Εισαγωγή: Η Ελλάδα στην έρευνα γύρω από την Ελισάβετ
Για μεγάλο διάστημα οι βιογράφοι παραμελούσαν τη σχέση της αυτοκράτειρας της Αυστρίας με την Ελλάδα. Η ιδιαίτερη στοργή και η αγάπη που έτρεφε η Ελισάβετ για την ελληνική μυθολογία, τον πολιτισμό και το τοπίο διαφάνηκαν για πρώτη φορά με τη δημοσίευση ορισμένων ποιημάτων που δεν προορίζονταν από την Αυτοκράτειρα για κυκλοφορία από την ιστορικό Μπριγκίτε Χάμαν το 1984. Όσο ζούσε, η αυτοκράτειρα είχε διατάξει τα στιχουργήματά της, που πραγματεύονταν τα ταξίδια της στην Ελλάδα και τον αγαπητό της μυθικό ήρωα Αχιλλέα, να φυλάσσονται στα Ομοσπονδιακά Αρχεία της Ελβετίας μέχρι το 1950. Το Poetische Tagebuch [Ποιητικό ημερολόγιο] της αυτοκράτειρας Ελισάβετ είναι σήμερα ανεκτίμητης αξίας, καθώς αποκαλύπτει τα ψυχικά συμβάντα και τον διανοητικό κόσμο μιας γυναίκας που αισθανόταν συχνά να παρεξηγείται από το περιβάλλον της.
Ακόμη και η δημοσίευση του Βιβλίου της αυτοκράτειρας Ελισάβετ: φύλλα ημερολογίου [Tagebuchblätter] (1898) από τον προσωπικό αναγνώστη της Ελισάβετ (Σ.τ.Μ.: εννοείται εδώ ο θεσμός της μεγαλόφωνης ανάγνωσης νεοελληνικών κειμένων από τους ελληνοδιδάσκαλους της βασίλισσας), Κωνσταντίνο Χρηστομάνο λίγο μετά την δολοφονία της αυτοκράτειρας ενώ η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί από τη βιεννέζικη Αυλή, ελάχιστα άλλαξε το μάλλον χαμηλό ενδιαφέρον για τον φιλελληνισμό της Ελισάβετ. Μόνο ο βιεννέζος βυζαντινολόγος δρ. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης σύστησε στο πλαίσιο μιας ειδικής έκθεσης στη λεγόμενη Βίλα του Ερμή [Hermesvilla Wien] (1986) τους δέκα Έλληνες αναγνώστες και δασκάλους της Ελισάβετ, οι οποίοι υπήρξαν στη ζωή της σημαντικοί άνθρωποι εμπιστοσύνης. Ορισμένοι από αυτούς τους διανοούμενους έγραψαν ημερολόγια και επιστολές, τα οποία πραγματεύτηκε για πρώτη φορά ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου στο βιβλίο του Im Schatten Homers: Kaiserin Elisabeth in Griechenland [Στη σκιά του Ομήρου: η αυτοκράτειρα Ελισάβετ στην Ελλάδα] που κυκλοφόρησε στα αγγλικά με τίτλο Under the Spell of a Myth: Empress Sisi in Greece, 2022. Η μελέτη που ακολουθεί βασίζεται στα κεντρικά συμπεράσματα αυτού του βιβλίου και ρίχνει εκ νέου φως στη σχέση της Ελισάβετ με την Ελλάδα και τον ελληνισμό.
Οικογενειακές σχέσεις
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο φιλελληνισμός γνώρισε μια άνθιση στην πολιτική, την τέχνη και τον πολιτισμό ολόκληρης της Ευρώπης στον απόηχο της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1829). Οι Μεγάλες Δυνάμεις, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία υποστήριξαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αρκετοί διανοούμενοι (όπως ο Άγγλος ποιητής Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον) ενεπλάκησαν οι ίδιοι στους αγώνες στην Ελλάδα. Ο πόλεμος είχε γίνει από καιρό ηθικό ζήτημα: να υποστηρίξει κανείς τους εξεγερμένους που επαναστάτησαν κατά της Τουρκοκρατίας, η οποία μετρούσε 400 χρόνια ζωής, όπως κάποτε έκαναν ο Μυκηναίος βασιλιάς Αγαμέμνονας και οι ομηρικοί ήρωες Οδυσσέας και Αχιλλέας στον πόλεμο κατά της Τροίας; Ή μήπως να καταδικάσει (όπως ο αυστριακός καγκελάριος Κλέμενς φον Μέτερνιχ) τους επαναστάτες υπό τον φόβο ενός δημοκρατικού κινήματος που θα μπορούσε να κλονίσει τα παραδοσιακά, κατεστημένα συστήματα εξουσίας;
Ως μεγάλος θαυμαστής της Ελλάδας, ο βασιλιάς των Βίτελσμπαχ, Λουδοβίκος Α‘, τοποθετήθηκε υπέρ του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία και έδωσε στο Μόναχο, την πόλη όπου κατοικούσε, έντονα νεοκλασικιστική όψη.1Για μια συνολική επισκόπηση των διασταυρώσεων μεταξύ της δυναστείας των Βίτελσμπαχ και της Ελλάδας βλ. Κουλούρη, 2020. Με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο γιος του, Όθωνας, έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας το 1832. Έτσι, ο φιλελληνισμός άσκησε πολύ ισχυρότερη επιρροή στη βαυαρική δυναστεία από ό,τι, για παράδειγμα, σε άλλους γερμανικούς οίκους, οι οποίοι στράφηκαν προς τον γοτθικό και τον μεσαιωνικό ρομαντισμό.
Στην Ελλάδα, η οποία αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος από το 1830, ο δεκαεπτάχρονος καθολικός Όθωνας αντιμετωπίστηκε με μεγάλη καχυποψία, πρωτίστως σε πολιτικό επίπεδο. Αν και αναγκάστηκε το 1862, μετά από τριάντα ταραχώδη χρόνια, να παραιτηθεί από βασιλιάς και να επιστρέψει εξόριστος στη Βαυαρία, ο Όθωνας Α‘ άφησε πίσω του πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά: στην εποχή του, η Ελλάδα ήταν το πρώτο κράτος στον κόσμο που εισήγαγε την καθολική ψηφοφορία για τους άνδρες το 1833. Τα σύγχρονα ελληνικά κτίρια, τα περισσότερα από τα οποία σχεδιάστηκαν από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ, είχαν ως στόχο να προσδώσουν στο «κατσικοχώρι» της Αθήνας εκλεπτυσμένο χαρακτήρα και να καταστήσουν την πρωτεύουσα ισάξια με άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Ταυτόχρονα, ο Όθωνας υποστήριξε εθνικιστικές επιδιώξεις όπως τη Μεγάλη Ιδέα, το όραμα για ανακατάληψη των άλλοτε ελληνικών εδαφών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Haderer, 2021, 16-17).
Από το μέρος της οικογένειας των Βίτελσμπαχ που δεν βρισκόταν στην εξουσία υπήρξε επίσης ένα μέλος που έτρεφε ενθουσιασμό για τον ελληνικό πολιτισμό: ο δούκας Μαξιμιλιανός (1808-1888), πατέρας της πριγκίπισσας Ελισάβετ (Σίσσυ). Ένα από τα μακρινά ταξίδια του τον οδήγησε στο ελληνικό νησί της Σύρου, όπου γνώρισε τον ήρωα ναυτικό Κωνσταντίνο Κανάρη, τον οποίο αργότερα ο Όθωνας διόρισε πρωθυπουργό του. Κατά τρόπο σχεδόν ειρωνικό, ο Μαξιμιλιανός γνώρισε επίσης τον αναρχικό Θεόδωρο Γρίβα, έναν από τους συνωμότες που συμμετείχαν στην ανατροπή του Όθωνα (Schweiggert, 2017, 162-164).
Ο βαθμός στον οποίο αυτές οι οικογενειακές συσχετίσεις ερέθισαν το ενδιαφέρον της Ελισάβετ για την Ελλάδα και ο ρόλος που έπαιξε ο πατέρας της σε αυτό, δεν παραδίδονται στις ιστορικές πηγές. Ωστόσο, η αυτοκράτειρα της Αυστρίας είχε ήδη διαπιστώσει την αγάπη της για τον ελληνικό πολιτισμό και το ελληνικό τοπίο σίγουρα έως την ηλικία των 24 ετών, όταν πέρασε αρκετούς μήνες στο νησί της Κέρκυρας. Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη με τους συγγενείς της, ο φιλελληνισμός της Ελισάβετ πήρε υπερβολικές διαστάσεις μόνο τα τελευταία χρόνια της, όταν απέκτησε την λεγόμενη «ελλαδομανία», όπως την αποκαλούσαν κάπως περιφρονητικά στους κύκλους της βιεννέζικης Αυλής. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να εξετάσει τον φιλελληνισμό της Ελισάβετ από προσωπική, αισθητική και πνευματική σκοπιά και να εξαγάγει συμπεράσματα για την προσωπικότητά της.
Μια απόδραση ως καθοριστικό γεγονός
Στις 24 Απριλίου 1854, η Ελισάβετ, μόλις 17 ετών, παντρεύτηκε τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄, που βρισκόταν στον θρόνο της πανίσχυρης αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Το 1857, το νεαρό αυτοκρατορικό ζεύγος γνώρισε την πρώτη μεγάλη απώλεια με τον θάνατο της δίχρονης κόρης του, Σοφί. Έναν χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο πολυπόθητος διάδοχος του θρόνου, ο Ρούντολφ. Η θεία και πεθερά της Ελισάβετ, αρχιδούκισσα Σοφία, με την οποία η Ελισάβετ είχε τεταμένες σχέσεις, ανέλαβε την ανατροφή των δύο παιδιών του ζεύγους, της Γκιζέλα και του Ρούντολφ. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήθελε, παράλληλα, να αφήσει το πολιτικό του στίγμα και βρήκε την ευκαιρία να το κάνει στον πόλεμο κατά της Σαρδηνίας-Πιεμόντε (1859). Η Ελισάβετ παρέμενε μόνη της στη Βιέννη και οι εντάσεις με την αρχιδούκισσα Σοφία και τους έμπιστούς της έγιναν αφόρητες για εκείνη. Η νεαρή αυτοκράτειρα δεν αισθανόταν πλέον ικανή να αντιμετωπίσει τα βάρη και τις κόντρες της Αυλής και τελικά αρρώστησε, ψυχικά και σωματικά. Ένα ταξίδι στη Μαδέρα το χειμώνα του 1860 είχε ως επίσημο στόχο να θεραπεύσει τις πνευμονικές παθήσεις της. Η αυτοκράτειρα μπόρεσε έτσι να ξεφύγει για μικρό χρονικό διάστημα από το άγχος και τις πιέσεις της βιεννέζικης Αυλής και να ζήσει μια ανέμελη ζωή στο μακρινό νησί του Ατλαντικού. Στο ταξίδι της επιστροφής, τον Μάιο του 1861, το πλοίο αγκυροβόλησε στην Κέρκυρα. Η Ελισάβετ συγκλονίστηκε από την πλούσια ανθοφορία του Ιονίου νησιού που βρισκόταν ακόμη υπό βρετανική κυριαρχία. Μόλις έφτασε στη Βιέννη, η υγεία της υποτροπίασε σοβαρά, με αποτέλεσμα αυτή τη φορά να μεταφερθεί στην Κέρκυρα (Haderer, 2021, 22).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η 24χρονη μητέρα δύο παιδιών ανάρρωσε εκπληκτικά γρήγορα στην ειδυλλιακή απομόνωση του νησιού. Τα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων έκαναν λόγο για δραστηριότητες που είχαν εν μέρει χαρακτήρα επισημότητας: εκδρομές με το πλοίο, υποδοχή επίτιμων καλεσμένων στη βίλα Μον Ρεπό, όπου είχε εγκατασταθεί η Ελισάβετ, αλλά και επισκέψεις σε αγώνες φρεγατών και παραστάσεις στο δημοτικό θέατρο Σαν Τζάκομο. Ο ελληνικός πληθυσμός ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την τιμητική επίσκεψη και την ομορφιά της νεαρής αυτοκράτειρας, ώστε η πολιτική δυσαρέσκεια κατά των Αψβούργων παραμερίστηκε και ακόμα και Έλληνες ποιητές δημοσίευσαν σε εφημερίδες στίχους που εύχονταν την ταχεία ανάρρωση της μονάρχη.2Για παράδειγμα, στην ελληνική εφημερίδα Ο Παρατηρητής, 17 Ιουλίου 1861.
Μετά από λίγους μήνες, η Ελισάβετ επέστρεψε στη Βιέννη υγιής και ψυχικά ώριμη. Το γεγονός ότι αυτή η απόδραση από την Αυλή υπήρξε μια σημαντική εμπειρία για την περαιτέρω εξέλιξή της φανερώνεται και στο νοσταλγικό ύφος των στίχων της, όπως καταγράφεται στο ποίημα της Νοσταλγία για την Κέρκυρα [Sehnsucht nach Korfu], 25 χρόνια μετά.3Όλα τα ποιήματα της λογοτεχνικής παρακαταθήκης της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, τα οποία φυλάσσονταν κλειδωμένα σε μεταλλική κασετίνα στα Ομοσπονδιακά Αρχεία της Ελβετίας μέχρι το 1950, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά από την ιστορικό Μπριγκίτε Χάμαν το 1984.
Αχιλλέας: μύθος και ιδανικό για τη ζωή της αυτοκράτειρας
Η γοητεία που έτρεφε η Ελισάβετ για την Ελλάδα οφειλόταν σίγουρα σε αυτή τη μακρόχρονη παραμονή της στην Κέρκυρα. Επιπλέον, το ενδιαφέρον της για την ποίηση, που ήταν το μεγαλύτερο πάθος της μαζί με την ιππασία και τα ταξίδια, έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄, ο εξάδελφος της Ελισάβετ, Λουδοβίκος Β΄, και ο πατέρας της, δούκας Μαξιμιλιανός, αγαπούσαν επίσης να γράφουν ποίηση. Η αυτοκράτειρα αισθανόταν ότι συγγένευε πνευματικά με τον ποιητή Χάινριχ Χάινε. Τον αποκαλούσε «δάσκαλό» της, που της υπαγόρευε στίχους από τον άλλο κόσμο. Μεταξύ 1885 και 1888, η Ελισάβετ έγραψε τρεις ποιητικούς κύκλους στο ύφος του Χάινε: Τραγούδια της βόρειας θάλασσας [Nordseelieder], Τραγούδια του χειμώνα [Winterlieder] και Τρίτο βιβλίο [Drittes Buch]. Σε καθέναν από τους κύκλους εμφανίζεται ξανά και ξανά με ελληνικά γράμματα το όνομα του Αχιλλέα, τον οποίο η Ελισάβετ ανέφερε συχνά ως γαμπρό της ψυχής της, ως «αγαπημένο» της ή ως «πιο ένδοξο» και στον οποίο αφιέρωσε πολλά ποιήματα (Hamann, 2017, 41).
Στον χαρακτήρα αυτού του ομηρικού ήρωα, η αυτοκράτειρα επέμενε να βλέπει παραλληλισμούς με τη δική της ζωή και την ίδια. Καθώς ο ημίθεος Αχιλλέας ήταν τρωτός στη φτέρνα του, η μητέρα του Θέτις τον έκρυψε για να μην χρειαστεί να πάει στον πόλεμο για τον βασιλιά Αγαμέμνονα. Όταν όμως τον βρήκε ο πανούργος Οδυσσέας, αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην εκστρατεία παρά τη θέλησή του. Στη μάχη για την Τροία, ο Αχιλλέας έχασε τον πιστό του φίλο και σύντροφο, Πάτροκλο. Εκδικήθηκε τον Έκτορα σκοτώνοντάς τον και σέρνοντάς τον θριαμβευτικά γύρω από τα τείχη της πόλης της Τροίας με το άρμα του. Στο τέλος, όμως, ο ίδιος ο Αχιλλέας τραυματίστηκε θανάσιμα στη φτέρνα από το βέλος του Πάρη.
Στον μύθο του Αχιλλέα αντικατοπτρίζονται ζητήματα με τα οποία η Ελισάβετ ήρθε αντιμέτωπη καθ‘ όλη τη διάρκεια της ζωής της: εκπλήρωση καθήκοντος, δύναμη θέλησης, πόνος αποχωρισμού κι ο θάνατος, όμως και «η παντοδυναμία της μοίρας που κάποτε χτυπά απολύτως απροσδόκητη […] στη μυθική μορφή του Αχιλλέα, συγχωνεύονται για την Ελισάβετ ο Έρως και ο Θάνατος, το πάθος, δηλαδή κι ο θάνατος» (Haderer, 2021, 89).
Καθώς μεγάλωνε, η αυτοκράτειρα ανέπτυξε μια φαντασιακή ερωτική σχέση με τον ομηρικό αυτό ήρωα, τον οποίο λάτρευε εντός κι εκτός των ποιημάτων της. Είχε χαράξει το όνομά του στα ελληνικά στο ασημένιο ρολόι τσέπης της. Προκειμένου να δει τον τάφο του στην Τροία, έκανε ένα μακρύ, εξαντλητικό θαλασσινό ταξίδι το φθινόπωρο του 1885, το οποίο χαρακτήρισε σε ένα από τα εκτενέστερα και πιο ρομαντικά της ποιήματα ως νυφικό ταξίδι ψυχής (Hamann, 2017, 84). Η Ελισάβετ ανέθεσε στον Γερμανό γλύπτη Ερνστ Χέρτερ να κατασκευάσει το γλυπτό του «Ετοιμοθάνατου Αχιλλέα» που τοποθετήθηκε στη Βίλα του Ερμή στη Βιέννη και αργότερα στο πάρκο του κάστρου Μιραμάρε κοντά στην Τεργέστη (Hamann, 2017, 45).
Η αυτοκράτειρα μιλούσε για τη λατρεία της για τον ήρωα στον Έλληνα αναγνώστη της, Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, με τα εξής λόγια:
[…] Τον αγαπώ επίσης επειδή ήταν τόσο γοργοπόδαρος. Ήταν δυνατός και πεισματάρης και περιφρονούσε όλους τους βασιλιάδες και τις παραδόσεις και θεωρούσε τις μάζες των ανθρώπων ένα τίποτα που κάνει μόνο για να το θερίσει σαν καλαμιά ο θάνατος. Θεωρούσε ιερή μόνο τη δική του θέληση και ζούσε μόνο τα όνειρά του, και η θλίψη του ήταν πιο πολύτιμη γι‘ αυτόν απ‘ όλη τη ζωή (Χρηστομάνος, 1993, 108).
Το αποκορύφωμα αυτής της σχεδόν θρησκευτικής λατρείας ήταν τελικά η κατασκευή και η ονομασία του ελληνικού κάστρου Αχίλλειον στην Κέρκυρα, του οποίου η κατασκευή διατάχθηκε από την Ελισάβετ μετά την αυτοκτονία του γιου της, Ρούντολφ, το 1889 και ολοκληρώθηκε το 1891.
Ο πόθος για ανεξαρτησία και ελευθερία
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην Αυλή και στην κοινωνία επέμενε η φήμη ότι η αυτοκράτειρα της Αυστρίας ήταν αδιάφορη για την πολιτική. Ωστόσο, τα ποιήματά της και οι οξυδερκείς παρατηρήσεις της αποδεικνύουν το αντίθετο. Εκεί η Ελισάβετ εξέφραζε ξεκάθαρα την περιφρόνησή της για την απολυταρχία και τη μοναρχία. Λάτρευε επίσης τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, του οποίου η προτομή βρισκόταν στο γραφείο της στο Αχίλλειο και του οποίου τη γενέτειρα στην Κορσική επισκέφθηκε (Haderer, 2021, 18). Ο Ναπολέων πρέπει να γοήτευε την αυτοκράτειρα αφενός επειδή ο αγαπημένος της ποιητής, Χάινριχ Χάινε, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, αφετέρου γιατί ο Γάλλος θεωρούνταν καταστροφέας των ξεπερασμένων συστημάτων διακυβέρνησης και ανανεωτής στην Ευρώπη.4Επί του Ναπολέοντα Βοναπάρτη δημιουργήθηκαν σε πολιτικό επίπεδο νέα κράτη, όπως η «Δημοκρατία της Σισαλπίας» στην Άνω Ιταλία (Republica Cisalpina), οι «Ιλλυρικές Επαρχίες» στη Δαλματία και το Δουκάτο της Βαρσοβίας.
Ο ελληνικός αγώνας για ανεξαρτησία απασχόλησε την αυτοκράτειρα με διάφορους τρόπους. Εκτός από τον Χάινριχ Χάινε, τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ και τον Όμηρο, οι δύο ρομαντικοί Πέρσι Σέλλεϋ και Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον ήταν από τους αγαπημένους της ποιητές. Η Ελισάβετ μελέτησε τις βιογραφίες τους και μετέφρασε πολλά από τα ποιήματά τους από τα αγγλικά. Και οι δύο ήταν αφοσιωμένοι φιλέλληνες. Ο Σέλλεϋ έγραψε το περίφημο ποίημά του Ελλάς με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στον πρόλογό του υποστήριζε την ελευθερία και την ισότητα των ανθρώπων, γεγονός που πρέπει να ενθουσίασε την Ελισάβετ.
Ο Λόρδος Βύρων, από την άλλη, πολέμησε στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων στον αγώνα της ανεξαρτησίας του 1823, αλλά πέθανε έναν χρόνο αργότερα στο Μεσολόγγι. Τον Σεπτέμβριο του 1888, η αυτοκράτειρα έφτασε με πλοίο και ξεκίνησε ένα ακόμη επιβαρυντικό ταξίδι δια της ξηράς στην Αιτωλοακαρνανία για να ακολουθήσει τα βήματα του Βύρωνα. Το πρόγραμμα περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, επίσκεψη στο σπίτι του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα και στο μνημείο του (Margari, 2016. Haderer, 2021, 149). Στο πάρκο του Αχιλλείου, η Ελισάβετ όρισε τελικά να στηθεί στη σκιά των δέντρων ένα γλυπτό του ποιητή σε στάση περισυλλογής, το οποίο βρίσκεται στο σημείο έως σήμερα.
Η αυτοκράτειρα θαύμαζε επίσης τον Κερκυραίο κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, τον πρώτο κυβερνήτη της σύγχρονης Ελλάδας. Στην Κέρκυρα επισκέφθηκε τον τάφο του στο μοναστήρι της Πλατυτέρας και τη βίλα του δίπλα στη θάλασσα. «Είχα πάντα μεγάλη συμπάθεια γι‘ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η ζωή τον πλήγωσε τόσο πολύ», εξομολογήθηκε στον αναγνώστη της, Χρηστομάνο, όταν εκείνος της μίλησε για την τραγική μοίρα του διάσημου πολιτικού. Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο το 1831 (Χρηστομάνος, 1993, 162).
Στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μάνου, Έλληνα ποιητή και νομικού, μετέπειτα αντάρτη, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ βρήκε έναν προσωπικό αναγνώστη αλλά και έναν ταξιδιωτικό σύντροφο για μερικούς μήνες (από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1893). Η οικογένεια Μάνου ήταν Φαναριώτες από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Θρασύβουλος, συμμετείχε στην ανατροπή του βασιλιά Όθωνα Α‘ ως επικεφαλής του πυροβολικού και ως αγωνιστής στην επανάσταση στην Κρήτη το 1866. Μετά τη σύντομη θητεία του κοντά στην αυτοκράτειρα, ο νεαρός ποιητής, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, αγωνίστηκε για την ανακατάληψη των ελληνικών εδαφών – προς μεγάλη απογοήτευση, βεβαίως, του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, ο οποίος, σε αντίθεση με τη σύζυγό του, Ελισάβετ, δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τα ιδανικά των επαναστατών και καταδίκαζε έντονα στις επιστολές του τις ελληνικές προσπάθειες για ανεξαρτησία (Nostitz-Rieneck, 1966/II, 230).5Σε ορισμένες επιστολές προς τη σύζυγό του, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ καταδίκασε τις ελληνικές εξεγέρσεις κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η αντίδραση της Ελισάβετ σε αυτό δεν είναι γνωστή, καθώς σχεδόν ολόκληρη η επιστολογραφία της καταστράφηκε μετά το θάνατό της. Αφού συμμετείχε στην εξέγερση του Θερίσου στην Κρήτη (1905), ο Κωνσταντίνος Μάνος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου το 1913. Οι λίγες σωζόμενες ημερολογιακές εγγραφές του παρέχουν πληροφορίες για την εποχή κατά την οποία συνόδευσε την αυτοκράτειρα ως αναγνώστης της (Haderer, 2021, 210-212).6Οι ημερολογιακές εγγραφές του Κωνσταντίνου Μάνου εκδόθηκαν το 1972 από τον Έλληνα συγγραφέα Κυριάκο Μητσοτάκη με τον τίτλο Η αυτοκρατόρισσα κι ο ποιητής από τον εκδοτικό οίκο Αλκαίος.
Όψεις αισθητικής: η λατρεία της ομορφιάς και η επιθυμία για τη δημιουργία συλλογής
Η λατρεία για την ομορφιά και το σώμα που χαρακτήριζε την αυτοκράτειρα Ελισάβετ ταίριαζε αρμονικά με την αγάπη της για την Ελλάδα. Η σωματική επιθυμία και η σεξουαλικότητα έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο στη ζωή της. Αντίθετα, περιβαλλόταν με έργα τέχνης που ανταποκρίνονταν στο αισθητικό της όραμα. Μπροστά από τη βίλα του Ερμή, την οποία ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε χτίσει για τη σύζυγό του το 1882 (ολοκληρώθηκε το 1886), βρίσκεται ένα γλυπτό του γυμνού αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή, που φιλοτέχνησε ο Γερμανός γλύπτης Ερνστ Χέρτερ. Η χάρη και η νεότητά του αντιστοιχούσαν στο πρότυπο της ιδανικής ομορφιάς της Ελισάβετ. Αυτά αντικατοπτρίζονταν επίσης σε όλα τα έργα τέχνης και τα διακοσμητικά αντικείμενα που απέκτησε η πριγκίπισσα για το πάρκο του Αχιλλείου στην Κέρκυρα. Η αίθουσα γυμναστικής της Βίλας του Ερμή, όπου γυμνάζονταν καθημερινά, είναι διακοσμημένη με πίνακες ζωγραφικής όπου απεικονίζονται Έλληνες αθλητές και αθλήτριες.
Όταν η Ελισάβετ, με τη συνοδεία του πιστού ταξιδιωτικού της συντρόφου και γνώστη της Ελλάδας, Αλεξάντερ φον Βάρσμπεργκ, εντόπισε το ερειπωμένο κτήμα του φιλοσόφου Πέτρου Βράιλα Αρμένη σε έναν λόφο κοντά στο Γαστούρι της Κέρκυρας, μαγεύτηκε. Αποφάσισε να αποκτήσει τη βίλα Βράιλα, το κατάφυτο πάρκο και τα παρακείμενα οικόπεδα και να το κάνει καταφύγιο, κάποιου είδους Όλυμπο που προοριζόταν για την ίδια και για τους κοντινότερους έμπιστούς της.
Το Αχίλλειο κόστισε πάνω από δύο εκατομμύρια φιορίνια (περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ) και εγκαινιάστηκε επίσημα τον Σεπτέμβριο του 1891 (Haderer, 2021, 90-91). Η τελευταία κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας, η κόμισσα Ίρμα Στάραϊ, η οποία ταξίδεψε στην Κέρκυρα δύο φορές με την Ελισάβετ, αποκάλεσε το παλάτι «καταφύγιο, το υπέροχο άσυλο μιας μεγάλης, πληγωμένης ψυχής» (Sztáray, 1909, 90). Εν τω μεταξύ, η αυτοκράτειρα θεωρούσε τον εαυτό της Ελληνίδα και συχνά συστηνόταν ως τέτοια στο εξωτερικό. Στις επιστολές της αναφερόνταν συχνά τον σύζυγό της, Φραγκίσκο Ιωσήφ, με την προσφώνηση «Μεγαλειότης», στα ελληνικά (Bourgoing, 1964, 107).
Η Ελισάβετ σχεδίασε την επίπλωση του νέου της παλατιού σε πομπηιανό στυλ μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Αντλούσε έμπνευση από τα πολλά ταξίδια της, στα οποία επισκεπτόταν αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές και αγόραζε έργα τέχνης. Για παράδειγμα, επισκέφθηκε τις ανασκαφές του Γερμανού αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν στις Μυκήνες και την Τίρυνθα, το σπίτι του Σλήμαν (Ιλίου Μέλαθρον), την Ακρόπολη και άλλα μουσεία στην Αθήνα, καθώς και τις αρχαιολογικές πόλεις της Πομπηίας και του Ηρακλείου στην Ιταλία (Haderer, 2021, 117). Ο Βίλχελμ Ντέρπφελντ, συνάδελφος του Σλήμαν, χρειάστηκε να στείλει στην Ελισάβετ τις φωτογραφίες ενός γλυπτού του Ερμή μετά από μια επίσκεψη στην Ολυμπία, ώστε να μπορέσει να φτιάξει ένα όσο το δυνατόν πιο αυθεντικό αντίγραφο.7Βλ. διπλωματική διακοίνωση προς το Υπουργείο Εξωτερικών της 23ης Ιανουαρίου 1889 στα Αρχεία της Βουλής, του Δικαστηρίου και του Κράτους της Αυστρίας (Πρακτικά „Varia: diverse Reisen der Kaiserin Elisabeth, 1880-1896“ [«Διάφορα: διάφορα ταξίδια της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, 1880-1896»]).
Ακόμη και αν τα περισσότερα εκθέματα δεν ήταν πολύτιμα πρωτότυπα έργα, το μνημειώδες άγαλμα του «Ετοιμοθάνατου Αχιλλέα» του Χέρτερ, οι εννέα Μούσες στο περιστύλιο, τα τέσσερα γλυπτά της Αρτέμιδος, του Άρη, της Αφροδίτης και του Άδωνη στην άνοδο της «Σκάλας των Θεών» ή οι Εστιάδες και οι Κένταυροι στις ταράτσες του Αχιλλείου αποδεικνύουν την εξαιρετικά φίνα καλλιτεχνική αίσθηση της Ελισάβετ και την αγάπη της για τη λεπτομέρεια.
Μετά από λίγα μόλις χρόνια η αυτοκράτειρα έχασε και πάλι το ενδιαφέρον της για το ελληνικό παλάτι της. «Τα όνειρά μας είναι πάντα πιο όμορφα όταν δεν τα πραγματοποιούμε», εξομολογήθηκε κάποτε στον αναγνώστη της Χρηστομάνο (Χρηστομάνος, 1993, 165). Ήδη ένα χρόνο πριν από το θάνατό της, η Ελισάβετ έβαλε να συμμαζευτεί το κτήμα και να μεταφερθούν πολλά έργα τέχνης στη βίλα του Ερμή. Η ασταθής πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πιθανώς ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμούσε ξαφνικά πλέον να ταξιδεύει τακτικά στην Κέρκυρα.
Η Ελισάβετ και οι Έλληνες έμπιστοί της
Σε πνευματικό επίπεδο, η αυτοκράτειρα (και σε αυτό συμφωνούν πολλοί βιογράφοι της) ασχολήθηκε πολύ πιο εντατικά με την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό από ό,τι, για παράδειγμα, οι Γερμανίδες βασίλισσες που βρέθηκαν οι ίδιες στον θρόνο της Ελλάδας ή ο Κάιζερ Βίλχελμ Β‘, ο οποίος αργότερα αγόρασε το Αχίλλειο. Μετά από σύσταση του συντρόφου της στα ταξίδια, Αλεξάντερ φον Βάρσμπεργκ, η Ελισάβετ παρακολούθησε μαθήματα αρχαίων και νέων ελληνικών στην Κέρκυρα ξεκινώντας το φθινόπωρο του 1888, με τον καθηγητή του Γυμνασίου Ιωάννη Ρωμανό (Haderer, 2021, 69). Η Ελισάβετ είχε για πρώτη φορά την ιδέα να κάνει καθημερινά μαθήματα ελληνικών, ενώ βάδιζε και έφτιαχνε τα μαλλιά της, όταν κατά τη διάρκεια μιας παραμονής της στο Ναύπλιο συνάντησε τυχαία έναν νεαρό φοιτητή, τον Νίκο Θερμογιάννη, ο οποίος της προσέφερε τις υπηρεσίες του.8Αυτή η συνάντηση περιγράφεται επίσης με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο άρθρο “Sisi’s Youthful Enthusiasts: Empress Elisabeth and Her Greek Readers”, βλ. Haderer, 2022.
Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, συνολικά δέκα νέοι Έλληνες συνόδευσαν την ανήσυχη αυτοκράτειρα στα ταξίδια της. Ανάμεσά τους ήταν διάσημοι διανοούμενοι, ορισμένοι από τους οποίους είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό ή αργότερα μετακόμισαν εκεί: ο Νικόλαος Θερμογιάννης, ο Ρούσσος Ρουσόπουλος, οι αδελφοί Αντώνης και Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Ιωάννης Κεφαλάς, ο Κωνσταντίνος Μάνος, ο Μαρίνος Μαρινάκης, ο Αλέξανδρος Μερκάτης, ο Αλέξιος Πάλλης και ο Φρέντερικ Τζορτζ Μπάρκερ. Στη βιεννέζικη Αυλή, παρότι οι Έλληνες αυτοί προέρχονταν από ευυπόληπτες οικογένειες αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία και δυσπιστία (Haderer, 2021, 116).
Το γεγονός ότι η αυτοκράτειρα είχε κυρίως νέους άνδρες (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μόλις στα μέσα της δεκαετίας των 20) να της διαβάζουν είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο από ψυχολογική άποψη: μετά την αυτοκτονία του μοναχογιού της, η Ελισάβετ αναζητούσε ακριβώς τη φιλοσοφική ανταλλαγή και τις προσωπικές συζητήσεις που δεν είχε ποτέ με τον Ρούντολφ.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα είναι το ενδιαφέρον της για την ελληνική δημοτική γλώσσα, την οποία σαφώς προτιμούσε από την λόγια γλώσσα (καθαρεύουσα). Σε έναν από τους αναγνώστες της, η αυτοκράτειρα εξήγησε τον λόγο αυτής της απόφασης: «Αν υπάρχει κάτι που απεχθάνομαι, αυτό είναι η υποκρισία στη σκέψη, γραπτή ή άλλη» (Marinaky, 1978, 47). Αυτή και μόνο η επιθυμία της να υιοθετήσει τη γλώσσα του απλού λαού – των αγροτών, των ψαράδων και των βοσκών – δείχνει το άνοιγμα και την εγγύτητα στο λαό, που ήταν εξίσου χαρακτηριστικά του πατέρα της, Δούκα Μαξιμιλιανού, και του γιου της, Ρούντολφ.
Μαζί με τους αναγνώστες της, επιπλέον, η αυτοκράτειρα μετέφρασε σπουδαία λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, του Χάινριχ Χάινε, του Ερρίκου Ίψεν, του Λέοντα Τολστόι και του Άρθουρ Σοπενχάουερ, καθώς και νεοελληνική ποίηση του Αθανάσιου Χριστόπουλου και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (Haderer, 2021, 124).
Ο διασημότερος ίσως αναγνώστης της Ελισάβετ, ο μετέπειτα θεατρικός συγγραφέας και ιδρυτής της «Νέας Σκηνής» Κωνσταντίνος Χριστομάνος, τύπωσε κρυφά μια ελληνική μετάφραση του έργου της αυτοκράτειρας Οι Μονήρεις [Die Einsamen]) με το ψευδώνυμο Gloriette. Μέχρι σήμερα, το έργο διασώζεται, μαζί με κάποιες άλλες γλωσσικές ασκήσεις, στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα.
Πρόσληψη ενός θρύλου στην Ελλάδα
Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ πραγματοποίησε, κυρίως για προσωπικούς λόγους, συνολικά 15 ταξίδια στην Ελλάδα. Δύο φορές επισκέφθηκε την Αθήνα ινκόγκνιτο αντικρίζοντας το φιλοπερίεργο πλήθος στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο της, καθώς η είδηση της άφιξης της υψηλής επισκέπτριας είχε κάνει την εμφάνισή της και στις ελληνικές εφημερίδες. Στο νησί της Κέρκυρας, ωστόσο, οι ντόπιοι συνήθισαν γρήγορα την παρουσία της και δεν την ενόχλησαν περαιτέρω.
Στις μοναχικές περιπλανήσεις της στα τοπία της Οδύσσειας, η Ελισάβετ είχε πρόσβαση στον κόσμο των απλών ανθρώπων, κάτι που της στερούσε πάντα η βιεννέζικη Αυλή. Εκτός από τα πολυάριθμα ανέκδοτα κείμενα, τα προσωπικά Φύλλα ημερολογίου [Tagebuchblätter] του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου αποτελούν ανεκτίμητη ιστορική πηγή. Οι εν μέρει ρομαντικές περιγραφές μάς παρέχουν πληροφορίες για τις συναντήσεις και τις συζητήσεις των Ελλήνων χωρικών με την αυτοκράτειρα. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα πουλήθηκαν πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ελλάδα. Χάρη σε αυτά τα απομνημονεύματα, ο Χρηστομάνος καταχωρήθηκε για πολύ καιρό ως ο πιο πολυδιαβασμένος νεοέλληνας συγγραφέας στο εξωτερικό.
Στη μνήμη των Κερκυραίων, η αυτοκράτειρα κατείχε ιδιαίτερα υψηλή θέση: είχε τη φήμη μιας εξαιρετικά ευγενικής και γενναιόδωρης γυναίκας. Αφού η Ελισάβετ χρηματοδότησε την κατασκευή ενός πηγαδιού στο χωριό Γαστούρι και πήρε το μέρος δύο κατηγορουμένων γυναικών σε μια δικαστική διαμάχη, έγινε επίτιμη πολίτις του Γαστουρίου. (Haderer, 2021, 153)
Η τραγική δολοφονία της αυτοκράτειρας της Αυστρίας στη Γενεύη στις 10 Σεπτεμβρίου 1898 ώθησε τελικά πολλούς από τους προσωπικούς της αναγνώστες να δημοσιεύσουν νεκρολογίες ή κείμενα με προσωπικές τους αναμνήσεις. Όλοι τους εκφράζονταν πολύ πιο θετικά για την παρουσία της Ελισάβετ και την σχέση τους μαζί της απ‘ ό,τι θα περίμενε κανείς, αν κρίνει από τις αιχμηρές καταγραφές της αριστοκρατίας της Βιέννης και τις επικριτικές αναφορές του Τύπου. Έτσι, οι Έλληνες σύντροφοί της στα ταξίδια συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στο να φωτιστεί εκ νέου η προσωπικότητα μιας γυναίκας που εξακολουθεί έως σήμερα να γοητεύει πολύ κόσμο.