Bαυαρική δυναστική μνήμη και ελληνική ιστορία
Λάτρης των τεχνών και θαυμαστής της αρχαίας Ελλάδας, ο Λουδοβίκος Α‘ (βασ. 1825– 1848) στήριξε τον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία, ενώ οραματίστηκε να κάνει το Μόναχο την «Αθήνα του ποταμού Ίζαρ» (Κασιμάτη, 2000, 346). Ο στενός του συνεργάτης και σύμβουλος, αρχιτέκτονας Leo von Klenze σχεδίασε το 1816 το πρώτο αμιγώς αρχαιολογικό μουσείο στο Μόναχο, την περίφημη Γλυπτοθήκη, για να στεγάσει τα αρχαία γλυπτά που προέρχονταν από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Τα εγκαίνια έγιναν το 1830 (Τόλιας, 2012, 84∙ Βίνσε, 2000, 156). Έργο του Klenze ήταν και τα Προπύλαια στην Königsplatz, που αποτελούν εξέχον δείγμα του βαυαρικού νεοκλασικισμού και τεκμήριο των αισθητικών και ιδεολογικών επιλογών του βαυαρού βασιλιά. Η ανάληψη του θρόνου της Ελλάδας από τον δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου Α‘ σήμαινε ότι η ιστορία του ελληνικού βασιλείου θα ενσωματωνόταν στη μνήμη της βαυαρικής δυναστείας και θα προβαλλόταν στη διακόσμηση βασιλικών και δημόσιων κτιρίων. Αυτό απεικονίζεται στο εικονογραφικό πρόγραμμα που συνέλαβε ο Λουδοβίκος για τα ανάκτορά του αλλά και για τα επιβλητικά Προπύλαια στην Königsplatz του Μονάχου. Και τα δύο αρχιτεκτονήματα έγιναν τόποι μνήμης της Ελληνικής Επανάστασης. Στα Προπύλαια, έργο που ολοκληρώθηκε τα χρόνια 1854–1862, μετά την παραίτηση του Λουδοβίκου από τον θρόνο, αναγράφονταν με ελληνικά γράμματα τα ονόματα των πρωταγωνιστών του Εικοσιένα, ενώ στα αετώματα απεικονίζονταν σκηνές από τον ελληνικό Αγώνα για την Ανεξαρτησία.
Στις δυτικές στοές των βασιλικών κήπων του Μονάχου, ήδη από το 1829, μεγάλες τοιχογραφίες αναπαριστούσαν σκηνές από την ιστορία του οίκου των Wittelsbach. Ο Λουδοβίκος Α‘ θεωρούσε ότι οι ιστορικές παραστάσεις στις στοές των κήπων του ανακτόρου, ελεύθερες να τις βλέπουν όλοι οι πολίτες, μπορούσαν να έχουν μια παιδευτική λειτουργία, προπαγανδίζοντας την «επίσημη» εκδοχή της ιστορίας, η οποία είχε ως κέντρο της το πρόσωπο του μονάρχη. Για τον λόγο αυτό, οι πρώτες αυτές τοιχογραφίες λιθογραφήθηκαν, ενώ περιγραφές τους κυκλοφόρησαν σε αυτοτελείς εκδόσεις. Ακριβώς απέναντι, στις βόρειες στοές των βασιλικών κήπων, φιλοτεχνήθηκαν στα χρόνια 1841– 1844, με εντολή του Λουδοβίκου, τοιχογραφίες βασισμένες σε σχέδια του βαυαρού ζωγράφου πολεμικών σκηνών Peter von Hess, οι οποίες αναπαριστούσαν επεισόδια από τον ελληνικό Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Επομένως, στους βασιλικούς κήπους του Μονάχου δημιουργήθηκε ένα εικονογραφικό σύνολο, όπου το βαυαρικό παρελθόν συνδεόταν συνειρμικά με το ελληνικό, υπό την εξουσία του κοινού βασιλικού οίκου. Οι ελληνικές ιστορικές τοιχογραφίες στόχευαν εξάλλου να εξοικειώσουν το βαυαρικό κοινό με το μακρινό (και για πολλούς εξωτικό) ελληνικό βασίλειο, να προκαλέσουν συγκίνηση για τον Αγώνα που είχε προηγηθεί, και στον οποίο ο Λουδοβίκος είχε συμβάλει ενεργά, και εντέλει να νομιμοποιήσουν απέναντι στους υπηκόους του την πολιτική του βαυαρού βασιλιά, ο οποίος πρόσφερε υλική στήριξη στους Έλληνες (Κασιμάτη, 2000, 431 και 462).
Η πρώτη ένδειξη ότι ο οίκος των Wittelsbach ήθελε να οικειοποιηθεί την ιστορία της νέας χώρας που θα κυβερνούσε ήταν η εντολή του Λουδοβίκου στον Peter von Hess να ακολουθήσει τον Όθωνα στην Ελλάδα (1832–1833), ώστε αφενός να απαθανατίσει όλα τα επεισόδια της άφιξής του στο αρτισύστατο βασίλειο και αφετέρου να ετοιμάσει έναν θεματικό κύκλο με σχέδια από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία για να διακοσμηθεί το βασιλικό ανάκτορο στο Μόναχο. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, ο von Hess εκπόνησε 39 σχέδια με μολύβι και 40 ελαιογραφικά σκίτσα, στα οποία στηρίχθηκαν οι τοιχογραφίες στις βόρειες στοές των βασιλικών κήπων στο Μόναχο, τις οποίες εκτέλεσε ο ζωγράφος Friedrich Christoph Nilson στα χρόνια 1841–1844. Οι τοιχογραφίες καταστράφηκαν ολοσχερώς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Παπανικολάου, 2007, 36–38).
Οι πίνακες του von Hess έγιναν ευρύτατα γνωστοί σε ολόκληρη την Ευρώπη, επειδή λιθογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε λεύκωμα με τίτλο «Η Απελευθέρωση της Ελλάδας» στο Μόναχο το 1842, ενώ στη συνέχεια αντιγράφηκαν από άλλους ζωγράφους και αναπαράχθηκαν είτε αυτοτελώς είτε σε ποικίλα έντυπα, όπως περιοδικά και σχολικά εγχειρίδια στην Ελλάδα. Η οπτική γλώσσα που επέλεξε ο βαυαρός ζωγράφος ήταν ατομοκεντρική και εξιδανικευτική, καταγράφοντας επιλεκτικά γεγονότα και πρόσωπα και συνθέτοντας μια πολεμική εποποιΐα. Τα επεισόδια τοποθετήθηκαν σε χρονολογική σειρά, συνθέτοντας μια ιστορική αφήγηση της Ελληνικής Επανάστασης, όπου αποσιωπούνταν ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων και των Φιλελλήνων, δινόταν έμφαση στον ρόλο της Εκκλησίας, αποκρύπτονταν οι εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ δεν υπήρχε καμία αναφορά σε πολιτικά γεγονότα όπως οι Εθνοσυνελεύσεις και η ψήφιση των Συνταγμάτων του Αγώνα.
Η περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια, όπως και ο ίδιος ο πρώτος Κυβερνήτης της χώρας, απουσίαζαν. O κύκλος, στη λιθογραφημένη εκδοχή του, ολοκληρωνόταν με τρεις σκηνές που αναφέρονταν στον Όθωνα: την ανακοίνωση από τον Κωλέττη προς τους Έλληνες της επιλογής του Όθωνα ως βασιλέα τους, τα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας (Δ. Πλαπούτας, Α. Μιαούλης, Κ. Μπότσαρης) στο Μόναχο να «υποκλίνονται στον βασιλέα τους» και την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο. Η επιλογή του Όθωνα παρουσιαζόταν ως απόφαση των ίδιων των Ελλήνων, η νομοτελειακή κατάληξη της Επανάστασης (Κουλούρη, 2020, 70–72).
Παράλληλα, με πρωτοβουλία του ίδιου του Λουδοβίκου Α‘, απαθανατίστηκε η πορεία του Όθωνα προς τον ελληνικό θρόνο, ικανοποιώντας και την περιέργεια του βαυαρικού κοινού σε μια εποχή που οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν με αργούς ρυθμούς και οι εφημερίδες δεν ήταν ακόμη εικονογραφημένες. Σειρά τελετουργικών πράξεων, απεικονίσεων και μνημείων κατέγραψαν τη διαδρομή από το Μόναχο στο Ναύπλιο, πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ο αποχαιρετισμός του Όθωνα από την οικογένειά του στο Μόναχο (24 Νοεμβρίου / 6 Δεκεμβρίου 1832) έγινε πίνακας από τον Philipp Foltz και λιθογραφήθηκε από τον G. Bodmer∙ ο Peter von Hess ζωγράφισε την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο (25 Ιανουαρίου/ 6 Φεβρουαρίου 1833) και την υποδοχή του στην Αθήνα (23 Μαΐου 1833).
Τέλος, στις 13 Φεβρουαρίου 1834, στο δάσος Perlacher στα όρια του Μονάχου, ανεγέρθηκε στήλη με προτομή του Όθωνα, έργο του Anton Ripfel, σε ενθύμηση του αποχαιρετισμού του Όθωνα από τον πατέρα του στις 6 Δεκεμβρίου 1832.
Πολιτικές μνήμης της δυναστείας των Wittelsbach στο ελληνικό βασίλειο
Αντίστοιχα με τις πολιτικές μνήμης που εφάρμοζε στη Βαυαρία, ο Λουδοβίκος Α‘ επεξεργάστηκε ένα πρόγραμμα νομιμοποίησης της δυναστείας στην Ελλάδα μέσα από πρακτικές απομνημόνευσης και τη χρήση συμβόλων. Με τη συμβολή της Αντιβασιλείας η μοναρχία «εξελληνίζεται», θεσμοθετούνται τελετές που τιμούν το πρόσωπο του ηγεμόνα και τη δυναστεία εν γένει και οικοδομείται μια νέα κοινωνική μνήμη στην οποία ο βασιλιάς κατέχει κεντρική θέση. Η πρώτη επίσημη τελετή που οργανώθηκε στην Ελλάδα για τον Όθωνα ήταν η υποδοχή του στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1833, η οποία οργανώθηκε λεπτομερώς με βάση το τελετουργικό των ευρωπαϊκών αυλών: παράταξη στρατιωτικών σωμάτων, θριαμβευτική πομπή μέχρι την εκκλησία, δοξολογία, κανονιοβολισμοί, μουσική από στρατιωτική μπάντα. Επρόκειτο για τα Αποβατήρια που, από την επόμενη χρονιά και έως την έξωση του Όθωνα το 1862, γιορτάζονταν ως η επίσημη κρατική επέτειος. Μέσω της δυναστικής αυτής γιορτής η άφιξη του νεαρού βασιλιά απομνημονευόταν ως εθνικό γεγονός, ως σταθμός της ελληνικής εθνικής ιστορίας, εφάμιλλος της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, η οποία από το 1838 που θεσπίστηκε απομνημόνευε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Όταν το 1858 γιορτάστηκε το ιωβηλαίο των Αποβατηρίων, η μνήμη της εγκατάστασης της δυναστείας στη χώρα ανακαλούνταν μέσα από συμβολικές χειρονομίες, όπως η πρόσκληση στη βασιλική γιορτή των επιζώντων από το υπουργικό συμβούλιο του 1833 και από την ελληνική αντιπροσωπεία που είχε μεταβεί στο Μόναχο για να συνοδεύσει τον νεαρό βασιλιά στην Ελλάδα. Τα Αποβατήρια, σύμφωνα με τον εθνικό ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, γνωστό για τις φιλομοναρχικές του θέσεις, μνημόνευαν ιστορικό γεγονός μεγάλης εθνικής σημασίας, γιατί με την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα επισφραγίστηκε το έργο της Ελληνικής Επανάστασης και αποκαταστάθηκε η «επί 380 έτη διαρραγείσα άλυσις της ελληνικής μοναρχίας» (Κουλούρη, 2012, 193). Αναμφίβολα, οι πολιτικές μνήμης της δυναστείας εμπλέκονταν με τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, την αντι-οθωνική αντιπολίτευση, τα φιλομοναρχικά αισθήματα μέρους του πληθυσμού και τις εφήμερες συμμαχίες του Στέμματος με τα πολιτικά κόμματα.
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 σηματοδότησε μια τομή ως προς τις στρατηγικές νομιμοποίησης του Στέμματος. Η βίαιη αμφισβήτηση του μονάρχη είχε ως συνέπεια ο Όθων να επιδοθεί όλο και περισσότερο στο «κυνήγι της δημοτικότητας» (Αμαλία, 2011, 441) για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος του. Λίγους μήνες πριν από την εκδήλωση του κινήματος, είχε εγκατασταθεί στο νεόδμητο παλάτι του στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας. Το κτίριο είχε θεμελιωθεί στις 25 Ιανουαρίου 1836, με τον θεμέλιο λίθο να προέρχεται από τον Παρθενώνα, μια ιδέα του αρχιτέκτονα Friedrich von Gärtner (1792–1847), με προφανείς συμβολικές συμπαραδηλώσεις (Μάλαμα, 2005, 18). Λιτό και αυστηρό το παλάτι, σύμβολο της μοναρχικής εξουσίας, υπήρξε κεντρικό τοπόσημο της πρωτεύουσας, που όρισε την κοινωνική γεωγραφία της. Η επιβλητικότητα του κτιρίου γινόταν περισσότερο αισθητή μέσα σε μια πόλη όπου δεν υπήρχαν μνημειακές κατασκευές ούτε καν καθεδρικός ναός. Ο Μακρυγιάννης έγραφε με το χαρακτηριστικό του ύφος: «Έφκιασε και παλάτι η Μεγαλειότης του, και ναόν του Θεού δεν έχει επιθυμίαν ούτε να φκιάση, ούτε να ιδεἰ με τα μάτια του, αλλά πηγαίνει τις επίσημες ημέρες με τους Πρέσβες κι άλλους ξένους σε ένα καλύβι» (Μακρυγιάννης, 2011, 207). Στα μάτια των Ελλήνων το Παλάτι δεν μπορούσε να έχει προτεραιότητα έναντι της Εκκλησίας.
Σε αναλογία με τα ανάκτορα του Μονάχου, το παλάτι του Όθωνα διακοσμήθηκε με μεγάλες τοιχογραφίες που απεικόνιζαν επεισόδια της Ελληνικής Επανάστασης και προσωπογραφίες πρωταγωνιστών της. Η μεγάλη τοιχογραφία-ζωφόρος της Αίθουσας των Τροπαίων σχεδιάστηκε από τον γνωστό γλύπτη Ludwig Schwanthaler (1802-1848), με θεματολογία που εν μέρει συνέπιπτε με τον κύκλο του von Hess. Ο Schwanthaler, ωστόσο, δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα ώστε να έχει αυτοψία των προσώπων και των τοπίων, ούτε πήγε να επιβλέψει την ολοκλήρωση του έργου του. Γερμανοί καλλιτέχνες, που ήρθαν για τον λόγο αυτό στην Αθήνα, μετέφεραν τα σχέδιά του στους τοίχους της Αίθουσας. Η βασική διαφορά ανάμεσα στο εικονογραφικό πρόγραμμα του von Hess και του Schwanthaler έγκειται στο γεγονός ότι στα ανάκτορα της Αθήνας αναπαρίστανται και πολιτικά γεγονότα όπως η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και η Ίδρυση του Πανελληνίου από τον Καποδίστρια καθώς και η ναυμαχία του Ναυαρίνου που απουσιάζουν από τον κύκλο του Peter von Hess. Στα αρχικά σχέδια του Schwanthaler μία από τις σκηνές εμφάνιζε τον Όθωνα να υπογράφει το επίσημο έγγραφο που τον καθιστούσε βασιλιά της Ελλάδας, ένα φανταστικό ιστορικό γεγονός, που κατά τη μεταφορά του σε τοιχογραφία μετατράπηκε σε αναπαράσταση γεγονότος της καποδιστριακής διακυβέρνησης (Παπανικολάου, 2007, 76–89). Εξάλλου, στην Αίθουσα των Υπασπιστών του παλατιού τοιχογραφήθηκαν 14 προσωπογραφίες αγωνιστών της Επανάστασης (13 Ελλήνων και του φιλέλληνα Άστιξγ), οι οποίες εκτελέστηκαν από έλληνες καλλιτέχνες (Παπανικολάου, 2007, 91). Το εικονογραφικό πρόγραμμα των ανακτόρων ανταποκρινόταν σε μια πολιτική μνήμης που πρόβαλλε την ιστορία του Αγώνα για την Ανεξαρτησία ως βάση νομιμοποίησης του καθεστώτος του Όθωνα.
Ο Όθων ως νόμιμος κληρονόμος της Ελληνικής Επανάστασης
Το ισχυρότερο μέσο ταύτισης του ηγεμόνα με τον λαό που κυβερνούσε ήταν η ίδια η εικόνα του. Όπως συνέβαινε και με εστεμμένους της δυτικής Ευρώπης, προσωπογραφίες του Όθωνα και της Αμαλίας κυκλοφορούσαν λιθογραφημένες και αγοράζονταν από ένα ευρύ κοινό. Ελλείψει επίσημου πορτρέτου κυριαρχούσαν οι αντιγραφές του πορτρέτου που είχε φιλοτεχνήσει ο βαυαρός ζωγράφος Joseph Stieler (1781–1858) το 1832, όταν ανακοινώθηκε ο ορισμός του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας, όπου ο νεαρός Όθων παρουσιάζεται με τη στολή του βασιλικού συντάγματος πεζικού της Βαυαρίας. Σύμφωνα με ευρωπαϊκούς συρμούς της εποχής, η μορφή του Όθωνα αναπαράγονταν σε πορσελάνινες μινιατούρες, ακόμη και σε εργόχειρα. Προτομή του κατασκευάστηκε το 1835 από τον ιταλό γλύπτη Enrico Franzoni, η οποία τον αναπαριστούσε, όπως επέβαλλε η καλλιτεχνική τάση για τους ηγεμόνες, με αρχαίο ελληνικό χιτώνα και γυμνό τον αριστερό του ώμο (Κασιμάτη, 2000, 516 και 521). Το γεγονός ότι ο Μακρυγιάννης είχε στο σπίτι του προτομή του Όθωνα, σύμφωνα με μαρτυρία του περιηγητή Raoul de Malherbe, ενισχύει την υπόθεση ότι πορτρέτα του μονάρχη, σε λαϊκές εικόνες ή σε γλυπτά, κοσμούσαν ιδιωτικές κατοικίες (Θεοτοκάς, 2012, 374). Σε μια φτωχή σε εικόνες κοινωνία, οι μορφές του βασιλικού ζεύγους επέβαλλαν συστηματικά την παρουσία τους. Πολλά άλλα επεισόδια της ζωής του Όθωνα, όπως π.χ. η περιοδεία του στην Ελλάδα μαζί με τον αδελφό του Μαξιμιλιανό, καθώς και της κοινής του ζωής με την Αμαλία μετά τον γάμο τους το 1836, επίσης λιθογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν ευρέως.
Εντούτοις, η επίσημη εικόνα του Όθωνα, όπως τη σκηνοθέτησε ο ίδιος με προτροπή του πατέρα του, είναι εκείνη που τον παρουσιάζει να φοράει τη φουστανέλα. Ο νεαρός βασιλιάς, με την άνοδό του στον θρόνο, επέλεξε να αυτοπαρουσιαστεί με την ενδυμασία που στη φιλελληνική Δύση είχε προσληφθεί ως η επιτομή του Αγώνα για την Ανεξαρτησία και επομένως να απεικονιστεί ως κληρονόμος και συνεχιστής του. Συνειδητά ταύτισε τη δημόσια εικόνα του με τη φουστανέλα και έτσι απεικονίστηκε σε όλες σχεδόν τις γνωστές προσωπογραφίες του μετά το 1835. Στον πίνακα του Dietrich Monten (1835), μια από τις πρώτες προσωπογραφίες του μετά την άνοδό του στον ελληνικό θρόνο, ο Όθων απεικονίζεται με φουστανέλα και γιαταγάνι, μπροστά σε αρχαίο ελληνικό ναό – ένα άλλο γνωστό οπτικό κλισέ. Στο επόμενο πιο γνωστό πορτρέτο του, που φιλοτέχνησε ο γερμανός ζωγράφος Ernst Wilhelm Rietschel (1824–1860) κατά την παραμονή του στην Αθήνα το 1853–54, ο Όθων εμφανίζεται πάλι με φουστανέλα και με φόντο αρχαία ερείπια. Ο Όθων φορούσε τη φουστανέλα όχι μόνο για τα πορτρέτα του αλλά και σε όλες τις επίσημες εκδηλώσεις και δημόσιες εμφανίσεις του.
Η φουστανέλα υιοθετήθηκε από τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας ως επίσημο δυναστικό ένδυμα για πολλούς λόγους. Καταρχάς, γιατί επιθυμούσε να προσαρμοστεί στα ενδυματολογικά ήθη του λαού που είχε οριστεί να κυβερνήσει, όπως προσλαμβάνονταν κυρίως μέσα από το βλέμμα της Δύσης, και να κάνει την εικόνα του οικεία στους υπηκόους του μέσω της συμβολικής γλώσσας. Αντίστοιχα, η βασίλισσα Αμαλία επινόησε μια γυναικεία εθνική ενδυμασία συνδυάζοντας στοιχεία από δυτικές μόδες και τοπικές φορεσιές σε ένα κουστούμι που έμεινε γνωστό ως «Αμαλία». Η ενδυμασία «Αμαλία» ήταν ένα αυλικό ένδυμα, το επίσημο ένδυμα των Κυριών επί των Τιμών, αλλά το φορούσε και η ίδια η βασίλισσα στις εθνικές τελετές (Αλιμπέρτη, 1896, 32). Ταυτόχρονα, η «Αμαλία» δημιούργησε μια εφήμερη γυναικεία μόδα∙ οι Ελληνίδες έσπευσαν να το υιοθετήσουν ως νυφικό φόρεμα και εν γένει ως ενδυμασία για κοσμικές περιστάσεις (Macha-Bizoumi, 2012, 75–76). Προς το τέλος της δεκαετίας του 1830, επομένως, Όθων και Αμαλία υιοθετούν την «εθνική φορεσιά» για τις δημόσιες εμφανίσεις τους, επιδιώκοντας να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τον ελληνικό λαό. Η επιλογή τους αυτή συνάδει με αντίστοιχες πρακτικές της απόλυτης μοναρχίας στην Ευρώπη, όπου ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα παρατηρείται η τάση να επιβληθούν ομοιόμορφες στολές από τους εστεμμένους τόσο στην αυλή τους όσο και στους υπηκόους τους. Εξάλλου, στις αρχές του 19ου αιώνα, η δυναστεία των Wittelsbach στη Βαυαρία χρησιμοποίησε συστηματικά τα «παραδοσιακά» ή «ιστορικά» κουστούμια για να προβάλει μηνύματα πατριωτισμού, με εξέχον παράδειγμα και πάλι τον Λουδοβίκο που φορούσε, όταν ήταν ακόμη διάδοχος (1814–1820), το λεγόμενο Αρχαίο Γερμανικό Σακάκι για να υποδηλώσει την αφοσίωσή του στη γερμανική εθνική ενότητα (Pietsch, 2015, 148-152).
Ο Όθων χρησιμοποίησε και άλλες ευκαιρίες για να συνδεθεί συμβολικά με την κληρονομιά της Ελληνικής Επανάστασης. Ένα μήνα πριν ενηλικιωθεί και ανέβει στον θρόνο, μετέχει στην πρώτη πολιτική τελετουργία του ελληνικού κράτους: τη μετακομιδή των λειψάνων του Καραϊσκάκη και όσων έπεσαν κατά την πολιορκία της Ακρόπολης και την τοποθέτησή τους σε μνημείο στο Φάληρο (22 Απριλίου 1835). Το μνημείο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο είναι το πρώτο που κατασκευάζεται από την κεντρική εξουσία, σηματοδοτώντας έναν σημαντικό μνημονικό τόπο στο σημείο όπου είχε σκοτωθεί. Το μνημείο ήταν μια απλή μαρμάρινη στήλη με ευρύχωρη βάση μέσα στην οποία τοποθετήθηκε η λάρνακα με τα οστά. Τα ονόματα του Όθωνα και των αντιβασιλέων αναγράφονταν σε μια από τις αναθηματικές επιγραφές πάνω στο μνημείο, επικυρώνοντας τη συμβολική σύνδεση της δυναστείας με τον ήρωα της Επανάστασης. Η τελετή των αποκαλυπτηρίων είχε μαζικότητα και λαμπρότητα. Ο Όθων μίλησε ελληνικά προς το πλήθος και τους συγγενείς του Καραϊσκάκη, αποδίδοντας τιμή στους νεκρούς και υποσχόμενος ανταμοιβές στους ζώντες αγωνιστές. Με μια συμβολική κίνηση, έβγαλε το παράσημό του και το τοποθέτησε πάνω στα οστά του Καραϊσκάκη, προσφέροντάς το εν συνεχεία τιμητικά στους απογόνους του (Κουλούρη, 2020, 111–112).
Η Αντιβασιλεία και εν συνεχεία ο Όθων υιοθέτησαν την ιδέα της ανέγερσης μνημείων για να τιμηθούν Έλληνες και Φιλέλληνες που αγωνίστηκαν για την ελληνική ανεξαρτησία. Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829) είχε αποφασίσει την ανέγερση ναού του Σωτήρος για να δοξαστεί η σωτηρία της Ελλάδας, μια ιδέα που αποδίδεται στον Καποδίστρια. Με δύο διατάγματα, ένα το 1834 και ένα το 1838, η Αντιβασιλεία και ο Όθων προκήρυξαν εράνους για την υλοποίηση εκείνης της απόφασης, δηλώνοντας ότι ο ναός θα ήταν «εθνικόν τωόντι μνημείον, εκφράζον την προς τον Ύψιστον ευγνωμοσύνην του έθνους» (ΦΕΚ 12, 11.4.1838).
Ωστόσο, το έργο δεν προχώρησε, μάλλον για οικονομικούς λόγους. Όσα χρήματα συγκεντρώθηκαν χρησιμοποιήθηκαν τελικά για την κατασκευή της Μητρόπολης της Αθήνας (1842), η οποία συμβολικά αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (Μαρκάτου, 1995, 45–46). Η καθιέρωση της θρησκευτικής εορτής του Ευαγγελισμού, 25 Μαρτίου, ως εθνικής επετείου (1838) ήταν επίσης απόφαση του Όθωνα, την εποχή που συνεργαζόταν με το Ρωσικό κόμμα. Ο καθολικός ηγεμόνας αντιμετώπιζε αντιδράσεις σε μια χώρα όπου η εθνική ταυτότητα οριζόταν κατεξοχήν από το ορθόδοξο δόγμα και επιδίωκε να αυξήσει τη δημοτικότητά του μέσω της συνεργασίας του με το φιλορθόδοξο Ρωσικό κόμμα (Κουλούρη, 2012, 198–199).
Πολιτισμικές μεταφορές και η ελληνική εθνική επέτειος
Η εθνική επέτειος μνημόνευε την έναρξη της Επανάστασης και, επομένως, ήταν κρίσιμη για τη νομιμοποίηση της δυναστείας, ενόσω μάλιστα λάνθανε ένας ανταγωνισμός με την κρατική δυναστική εορτή των Αποβατηρίων. Για τον λόγο αυτό, συχνά στη διάρκεια της οθωνικής διακυβέρνησης, η επέτειος της 25ης Μαρτίου χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία για αντιδυναστικές εκδηλώσεις. Μάλιστα, οι αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες υιοθετούσαν τελετουργικά σύμβολα εμπνευσμένα από την παράδοση της Γαλλικής Επανάστασης, σε αντιδιαστολή με το μοναρχικής έμπνευσης τελετουργικό που εισήγαγε στην ελληνική δημόσια σφαίρα η βαυαρική Αντιβασιλεία. Οι Βαυαροί διαμεσολάβησαν για την «πολιτισμική μετάφραση» της δυτικής πολιτικής γιορτής στον ελληνικό χώρο, όπου υπήρχε παράδοση μόνο θρησκευτικών γιορτών και πανηγυριών. Γενικότερα, η περίοδος της βαυαρικής διοίκησης στην Ελλάδα και κυρίως η περίοδος της Αντιβασιλείας μπορούν να αναλυθούν ως περίοδος πολιτισμικών μεταφορών, όταν η αυλή και ο στρατός του Όθωνα λειτούργησαν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κουλτούρες: δυτική, καθολική και γερμανική από τη μια πλευρά και ελληνική και ορθόδοξη από την άλλη. Το σχέδιο «εκσυγχρονισμού», δηλαδή εκδυτικισμού που ήθελαν να εφαρμόσουν οι Βαυαροί κατά την οργάνωση του κράτους έβρισκε σύμφωνους αρκετούς Έλληνες, κυρίως ετερόχθονες, οι οποίοι είχαν γνωρίσει και υιοθετήσει δυτικοευρωπαϊκές ιδέες και πρακτικές.
Για τις κρατικές γιορτές η Αντιβασιλεία ακολούθησε την εμπειρία του βασιλείου της Βαυαρίας, που ήταν κοινή στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης: έναν συνδυασμό μοναρχικού, εκκλησιαστικού και νεοτερικού εθνικού τελετουργικού. Το πρόσωπο του μονάρχη, ως σύμβολο της κρατικής εξουσίας και της εθνικής ενότητας, αποτελούσε το κέντρο των τελετών που καλλιεργούσαν την ιστορική μνήμη, στοχεύοντας ταυτόχρονα στη νομιμοφροσύνη των πολιτών. Η βασιλική πομπή από το παλάτι στη μητρόπολη, με παραταγμένο τον στρατό και παρόντα τον λαό ως θεατή, ήταν ο κορμός του τελετουργικού, το οποίο συμπληρωνόταν από τη δοξολογία, τους σημαιοστολισμούς και τις φωταψίες, τους κανονιοβολισμούς και τη στρατιωτική μουσική και εν τέλει τη δεξίωση στο παλάτι. Ο βασιλιάς επιθεωρούσε τα στρατεύματα της πρωτεύουσας, αλλά δεν γινόταν ακόμη στρατιωτική παρέλαση. Η Αντιβασιλεία καθώς και ελληνικές πολιτικές ελίτ αναζήτησαν τελετουργικά πρότυπα στο επινοημένο ή πραγματικό εθνικό παρελθόν, ώστε να συνθέσουν μια «εθνική» ελληνική τελετουργία για την εθνική επέτειο. Μέσα στη δεκαετία του 1830, για παράδειγμα, διατυπώθηκε η πρόταση να αναβιώσουν οι αρχαίοι αθλητικοί αγώνες ώστε η Ελληνική Επανάσταση να γιορτάζεται με δημόσιες τελετές εμπνευσμένες από την αρχαιότητα – σε αναλογία με τις γαλλικές επαναστατικές γιορτές (Κουλούρη, 2012, 194– 195). Εντούτοις, επικράτησε το δυτικό μοναρχικό πρότυπο δημόσιας γιορτής, το οποίο μάλιστα παγιώθηκε μέσω της κοινότοπης περιοδικής επανάληψης. Η πολιτισμική μεταφορά ήταν επιτυχημένη στο μέτρο που ενσωμάτωσε το χριστιανικό ορθόδοξο τελετουργικό και εφόσον η Εκκλησία ήταν ο δεύτερος συμβολικός πόλος απέναντι από το Παλάτι. Ο Όθων και η Αμαλία επικύρωναν τον συμβολικό ρόλο της Εκκλησίας ως θεσμού και ως τοπόσημου μέσω της παρουσίας τους στη δοξολογία που τελούνταν στον ανατολικό ορθόδοξο ναό με την ευκαιρία των κρατικών εορτών, ανεξάρτητα από τη δική τους θρησκευτική πίστη.
Ο Όθων ως συνεχιστής και προστάτης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς
Εάν η δυναστεία των Wittelsbach επιχείρησε να οικειοποιηθεί το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας και μάλιστα την ιστορία του Αγώνα για την Ανεξαρτησία, η σύνδεσή της με το κλασικό παρελθόν αποτελούσε αυτονόητη επιλογή για τον Λουδοβίκο Α‘ και τον Όθωνα. Όχι μόνο επειδή ήδη η Βαυαρία είχε γίνει ένα «νεοκλασικό» βασίλειο αλλά και επειδή ο βαυαρός βασιλιάς και τα μέλη της Αντιβασιλείας του Όθωνα ήταν πεπεισμένοι ότι το αρχαιοελληνικό παρελθόν μπορούσε να αξιοποιηθεί ως στοιχείο νομιμοποίησης του νεότευκτου ελληνικού βασιλείου μέσα στο ευρωπαϊκό σύστημα κρατών. Ο Μάουρερ, ο οποίος συνέταξε και τον πρώτο αρχαιολογικό νόμο (1834), επισήμαινε την «τεράστια πολιτική σημασία» που είχαν για το νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο οι κλασικές αρχαιότητες (Μάουρερ, 1976, 544). Με βάση αυτή την εκτίμηση, η οποία εδραζόταν στον ρόλο που είχαν διαδραματίσει οι Μεγάλες Δυνάμεις στην ελληνική ανεξαρτησία, η δυναστεία των Wittelsbach εκπόνησε ένα πολιτικό σχέδιο σύνδεσης του μοναρχικού θεσμού με το κύρος της κλασικής Ελλάδας. Το σχέδιο αυτό υπηρετούσαν συμβολικές πράξεις, όπως η θεμελίωση του ανακτόρου του ‚Οθωνα με λίθο από τον Παρθενώνα αλλά και η πρόταση του αρχιτέκτονα Karl Friedrich von Schinkel να χτιστεί το βασιλικό παλάτι πάνω στον βράχο της Ακρόπολης (1834). Όλα τα πορτρέτα του Όθωνα που φιλοτεχνήθηκαν μετά την εκλογή του ως ηγεμόνα της Ελλάδας τον απεικόνιζαν να περιβάλλεται από αρχαιότητες, το ισχυρότερο σύμβολο της μοναρχίας του. Τα βασιλικά του εμβλήματα, σαφώς πιο λιτά από εκείνα του βαυαρικού θρόνου, υιοθέτησαν εξάλλου αρχαιοελληνικά διακοσμητικά μοτίβα (Σέλιγκ, 2000, 179–187).
Μέσω της συμβολικής γλώσσας ο Όθων προβαλλόταν ως κληρονόμος του αρχαιοελληνικού κλέους και ως προστάτης των υλικών καταλοίπων της αρχαιότητας. Ο διπλός αυτός ρόλος τού προσέδιδε, κατά την άποψη των βαυαρών αξιωματούχων, διεθνές κύρος και τοπική νομιμοποίηση. Με αφορμή την έναρξη έργων αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης, ο Leo von Klenze, κατά τη σύντομη παραμονή του στην Αθήνα, οργάνωσε στις 28 Αυγούστου 1834 μια τελετή πάνω στον ιερό βράχο, όπου ο ανήλικος ακόμη βασιλιάς ανακηρύχθηκε «κηδεμόνας» των μνημείων της ελληνικής τέχνης (Μηλιαράκης, 1884, 465). Κεντρικό γεγονός της τελετής ήταν η τοποθέτηση από τον Όθωνα του θεμέλιου λίθου του πρώτου κίονα της αναστήλωσης του Παρθενώνα. Η εξουσία του νεαρού ηγεμόνα θεμελιωνόταν πάνω στην Ακρόπολη και δια της Ακρόπολης, μέσα από συμβολικές χειρονομίες, οι οποίες απευθύνονταν τόσο στις ξένες δυνάμεις όσο και στον τοπικό πληθυσμό. Πριν από τρεις ημέρες ο Όθων είχε εισέλθει πανηγυρικά στην πόλη της Αθήνας, κατά το δυτικό μοναρχικό τελετουργικό πρότυπο, περνώντας από την Πύλη του Αδριανού όπου είχε αναρτηθεί η επιγραφή «Αι δ’ εισίν Αθήναι/ η τε Θησέως και Αδριανού/ Όθωνος νυν η Πόλις». Τοπικοί δημογέροντες του είχαν προσφέρει ένα κλαδί ελιάς και μια ζωντανή κουκουβάγια, που στη συνέχεια ταριχεύθηκε και στάλθηκε στο Μόναχο. Τη μέρα της γιορτής στην Ακρόπολη οργανώθηκε με κάθε λεπτομέρεια η πομπή που θα ακολουθούσε τον έφιππο βασιλιά και όπου μετείχαν πρόκριτοι, συντεχνίες, διδάσκαλοι, και γενικά εκπρόσωποι των τοπικών αρχών καθώς και οι ξένοι πρόξενοι. Στην είσοδο πριν από τα Προπύλαια υποδέχτηκαν τον Όθωνα νεαρά κορίτσια «λαμπροφορεμένα» και στεφανωμένα με μυρτιές και κυανόλευκες κορδέλες. Μια κοπέλα κρατούσε σημαία με την Αθηνά και άλλη δάφνινο στεφάνι με επιγραφή όπου ο Όθων χαρακτηριζόταν «ανεγέρτης του Παρθενώνος». Ένας θρόνος πλεγμένος από δάφνες, κλαδιά ελιάς και μυρτιές είχε στηθεί πάνω στην Ακρόπολη απέναντι από το τζαμί, για να υποδεχθεί τον ηγεμόνα της Ελλάδας (Μηλιαράκης, 1884, 463–464). Η προσφώνηση του Klenze προς τον Όθωνα δεν άφηνε αμφιβολίες για το συμβολικό περιεχόμενο της πολιτικής τελετής, πρωτόγνωρης για την Αθήνα και τους κατοίκους της. Τα κλασικά μνημεία, «τα μόνα έτοιμα εθνικά σύμβολα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει» το ελληνικό κράτος (Σκοπετέα, 1988, 197), αξιοποιήθηκαν αμέσως από τη βαυαρική δυναστεία ως πηγή πολιτικής νομιμοποίησης (Χαμηλάκης, 2012, 83–90).
Αρχαιοελληνικές αλληγορίες συνόδεψαν εξάλλου την αναπαράσταση του Όθωνα στη ζωφόρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενός κατεξοχήν εθνικού θεσμού, ο οποίος συμβόλιζε την αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών στη νεότερη Ελλάδα. Ο μονάρχης επιδίωξε να συνδεθεί συμβολικά με το Πανεπιστήμιο, ώστε, και μέσω αυτής της οδού, να προβληθεί ως προστάτης της κλασικής κληρονομιάς. Τα εγκαίνια του Οθώνειου Πανεπιστημίου έγιναν στις 3 Μαΐου 1837, αλλά μέχρι το 1862 η τελετή της επετείου ίδρυσής του οριζόταν να συμπίπτει με τον εορτασμό της ανόδου του Όθωνα στον θρόνο (20 Μαΐου 1835). Η κατασκευή της ζωφόρου ανατέθηκε στον βιεννέζο ζωγράφο Carl Rahl (1812–1865), μετά από σχετική χορηγία του βαρώνου Σίμωνος Σίνα (1856), αλλά δεν εκτελέστηκε παρά μόνο τριάντα χρόνια αργότερα από τον επίσης αυστριακό ζωγράφο Eduard Lebiedzki (1862-1915), με νέα χορηγία του ομογενή από τη Βιέννη Νικόλαου Δούμπα (1888). Η επιβλητική μορφή του Όθωνα δεσπόζει στο κέντρο της παράστασης και περιβάλλεται από γυναικείες αλληγορικές μορφές που αναπαριστούν στην αριστερή του πλευρά τη Φιλοσοφία, την Αρχαιολογία, την Ιστορία, την Ποιητική κ.ά. και στα δεξιά τη Νομοθεσία, την Ιατρική, τη Θεολογία, τη Φυσική κ.ά. Η τοιχογραφία συμπληρώνεται με μορφές αρχαίων φιλοσόφων, ρητόρων, ποιητών και πολιτικών, καθώς και μυθολογικών μορφών, ενώ στο τέλος απεικονίζεται ο Απόστολος Παύλος να κάνει κήρυγμα στους Αθηναίους. Ενώ στα προσχέδια του Rahl ο Όθων παρουσιαζόταν να φέρει την ενδυμασία και τα εμβλήματα εξουσίας ενός εν ενεργεία βασιλιά, η τελική εκδοχή τον εμφάνιζε δαφνοστεφανωμένο, ντυμένο με αρχαϊκό χιτώνα, να κάθεται σε έναν αρχαϊκό θρόνο.
Παρόλο που η επιλογή αυτή οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι όταν ολοκληρώθηκε η τοιχογραφία ο Όθων ήταν έκπτωτος και επομένως δεν μπορούσε να φέρει τα βασιλικά του εμβλήματα, η αρχαϊκή του ενδυμασία επισφραγίζει το συμβολικό νόημα της παράστασης. Η απεικόνιση του Όθωνα στο κέντρο της ζωφόρου του Χρυσού Αιώνος της Ελληνικής Καλλιτεχνίας (Εφημερίς, 1889, 2) στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου υπενθύμιζε το γεγονός ότι εκείνος ήταν ο θεμελιωτής του ιδρύματος που είχε λάβει το όνομά του και επιβεβαίωνε τον ρόλο του ως προστάτη των τεχνών και των επιστημών στο ελληνικό κράτος. Όπως στις τοιχογραφίες των ανακτόρων του εμφανιζόταν ως ο νόμιμος κληρονόμος της Επανάστασης, στη ζωφόρο του Πανεπιστημίου αναπαριστάνονταν ως ο νόμιμος συνεχιστής και προστάτης της κλασικής κληρονομιάς.
Το βυζαντινό παρελθόν ως δυναστικό παρελθόν
Από πολιτική άποψη, το ελληνικό βασίλειο δεν μπορούσε να αναφερθεί ούτε στο αρχαιοελληνικό παρελθόν, όπως εκφραζόταν από τη δημοκρατική Αθήνα, ούτε στην Ελληνική Επανάσταση, με τα δημοκρατικά Συντάγματα γαλλικής έμπνευσης. Η βυζαντινή αυτοκρατορία με όλη τη μεσαιωνική αίγλη της απόλυτης μοναρχίας ήταν το μόνο ιστορικό πολιτικό παρελθόν το οποίο ο Όθων μπορούσε να επικαλεσθεί ως φυσικός κληρονόμος του. Η άποψη ότι το τελευταίο ελληνικό κράτος πριν από την Ελληνική Επανάσταση ήταν η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν μια πρωτότυπη ιδέα των Βαυαρών που ήρθαν στην Ελλάδα το 1833. Η ανάμνηση της χαμένης βασιλείας ήταν ισχυρή τόσο στη λαϊκή όσο και στη λόγια φαντασία των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και εκφραζόταν με χρησμολογικά κείμενα και αλληγορίες που κυκλοφορούσαν ευρύτατα. Δεν είχε βεβαίως εθνικό περιεχόμενο, αλλά βασιζόταν στο σχήμα της σύγκρουσης χριστιανισμού-Ισλάμ. Πριν από την Επανάσταση όμως, το αυτοκρατορικό όραμα που στην παραδοσιακή λαϊκή φαντασία ταυτιζόταν με τον χιλιασμό ή την εσχατολογική προσδοκία του ομόδοξου «ξανθού γένους» ξεκινά να μετασχηματίζεται στο νεοτερικό πολιτικό σχέδιο της ανασύστασης της ελληνικής αυτοκρατορίας, μια διαδικασία που θα ολοκληρωθεί μετά την ίδρυση του κράτους. Όταν λοιπόν με την Επανάσταση οικοδομούνται οι πρώτοι κρατικοί θεσμοί, η ιστορική μνήμη την οποία μπορούν να επικαλεστούν οι πρωτεργάτες των επαναστατικών Συνταγμάτων δεν είναι άλλη από το βυζαντινό κράτος. Σχεδόν αυτονόητα, με βάση τη μνήμη της χαμένης βασιλείας, οι έλληνες επαναστάτες αναφέρονται στους «νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων» (Καραφουλίδου, 2018, 228). Παρόμοιες ιδέες φαίνεται πως υπήρχαν και στη Δυτική Ευρώπη. Ο γερμανός λόγιος Friedrich von Thiersch (1784–1860), που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα από το 1831, είχε προτείνει ήδη τον Αύγουστο του 1821 ως «μόνο μέσο για να εξασφαλιστεί η ευρωπαϊκή τάξη […] τη διάλυση της τουρκικής διοίκησης […] και την ανασύσταση του βυζαντινού θρόνου» (Mitsou, 2012, 41).
Όταν ο Όθων έλαβε το στέμμα του ελληνικού βασιλείου, μπορούσε να αναφέρεται στο δυναστικό παρελθόν που συμβόλιζε ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης και μια ισχυρή μεσαιωνική αυτοκρατορία για να αντλεί νομιμοποίηση. Μπορούσε να οραματίζεται ότι κάποτε θα καθόταν εκείνος στον βυζαντινό θρόνο, που αυθαίρετα κατείχαν οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί. Λέγεται μάλιστα ότι το 1839, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Σουλτάνου Μαχμούτ, ετοιμαζόταν να πάει στην Κωνσταντινούπολη να στεφθεί αυτοκράτορας (Σκοπετέα, 1988, 274). Η ανάκληση της ιστορικής μνήμης της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον οίκο των Wittelsbach στήριζε, πρώτον, την εσωτερική πολιτική της Αντιβασιλείας και του Όθωνα, προωθώντας την ιδέα ότι το μοναρχικό πολίτευμα ήταν το μόνο ενδεδειγμένο για την Ελλάδα. Δεύτερον, τροφοδοτούσε τον ουτοπικό αλυτρωτισμό του Στέμματος ως κυρίαρχη εξωτερική πολιτική, σε συμφωνία με την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, που είχε συνεπάρει την ελληνική κοινωνία.
Ο Όθων και η Αμαλία υιοθέτησαν το βυζαντινό όραμα πάντως όχι λόγω ενός ουτοπικού ρομαντισμού αλλά με πολιτικό ρεαλισμό, λαμβάνοντας υπόψη τους τις κυρίαρχες αντιλήψεις του λαού που κυβερνούσαν. Η διάχυτη στα λαϊκά στρώματα χρησμολογία, οι θρύλοι και οι αφηγήσεις για τον τελευταίο βασιλιά του Βυζαντίου αποτελούσαν το απαραίτητο υπόστρωμα για τη νομιμοποίηση της δυναστείας και τη δημοτικότητα του βασιλικού ζεύγους. Σε επιστολή προς τον πατέρα της στις 7/10 Ιανουαρίου 1847, η Αμαλία ονειροπολούσε για τα παιδιά της τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης και με τη φαντασία της αφουγκραζόταν την Αγιά Σοφιά να της «παραπονείται για την ατίμωσή της» (Αμαλία, 2011, Β‘ 185). Οι συμβολικοί παραλληλισμοί έγιναν πυκνότεροι την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου (1853–1856), όταν το βασιλικό ζεύγος απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα, χάρη στην αλυτρωτική του πολιτική. Τον Δεκέμβριο του 1853 τα γενέθλια της Αμαλίας γιορτάστηκαν με μεγαλοπρέπεια σε αθηναϊκό θέατρο διακοσμημένο με μια αλληγορία της Αθήνας που έφερε τον δικέφαλο αετό, ενώ η βασίλισσα καθόταν πάνω σε αντίγραφο βυζαντινού θρόνου (Turczynski, 2003, 337). Ωστόσο, παρόλο που ο Όθων επιχείρησε να αξιοποιήσει την ανάμνηση του «προγονικού θρόνου» και να παρουσιάσει τη βασιλεία του ως συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το καθολικό του θρήσκευμα, η αδυναμία του να χαρίσει έναν διάδοχο (ο οποίος υπήρχε η προσδοκία ότι θα βαφτιζόταν ορθόδοξος), και κυρίως η απολυταρχική του διακυβέρνηση οδήγησαν εντέλει, μετά από εξεγέρσεις και συνωμοσίες, στην εκθρόνισή του και την έξωσή του από την Ελλάδα (1862).
Η εκκρεμής νομιμοποίηση
Οι μνημονικές στρατηγικές των Wittelsbach δεν υπήρξαν αποτελεσματικές παρά μόνο σε εφήμερες συγκυρίες που συνδέονταν με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Όθωνα. Ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας δεν πέτυχε να ενταχθεί στο εθνικό πάνθεον της χώρας που κυβερνούσε. Η σφοδρή συνταγματική αντιπολίτευση εναντίον του και η λαϊκή δυσαρέσκεια για το θρησκευτικό ζήτημα και την ατεκνία του δεν επέτρεψαν στον Όθωνα –παρά τις κάποιες περιόδους υψηλής δημοτικότητας που γνώρισε – να αναγνωριστεί και να μνημειοποιηθεί ως «μεγάλος άνδρας». Η απομνημόνευσή του στις δεκαετίες που ακολούθησαν την έξωσή του δεν συνδεόταν με τη συγκεκριμένη ανάμνηση του καθεστώτος του και του προσώπου του, αλλά εξαρτιόταν από την απήχηση της μοναρχικής ιδέας στην ελληνική κοινωνία και από την πολιτική που εφάρμοζε η διάδοχη δυναστεία των Γλύξμπουργκ. Άλλωστε, η απομνημόνευση της μοναρχίας στην Ελλάδα υπήρξε περίπλοκη και συγκρουσιακή, λόγω της εμπλοκής του Στέμματος στις κομματικές διαμάχες, των αυταρχικών πολιτικών, των παραβιάσεων του Συντάγματος, της ευνοιοκρατίας κ.ά., που χαρακτήρισαν την πολιτική των πρώτων ηγεμόνων του ελληνικού βασιλείου.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εκκρεμούς νομιμοποίησης του Όθωνα είναι η μνημειοποίηση του κινήματος που εκδηλώθηκε εναντίον του την 3η Σεπτεμβρίου 1843. Την ίδια τη νύχτα της εξέγερσης, ο Όθων υποχρεώθηκε να δεχτεί τους όρους των επαναστατών και να ανακηρύξει την 3η Σεπτεμβρίου ως δεύτερη εθνική επέτειο του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο βασιλιάς αντιστάθηκε σθεναρά μόνο σε τρεις «υβριστικούς όρους»: να υπογράψει ευχαριστήριο μήνυμα, να καθιερώσει την 3η Σεπτεμβρίου ως εθνική γιορτή και να απονείμει μετάλλια στους πρωτεργάτες (Αμαλία, 2011, Α‘ 429). Το 1843 σήμανε μια μεγάλη ήττα της δυναστείας στο πεδίο της συλλογικής μνήμης. Ο ετήσιος εορτασμός της 3ης Σεπτεμβρίου από το 1844 ως το 1862, με την υποχρεωτική συμμετοχή των βασιλέων στη δοξολογία, την πομπή και όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις, ήταν μια συνεχής υπόμνηση της αδυναμίας του μονάρχη, υπονομεύοντας σταθερά, μέσω της γλώσσας των συμβόλων, την εξουσία του. Αμφισβήτηση του Όθωνα σήμαινε εξάλλου και η ηρωοποίηση των πρωταγωνιστών της οθωνικής αντιπολίτευσης – και όχι μόνο του Δημήτριου Καλλέργη, που ηγήθηκε του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο υπολοχαγός Νικόλαος Λεωτσάκος, ο ανθυπολοχαγός Περικλής Μωραϊτίνης και ο φοιτητής Αγαμέμνων Σκαρβέλης, ηγέτες αντιπολιτευτικής εξέγερσης στη Σύρο, σκοτώθηκαν στην Κύθνο από τον κυβερνητικό στρατό την 1η Μαρτίου 1862 και ηρωοποιήθηκαν σε πανελλήνιο επίπεδο: Γράφτηκαν ποιήματα για τον ηρωισμό τους, τελέστηκαν δημόσια μνημόσυνα και τυπώθηκαν εικόνες τους.
Ακόμη και το κατεξοχήν σύμβολο της μοναρχικής εξουσίας, το παλάτι, έγινε το τοπόσημο της αντιμοναρχικής εξέγερσης και έτσι επιβλήθηκε στη συλλογική μνήμη. Ο Όθων και η Αμαλία είχαν μόλις πριν λίγους μήνες εγκατασταθεί στο νεόδμητο ανάκτορό τους όταν εκδηλώθηκε η εξέγερση. Λαός και στρατός συγκεντρώθηκαν μπροστά στα ανάκτορα φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Συντάγματος, ενώ κάποιοι από τους διαδηλωτές χάραξαν τη λέξη «Σύνταγμα» στα μάρμαρα του κτιρίου. Η διαμαρτυρία αποτυπώθηκε σε πίνακες και λαϊκές εικόνες που κυκλοφόρησαν ευρύτατα, καθιστώντας το παλάτι από σύμβολο της μοναρχίας σε «τρόπαιο» του επαναστατημένου λαού. Η πλατεία μπροστά στα ανάκτορα ονομάστηκε πλατεία Συντάγματος – όνομα που διατηρεί μέχρι σήμερα –, ενώ το ίδιο όνομα έλαβε τότε και η κεντρική πλατεία του Ναυπλίου, πρώτης πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. Τα ονόματα αυτά έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για την ιστορική μνήμη, επειδή στη λέξη «Σύνταγμα» συμπυκνώθηκε η αντίσταση εναντίον της απολυταρχικής εξουσίας.
Οι σχεδιασμοί του Λουδοβίκου Α‘, της Αντιβασιλείας και του ίδιου του Όθωνα στο πεδίο της μνήμης από τη δεκαετία του 1830 δεν κατόρθωσαν να υπερισχύσουν των διαδικασιών απομνημόνευσης που ξεκινούσαν «από κάτω». Κανένα δημόσιο μνημείο δεν ανεγέρθηκε για τον Όθωνα, παρά τις σχετικές αποφάσεις, όπως για παράδειγμα το 1834 για την πρώτη επέτειο των Αποβατηρίων. Το μόνο μνημείο που θυμίζει την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Όθωνα είναι ένας εντυπωσιακός κοιμώμενος λέων, το «Μνημείον διά τους εν Ελλάδι αποθανόντας Βαυαρούς» στην Πρόνοια του Ναυπλίου, το οποίο μνημόνευε τους βαυαρούς στρατιώτες που είχαν πεθάνει από επιδημία τύφου στο Ναύπλιο το 1833–1834. Επρόκειτο για παραγγελία του Λουδοβίκου Α‘, την οποία εκτέλεσε ο βαυαρός λιθοξόος Christian Siegel (1808–1883) το 1841. Το λιοντάρι των Βαυαρών, όπως είναι γνωστό το έργο του Siegel, είναι ένα μνημείο «σιωπηλό», ένας από τους ελάχιστους μνημονικούς τόπους της πρώτης περιόδου του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αντιμετωπιζόταν όμως ως μνημείο των «ξένων», της «βαυαροκρατίας», όπως μας επιτρέπει να υποθέσουμε η πρόταση του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου να αντικατασταθεί η βαυαρική επιγραφή με ελληνική που θα μνημόνευε την έξωση των Βαυαρών μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843 (Σούτσος, 1844, 65). Αντί να μνημονεύονται γεγονότα σχετικά με την οθωνική βασιλεία, προβάλλονται αντίθετα ως τόποι μνήμης γεγονότα της αντιπολίτευσης εναντίον του Όθωνα. Εκτός από την 3η Σεπτεμβρίου, η ναυπλιακή επανάσταση (την 1η Φεβρουαρίου 1862) και η έξωση του Όθωνα (στις 5 Οκτωβρίου 1862) προτάθηκαν να ψηφιστούν ως εθνικές επέτειοι από τη Βουλή (Κουλούρη, 2020, 242).
Η μνήμη του Όθωνα ανασύρθηκε ως μέρος της ελληνικής εθνικής ιστορίας στις αρχές του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού. Η σύγκρουση βενιζελικών και φιλομοναρχικών αποτυπωνόταν και σε πολιτικές μνήμης των δύο στρατοπέδων. Τότε προτάθηκαν η ανέγερση ανδριάντα του Όθωνα και αναπαραστάσεις της μορφής του σε μνημεία για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι πολιτικοί συμβολισμοί αυτών των αναπαραστάσεων ήταν αμέσως αναγνωρίσιμοι και μεταφράζονταν ως υποστήριξη προς τη μοναρχία. Στις 6 Απριλίου 1930, στο πλαίσιο του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της ελληνικής ανεξαρτησίας, το Λύκειο των Ελληνίδων οργάνωσε την ετήσια γιορτή του στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αφιερωμένη αποκλειστικά σε αναπαραστάσεις προσώπων και σκηνών από την Ελληνική Επανάσταση. Την πομπή των ιστορικών επεισοδίων έκλεινε αναπαράσταση με τον Όθωνα και την Αμαλία, έφιππους και μεγαλοπρεπείς, προσδίδοντας σαφές φιλοβασιλικό περιεχόμενο στην τελετή. Υπό καθεστώς αβασίλευτης δημοκρατίας, οι συνδηλώσεις ήταν ευκρινείς για το κοινό και για την πολιτική ηγεσία. Στη θέα του πρώτου βασιλικού ζεύγους, ακούστηκε με ενθουσιασμό από τις κερκίδες το σύνθημα «Ζήτω ο Βασιλεύς» και ο Βενιζέλος, ενοχλημένος, αποχώρησε αμέσως.
Συμπερασματικά, οι πολιτικές μνήμης που σχεδίασε και εφάρμοσε η δυναστεία των Wittelsbach άφησαν υλικά ίχνη τόσο στο Μόναχο όσο και στην Αθήνα αλλά δεν κατόρθωσαν να λειτουργήσουν νομιμοποιητικά για τον Όθωνα και το καθεστώς του. Η περίοδος της οθωνικής βασιλείας ενσωματώθηκε στην ελληνική εθνική μνήμη με αρνητικές συνδηλώσεις, με μόνη εξαίρεση τον πολιτικό χώρο που εκπροσωπούσε η φιλομοναρχική μερίδα στην ελληνική κοινωνία. Αλλά ούτε στη Βαυαρία η ιστορική μνήμη του δεύτερου βασιλείου που βρέθηκε υπό το σκήπτρο του βαυαρικού οίκου παρέμεινε ζωντανή, παρά τη μεγαλοπρέπεια των Προπυλαίων στην Königsplatz.