βούληση του βασιλιά που ρυθμίζει απολυταρχικά τις υγειονομικές σχέσεις του βασιλείου του μέσω της αστυνομίας. Από την άλλη, έχουμε μια «φυσικότητα», η οποία αξιωματικά δεν επιδέχεται μεταρρυθμίσεων, άρα η εξουσία του βασιλιά περιορίζεται από την ισχύ των υπηκόων και τις ανάγκες τους.
Το τι είναι «φυσικό» για τους υπηκόους του πρέπει να γίνει γνωστό στον ξένο Όθωνα. Το έργο του Maurer δεν είναι λόγια δοκιμή, αλλά συγκέντρωση γνώσης, εργαλείο μιας «καλής διοίκησης», όπως γράφει ο ίδιος. Από τους 5000 βαυαρούς στρατιώτες οι 1000 είναι μέλη του Μηχανικού, ενώ συνοδεύονται από πλήθος επιστημόνων και εξειδικευμένων τεχνιτών. Η αντίφαση είναι ξεκάθαρη: ξένοι ειδήμονες προσπαθούν να μάθουν ένα ξένο περιβάλλον. Εντέλει, ο Όθωνας δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτούς που κατέχουν πραγματικά τη γνώση: τις ντόπιες ελίτ. Η υγειονομική αστυνομία στα κατώτερα επίπεδά της ελέγχεται σχεδόν εξολοκλήρου από εμπειρικούς γιατρούς.
Ο ρόλος των εμπειρικών γιατρών στη συγκρότηση της ελληνικής δημόσιας υγείας αξίζει να υπογραμμιστεί. Με τη δράση τους εισάγεται το «οθωμανικό πλαίσιο» επίδρασης στο σχήμα των γαλλο-γερμανικών (και ενδεχομένως ιταλικών) διασταυρώσεων που συγκροτούν την ελληνική δημόσια υγεία. Απέναντί του, οι αξιωματούχοι του βασιλιά δεν έμειναν αδιάφοροι. Το έργο του Maurer συγκροτήθηκε στη βάση ερωτηματολογίων που απέστειλαν τα διάφορα υπουργεία σε δημογέροντες, σε άτομα μεγάλης ηλικίας ή σε άλλους «ειδήμονες» στα σχετικά θέματα. Το περιβάλλον, στην ευρύτερή του έννοια, έπρεπε να το γνωρίσουν για να το κυβερνήσουν, και ο νεο-ιπποκρατισμός τούς πρόσφερε τα νοητικά εργαλεία για να το πετύχουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εμπειρικοί, οι θεραπευτές που έπρατταν μέσα σε αυτό το περιβάλλον και γνώριζαν καλύτερα από τους ξένους γιατρούς τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ θεραπευτικών μεθόδων, κλίματος και ανθρώπινης υγείας, ήταν αναγκαίοι στην διακυβέρνηση της χώρας. Η γνώση τους τούς παρέχει δύναμη: ο ελβετός γιατρός Joannes De Carro (1803, 353) παραδέχεται ότι στην αναγνώριση των συμπτωμάτων της πανώλης οι εμπειρικοί είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί από τους θεωρητικά καταρτισμένους διπλωματούχους γιατρούς. Η δύναμή τους δεν περιορίζεται στην πολιτική διακυβέρνηση ή στη θεραπευτική τους αξία, αλλά επεκτείνεται και στην ίδια την συγκρότηση της ελληνικής ιατρικής επιστήμης. Το παράδειγμα της Ελληνικής Φαρμακοποιΐας (1837) είναι ενδεικτικό.
Η Φαρμακοποιΐα υπήρξε το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας πολλαπλών «μεταφράσεων». Σε μια πρώτη φάση, έπρεπε να μεταφραστεί η λατινική ορολογία. Παράλληλα, έπρεπε να εφευρεθούν ελληνικοί όροι και να γίνουν αντιστοιχίες, ώστε, σε μια δεύτερη φάση, να διαμορφωθεί μια «ελληνική» φαρμακευτική που να εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του «ευρωπαϊκού παραδείγματος». Μάλιστα, το παράδειγμα αυτό ήταν βαυαρικό. Συνταγμένη από τους Γερμανούς Landerer και Joseph Sartori και από τον Χιώτη Ι. Βούρο, είχε ως πρότυπο τη Βαυαρική Φαρμακοποιΐα, η οποία καθόρισε με αυτόν τον τρόπο τη φαρμακευτική στο ελληνικό κράτος μέχρι το 1923.
Όμως, ο νεο-ιπποκρατισμός αναγνωρίζει διαφορετικές δράσεις για το ίδιο φαρμακευτικό σκεύασμα, ανάλογα με το κλίμα στο οποίο προσλαμβάνεται και τις «ντόπιες» αρρώστιες που αντιμετωπίζει. Υποχρεωτικά, λοιπόν, «παρεδέχθημεν – υπογραμμίζουν στον πρόλογο οι συγγραφείς – εκ των παλαιών και νέων φαρμάκων όσα εξεύρομεν εκ πείρας ότι μεταχειρίζονται εις την Ελλάδα οι ιατροί» (Βούρος/Landerer/ Sartori, 1837, B). Όμως, η Ελλάδα δεν είναι εκείνη την πρώιμη εποχή κάτι δεδομένο – η συγκρότησή της παρακολουθεί και παρακολουθείται από τη συγκρότηση της φαρμακευτικής στην ελληνική γλώσσα.21Η διαδικασία δεν ξεκινά με τους Βαυαρούς του Όθωνα. Πριν από αυτούς έχουμε αντίστοιχες προσπάθειες γιατρών, όπως ο Διονύσιος Πύρρος (1818), ο Γεράσιμος Καρούσος (1818) και ο Ιωάννης Αδάμης (1756), και λογίων, όπως ο Αντώνιος Στρατηγός (1745). Βλ. Καραμπερόπουλος, 29.12.2019. Η Φαρμακοποιΐα όμως των Landerer, Sartori και Βούρου θα έχει συνέχεια στον χρόνο και θα κατορθώσει να εισαγάγει την ομοιομορφία στη συνταγογράφηση των γιατρών, οι οποίοι, όπως παραδέχονται οι συγγραφείς, «ερχόμενοι από διάφορα της Ευρώπης πανεπιστήμια και σχολεία αναγράφουν και σκευάζουν φάρμακα έκαστος κατά την οποίαν εδιδάχθη μέθοδον».
Μέχρι να καταλήξει η παράλληλη αυτή διαδικασία, οι μόνοι που ασκούσαν στο «ελληνικό» περιβάλλον των παλαιών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν οι εμπειρικοί. Ο φαρμακοποιός Σταμάτιος Κρίνος, ο οποίος, ως μέλος του Ιατροσυνεδρίου, επανέκδωσε αναθεωρημένη την Ελληνική Φαρμακοποιΐα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη φαρμακευτική θεωρία και ορολογία των αρχαίων (Γαληνός και Διοσκουρίδης), αλλά και της εμπειρικής ιατρικής, την οποία θεωρούσε ως «την πιο ελληνική». Σύμφωνα με τα αρχεία του στο Ε.Λ.Ι.Α., φαίνεται ότι ο ίδιος έστησε ένα εκτεταμένο δίκτυο επικοινωνίας με επαρχιακούς γιατρούς, οι οποίοι του παρείχαν πληροφορίες για ντόπια φυτικά σκευάσματα και άλλες που θα του επέτρεπαν να κατανοήσει τις θεραπευτικές ιδιότητες της «ελληνικής» φύσης.22Ομοίως, ο Διονύσιος Πύρρος (1838, 32) αναφέρει σκευάσματα των εμπειρικών που τους επέτρεπαν να θεραπεύουν αρρώστιες μπροστά στις οποίες οι διπλωματούχοι στέκονταν ανίκανοι.
Ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του Σ. Κρίνου παρουσιάζει το γεγονός ότι ξεκίνησε τις σπουδές του στο Θεωρητικό και πρακτικό κατάστημα χειρουργίας, φαρμακοποιΐας και μαιευτικής, το οποίο ιδρύθηκε το 1835, λειτούργησε για δύο χρόνια και στόχευε στη διδασκαλία πρακτικών γνώσεων και απλών θεωριών ανατομίας, φυσιολογίας, χειρουργικής και χημείας στους εμπειρικούς γιατρούς. Τόσο ο Landerer όσο και ο Βούρος, οι συγγραφείς της Φαρμακοποιΐας, δίδαξαν σε αυτό, όπως και ο Δημήτριος Α. Μαυροκορδάτος, ο θεμελιωτής της ανατομίας στην Ελλάδα, του οποίου το έργο, Ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, υπήρξε ένα ανάλογο με την Φαρμακοποιΐα μεταφραστικό εγχείρημα.23Δοντάς, 1943. Μέσα στο ίδρυμα αυτό θα πρέπει να συντελέστηκε κάτι πάρα πολύ σημαντικό για τους εμπειρικούς γιατρούς: παιδαγωγικές και διδακτικές ανάγκες επέβαλλαν τη «μετάφραση» της ιατρικής των πανεπιστημίων στην ιατρική των εμπειρικών (τρίτη φάση) και, αντίστροφα, την ενσωμάτωση της γνώσης των εμπειρικών στην ιατρική του «ελληνικού» πανεπιστημίου (τέταρτη φάση). Μέσα από αυτόν τον πολυδαίδαλο διάλογο διαμορφώθηκε η ελληνική επιστήμη.24Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και μια πέμπτη φάση «μετάφρασης». Ως γνωστόν, την Ελλάδα επισκέφτηκαν πολλοί ξένοι γιατροί, φιλέλληνες, περιηγητές και στρατιωτικοί γιατροί. Ποιες ιδέες και ποιες πρακτικές κουβάλησαν στις αποσκευές τους όταν επέστρεψαν στις πανεπιστημιακές έδρες τους ή στις διοικητικές θέσεις τους; Αν και τα δεδομένα της παρατήρησης εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και τις ιδιαίτερες ικανότητες ή ευαισθησίες του παρατηρητή, μένει ανοιχτό το ερώτημα πώς συγκροτήθηκε εντέλει η «ευρωπαϊκή ιατρική» και πώς η ελληνική περίπτωση και εμπειρία εντάσσεται στις διαδικασίες συγκρότησής της.
Ο Όθωνας, όμως, ήλεγχε ως βασιλιάς τη συγκεντρωμένη γνώση. Η Αντιβασιλεία, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Υπουργικό Συμβούλιο, ως έναν βαθμό, αλλά κυρίως το Ανακτοβούλιο (η Καμαρίλα, το Kammergut) και το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας ήταν χώροι αποθήκευσης και επεξεργασίας της γνώσης της «φύσης» των υπηκόων, ώστε αυτή να μετατραπεί σε νόμο, στην εκπεφρασμένη βούληση του κυρίαρχου που συνέχει το κράτος. Γι’ αυτό και η ανώτερη αστυνομία (νομοϊατροί, Ιατροσύνεδροι και αρχίατροι της Αυλής) ελεγχόταν από ξένους ή ετερόχθονες σπουδαγμένους γιατρούς. Πρόκειται για την ανάγκη να διατηρηθεί η αντικειμενική, υπερτοπική εξουσία του Όθωνα και των συμβούλων του.
Πολλοί μελετητές έχουν κρίνει τα αποτελέσματα της ελληνικής στατιστικής της περιόδου ως ελλιπή, ή έχουν διατυπώσει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για να διαμορφώσουν πολιτικές. Η κριτική αποτελεί συνέχεια της κριτικής που διατυπώθηκε από τους «γαλλοτραφείς» διευθυντές του Γραφείου Δημόσιας Οικονομίας, τον Αλέξανδρο Μανσόλα και τον Ιωάννη Σούτσο. Από τη δεκαετία του 1860 μέχρι και σήμερα, η στατιστική ακολουθεί (κυρίως) την («γαλλική») αριθμητική πολιτική, η οποία αναπτύχθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα και δίνει έμφαση στις απογραφές και στις ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων, γάμων και θανάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, η κριτική τους είναι σωστή. Ωστόσο, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι από τα 48 άρθρα του διατάγματος που ιδρύει το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας μόνο το ένα, το άρθρο 25, προβλέπει τις απογραφές. Το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας είχε πιο μεγάλες φιλοδοξίες, όπως όριζε η «γερμανική» στατιστική.25Βλ. Dupâquier/Le Mée, 1988, 19.
Το 1838 πραγματοποιείται ένα σημαντικό εγχείρημα καταγραφής από τους νομοϊατρούς, εγχείρημα που δεν πρέπει να επαναλήφθηκε τον 19ο αιώνα. Η καταγραφή αυτή εκτεινόταν από τις κατευθύνσεις των ανέμων, την ποιότητα των υδάτων και τα όρια των δήμων και των αγροτεμαχίων, μέχρι τον πληθυσμό κατά ηλικία και φύλο, τις διατροφικές συνήθειες, τις ενδημίες και το ιατρικό προσωπικό. Πρόκειται για τους ιατροστατιστικούς πίνακες που ανήκουν στην «ιατρική γεωγραφία», μια επιστημονική πειθαρχία του 17ου αιώνα, η οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα σε γερμανόφωνες χώρες26Bueltzingloewen, 1997, 53. και εντάσσει τη γεωγραφία, την ιατρική, τη χαρτογραφία και τη γεωλογία σε ένα εξηγητικό και περιγραφικό σχήμα της ιατρικής καταστατικής (medical constitution) ενός τόπου. Οι απογραφές της εποχής των Βαυαρών του Όθωνα ήταν απλές καταγραφές, επειδή εντάσσονταν σε ένα ολικό (integral) πρόγραμμα γνώσης που εξυπηρετούταν από διάσπαρτες δομές, με επίκεντρο το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας.27Οι απαριθμήσεις της εποχής «δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αυτόνομης στατιστικής υπηρεσίας, αλλά […] του μηχανισμού της αστυνομίας» (Garner, 2008, 241). Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η στατιστική γνώση του πληθυσμού θα αυτονομηθεί από την αστυνομική διακυβέρνηση και η προσοχή θα εστιάσει κυρίως στην θνησιμότητα. Για τον Μανσόλα οι ληξιαρχικές πράξεις αρκούν να δώσουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για την κατανόηση της «πολιτικής, οικονομικής, ηθικής και φυσιολογικής κατάστασης όλης της κοινωνίας» (Bournova, 2010, 188). Παρ’ όλα αυτά, η «γερμανική» λογική συνεχίζει να χαρακτηρίζει και σήμερα, για παράδειγμα, μελέτες των καταναλωτικών τάσεων μιας κοινωνικής ομάδας.
Έτσι εξηγείται και η κριτική απέναντι στον Όθωνα, ότι λόγω του χαρακτήρα του κωλυσιεργεί και χάνεται στις λεπτομέρειες: πριν ενεργήσει, έπρεπε να γνωρίζει τα πάντα, από τα φυτά ως τις ιαματικές πηγές και την κάθε ενδημία – την ιατρική καταστατική του κράτους του.28Βλ. και Kalheber, 2006. Για την κριτική που του ασκήθηκε βλ.Petropulos, 1997, 519–521.
Η ιατρική γεωγραφία γεννιέται στο σημείο επαφής του νεο-ιπποκρατισμού, της αποικιοκρατίας και του καμεραλισμού. Ως προς την αποικιοκρατία, αν και η Ελλάδα δεν υπήρξε αποικία, έχει σημασία παρ’ όλα αυτά να δούμε την ανησυχία της Αυλής για την υγεία του βασιλιά και των στρατιωτών του, των οποίων η κράση, συνηθισμένη σε βόρειο κλίμα, απειλούνταν από το «τροπικό» ή «ανατολίτικο» κλίμα της Ελλάδας. Η βασιλική αντιπροσωπεία, περνώντας από την Κέρκυρα προς το Ναύπλιο, θα ενδιαφερθεί για το κλίμα της Ελλάδας. Ο καμεραλισμός, από την άλλη, θα αναπτύξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα «τοπικά περιβάλλοντα» που συνιστούν ένα κρατικό σύνολο.29Valenčius, 2000, 12. Η λογική ενός γεωγραφικού ντετερμινισμού επικρατούσε και στην Ελλάδα του Όθωνα, του οποίου η οικονομική προσέγγιση ήταν καμεραλιστική.30Ψαλιδόπουλος, 2006. Το Polizeistaat, σύμφωνα με τον θεωρητικό του Johannes Heinrich Gottlob von Justi (1717–1771), γίνεται κατανοητό ως ένα τμηματοποιημένο κράτος, το οποίο, στην ελληνική περίπτωση, αποτελείται από τρία γεωγραφικά υποσύνολα, τις πεδιάδες, τα νησιά και τα βουνά. Το κάθε περιβάλλον έχει τα δικά του κοινωνικά, οικονομικά, ηθικά και υγειονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία ο Όθωνας πρέπει να σεβαστεί. Από την άλλη, όταν τα γνωρίσει, θα μπορέσει να τα συναρμόσει με τελικό στόχο την ευδαιμονία και το ευ είναι. Η Medizinische Polizei, χάρη στη γνώση της ιατρικής γεωγραφίας των «τοπικών περιβαλλόντων», είχε στόχο να συντονίσει μεταξύ τους τα μέρη και τα μέλη που συνιστούν το κράτος.31Walker, 1978, 240.
Συμπέρασμα: οι αντιφάσεις του ελληνικού Polizeistaat
Το ελληνικό κράτος της περιόδου του Όθωνα ήταν ενημερωμένο για τις εξελίξεις σε θέματα ιατρικής, στατιστικής και τεχνικών διακυβέρνησης και επέλεξε ό,τι ταίριαζε στους στόχους του και στην κύρια απειλή που έπρεπε να αντιμετωπίσει (πανώλη ή χολέρα). Μάλιστα, σε πολλά σημεία βρέθηκε στην πρωτοπορία. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά της ευλογιάς εισάγεται στην Ελλάδα το 1835,32Β.Δ. 4ης/16ης Απριλίου 1835, Περί εισαγωγής του εμβολιασμού της δαμαλίδος. όταν, για παράδειγμα, στη Βαυαρία μπορεί αυτό να είχε γίνει από το 1807, αλλά στη Γαλλία συνέβη μόλις το 1902. Εν γένει, τα γερμανικά κράτη ήταν τα πρώτα που, ήδη από το 1800, αντικατέστησαν τον ευλογιασμό από τον δαμαλισμό, όπως ακριβώς και η Ελλάδα.33Η ένταση του αντιεμβολιαστικού κινήματος στην Ελλάδα είναι ένα άλλο στοιχείο που την φέρνει κοντά στο παράδειγμα των γερμανικών κρατών. Ο Baldwin (1999) συγκρίνει τις έντονες βρετανικές αντιστάσεις στην εισαγωγή του υποχρεωτικού εμβολιασμού με τις λιγότερο δραματικές στα γερμανικά κράτη. Την αιτία της διαφοροποίησης την αναζήτησε στη λιγότερο ανεπτυγμένη βρετανική αστυνομική διακυβέρνηση: «Στη Βρετανία η ιατρική αστυνομία ήταν αρχικά και πρωταρχικά υπόθεση της διακυβέρνησης των στρατιωτών και των εγκληματιών» (Pickstone, 1992, 129). Τα γερμανικά κράτη, (σε γενικές γραμμές) χάρη στην παράδοση του αστυνομικού μηχανισμού, διαπραγματεύτηκαν την εφαρμογή του νόμου με τους πληθυσμούς και γνώριζαν με ακρίβεια τις αντιρρήσεις τους. Ο μηχανισμός μπορούσε, λοιπόν, να μην είναι πιεστικός εκεί όπου χρειαζόταν και άρα να μην προκαλεί αντιδράσεις. Για μια σύγκριση των δύο αστυνομικών παραδόσεων, της ηπειρωτικής και της βρετανικής, βλ.Bayley, 1975, 370 και 374.
Ωστόσο, πίσω από τις τεχνικές και τις πρακτικές βρίσκονται συγκεκριμένες και συχνά διαφορετικές κοινωνικές δυναμικές. Η συνύπαρξή τους δεν είναι πάντα αποτελεσματική και ο Όθωνας ήταν εξαρχής καταδικασμένος να εκθρονιστεί, καθώς ήθελε να συγκεράσει διαφορετικά πράγματα. Δύο κριτικές διατυπώθηκαν στα 1860, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις της υγειονομικής αστυνομίας κατά την περίοδο μετάβασης, στην οποία βρισκόταν: η μία είναι αυτή του Μανσόλα και του Σούτσου, οι οποίοι εισάγουν την έννοια του πληθυσμού: ο Όθωνας δεν μπορούσε να παρεμβαίνει παντού και σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Απέναντί του άρχιζε να έχει πολίτες και πληθυσμό, όχι υπηκόους. Η άλλη κριτική προέρχεται από τους Θ. Δηλιγιάννη και Γ. Κ. Ζηνόπουλο. Στο στόχαστρό τους βρέθηκε ο νόμος περί διαβατηρίων.34Δηλιγιάννης, Ζηνόπουλος, 1862, 27. Ο νόμος αυτός αποσκοπούσε στον έλεγχο των μετακινήσεων μεταξύ των δήμων, με στόχο την ανάδειξη του δήμου σε κύτταρο της ανάπτυξης της ευδαιμονίας του τμηματοποιημένου Polizeistaat. Η καραντίνα εντάσσεται σε αυτήν τη λογική: να ενισχύσει τα σύνορα μεταξύ των δήμων. Στον αντίποδα βρίσκονται τα μιάσματα. Οι Δηλιγιάννης και Ζηνόπουλος δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πώς είναι δυνατόν το κράτος να θεωρεί τους εν κινήσει πολίτες (εμπόρους και εργατικό δυναμικό) υπόπτους τη στιγμή που ήταν και ψηφοφόροι. Η λογική τους ήταν αυτή της ομογενοποίησης του ελληνικού (οικονομικού και πολιτικού) χώρου, όπου ο δημότης του ενός δήμου δεν είναι ξένος με τον δημότη ενός άλλου. Τα μιάσματα, οι αέριες μάζες που κινούνται πέρα και πάνω από σύνορα, ενισχύουν την εικόνα της αλληλεξάρτησης μεταξύ των τοπικοτήτων. Δεν θα καταφέρουν, όμως, να υπερισχύσουν ακόμα και μετά το 1862. Ήταν η ιατρική παράδοση, το «βάρος» της αρχαίας ιατρικής, η απουσία σοβαρών επιδημιών χολέρας, η μόνιμη εξ Αιγύπτου απειλή της πανώλης, αλλά κυρίως η παράδοση της αστυνομίας που άφησε η διακυβέρνηση του Όθωνα. Το 1931 ο γιατρός Σπυρίδων Λιβιεράτος θα γράψει ότι «η υγιεινή ελέγχεται από την αστυνομία, σύμφωνα με ένα διάταγμα του 1833».35Liberato, 1931, 13. Ο ίδιος αναφερόταν στο Β.Δ. της 31ης Δεκεμβρίου 1836/12ης Ιανουαρίου 1837 με τίτλο Περί δημοτικής αστυνομίας, το οποίο αποτελεί ακριβή μετάφραση του αντίστοιχου γερμανικού.36Οι Δηλιγιάννης και Ζηνόπουλος (1862, 5–6) θεωρούν λάθος τη μετάφραση των άρθρων 7–12 του διατάγματος που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και παραθέτουν την ορθή.