O αντίκτυπος της εκκλησιαστικής πολιτικής της Αντιβασιλείας στη σχέση Ελλήνων-Βαυαρών. Η περίπτωση των αδελφών Σούτσων

  • Δημοσιεύτηκε 15.09.20

Γιατί επιλέγεται το Αυτοκέφαλο ως μια από τις πρώτες ενέργειες των Βαυαρών; Πώς προσλαμβάνεται αυτή η ενέργεια από τους λόγιους με δυτική παιδεία όπως ο Αλέξανδρος Σούτσος (1803–1863) και ο Παναγιώτης Σούτσος (1806–1868); Ποια αντανακλαστικά κινητοποιούνται στην ελληνική κοινωνία από το αλλόδοξο του βασιλιά και την εκκλησιαστική πολιτική; Ποιες συνέπειες είχε η εκκλησιαστική πολιτική στην αντίληψη για το κράτος που διαμόρφωσε η ελληνική κοινωνία; Πώς εξηγείται η αλλαγή στάσης των Σούτσων σχετικά με το Αυτοκέφαλο; Ποια είναι τα κίνητρα αυτής της πολιτικής σε μικροπολιτικό επίπεδο; Πώς συνδέεται το Αυτοκέφαλο με τον αλυτρωτισμό; Πώς σχετίζεται το Αυτοκέφαλο με την τροπή που έλαβε ο ελληνικός εθνικισμός; Ποια είναι η επενέργεια της εκκλησιαστικής πολιτικής στις ελληνοβαυαρικές σχέσεις;

Περιεχόμενα

    Εισαγωγή

    Σκοπός αυτού του δοκιμίου είναι να εξετάσει την επίδραση της εκκλησιαστικής πολιτικής της Αντιβασιλείας στη σχέση Ελλήνων-Βαυαρών. Η εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών ξεκινά από την Αντιβασιλεία και περιλαμβάνει την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της ελλαδικής Εκκλησίας,1Φ.Ε.Κ. 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833, αρ. 23, τευχ.Α‘, 169–174. το διάταγμα για το κλείσιμο των μοναστηριών2Βλ. Μάουρερ, 1976, 53–54. Μετά από μια σειρά βασιλικών διαταγμάτων που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1833–1836, από τα 600 μοναστήρια που είχαν βρεθεί στην ελληνική επικράτεια παρέμειναν μόνο 151. Σύμφωνα με τον Μάουρερ, το ένα τέταρτο των εδαφών του ελληνικού βασιλείου ήταν κτήματα των μονών και των ναών, οι μοναχοί αριθμούνταν σε 8000 και τα εισοδήματά τους σε 2.149.980 δραχμές. Για το μοναστηριακό ζήτημα, βλ. Αρώνη-Τσίχλη, 1984· Petropulos, 1985, 214–225· Γιανναράς , 1999· Προύζος, 2010.και την υπαγωγή του Κλήρου στην κοσμική εξουσία. Το παρόν δοκίμιο εστιάζει πρωτίστως στον αντίκτυπο που είχε το Αυτοκέφαλο – δηλαδή η απόσχιση της ελλαδικής εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και η υπαγωγή της στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος3Petropulos, 1985, 215. – αλλά και δευτερευόντως στο κλείσιμο των μοναστηριών στη νεοσύστατη ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, επιχειρεί να εξετάσει τον ρόλο που διαδραμάτισε η εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας στην πορεία του ελληνικού εθνικισμού αλλά και τη σημασία της στην εξέλιξη των ελληνοβαυαρικών σχέσεων.

    Η πρόσληψη της εκκλησιαστικής πολιτικής εξετάζεται κυρίως μέσα από το έργο των αδελφών Σούτσων, και αυτό γιατί πρόκειται για δύο από τους αντιπροσωπευτικότερους λόγιους της οθωνικής περιόδου. Πρόκειται για δύο πολυγραφότατους Φαναριώτες διανοούμενους με ευρωπαϊκή παιδεία, οι οποίοι λειτουργούν ως εθνικοί διανοούμενοι του ελληνικού κράτους. Βασικό χαρακτηριστικό των έργων τους είναι η ιδεολογική κινητικότητα, η οποία, ακολουθώντας τη ροή των γεγονότων, γίνεται καθρέφτης της ιδεολογικής συζήτησης του νεότευκτου εθνικού κράτους. Η στάση των Σούτσων, η οποία μετατοπίζεται διαρκώς απέναντι στην εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας, αντανακλά τις ζυμώσεις που συμβαίνουν στο ελληνικό βασίλειο και μας δίνει μια εικόνα της επίδρασης της συγκεκριμένης πολιτικής στις σχέσεις Ελλήνων-Βαυαρών.

    Tο Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας

    Στις 23 Ιουλίου 1833 η βαυαρική Αντιβασιλεία, στο όνομα του Όθωνα, ο οποίος αναφέρεται ως «ελέω θεού Βασιλεύς της Ελλάδος», καταθέτει με νομοθετική πράξη τη Διακήρυξη «περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας». Στο άρθρο 1 (Φ.Ε.Κ. 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833) διαβάζουμε:

    Η ορθόδοξος Ανατολική Αποστολική Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Πνεύματι μη αναγνωρίζουσα άλλην κεφαλήν, παρά τον θεμελιωτήν της Χριστιανικής πίστεως τον Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, κατά δε το διοικητικόν μέρος έχουσα αρχηγόν τον Βασιλέα της Ελλάδος, είναι Αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος από πάσης άλλης εξουσίας φυλαττομένης απαραχάρακτου της δογματικής ενότητος, κατά τα παρά πάντων των ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών ανέκαθεν πρεσβευόμενα.

    Η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της ελλαδικής εκκλησίας ως μία από τις πρώτες πράξεις της Αντιβασιλείας είναι δηλωτική της δομικής σημασίας της για τους Βαυαρούς.4Το βασιλικό διάταγμα του 1833 με το οποίο ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Ελλάδος, με την ανακήρυξη του βασιλιά ως αρχηγού της Εκκλησίας, υπήρξε έργο του Maurer και επιτελέσθηκε με τη βοήθεια του Φαρμακίδη. Για την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου βλ. Petropulos 1985, 214–226· Ματάλας, 2002, 45–48· Καραμούζης, 2004, 31–76· Αναστασιάδης, 2011, 253–285. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια άμεση ενέργεια, σχεδόν πραξικοπηματικού χαρακτήρα, η οποία αιφνιδίασε και κατέστησε σαφές ότι το κράτος είναι πλέον ο φορέας που δύναται να επιβάλλει ακαριαία και άμεσα τη θέλησή του. Ο ίδιος ο Όθωνας σε επιστολή προς τον πατέρα του, Λουδοβίκο, στο Μόναχο, στις 13 Μαΐου 1833, αναφέρει χαρακτηριστικά (Frazee, 1987, 143):

    Η πνευματική αρχή του κλήρου της χώρας θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη για τον κοσμικό άρχοντα, αν ο ανώτερος κλήρος συνιστούσε μια ομάδα, καθόσον ολόκληρος ο κλήρος κατόπιν θα έπαιρνε το λαό με το μέρος του εναντίον του άρχοντα. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να υπερβούμε όλες αυτές τις δυσκολίες αν δημιουργούσαμε μια σύνοδο υπό τη διεύθυνση κάποιου Μητροπολίτη που θα ήταν κάτι σαν τους προέδρους των δικών μας επιτροπών και ουσιαστικά δε θα είχε εξουσία. Σε ορισμένα χρονικά διαστήματα ο άρχοντας θα μπορεί να διαλέξει τα μέλη αυτής της συνόδου.

    Παράλληλα, το Αυτοκέφαλο συνιστά μια κίνηση που εγγράφεται στην προσπάθεια εκκοσμίκευσης και αποσκοπεί στην υπαγωγή της θρησκευτικής εξουσίας στην πολιτική5Βλ. Σταματόπουλος, 2001, 183–220, 183: «Η εκκοσμίκευση σε παραδοσιακές κοινωνίες που μετασχηματίζονται μέσα από διαδικασίες αστικού εκσυγχρονισμού γίνεται κατανοητή ως διάκριση του πολιτικού από το θρησκευτικό πεδίο». Με τη δημιουργία, λοιπόν, της ελλαδικής Εκκλησίας από το ελληνικό κράτος, η ίδια γίνεται κρατικός θεσμός, απόλυτα ελεγχόμενος από την κρατική εξουσία.

    Αποκτά καταστατικό λειτουργίας και αναγνωρίζει ως κεφαλή της το βασιλιά, ο οποίος, ως εντεταλμένος του θεού, επιλέγει τους Επισκόπους της αρεσκείας του.6Καραμούζης, 2004, 386. Η φιλελεύθερη εφημερίδα Αθηνά υποδέχεται με ενθουσιασμό την απόφαση για εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας και θριαμβολογεί για την ανεξαρτητοποίηση της ελλαδικής Εκκλησίας (Αθηνά, 19 Ιουλίου 1833):

    Ο Κλήρος της ελευθερωμένης Ελλάδας δεν χρεωστεί πλέον να γνωρίζη εκκλησιαστικόν αρχηγόν του τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως ενόσω η Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη από την καθέδρα του άνομου τυράννου.

    Η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου από την πλευρά των Βαυαρών συνιστά μια ενέργεια πειθάρχησης στην έννοια του κράτους και ταυτόχρονα μια απόπειρα πολιτικού και ιδεολογικού ελέγχου πάνω στην εκκλησιαστική εξουσία. Είναι μια ενέργεια που οριοθετεί τη σχέση μεταξύ έθνους-κράτους και Εκκλησίας χωρίς να φτάνει ποτέ στην ρήξη· δεν παύει όμως να είναι μια σαφής δήλωση ότι το έθνος πλέον ορίζεται πολιτικά και όχι θρησκευτικά. Η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου λειτουργεί ως φράγμα στη ρωσική επιρροή.7Petropulos, 1985, 218. Σύμφωνα με τον Petropulo, ο Όθων ανησυχούσε για τη σύνδεση του ανώτατου Κλήρου με το «ρωσικό» κόμμα ήδη από το 1832. Σε σχετική επιστολή προς τον πατέρα του γράφει: «[…] μια πνευματική κυριαρχία στη χώρα θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη για τον κοσμικό ηγεμόνα, αν κάποια στιγμή η κεφαλή της Εκκλησίας πήγαινε με το μέρος ενός κόμματος: γιατί τότε ολόκληρος ο Κλήρος, και μαζί του και ο λαός, θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του». Η Αντιβασιλεία είναι φανερό πως γνωρίζει τον πολιτικό ρόλο αλλά και τη σχέση του Κλήρου με τη ρωσική πολιτική και επιδιώκει την αποδυνάμωση της. Παράλληλα, το αλλόδοξο του βασιλιά αλλά και η έλευση δυτικών ιεραπόστολων δυναμιτίζουν περισσότερο την ατμόσφαιρα.

    Ειδικότερα, το κλείσιμο των μοναστηριών8Frazee, 1987, 89–125. υπήρξε μια κίνηση η οποία θεωρήθηκε ευθεία βολή προς τις τοπικές ελίτ, και αυτό διότι οι προεστοί των τοπικών κοινοτήτων είχαν πάντοτε σημαντικό μερίδιο στη διαχείριση των μοναστηριακών γαιών.9Η δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας υπήρξε μια κοινή ευρωπαϊκή πρακτική από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Βλ. Αναστασιάδης, 2011,262.

    Με αφορμή το κλείσιμο των μοναστηριών χύθηκε πολύ μελάνι στον Τύπο,10Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Η εφημερίδα „Αθηνά“, αναφερόμενη στα μέτρα της Αντιβασιλείας, σχετικά με τα μοναστήρια, υπενθύμιζε ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοναστήρια είχαν συντελέσει στην πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα τελευταία τα θεωρούσε „καταγώγια της οκνηρίας και της παραλυσίας“» (Αρώνη-Τσίχλη, 1984, 210). αλλά και η αντιπολίτευση οργάνωσε πολλές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Η λαϊκή δυσφορία εκφράστηκε έντονα στο θέμα των μοναστηριών. Εξάλλου, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας δημιούργησε πολλές δυσαρέσκειες, καθώς θεωρήθηκε ιεροσυλία η πώληση των ιερών αντικειμένων, αλλά και επειδή οι αγοραπωλησίες, οι οποίες είχαν ανατεθεί στις τοπικές αρχές, δεν ήταν αδιάβλητες.11Petropulos, 1985, 216–217.

    Το Αυτοκέφαλο ως θεσμικός εκσυγχρονισμός

    H εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών πυροδοτεί μια θρησκευτική διαμάχη που κατ’ ουσία είναι πολιτική και καταδεικνύει τις ιδεολογικές ζυμώσεις στο πλαίσιο του ελληνικού εθνικισμού. Η βίωση αυτού του γεγονότος αλλά και των υπολοίπων εκκλησιαστικών μέτρων δίνει αφορμή να αναδυθεί ένας διχαστικός δημόσιος λόγος. Έτσι έχουμε από τη μια ένα στρατόπεδο που αντιλαμβάνεται αυτήν τη διαδικασία ως ιδιότυπο, αν και άτυπο, σχίσμα με το Πατριαρχείο, και από την άλλη ένα στρατόπεδο το οποίο την ερμηνεύει ως υποταγή της Εκκλησίας στο νέο κράτος, στην επίσημη βούληση του ανεξάρτητου «έθνους». Για τους ανθρώπους που τάχθηκαν υπέρ της ανεξαρτητοποίησης από το Πατριαρχείο, το Αυτοκέφαλο ήταν μια συνειδητή προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής αποκοπής από τον παλαιό οθωμανικό κόσμο αλλά παράλληλα και μια ενέργεια χειραφέτησης από το ίδιο το Πατριαρχείο.12Σύμφωνα με τον Π. Ματάλα υπήρχε μια μερίδα της κοινωνίας η οποία είχε εντρυφήσει στις ιδέες , «του δυτικόφιλου κοραϊκού διαφωτισμού» και «ερμήνευε την Επανάσταση ως μια εξέγερση που στρεφόταν όχι μόνο εναντίον της „ξένης“ οθωμανικής εξουσίας, αλλά και εναντίον της δεμένης με αυτήν πατριαρχικής εξουσίας, δηλαδή ως μια ρήξη της φαντασιακής κοινότητας». (Ματάλας, 1998, 486).

    Οι Σούτσοι, ως δρώντα πολιτικά πρόσωπα, θα ασχοληθούν εκτενώς με την εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών και θα αλλάξουν συχνά άποψη για αυτήν, ανάλογα με τις προσωπικές βλέψεις τους αλλά και τις ιδεολογικές συνθήκες που θα προκύπτουν. Αυτό το μοτίβο «ασυνέπειας» των αδελφών Σούτσου, αλλά και πολλών άλλων λογίων της εποχής, είναι απότοκο της ευμετάβλητης και πυκνής εποχής τους.13Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Γ. Βελουδής, στο: Σούτσος, 1996, 41: «Αυτοί [Οι Σούτσοι] ήταν η εποχή τους». Έτσι, τα πρώτα χρόνια της ζωής του ελληνικού βασιλείου, θα υπερασπιστούν μέσα από τα κείμενα τους το Αυτοκέφαλο της ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά και την ανάγκη εκσυγχρονισμού του Κλήρου, ακολουθώντας τις επιβιώσεις του δυτικόφιλου Διαφωτισμού του Αδαμάντιου Κοραή, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα μετατοπιστούν προς διαφορετικές θέσεις. Η εφημερίδα Ήλιος, που εκδίδει το 1833 ο Π. Σούτσος, υπερασπίζεται με θέρμη την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας και λειτουργεί σχεδόν ως γραφείο Τύπου του παλατιού14Βλ. Φουρναράκη, 1986, ιδ’: «Στο θέμα του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας, [ο Ήλιος] παρουσιάζει τα γεγονότα καθαρά από την σκοπιά της κυβέρνησης όχι μόνο δεν αμφισβητεί αλλά και υποστηρίζει ρητά την δημοκρατικότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε (σύγκληση της συνέλευσης των αρχιερέων, 15/27 Ιουλίου 1833, η οποία επικύρωσε απλώς τις σχετικές αποφάσεις της κυβέρνησης), αγνοεί σχεδόν τις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα μέτρα αυτά και παρουσιάζει τον Κλήρο και το έθνος ομόφωνους υποστηρικτές τους. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι η αντίθεση αυτή του Ήλιου δεν εντάσσεται απλώς στην γενικότερη ιδεολογική συγκατάθεση στην πολιτική της Αντιβασιλείας ή στην επιχειρηματολογία με βάση την οποία οι φιλελεύθεροι δυτικοσπουδαγμένοι πολιτικοί και λόγιοι υποστήριξαν το αυτοκέφαλο και την οποία επαναλαμβάνει και ο Ήλιος· οφείλεται επιπλέον στο ότι η μεταρρύθμιση αυτή αποσκοπούσε, εκτός των άλλων, στην αποδυνάμωση τού «ρωσικού» κόμματος, του οποίου ο Ήλιος είναι διακηρυγμένος εχθρός. Απ’ αυτή την άποψη, η εφημερίδα έχει ίσως έναν ακόμη λόγο να ταυτιστεί με την εξουσία στον τρόπο που η τελευταία χειρίστηκε το εκκλησιαστικό ζήτημα.»:

    Η Θρησκεία, το μεγαλύτερο μέσον του φωτισμού, ο μεγαλύτερος χαλινός των εγκλημάτων! Η θρησκεία η παραμυθητική ράβδος εις τον απηυδισμένον οδοιπόρον της ζωής! Ο άνθρωπος εμβαίνων εις την γην χωρίς να γνωρίζει πόθεν εξερχόμενος από την γην χωρίς να γνωρίζει πότε, αναχωρών από την γην χωρίς να γνωρίζει πού, ο άνθρωπος αφ‘ εαυτού κλίνει τον τράχηλον του εις τον μυστηριώδη ζυγόν της θρησκείας· αλλ‘ όσον η θρησκεία είναι δύναμις μεγάλη κοινωνική, κατά τόσον πρέπει τα όργανά της να είναι περιορισμένα και να μην επεκτείνονται εις κοσμικάς υποθέσεις· δεν γνωρίζω τυραννίαν μεγαλυτέραν παρ‘ εκείνην, καθ‘ ην τα όργανα της θρησκείας είναι συγχρόνως όργανα της εξουσίας· δεν γνωρίζω τυράννους μεγαλύτερους παρ‘ εκείνους, οίτινες συνενώνουν εις την κεφαλήν των την τιάραν με το διάδημα· εις μάτην οι πoλίται διαμαρτύρονται κατά τυράννων ενδυομένων την πανοπλίαν του θεού. Η υπέρτατη λοιπόν Αρχή, σύμφωνος με τας ιδέας όλης της φωτισμένης Ευρώπης, σύμφωνος με την γνώμη όλων των πεπαιδευμένων Ελλήνων, διατάττει: “Να διατηρηθώσι τα όρια μεταξύ της πολιτικής αρχής και της ιερατικής, και αυτή να μη παρεμβεί εις πολιτικά, και αστικάς υποθέσεις […] ο διορισμός εις τα εκκλησιαστικά υπουργήματα, και η άδεια της χειροτονίας των ιερέων και των διακονών να είναι δικαίωμα της εξουσίας. Η Ελλάς σήμερον έγεινεν ανεξάρτητος· αλλ‘ ο αρχηγός της θρησκείας μας, ο πατριάρχης, είναι δούλος της Οθωμανικής εξουσίας∙ αι αποφάσεις της θρησκείας της κοινωνικής αυτής μεγάλης δυνάμεως πρέπει να εκτελώνται εις ημάς τους ανεξάρτητους Έλληνας γραφόμενα απο χείρας αλυσοδέτους; Η Ελλάς δεν πρέπει να συστήσει Σύνοδον ανεξάρτητον, ήτις να αποφασίζει περί όλων των εκκλησιαστικών υποθέσεων, ή ανεξάρτητοι κατά το φαινόμενον πρέπει να υπακούωμεν εις όσα ο Σουλτάνος ή άλλος πλησίον του Σουλτάνου υπαγορεύει εις τον Πατριάρχην μας; (Ήλιος, 30 Ιουνίου 1833, 11)

    Βλέπουμε ότι οι Σούτσοι, στο πλαίσιο της διαφωτιστικής παράδοσης, ασκούν κριτική στην έλλειψη παιδείας του Κλήρου. Η ανάγκη για μορφωμένους ιερείς συνιστά ένα αίτημα του νεωτερικού κράτους και εύλογα διατυπώνεται από τον Π. Σούτσο, στον αξιακό κώδικα του οποίου άλλωστε η μόρφωση καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση:

    Ο Κλήρος μας έχει χρείαν εκπαιδεύσεως, ο Κλήρος εν γένει εκπροσωπεί εις την γην τον πανάγαθον και πάνσοφον δημιουργόν πρέπει λοιπόν εις τα χείλη του να είναι λόγοι σοφίας, εις την καρδίαν του να εμφωλέψη εντός αρετή, και εις το σώμα του να κοιμώνται τα πάθη· ιερώτερον δε εις τα όμματα μας δεν είναι παρά ιερεύς ενάρετος· η αρετή εκπροσωπούμενη τότε δι’ ιερατικού τύπου γίνεται ιερωτέρα έτι· βδελυκτότερον ον εις τα όμματά μας δεν είναι παρά ιερεύς έμπλεος παθών ταραχής και διαφθοράς· ταπεινώνει την μεγαλειότητα του θεού ο αισχρός αντιπρόσωπος του, και καταστρέφει όλον το μαγευτικόν της αοράτου Υπέρτατης δυνάμεως. (Ήλιος, 3 Ιουνίου 1833, 11)

    Αυτή η αντίδραση των Σούτσων στα 1833, τόσο αναφορικά με το Αυτοκέφαλο όσο και για την ανάγκη εκσυγχρονισμού του Κλήρου, είναι μια αντίδραση στο πλαίσιο της δυτικής διαφωτιστικής ιδεολογίας, στην οποία οι δύο αδελφοί έχουν εντρυφήσει στη νεότητά τους. Άλλωστε, ο Διαφωτισμός υπήρξε μια κοσμική κοσμοαντίληψη, η οποία διαχώριζε και οριοθετούσε τη σχέση Εκκλησίας-κράτους. Στο εθνικό πλαίσιο, η εκκλησιαστική πολιτική έχει ως στόχο να σταματήσει η Εκκλησία να ελέγχει δικαστικά και εκπαιδευτικά θέματα, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.15Μαραγκού-Δρυγιαννάκη, 79, 1995. Μέρος της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας ήταν να υπαχθεί ο Κλήρος και οικονομικά στην κρατική εξουσία, αίτημα που διατυπώνει ρητά και ο Π. Σούτσος στην εφημερίδα Ήλιος το 1833:

    Ο Ήλιος παρέστησε την ανάγκην του να παύσει ο Κλήρος με τον δίσκον εις χείρας να ψωμοζητεί, και ότι πρέπει να πληρώνεται παρά της Αρχής. Οι ιεράρχαι μας έπαθαν και αυτοί υπέρ της πατρίδος, και υπήρξαν οι πρωτομάρτυρες του αγώνος, ο αγών εστεφανώθη με λαμπράν επιτυχίαν· είναι δίκαιον η Υπερτάτη Αρχή να επαναγάγη, ως υπεσχέθη δια της Επιτροπής, τον Ελληνικόν Κλήρον εις την επί των αυτοκρατόρων αξιοπρέπειαν του· όσαι τιμαί, όσαι περιθάλψεις προς αυτόν αποδοθώσι, θέλουν ευχαριστήσει την εθνικήν μας φιλοτιμία. (Ήλιος, 21 Ιουλίου 1833, 37)

    Η ιδέα της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας δεν ήταν καινούρια. Το αίτημα για ανεξαρτητοποίηση της ελλαδικής Εκκλησίας είχε διαμορφωθεί ήδη με την έκρηξη της Επανάστασης, αφού η εκκλησιαστική εξάρτηση της Ελλάδας από ένα Πατριαρχείο που βρισκόταν κάτω από την οθωμανική εξουσία μπορούσε να βλάψει τον Αγώνα. Άλλωστε, στην πράξη η Επανάσταση είχε κόψει κάθε δεσμό με το Πατριαρχείο από τη στιγμή που αγνόησε τον αφορισμό. Εντούτοις, η ριζοσπαστικότητα της Επανάστασης ήταν μια εντελώς διαφορετική συνθήκη από αυτήν της συγκρότησης κράτους· στην συγκυρία της θέσπισης του κράτους τα αιτούμενα ήταν διαφορετικά, και η απόσχιση από το Πατριαρχείο έφερε και πολλά άλλα σημαινόμενα. Το αίτημα για ελευθερία και ανεξαρτησία διατυπώνεται με παρρησία στην εφημερίδα Ήλιος:

    […] ωραία στάσις της Ελλάδος, αν από Κωνσταντινούπολιν έχει δικαίωμα ο Πατριάρχης να χαρίζει εις όσους προαιρείται τα μοναστήρια μας και εκ του Βυζαντίου να φορολογεί την ελευθέραν Ελλάδα! Επιθυμούμεν, καθώς το είπαμεν, Ελλάδα ελευθέραν από πάσαν τυραννίαν είτε θρησκευτικήν είτε λαϊκήν, θέλομεν Ελλάδα ανεξάρτητον καθ’όλα. (Ήλιος, 14 Ιουλίου 1833, 28)

    Το Αυτοκέφαλο ανασύρει στην ελληνική κοινωνία φοβικά σύνδρομα απέναντι στις ξενικές επιδράσεις που εισβάλλουν βίαια στο νεοπαγές βασίλειο, φόβους και ανασφάλειες που οδηγούν σε θρησκόληπτες υπερβολές.16Ο σημαντικότερος φορέας που οργανώνεται ως αντίδραση στην εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών είναι η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία», η οποία δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1839 από κορυφαία στελέχη του ρωσικού «κόμματος» και με την ενεργή συμμετοχή, καθοδήγηση και χρηματοδότηση της ρωσικής πρεσβείας. Παράλληλα, στους στόχους της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» περιλαμβάνονταν η απαγόρευση μη αυτοχθόνων να κατέχουν κρατικές θέσεις, η εκδίωξη των αμερικανικών ιεραποστολών από την Ελλάδα, η ανάληψη πρωτοβουλιών για την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιοχών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ενδεχομένως και η φυσική εξόντωση του Όθωνα. Bλ. Πλούσος, 1.6.2017. Η δεκαετία του 1830 είναι η δεκαετία της θρησκευτικής έξαρσης. Οι Σούτσοι δεν χάνουν την ευκαιρία να στηλιτεύσουν τη θρησκοληπτική μανία που καταλαμβάνει τους συμπολίτες τους και μάλιστα από την πένα τους δεν ξεφεύγει ούτε ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Το 1836 διατυπώνουν απόψεις στα όρια του αντικληρικαλισμού που παραπέμπουν στις διαφωτιστικές και κοραϊκές καταβολές τους:

    […] ο ανεξίθρησκος λοιπόν Φαναριώτης αποδύεται μίαν πρωίαν τον παλαιόν Μαυροκορδάτο και κάμνων καλβινιστί τον σταυρόν του πηδά εκ της κλίνης πουφ εις την κολυμβήθραν της Φιλορθοδοξίας και δέχεται με κατάνυξιν το χρίσμα της Αυτοχθονίας. Και τότε είδετε εις την Βουλήν και εις την Δημοσιογραφίαν όλους τους φίλους του απαρνουμένους δώδεκα ετών δόγματα θρησκευτικά και υποτασσομένους εις Σχινάν τον θεολόγον και εις Οικονόμον τον εξ Οικονόμων και τότε είδετε τους ανθρώπους του τόπου καταστολίζοντας τας εσπερινάς συναναστροφάς του Μαυροκορδάτου. (Α. Σούτσος, 1845, 61)

    Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Σούτσος περιγράφει το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατεί σε σχέση με την εμφάνιση ξένων θρησκευτικών αποστολών στο ελληνικό κράτος. Είναι βέβαιο ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας θεωρεί ότι οι Βαυαροί εξυφαίνουν σχέδια προσηλυτισμού. Ο Α. Σούτσος, από την άλλη, επιδοκιμάζει τα αμερικανικά σχολεία που ιδρύονται στο ελληνικό κράτος και με ειρωνικό τρόπο σχολιάζει το μισαλλόδοξο κλίμα που επικρατεί στην αθηναϊκή πρωτεύουσα:

    Μ’ όλον ότι κάμνω την αυγήν και την έσπεραν τακτικά την προσευχήν μου και ως κάλος ποιμένας Χριστιανός δεν έχω να φοβηθώ τον αφορισμόν της ιεράς μας Συνόδου, […] επίσης, σας εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου ότι δεν βλέπω τον δάκτυλον του Σατανά εις τα Σχολεία των Αμερικανών. Αν λοιπόν, το πιστεύετε, κατ‘ αυτά, ευρεθείς μεταξύ λογίων τινών υπηρετησάντων απ’ αρχής εις τον ελληνικόν αγώνα, ετόλμησα να προφέρω όχι μίαν περίοδον, όχι μίαν φράσιν, άλλα μίαν μόνην λέξιν υπέρ των αμερικανικών καταστημάτων ως εκ συνθέματος ηγέρθησαν όλοι κατ‘ εμού φωνάζοντες άρον! άρον σταύρωσον αυτόν! (Α. Σούτσος, 1836, 87)

    Ο Αλέξανδρος Σούτσος λειτουργεί κυρίως ως πολιτικό ον: Επικρίνοντας τη συγκεκριμένη πρακτική, στην πραγματικότητα επικρίνει το ταυτισμένο με τη θρησκεία αυξανόμενο ρεύμα του φιλορωσισμού. Σε άρθρο του με τίτλο «Οι Θεοσεβείς του καιρού μας», ο Α. Σούτσος (1836, 87) στηλιτεύει λοιπόν αυτό το κλίμα υπερβολικής επίδειξης πίστης17Μουλλάς, 1993, 48–255. Ο Σούτσος, τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν ανήκει στο ρωσικό κόμμα. Σύμφωνα με τον Π. Μουλλά, η κατακραυγή του Σούτσου για την επιδεικτική θρησκευτική πίστη έχει ακραιφνώς μικροπολιτικά κίνητρα: «[…] ο Αλέξανδρος δεν αγνοεί, φαντάζομαι, ότι ένας τέτοιος “συρμός”, που φαίνεται σαν επιστροφή σε παλιές συνήθειες, συνδέεται με ολότελα νέες πολιτικές πραγματικότητες: πιθανότατα με την άφιξη του Κ. Οικονόμου (Οκτώβριος 1834) και με την προσπάθεια να αυξηθεί στην Ελλάδα η ρωσική επιρροή. Έτσι, χρειάζεται να ερμηνεύσουμε και τις κατοπινές επιθέσεις του Περιπλανώμενου (1839) κατά του χριστιανισμού όχι τόσο σαν αόριστες φιλοσοφικές εξαγγελίες, όσο σαν άμεσες αντιδράσεις στο αυξανόμενο ρεύμα του φιλορωσισμού. Πολιτικός ως το κόκαλο, ο Σούτσος δεν έχει ως ερέθισμα παρά το συγκεκριμένο, το επίκαιρο και το πραγματικό, ανεξάρτητα αν η σύγκρουσή του με αυτό αποτελεί αναπόφευκτη ανάγκη του θυμικού του».:

    Είναι σχεδόν εν έτος, άφ‘ ού η επίδειξις της θεοσέβειας έγινεν ο γενικός συρμός της Ελλάδος, άφ‘ ου αι γονυκλισίαι και νηστίαι μας επανήλθον σώαι, και όχι μόνον οι Σταυροί του Σωτήρος, άλλα και οι προς τον Σωτήρα σταυροί και μετάνοιαι είναι εις μεγίστην τιμήν. Γνωρίζω ένα του Βολταίρου και του Ελβετίου οπαδόν, μετά του οποίου άλλοτε εις Παρισίους εφιλονείκουν εγώ θερμώς υπέρ υπάρξεως θεού και αθανασίας ψυχής, και όστις σήμερον εις την Ελλάδα φιλονικεί μετ‘ εμού θερμότερον υπέρ των θαυματουργημάτων της εν Τήνω Παναγίας και των οπτασιών του εν Νάξω αγύρτου βοσκού. Η μετάφρασις της παλαιάς και νέας Διαθήκης παρά Νεοφύτου Βάμβα φαίνεται κρίμα εφέτος εις εκείνον.

    Το Αυτοκέφαλο ως απειλή για την ορθοδοξία

    Σε αντίθεση με αυτήν την πολιτικά φιλελεύθερη πρόσληψη του Αυτοκέφαλου που αποτυπώνεται στο έργο των Σούτσων τα πρώτα χρόνια της ζωής του ελληνικού κράτους, ένα άλλο μέρος της κοινωνίας αντιδρά διαφορετικά. Είναι γεγονός ότι αρκετοί από τους αυτόχθονες και τους αγωνιστές της Επανάστασης, αλλά και κάποιοι λόγιοι, αισθάνονται αποξενωμένοι και χωρίς διακριτό κοινωνικό ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων. Η βαυαρική διοίκηση, οι επείσακτοι δυτικοί θεσμοί και τα νέα ήθη δημιουργούν αμηχανία στον κόσμο της Επανάστασης, ο οποίος βλέπει να παραγκωνίζεται και να διαψεύδονται οι ελπίδες του.

    Το Αυτοκέφαλο εκλαμβάνεται λοιπόν από αυτά τα στρώματα ως απειλή και ως συνωμοσία κατά της ορθοδοξίας, και η συνωμοσία είναι ένα ερμηνευτικό σχήμα απολύτως εύληπτο από το συγκεκριμένο ακροατήριο.18Βλ. Καραμούζης, 2004, 56: «[…] η ίδια η προσπάθεια για θεσμική συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας σε πρότυπα αστικά, συναντούσε την αντίδραση των προεπαναστατικών κοινωνικών δομών, οι οποίες σαν κυματοθραύστης, απενεργοποιούσαν το ενδεχόμενο ενός πολιτικού φιλελευθερισμού κοινωνικής συγκρότησης, αναιρώντας κάθε προσπάθεια για ορθολογικό επαναπροσδιορισμό του δημοσίου χώρου». Μολονότι η ίδια η εκκλησία ως θεσμός φαίνεται να προσαρμόζεται γρήγορα στο νέο πλαίσιο, το Αυτοκέφαλο βιώνεται από μία μερίδα της κοινωνίας ως μια απειλή και ως κίνηση παραβίασης της παραδοσιακής τάξης, ως κίνηση που διαταράσσει την κανονικότητα.

    Αυτός ο κόσμος λοιπόν, ο οποίος έχει μάθει να κινείται μέσα στον αργό χρόνο της μεγάλης διάρκειας, αισθάνεται ότι οι νεωτερικές ιδέες όπως το Αυτοκέφαλο διαταράσσουν την ισορροπία της παραδοσιακής τάξης. Παράλληλα, νιώθει αποξενωμένος από τις εξελίξεις, αφού αισθάνεται ότι το κράτος έχει καταληφθεί είτε από Βαυαρούς είτε από νεοφερμένους και δυτικοτραφείς επήλυδες. Κάθε ελπίδα κοινωνικής κινητικότητας την οποία οραματίστηκαν οι άνθρωποι στη διάρκεια της Επανάστασης αρχίζει να διαψεύδεται εντός κρατικού πλαισίου.

    Έτσι, στον αντίποδα της θετικής υποδοχής που είχε από τους δυτικοαναθρεμμένους λόγιους, η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου εκλήφθηκε από μία άλλη μερίδα της κοινωνίας ως σχίσμα από την Ορθοδοξία. Έφερε στην επιφάνεια εγγεγραμμένες από το παρελθόν απειλές και στένεψε ξαφνικά τη φαντασιακή ευρύτητα του νέου έθνους. Ο αποκλεισμός του Πατριαρχείου από την πραγματικότητα του νέου κράτους σήμαινε και αποκλεισμό από τη δυνάμει οικουμενική διάσταση που θα μπορούσε να λάβει το νέο έθνος. Το Αυτοκέφαλο «φρέναρε» την προσδοκία για μια ευρύτερη ορθόδοξη οικουμένη. Η απειλή κατά της ορθοδοξίας συνιστά για πολλούς απειλή κατά της επέκτασης. Η φιλορθόδοξη εκστρατεία βρίσκει την πολεμική της ιαχή στο σύνθημα της ενότητας της εκκλησίας. Το 1836 ο Α. Σούτσος, συναισθανόμενος την αντίδραση της κοινωνίας, αλλά και τη σταδιακή μετατόπιση της στάσης των ίδιων των Βαυαρών στην εκκλησιαστική πολιτική, αναρωτιέται (1836, 17):

    Αλλά ποια κεφαλή άνους διέταξεν ούτω τα της ημετέρας εκκλησίας; Εις την μικράν Ασίαν οι αδελφοί μας Έλληνες δεν θάπτουν ημάς αποθανόντας, επειδή μας θεωρούν ως αιρετικούς. Δεν ήτον άραγε τρόπος η Εκκλησία μας να διαμένει ως ήτον καθ’ όλον τον αγώνα μας, πραγματικώς ανεξάρτητος, χωρίς να παύση εν ταυτώ του να συνδέει την ελευθέραν Ελλάδα με την δούλην, χωρίς να διάσχιση τας δύο ταύτας αδελφάς, προωρισμένας από την θείαν Πρόνοιαν εις μίαν και την αυτήν τύχην και συμβίωσιν , αν και η μία πρότερον της άλλης ήρχησε να βαδίζει, προς την ευδαιμονίαν της; Κατηργήθησαν αι Μοναί, και η κατάργησίς των, ενεργηθείσα με τόσην βιαιότητα και σκάνδαλον, επέφερε τουλάχιστον καμίαν ωφέλειαν εις την εκπαίδευσιν του έθνους;

    Το παραπάνω απόσπασμα, το οποίο γράφεται τρία χρόνια μετά την πανηγυρική διακήρυξη του Π. Σούτσου ότι «η Ελλάς σήμερον έγεινεν ανεξάρτητος, αλλ‘ ο αρχηγός της θρησκείας μας, ο πατριάρχης, είναι δούλος της Οθωμανικής εξουσίας» (1833, 11), αποτυπώνει τη ρευστότητα των αντιλήψεων της κοινωνίας απέναντι στην αλλαγή του ρόλου της εκκλησίας στον νεωτερικό κόσμο του έθνους. Αυτή η τόσο διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη τοποθέτηση προέρχεται περισσότερο από έναν φόβο που υφέρπει ότι το εκκλησιαστικό ζήτημα ενδέχεται να αποβεί επιβλαβές για το εθνικό ζήτημα. Στην πραγματικότητα, για μια μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος το άρρητο όραμα για το ελληνικό έθνος αφορά σε μια μεγάλη ανατολική, ορθόδοξη επικράτεια και το Αυτοκέφαλο συνιστά εμπόδιο σε αυτήν την προοπτική. Άλλωστε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο οριζόταν πάντα από τρεις συντεταγμένες, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Ρωσία και την Ελλάδα, και συμβόλιζε μια προοπτική οικουμενικότητας.

    Αυτό, λοιπόν, το ενδεχόμενο μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη φαίνεται να υπάρχει στη σκέψη μιας μερίδας της κοινωνίας ακόμα και από το πρώτο διάστημα της ζωής του ελληνικού κράτους, και για αυτόν τον λόγο η αποσκίρτηση από το Πατριαρχείο εκλαμβάνεται ως «αντεθνική» ενέργεια. Οι Σούτσοι, παρόλο που δεν βλέπουν ευνοϊκά τη ρωσική προστασία, παρόλο που έχουν υποστηρίξει το Αυτοκέφαλο, παρόλο που σατιρίζουν την αμάθεια του Κλήρου και αγωνίζονται για την ανάγκη υπαγωγής του στο κράτος, προβληματίζονται για το ενδεχόμενο αυτή η μονομερής ενέργεια να απομακρύνει το έθνος από την προοπτική μιας μεγάλης ορθόδοξης επικράτειας-αυτοκρατορίας υπό την πρωτοκαθεδρία του ιστορικά προεξάρχοντος ελληνικού εθνικισμού.

    Σε αυτό το πλαίσιο, το σύνθημα «της απειλής της ορθοδοξίας» γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό και ένα κομμάτι του δημόσιου λόγου επιδίδεται σε ένα κυνήγι μαγισσών ή αλλιώς «εχθρών της ορθοδοξίας». Βρισκόμαστε σε μια περίοδο θρησκευτικής έξαρσης, κατά την οποία διαμορφώνεται μια εξωθεσμική θρησκευτικότητα, η οποία αμφισβήτησε τόσο την εξουσία του Όθωνα όσο και την επίσημη Εκκλησία (περίπτωση Παπουλάκου – Φιλορθοδόξου Εταιρίας).19Καραμούζης, 2004,387.

    Ο ίδιος ο Π. Σούτσος, που το 1833 υπερασπίζεται την εκκλησιαστική πολιτική, το 1839 γράφει μέσα από τις σελίδες του Ήλιου:

    Αλλ‘ η διδασκαλία του Ιησού έγινεν όργανον φιλόδοξων Ιησουιτών, και πολλοί δούλοι συγγραφείς της εσπερίας Ευρώπης παρεξήγησαν τας αγίας της αρχάς προς όφελος των τυράννων. Αναγκάζομαι λοιπόν να επεκταθώ έτι περί του ευτυχούς συνδέσμου του υπάρχοντος μεταξύ, της χριστιανικής θρησκείας και της ελευθερίας των εθνών». (Π. Σούτσος, 1839, κη’)

    Για αυτήν τη μερίδα ανθρώπων, το Αυτοκέφαλο, ο Καΐρης,20Για το θέμα Καΐρη βλ. Petropulos, 1985, 351–352. οι ιεραπόστολοι καθολικοί ή προτεστάντες, το κλείσιμο των μοναστηριών συνιστούν τους ορατούς κινδύνους.21Για την αντίδραση των οπαδών του ρωσικού κόμματος στην εκκλησιασική πολιτική της Αντιβασιλείας βλ. Μαραγκού, 1995: «Ο τρόπος που η αντιβασιλεία έθεσε σε πράξη το σχίσμα θεωρήθηκε βάρβαρος. Σύμφωνα με τις απόψεις των ρωσόφρονων όταν έγινε η διάλυση των μοναστηριών, ακόμα και τα άλογα και τα κανδήλια κατασχέθησαν και πωλήθηκε κάθε κινητό ακόμη και οι πόρτες, τα παράθυρα, τα μάνταλα και κατόπιν υποχρέωσαν στους μοναχούς να πάνε να δουλέψουν. Δηλαδή, με το να λεηλατήσει η χριστιανική κυβέρνηση ό,τι σεβάστηκαν οι μουσουλμάνοι κλονίστηκε η θρησκευτική τάξη που αυτή καθαγίασε την Επανάσταση κι έφερε στην Ελλάδα την αντιβασιλεία. Για τους οπαδούς του ρωσικού κόμματος ο μοναχός δεν ήταν ο “πλούσιος κηφήνας” όπως τον παρουσίαζαν, ούτε άχρηστο μέλος της κοινωνίας, θεωρούσαν ανεκτίμητη την αξία του ιδιαίτερα σε αραιοκατοικημένους και επισφαλείς χώρους και έβλεπαν το μοναστήρι σαν ένα άσυλο όπου ο πτωχός κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες έβρισκε στήριγμα και συμβουλή.» Ο περιορισμός του έθνους στο μικροσκοπικό βασίλειο συνιστά έναν άρρητο κίνδυνο. Βασικό σύνθημα της περιόδου είναι η έννοια «σχίσμα». Η διαρκής επίκληση του κινδύνου του σχίσματος, μιας εκκλησιαστικής έννοιας βαθιά συνδεδεμένης με την συλλογική συνείδηση, μετατοπίζει τους εχθρούς στη Δύση. Πρόκειται για μια εγγεγραμμένη μνήμη που ξαναξυπνά μέσα από τις διαδικασίες της εκκοσμίκευσης και φέρνει στο προσκήνιο αντιλήψεις που υπήρχαν πριν την Άλωση.22Ματάλας, 2002, 45–72. Έτσι, σε αυτό το πλαίσιο ο Α. Σούτσος (1839, 161) διατυπώνει τον φόβο του για τον κίνδυνο που κυοφορούν όλες οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις, εκείνον ενός σχίσματος μεταξύ «ελεύθερης» και «δούλης Ελλάδας»:

    Αλλέως φόβος πολύς μήπως δια μεταρρυθμίσεων ουσιωδών και βιαίων δώσωμεν χώραν εις δογματικά σχίσματα και χωρίσαντες την Ελευθέραν Ελλάδαν εκ της δούλης, συστείλωμεν εις στενότατα όρια το αρτισύστατον ημών Βασίλειον.

    Το ζήτημα του Αυτοκέφαλου εγείρει ένα ακόμη θεμελιώδες ζήτημα για τον ελληνικό εθνικισμό. Οι άνθρωποι της εποχής τίθενται μπροστά σε ένα δίλημμα το οποίο πρόκειται να τους απασχολήσει για πολύ καιρό: Το νέο ελληνικό έθνος ανήκει στην Ανατολή ή στη Δύση;23Σύμφωνα με τον Π. Ματάλα (2002, 50): «Η ουσία της αντιπαράθεσης ήταν η ίδια η φαντασιακή συγκρότηση του ελληνικού έθνους που είχε μια πολύ άμεση πολιτική σημασία: το έθνος αυτό θα ανήκει στην Δύση ή στην Ανατολή, δηλαδή στην σφαίρα της Αγγλίας και της Γαλλίας ή σε αυτήν της Ρωσίας;» Με άλλα λόγια, το θέμα συνοψίζεται στο εξής: Σε ποια σφαίρα επιρροής εγγράφεται το ελληνικό, ορθόδοξο έθνος, στη δυτική ή στην ομόδοξη Ρωσία; Παρόλο που το ελληνικό κράτος συγκροτείται με πρότυπο τη Δύση, μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας εκκολάπτεται ένας ανταγωνιστικός, αντιδυτικός λόγος. Ως απάντηση στον επείσακτο δυτικό τρόπο, οι αυτόχθονες προτείνουν έναν αποκλειστικό, ηγεμονικό, εθνικό λόγο, ο οποίος προσδιορίζεται σε αντίστιξη προς τη Δύση και θεμελιώνεται στην «ανωτερότητα» του ελληνικού, ορθόδοξου πολιτισμού. Η ενηλικίωση και η χειραφέτηση του έθνους από τη δυτική κηδεμονία θα είναι μια επίσης πολύπλοκη διαδικασία. Ενώ λοιπόν σε επίπεδο δομών και θεσμών η Δύση διαδραματίζει τον ρόλο του προτύπου, σε επίπεδο πολιτισμού και παράδοσης το εθνικό μοντέλο λειτουργεί ανταγωνιστικά. Το 1839 ο Π. Σούτσος προτείνει την σύμπραξη αρχαιοελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού με σκοπό την ανάπλαση της ελληνικής κοινωνίας και τη χειραφέτηση της από τα ευρωπαϊκά πρότυπα (Σούτσος, 1839, 50):

    μελετώντες τα ιερά συγγράμματα των προγόνων, και ως κώδικα κοινωνισμού, ηθικής και φιλοσοφίας λαμβάνοντες το γεγραμμένο προς δόξαν της Ελλάδος εις την Ελληνικήν γλώσσαν Ευαγγέλιον, αναπλάσωμεν εις την Ελλάδα κοινωνίαν άλλην ή την της εσπερίας Ευρώπης, ελευθερωτέραν εις τους θεσμούς, αγνοτέραν εις τα ήθη, πνευματικήν κατά την φιλοσοφίαν.

    Η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού προτύπου, η οποία έχει ως πρόσχημα την εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών, σχετίζεται με το ζήτημα του αλυτρωτισμού. Με άλλα λόγια, η πραγματική ερώτηση που κρύβεται είναι ποια κατεύθυνση θα έχει η επέκταση του ελληνικού κράτους. Σταδιακά αρχίζει να σχηματοποιείται η ιδέα ότι το συμφέρον του ελληνικού εθνικισμού είναι η επέκταση προς την Ανατολή, μια επέκταση, όμως, η οποία θα έχει θρησκευτικό-πολιτιστικό χαρακτήρα. Ο εξελληνισμός της Ανατολής θα βασιστεί στην ορθοδοξία και στην «πολιτισμική ανωτερότητα» του έθνους που του έχει εξασφαλίσει η προνομιακή σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Η έννοια «ελληνική αυτοκρατορία» σταδιακά συγκροτείται στη δεκαετία του 1830 και θα καθιερωθεί στο έργο των Σούτσων την επόμενη δεκαετία. Ο ίδιος ο Π. Σούτσος θα προαναγγείλει το 1853 την ανασυγκρότηση της μεγάλης, ελληνικής, χριστιανικής αυτοκρατορίας:

    Η εποχή αυτή, έγγυος προ χρόνων πολλών, έφθασεν εις την ημέραν του τοκετού. Πάσα ώρα φέρει το παιδίον προς τα έξω. Το παιδίον μόνον και αφ’ εαυτού έρχεται εις τον κόσμον. Του παιδίου αυτού το μέλλον όνομα εστίν Αυτοκρατορία, Αυτοκρατορία Ελληνική. (Αιών, 18 Αυγούστου 1853)

    Η σημασία του Αυτοκέφαλου για την ιστορία των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων

    Η εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών είναι καθοριστική για την εξέλιξη των ελληνοβαυαρικών σχέσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί η εκκλησιαστική μεταρρύθμιση επιλέγεται να είναι μια από τις πρώτες ενέργειες των Βαυαρών. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη επιλογή, αφού η θρησκευτική ταυτότητα για τον προεθνικό κόσμο είναι η μοναδική ταυτότητα που αναγνωρίζεται. Ο θεμελιώδης και ακλόνητος θεσμός της Εκκλησίας καλείται να προσαρμοστεί στα εθνικά δεδομένα. Άλλωστε, ο εθνικισμός προσφέρει μια ανθρωποκεντρική νοηματοδότηση του κόσμου και αυτό συνιστά μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο αντίληψης των ανθρώπων, ο οποίος οριζόταν με θρησκευτικούς όρους στον προεθνικό κόσμο. Όπως είναι εύλογο, αυτή η προσαρμογή είναι μια διαδικασία αρκετά πολύπλοκη και βίαιη, η οποία οδηγεί σε κάθετη ρήξη με τις παραδοσιακές μορφές κοινωνικής συγκρότησης. Στην ουσία, έχουμε την προσπάθεια καθιέρωσης ενός ευρωπαϊκού εκκοσμικευμένου κράτους πάνω σε προϋφιστάμενες παραδοσιακές δομές, στις οποίες η θρησκεία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού λειτουργεί ως κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο αναφοράς καθ‘ όλη την προηγούμενη περίοδο.24Καραμούζης, 2004, 386.Συνεπώς, με την απόφαση της αποσκίρτησης από το Πατριαρχείο, οι Βαυαροί παίρνουν το ρίσκο να αποκολλήσουν βίαια το εθνικό κράτος από το προεθνικό παρελθόν του και να προσδώσουν στο κράτος κοσμικό χαρακτήρα, γεγονός που έχει επιπτώσεις στις σχέσεις Ελλήνων-Βαυαρών.

    Για μια μερίδα της κοινωνίας, όπως είναι οι λόγιοι με δυτική παιδεία, αλλά και οι οπαδοί του αγγλικού και γαλλικού κόμματος, αυτή η κίνηση εκλαμβάνεται θετικά ως μια κίνηση εκσυγχρονιστική και προοδευτική. Εντούτοις, σταδιακά φαίνεται να κερδίζει έδαφος η μερίδα της κοινωνίας που επηρεαζόμενη από τη φιλορωσική παράταξη θεωρεί την κίνηση αυτή ως απειλή κατά της ορθοδοξίας. Η απειλή κατά της ορθοδοξίας είναι ένα σύνθημα που πετυχαίνει τον στόχο του και δυναμιτίζει τις σχέσεις Ελλήνων-Βαυαρών.

    Οι Βαυαροί, με την ενέργεια τους αυτή, προσφέρουν το ιδανικό πρόσχημα να έρθει στην επιφάνεια του δημόσιου λόγου ένας αντιδυτικισμός, που φαίνεται να ενδημεί «υπόκωφα». Από ένα μέρος της κοινωνίας η ενέργεια αυτή μεταφράζεται ως ευθεία βολή κατά του σημαντικότερου συστατικού του ελληνικού πολιτισμού: την ορθοδοξία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βασική αποστολή δεν παύει να είναι η πολιτισμική εξάπλωση και ο εκπολιτισμός της Ανατολής. Αυτή η αποστολή δεν μπορεί να εκχωρηθεί για κανέναν λόγο σε κανέναν άλλο εκτός από τους ίδιους τους Έλληνες. Επομένως, η εξ ορισμού υπεροχή του δυτικού πολιτισμού έρχεται αντιμέτωπη με την επίσης εξ ορισμού πολιτισμική ανωτερότητα των αυτοχθόνων, η οποία και συνιστά βασικό συστατικό κάθε εθνικιστικού, ηγεμονικού λόγου. Η εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών πυροδοτεί αυτά τα αντιδυτικά αντανακλαστικά, αφού στη συνείδηση των αυτοχθόνων Φαναριώτες και Βαυαροί ταυτίζονται με τη Δύση.

    Με αφορμή την θρησκευτική έξαρση που ξεσπά μετά την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου, γίνεται σαφές ότι ούτε η αρχαιοελληνική καταγωγή, που οι Βαυαροί προβάλλουν με θέρμη, αλλά ούτε και η «σπουδαία» γλώσσα θα καταφέρει να ενώσει το ετερόκλητο πλήθος, όσο το οικείο σε όλους αίσθημα της ορθόδοξης θρησκευτικότητας.25Βλ. Θεοτοκάς, 1992, 357–358: «Οι εθνικές ιδέες προσαρμόστηκαν σε πολιτισμικές «σταθερές» του παραδοσιακού κόσμου. Κατά την επανάσταση του Εικοσιένα το εθνικό πρόταγμα οδήγησε στην άρθρωση ενός ιδεολογικού λόγου, ο όποιος, δίχως να προσβάλλει τις θεμελιώδεις παραστάσεις της παραδοσιακής κοινωνίας, υπέβαλε καινούργιες προτεραιότητες στις αρχές πού διέθετε ο λαϊκός πολιτισμός για την κατανόηση και την αξιοδότηση του κόσμου. Οι ελαστικότητες που χαρακτηρίζουν τις παραδοσιακές νοητικές δομές απορρόφησαν όσες τριβές και εντάσεις γέννησε ο κλονισμός της μετάβασης, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα το μέτρο και τον βαθμό προσαρμογής και νομιμοποίησης των νέων συνθέσεων πού παρήγαγε το πρόταγμα δημιουργίας ανεξάρτητου Εθνικού Κράτους. Οι εθνικές ιδέες, χωρίς να ανατρέψουν την προσήλωση των ανθρώπων στους παραδοσιακούς όρους της τάξης του κόσμου, προσέβαλαν τις αρχές της μέγιστης ισορροπίας του συστήματος της κατάκτησης. Η ανάδειξη των εθνικών διαφοροποιήσεων και η προβολή του εθνικού προορισμού των Ελλήνων υπονομεύσαν τους όρους νομιμοποίησης της κυριαρχίας στο σύστημα της κατάκτησης-μιας κυριαρχίας εκφρασμένης σε πολιτισμικούς θρησκευτικούς διαχωρισμούς». Η ορθόδοξη ταυτότητα συγκροτεί μια συμβολική-νοερή διαμεσολάβηση ανάμεσα στα άτομα,26Βλ. Hobsbawm, 1994, 99–107. πολύ πιο λειτουργική και αποτελεσματική απ’ ό,τι η αρχαιοελληνική καταγωγή.

    Το κράτος, η Αντιβασιλεία στη συγκεκριμένη περίπτωση, σχεδόν πραξικοπηματικά, καθιστά σαφές ότι η εκκλησία οφείλει να περιοριστεί στο θρησκευτικό πεδίο. Η συγκεκριμένη συγκυρία πυροδότησε την αντίδραση της Εκκλησίας και κυρίως των εξωθεσμικών κύκλων της. Ως απάντηση, η Εκκλησία επανεφηύρε τον εαυτό της συγκροτώντας ένα σχήμα πολύ ισχυρό και με ερείσματα στη συλλογική συνείδηση, αυτό της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας. Η εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών δίνει μια ώθηση στον ελληνικό εθνικισμό να βρει τον δρόμο που θα κυριαρχήσει.

    Στον ελληνικό εθνικισμό της Μεγάλης Ιδέας, η θέση της Ορθοδοξίας θα είναι ξεχωριστή και η Εκκλησία θα λειτουργεί ως κρατικός θεσμός. Μέχρι όμως να φτάσουμε σε αυτή την ιδανική σύμπραξη, μεσολαβεί μια μεταβατική περίοδος γεμάτη αμοιβαία καχυποψία. Το κλίμα ανασφάλειας υπήρχε εκατέρωθεν και το ενίσχυσαν η εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας, αλλά και οι διάφορες εταιρίες και τα κινήματα υπεράσπισης της Ορθοδοξίας. Πολύ γρήγορα, με θαυμαστή ευελιξία, η Εκκλησία θα βρει τον ρόλο της στον εθνικό κόσμο. Ο ίδιος ο εθνικισμός θα τη χρειαστεί και θα την προσκαλέσει. Η θρησκεία και το αίσθημα της θρησκευτικότητας θα αποτελέσουν το πιο επιτυχημένο συνεκτικό στοιχείο της κοινωνίας, το πιο δυνατό σημείο του ελληνικού εθνικισμού.

    Το ζήτημα του αλλόδοξου βασιλιά θα είναι πάντοτε το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις του Όθωνα και κατ΄ επέκταση των Βαυαρών με τους Έλληνες. Εντούτοις, μετά την ανάληψη της βασιλείας από τον ίδιο τον Όθωνα, η εκκλησιαστική πολιτική περνάει σε μια νέα φάση. Ο βασιλιάς, φοβούμενος την αυξανόμενη επιρροή του ρωσικού κόμματος, προσπαθεί να προβεί σε εξισορροπητικές ενέργειες.27Petropulos, 1985, 349–350. Συγκεκριμένα, ο Petropulos αναφέρει: «Επειδή ο βασιλιάς δεν ήταν ορθόδοξος είχε λόγους να ανησυχεί μήπως η επιθυμία για την αντικατάσταση του από ορθόδοξο βασιλιά μεταδιδόταν από την ακραία ομάδα των Ναπαίων και σε άλλους […] Από την άλλη μεριά, ο βασιλιάς δεν μπορούσε να επιτρέψει στους συντηρητικούς μεγάλες ελευθερίες γιατί θα αποτελούσαν πρόκληση για τον ελληνικό φιλελεύθερο τύπο, θα δυσφήμιζαν τη χώρα στη Δυτική Ευρώπη, ή θα προκαλούσαν ανησυχίες στη Γαλλία και στην Αγγλία μήπως ανακληθεί το αυτοκέφαλο. Για να αποφύγει τόσο τη Σκύλλα όσο και τη Χάρυβδη, το Στέμμα κατέφυγε στο επινόημα να επιτρέψει στο κόμμα των Ναπαίων να ελέγχει την Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και την Ιερά Σύνοδο, αλλά να διατηρήσει για λογαριασμό του, χάρη στο σύστημα του καισαροπαπισμού, τη δυνατότητα άσκησης “βέτο”». Η πολιτική επιλογή των Βαυαρών να ξεκινήσουν τις θεσμικές αλλαγές από την Εκκλησία δημιουργεί εξαρχής ένταση στις ελληνοβαυαρικές σχέσεις και διαρρηγνύει τις σχέσεις των δύο πλευρών σχεδόν εν τη γενέσει τους. Ο Α. Σούτσος (1858, ια΄) συνοψίζει τον προβληματισμό της ελληνικής κοινωνίας για το αλλόδοξο του βασιλιά:

    Πόση έσεται η χαρά του Ελληνικού λαού, ελέγετο εν αυτώ, εάν η θρησκεία, εις ην χρεωστεί την πολιτικήν του ύπαρξιν, την γλώσσαν των προγόνων του και τα ολίγα του φώτα, ενώση αυτών και διά θείων δεσμών μετά της Αυτού Βασιλικής Υψηλότητας! Πόσον επαυξηθήσεται η αφοσίωσίς του, εάν ίδη μεθ‘ εαυτού εις τους ναούς του επουράνιου Πατρός τον επίγειον πατέρα προσφέροντα την αυτήν λατρείαν! (Σούτσος, 1858, ια΄)

    Zusammenfassung

    Το δοκίμιο εξετάζει την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας εστιάζοντας στην ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της ελλαδικής εκκλησίας. Η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου υπήρξε μια από τις πρώτες ενέργειες των Βαυαρών και εγκαινίασε μια νέα περίοδο αυτή της θεσμικής συγκρότησης, η οποία συμβολοποιήθηκε από την υπαγωγή της Εκκλησίας στο κράτος. Η ενέργεια αυτή δίχασε την ελληνική κοινωνία. Μια μερίδα λογίων με δυτική παιδεία χαιρέτισαν με θέρμη την ενέργεια αυτή ως προοδευτική και εκσυγχρονιστική. Στον αντίποδα, για μια μερίδα της κοινωνίας το Αυτοκέφαλο θεωρήθηκε απειλή κατά της ορθοδοξίας. Συνέπεια της εκκλησιαστικής πολιτικής της Αντιβασιλείας είναι η ανάδυση ενός αντιδυτικού δημόσιου λόγου. Η εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών προσκρούει στο άρρητο όραμα μιας μεγάλης, ανατολικής, ορθόδοξης αυτοκρατορίας. Η καταγραφή των μετατοπίσεων των αδελφών Σούτσων αναφορικά με την εκκλησιαστική πολιτική αντικατοπτρίζει τη σημασία του θέματος και αντανακλά την ιδεολογική ρευστότητα της εποχής.

    Σημειώσεις

    • 1
      Φ.Ε.Κ. 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833, αρ. 23, τευχ.Α‘, 169–174.
    • 2
      Βλ. Μάουρερ, 1976, 53–54. Μετά από μια σειρά βασιλικών διαταγμάτων που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1833–1836, από τα 600 μοναστήρια που είχαν βρεθεί στην ελληνική επικράτεια παρέμειναν μόνο 151. Σύμφωνα με τον Μάουρερ, το ένα τέταρτο των εδαφών του ελληνικού βασιλείου ήταν κτήματα των μονών και των ναών, οι μοναχοί αριθμούνταν σε 8000 και τα εισοδήματά τους σε 2.149.980 δραχμές. Για το μοναστηριακό ζήτημα, βλ. Αρώνη-Τσίχλη, 1984· Petropulos, 1985, 214–225· Γιανναράς , 1999· Προύζος, 2010.
    • 3
      Petropulos, 1985, 215.
    • 4
      Το βασιλικό διάταγμα του 1833 με το οποίο ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Ελλάδος, με την ανακήρυξη του βασιλιά ως αρχηγού της Εκκλησίας, υπήρξε έργο του Maurer και επιτελέσθηκε με τη βοήθεια του Φαρμακίδη. Για την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου βλ. Petropulos 1985, 214–226· Ματάλας, 2002, 45–48· Καραμούζης, 2004, 31–76· Αναστασιάδης, 2011, 253–285.
    • 5
      Βλ. Σταματόπουλος, 2001, 183–220, 183: «Η εκκοσμίκευση σε παραδοσιακές κοινωνίες που μετασχηματίζονται μέσα από διαδικασίες αστικού εκσυγχρονισμού γίνεται κατανοητή ως διάκριση του πολιτικού από το θρησκευτικό πεδίο».
    • 6
      Καραμούζης, 2004, 386.
    • 7
      Petropulos, 1985, 218. Σύμφωνα με τον Petropulo, ο Όθων ανησυχούσε για τη σύνδεση του ανώτατου Κλήρου με το «ρωσικό» κόμμα ήδη από το 1832. Σε σχετική επιστολή προς τον πατέρα του γράφει: «[…] μια πνευματική κυριαρχία στη χώρα θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη για τον κοσμικό ηγεμόνα, αν κάποια στιγμή η κεφαλή της Εκκλησίας πήγαινε με το μέρος ενός κόμματος: γιατί τότε ολόκληρος ο Κλήρος, και μαζί του και ο λαός, θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του».
    • 8
      Frazee, 1987, 89–125.
    • 9
      Η δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας υπήρξε μια κοινή ευρωπαϊκή πρακτική από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Βλ. Αναστασιάδης, 2011,262.
    • 10
      Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Η εφημερίδα „Αθηνά“, αναφερόμενη στα μέτρα της Αντιβασιλείας, σχετικά με τα μοναστήρια, υπενθύμιζε ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοναστήρια είχαν συντελέσει στην πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα τελευταία τα θεωρούσε „καταγώγια της οκνηρίας και της παραλυσίας“» (Αρώνη-Τσίχλη, 1984, 210).
    • 11
      Petropulos, 1985, 216–217.
    • 12
      Σύμφωνα με τον Π. Ματάλα υπήρχε μια μερίδα της κοινωνίας η οποία είχε εντρυφήσει στις ιδέες , «του δυτικόφιλου κοραϊκού διαφωτισμού» και «ερμήνευε την Επανάσταση ως μια εξέγερση που στρεφόταν όχι μόνο εναντίον της „ξένης“ οθωμανικής εξουσίας, αλλά και εναντίον της δεμένης με αυτήν πατριαρχικής εξουσίας, δηλαδή ως μια ρήξη της φαντασιακής κοινότητας». (Ματάλας, 1998, 486).
    • 13
      Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Γ. Βελουδής, στο: Σούτσος, 1996, 41: «Αυτοί [Οι Σούτσοι] ήταν η εποχή τους».
    • 14
      Βλ. Φουρναράκη, 1986, ιδ’: «Στο θέμα του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας, [ο Ήλιος] παρουσιάζει τα γεγονότα καθαρά από την σκοπιά της κυβέρνησης όχι μόνο δεν αμφισβητεί αλλά και υποστηρίζει ρητά την δημοκρατικότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε (σύγκληση της συνέλευσης των αρχιερέων, 15/27 Ιουλίου 1833, η οποία επικύρωσε απλώς τις σχετικές αποφάσεις της κυβέρνησης), αγνοεί σχεδόν τις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα μέτρα αυτά και παρουσιάζει τον Κλήρο και το έθνος ομόφωνους υποστηρικτές τους. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι η αντίθεση αυτή του Ήλιου δεν εντάσσεται απλώς στην γενικότερη ιδεολογική συγκατάθεση στην πολιτική της Αντιβασιλείας ή στην επιχειρηματολογία με βάση την οποία οι φιλελεύθεροι δυτικοσπουδαγμένοι πολιτικοί και λόγιοι υποστήριξαν το αυτοκέφαλο και την οποία επαναλαμβάνει και ο Ήλιος· οφείλεται επιπλέον στο ότι η μεταρρύθμιση αυτή αποσκοπούσε, εκτός των άλλων, στην αποδυνάμωση τού «ρωσικού» κόμματος, του οποίου ο Ήλιος είναι διακηρυγμένος εχθρός. Απ’ αυτή την άποψη, η εφημερίδα έχει ίσως έναν ακόμη λόγο να ταυτιστεί με την εξουσία στον τρόπο που η τελευταία χειρίστηκε το εκκλησιαστικό ζήτημα.»
    • 15
      Μαραγκού-Δρυγιαννάκη, 79, 1995.
    • 16
      Ο σημαντικότερος φορέας που οργανώνεται ως αντίδραση στην εκκλησιαστική πολιτική των Βαυαρών είναι η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία», η οποία δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1839 από κορυφαία στελέχη του ρωσικού «κόμματος» και με την ενεργή συμμετοχή, καθοδήγηση και χρηματοδότηση της ρωσικής πρεσβείας. Παράλληλα, στους στόχους της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» περιλαμβάνονταν η απαγόρευση μη αυτοχθόνων να κατέχουν κρατικές θέσεις, η εκδίωξη των αμερικανικών ιεραποστολών από την Ελλάδα, η ανάληψη πρωτοβουλιών για την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιοχών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ενδεχομένως και η φυσική εξόντωση του Όθωνα. Bλ. Πλούσος, 1.6.2017.
    • 17
      Μουλλάς, 1993, 48–255. Ο Σούτσος, τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν ανήκει στο ρωσικό κόμμα. Σύμφωνα με τον Π. Μουλλά, η κατακραυγή του Σούτσου για την επιδεικτική θρησκευτική πίστη έχει ακραιφνώς μικροπολιτικά κίνητρα: «[…] ο Αλέξανδρος δεν αγνοεί, φαντάζομαι, ότι ένας τέτοιος “συρμός”, που φαίνεται σαν επιστροφή σε παλιές συνήθειες, συνδέεται με ολότελα νέες πολιτικές πραγματικότητες: πιθανότατα με την άφιξη του Κ. Οικονόμου (Οκτώβριος 1834) και με την προσπάθεια να αυξηθεί στην Ελλάδα η ρωσική επιρροή. Έτσι, χρειάζεται να ερμηνεύσουμε και τις κατοπινές επιθέσεις του Περιπλανώμενου (1839) κατά του χριστιανισμού όχι τόσο σαν αόριστες φιλοσοφικές εξαγγελίες, όσο σαν άμεσες αντιδράσεις στο αυξανόμενο ρεύμα του φιλορωσισμού. Πολιτικός ως το κόκαλο, ο Σούτσος δεν έχει ως ερέθισμα παρά το συγκεκριμένο, το επίκαιρο και το πραγματικό, ανεξάρτητα αν η σύγκρουσή του με αυτό αποτελεί αναπόφευκτη ανάγκη του θυμικού του».
    • 18
      Βλ. Καραμούζης, 2004, 56: «[…] η ίδια η προσπάθεια για θεσμική συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας σε πρότυπα αστικά, συναντούσε την αντίδραση των προεπαναστατικών κοινωνικών δομών, οι οποίες σαν κυματοθραύστης, απενεργοποιούσαν το ενδεχόμενο ενός πολιτικού φιλελευθερισμού κοινωνικής συγκρότησης, αναιρώντας κάθε προσπάθεια για ορθολογικό επαναπροσδιορισμό του δημοσίου χώρου».
    • 19
      Καραμούζης, 2004,387.
    • 20
      Για το θέμα Καΐρη βλ. Petropulos, 1985, 351–352.
    • 21
      Για την αντίδραση των οπαδών του ρωσικού κόμματος στην εκκλησιασική πολιτική της Αντιβασιλείας βλ. Μαραγκού, 1995: «Ο τρόπος που η αντιβασιλεία έθεσε σε πράξη το σχίσμα θεωρήθηκε βάρβαρος. Σύμφωνα με τις απόψεις των ρωσόφρονων όταν έγινε η διάλυση των μοναστηριών, ακόμα και τα άλογα και τα κανδήλια κατασχέθησαν και πωλήθηκε κάθε κινητό ακόμη και οι πόρτες, τα παράθυρα, τα μάνταλα και κατόπιν υποχρέωσαν στους μοναχούς να πάνε να δουλέψουν. Δηλαδή, με το να λεηλατήσει η χριστιανική κυβέρνηση ό,τι σεβάστηκαν οι μουσουλμάνοι κλονίστηκε η θρησκευτική τάξη που αυτή καθαγίασε την Επανάσταση κι έφερε στην Ελλάδα την αντιβασιλεία. Για τους οπαδούς του ρωσικού κόμματος ο μοναχός δεν ήταν ο “πλούσιος κηφήνας” όπως τον παρουσίαζαν, ούτε άχρηστο μέλος της κοινωνίας, θεωρούσαν ανεκτίμητη την αξία του ιδιαίτερα σε αραιοκατοικημένους και επισφαλείς χώρους και έβλεπαν το μοναστήρι σαν ένα άσυλο όπου ο πτωχός κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες έβρισκε στήριγμα και συμβουλή.»
    • 22
      Ματάλας, 2002, 45–72.
    • 23
      Σύμφωνα με τον Π. Ματάλα (2002, 50): «Η ουσία της αντιπαράθεσης ήταν η ίδια η φαντασιακή συγκρότηση του ελληνικού έθνους που είχε μια πολύ άμεση πολιτική σημασία: το έθνος αυτό θα ανήκει στην Δύση ή στην Ανατολή, δηλαδή στην σφαίρα της Αγγλίας και της Γαλλίας ή σε αυτήν της Ρωσίας;»
    • 24
      Καραμούζης, 2004, 386.
    • 25
      Βλ. Θεοτοκάς, 1992, 357–358: «Οι εθνικές ιδέες προσαρμόστηκαν σε πολιτισμικές «σταθερές» του παραδοσιακού κόσμου. Κατά την επανάσταση του Εικοσιένα το εθνικό πρόταγμα οδήγησε στην άρθρωση ενός ιδεολογικού λόγου, ο όποιος, δίχως να προσβάλλει τις θεμελιώδεις παραστάσεις της παραδοσιακής κοινωνίας, υπέβαλε καινούργιες προτεραιότητες στις αρχές πού διέθετε ο λαϊκός πολιτισμός για την κατανόηση και την αξιοδότηση του κόσμου. Οι ελαστικότητες που χαρακτηρίζουν τις παραδοσιακές νοητικές δομές απορρόφησαν όσες τριβές και εντάσεις γέννησε ο κλονισμός της μετάβασης, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα το μέτρο και τον βαθμό προσαρμογής και νομιμοποίησης των νέων συνθέσεων πού παρήγαγε το πρόταγμα δημιουργίας ανεξάρτητου Εθνικού Κράτους. Οι εθνικές ιδέες, χωρίς να ανατρέψουν την προσήλωση των ανθρώπων στους παραδοσιακούς όρους της τάξης του κόσμου, προσέβαλαν τις αρχές της μέγιστης ισορροπίας του συστήματος της κατάκτησης. Η ανάδειξη των εθνικών διαφοροποιήσεων και η προβολή του εθνικού προορισμού των Ελλήνων υπονομεύσαν τους όρους νομιμοποίησης της κυριαρχίας στο σύστημα της κατάκτησης-μιας κυριαρχίας εκφρασμένης σε πολιτισμικούς θρησκευτικούς διαχωρισμούς».
    • 26
      Βλ. Hobsbawm, 1994, 99–107.
    • 27
      Petropulos, 1985, 349–350. Συγκεκριμένα, ο Petropulos αναφέρει: «Επειδή ο βασιλιάς δεν ήταν ορθόδοξος είχε λόγους να ανησυχεί μήπως η επιθυμία για την αντικατάσταση του από ορθόδοξο βασιλιά μεταδιδόταν από την ακραία ομάδα των Ναπαίων και σε άλλους […] Από την άλλη μεριά, ο βασιλιάς δεν μπορούσε να επιτρέψει στους συντηρητικούς μεγάλες ελευθερίες γιατί θα αποτελούσαν πρόκληση για τον ελληνικό φιλελεύθερο τύπο, θα δυσφήμιζαν τη χώρα στη Δυτική Ευρώπη, ή θα προκαλούσαν ανησυχίες στη Γαλλία και στην Αγγλία μήπως ανακληθεί το αυτοκέφαλο. Για να αποφύγει τόσο τη Σκύλλα όσο και τη Χάρυβδη, το Στέμμα κατέφυγε στο επινόημα να επιτρέψει στο κόμμα των Ναπαίων να ελέγχει την Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και την Ιερά Σύνοδο, αλλά να διατηρήσει για λογαριασμό του, χάρη στο σύστημα του καισαροπαπισμού, τη δυνατότητα άσκησης “βέτο”».

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Μυρτώ Λάμπρου: «O αντίκτυπος της εκκλησιαστικής πολιτικής της Αντιβασιλείας στη σχέση Ελλήνων-Βαυαρών. Η περίπτωση των αδελφών Σούτσων», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 15.09.20, URI : https://comdeg.eu/essay/99897/.