Johann Friedrich Julius Schmidt, Διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών (1858-1884)

  • Δημοσιεύτηκε 10.03.22

Ποιος ήταν ο Johann Friedrich Julius Schmidt; Ποια ήταν η προσφορά του στην αστρονομία και τις άλλες θετικές επιστήμες; Και ποια ήταν η συνεισφορά του στην ανάπτυξη των επιστημών στο νέο ελληνικό κράτος;

Περιεχόμενα

    Εισαγωγή

    Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι επιστήμες διέρχονταν ακόμη από το περιγραφικό τους στάδιο. Η συλλογή και η καταγραφή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού παρατηρήσεων, με ολοένα πιο ακριβείς μετρήσεις, καταλάμβανε μεγάλο μέρος της επιστημονικής δραστηριότητας, καθώς και του περιεχομένου των επιστημονικών εντύπων της εποχής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την μη απόλυτα οργανωμένη σε ιδρύματα επιστημονική έρευνα, επέτρεπε σε μεγάλο αριθμό ερασιτεχνών επιστημόνων να συμβάλλουν ουσιαστικά –και πολλές φορές πρωτοποριακά– σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους, και ειδικά στην επιστήμη της Αστρονομίας. Με τον όρο «ερασιτέχνες αστρονόμοι» εννοούμε εκείνους που στερούνται της απαιτούμενης τυπικής εκπαίδευσης, κατά συνέπεια και των αντίστοιχων ακαδημαϊκών τίτλων, οι οποίοι με βασικό κίνητρο την αγάπη προς την επιστήμη παρατηρούν τα ουράνια φαινόμενα συστηματικά, αλλά και με αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία, και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων και μετρήσεων τους σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, συμβάλλοντας κατ‘ αυτόν τον τρόπο στην πρόοδο της αστρονομίας. Τέτοιου είδους ερασιτέχνες επιστήμονες υπήρξαν πολλοί –υπάρχουν ακόμη και σήμερα–, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και πολλοί διάσημοι αστρονόμοι. Ο Johann Friedrich Julius Schmidt ήταν, μεταξύ αυτών, ένας από τους πιο αφοσιωμένους και ακούραστους οπτικούς παρατηρητές του ουρανού, καθώς και άλλων φυσικών φαινομένων. Το ενδιαφέρον του Julius Schmidt για την αστρονομία ξεκίνησε από νεαρή ηλικία. Ήταν ένας επίμονος και συστηματικός παρατηρητής όλων των ουράνιων φαινομένων· το διαρκές ενδιαφέρον του όμως για ολόκληρη τη ζωή του αφορούσε στην παρατήρηση της Σελήνης. Ο Αμερικανός αστρονόμος W.H. Pickering έγραψε ότι ο Schmidt: «[…] αφιέρωσε το μεγαλύτερο, από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, μέρος της ζωής του στη μελέτη της Σελήνης» (Dobbins & Sheehan, 2014, 159).

    Νεανικά χρόνια

    Ποιος ήταν λοιπόν ο Julius Schmidt; Γεννήθηκε στο Οϊτίν [Eutin], το Μεγάλο Δουκάτο του Όλντενμπουργκ [Oldenburg] στη Γερμανία, στις 26 Οκτωβρίου 1825 (Dobbins and Sheehan, 2014, 159). Οι γονείς του ήταν ο Carl Friedrich Schmidt, υαλουργός στο επάγγελμα, και η Maria Elisabeth Schmidt το γένος Quirling. Παιδί, ο Schmidt, πήγε σχολείο στο Αμβούργο, όπου ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τη φύση. Όταν ήταν 14 ετών, συνάντησε συμπτωματικά τον κόσμο των ουράνιων σωμάτων. Όπως αναφέρει στη σύντομη βιογραφία του που συμπεριελήφθη στο μνημειώδες έργο του Charte der Gebirge des Mondes (Schmidt, 1878, IV-VIII):

    Το φθινόπωρο του 1839, στην πατρίδα μου Eutin, σε μια δημοπρασία, βρήκα το βιβλίο του Johann Hieronymus Schroeter, Selenotopographische Fragmente, (τ. Ι, Lilienthal, 1791, τ. II, Göttingen, 1802) για τη Σελήνη. Η εντύπωση των σκιασμένων βουνών και των κρατήρων ήταν τόσο έντονη και διαρκής, που καθόρισε το υπόλοιπο της ζωής μου. Ήμουν μόλις 14 ετών και, παρόλο που ασχολήθηκα, για αρκετό καιρό, με τη ζωολογία και τη βοτανική, και γνώριζα αρκετά για τα αστρονομικά φαινόμενα, δεν μπορούσα να πάρω μια οριστική απόφαση προς τα πού έπρεπε να κατευθυνθώ. Αποφάσισα μόνο όταν μπόρεσα να δω την επιφάνεια του φεγγαριού μέσω ενός τηλεσκοπίου. Αυτή η επιθυμία εκπληρώθηκε σύντομα, επειδή ένα μικρό αλλά καλό τηλεσκόπιο που μου χάρισε ο πατέρας μου, μου έδειξε τους πολυάριθμους κρατήρες της Σελήνης. Αφού το στήριξα στην κολώνα ενός λαμπτήρα δρόμου, είδα τις ακτίνες του κρατήρα Tycho και έκανα το πρώτο μου σκίτσο. Η μελέτη του βιβλίου του Schroeter και η συνέχιση της δημιουργίας σκίτσων με σχηματισμούς της Σελήνης έγιναν το κύριο επάγγελμά μου […] λόγω του οποίου παραμελούσα τα μαθήματά μου […].
    [απόδοση στα ελληνικά δική μας]

    Τον Ιούλιο του 1841, το Γυμνάσιο του Αμβούργου, στο οποίο σπούδαζε, πραγματοποίησε μια σχολική επίσκεψη στο Αστεροσκοπείο της Άλτονα [Altona], όπου ο Δρ. Petersen γοήτευσε τον νεαρό Schmidt δείχνοντας του τους κρατήρες της Σελήνης με το τηλεσκόπιο του αστεροσκοπείου και την διάθεση των σεληνιακών χαρτών των Beer και Μädler. Ενώ ζούσε στο Αμβούργο, ήταν συχνός επισκέπτης στο αστεροσκοπείο της πόλης και σύντομα ο Δρ. Christian Karl Ludwig Rümker [1788-1862] (Holland, 2014, 900-901) του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τα όργανα του αστεροσκοπείου ως εθελοντής παρατηρητής, την περίοδο 1842-1845. Ο Schmidt δημοσίευσε την πρώτη του αστρονομική εργασία στο περιοδικό Astronomische Nachrichten το 1843 (Nr. 468), η οποία αφορούσε τις παρατηρήσεις του για μεταβλητούς αστέρες και τον Ήλιο τα έτη 1841 και 1842. Όταν ο Schmidt ήταν μόλις 20 ετών, ο καθηγητής Johann Friedrich Benzenberg [1777-1846] (Kokott, 2014, 111) τού προσέφερε θέση βοηθού στο ιδιωτικό του αστεροσκοπείο στο Μπιλκ [Bilk] κοντά στο Ντίσελντορφ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, του ανατέθηκε η παρατήρηση διαττόντων αστέρων δια γυμνού οφθαλμού, καθώς και παρατηρήσεις για την αναζήτηση πιθανών πλανητών εντός της τροχιάς του πλανήτη Ερμή, χρησιμοποιώντας μικρά τηλεσκόπια. Δεν μπόρεσε τότε να συνεχίσει τις σεληνιακές του παρατηρήσεις, ιδίως με το πιο μεγάλο τηλεσκόπιο που υπήρχε, καθώς ο καθηγητής Benzenberg φοβόταν ότι η απαστράπτουσα εμφάνιση του τηλεσκοπίου θα χάλαγε, αν το χρησιμοποιούσε ο Schmidt (Λάιος, 1962, 20). Ο Benzenberg πέθανε τον επόμενο χρόνο [1846], και ο Schmidt ανέλαβε θέση βοηθού στο Αστεροσκοπείο της Βόννης υπό τον καθηγητή Friedrich Wilhelm August Argelander (Markkanen, 2014, 58).

    Στη Βόννη, το έργο του ήταν να μετρήσει τα οπτικά μεγέθη και τις θέσεις των αστεριών που βρίσκονται στον τομέα της ώρας (ορθής αναφοράς) V της ουράνιας σφαίρας για την ολοκλήρωση του πιο διάσημου καταλόγου αστέρων που ονομάζεται Bonner Durchmusterung des Nördlichen Himmels (Bonn, 1903), ή όπως είναι γενικά γνωστός BD, και του συνοδευτικού του χάρτη. Αυτό είναι ένα τεράστιο έργο, περιέχει τα οπτικά μεγέθη και τις ουράνιες συντεταγμένες 325.037 αστέρων έως το οπτικό μέγεθος 9–10 του βόρειου ημισφαιρίου του ουρανού (ζώνες απόκλισης +89˚ έως -1˚ μοίρες). Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο κατάλογος αυτός εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως τα τέλη του 20ου αιώνα από τους αστρονόμους (Batten, 1991). Όπως γράφει ο Schmidt στην ήδη αναφερθείσα σύντομη αυτοβιογραφία του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βόννη (1845-1853), τα καθήκοντά του σε αυτές τις παρατηρήσεις δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει σημαντικές παρατηρήσεις για τη Σελήνη. Βρήκε χρόνο ωστόσο να επεξεργαστεί παλαιότερες παρατηρήσεις και να ετοιμάσει πολλά σχέδια σεληνιακών μορφολογικών χαρακτηριστικών με βάση τις προηγούμενες μετρήσεις του. Κατάφερε να παρατηρήσει τη Σελήνη κατά τη διάρκεια δύο επισκέψεων (Απρίλιος 1849 και Μάιος 1853) στο Βασιλικό Αστεροσκοπείο του Βερολίνου, όπου ο διάσημος αστρονόμος Gottfried Johann Galle [1812-1910] του προσέφερε πρόσβαση στο διαθλαστικό τηλεσκόπιο των 9,6 ιντσών, το όργανο που χρησιμοποιήθηκε από τον Galle το 1846 για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του πλανήτη Ποσειδώνα. Το 1848 έκανε έναν σημαντικό αριθμό σχεδίων του Κρόνου κατά τη διάρκεια της ισημερίας.1Mια επιλογή από αυτά ανατυπώνεται στο βιβλίο του Lardner, Handbook of Astronomy.

    Ο Schmidt δεν παρέμεινε πολύ στη Βόννη. Όμως, στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα συνδέθηκε με βαθύτατη φιλία και αλληλοεκτίμηση με τον Argelander και κατανόησε πλήρως την αξία των συνεχών συστηματικών αστρονομικών παρατηρήσεων.

    Τα χρόνια της Μοραβίας

    Ο Argelander μεσολάβησε ώστε ο Schmidt να αναλάβει τη θέση του διευθυντή του ιδιωτικού αστεροσκοπείου του βαρόνου Eduard Ritter von Unkhrechtsberg [1790?-1870] στο Όλμιτς [Olmütz] της Μοραβίας, το 1853, όπου έμεινε για σχεδόν έξι χρόνια έως το 1858. Εκεί μπορούσε να εργαστεί όπως επιθυμούσε, ελεύθερος από περιορισμούς ή υποχρεώσεις για συνήθεις παρατηρήσεις ρουτίνας. Το μέχρι τότε έργο του σχετικά με τη Σελήνη τον οδήγησε το 1854 να συνεργαστεί με τον επιμελητή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Βόννη, Thomas Dickert [1801-1883], στην κατασκευή ενός γιγαντιαίου ανάγλυφου μοντέλου του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης με διάμετρο άνω των 6 μέτρων, το οποίο αργότερα περιεγράφηκε στο βιβλίο του Das Relief der sichtbaren Halbkugel des Mondes (Bonn, Carl Georg, 1854), και απεικονίστηκε σε ένα φυλλάδιο του 1925, που εκδόθηκε από το Field Museum of Chicago (Farrington, 1925). Τα ύψη των σχηματισμών του ανάγλυφου σε αυτό το μοντέλο ήταν τρεις φορές μεγαλύτερα σε σύγκριση με αυτά που ο Schmidt θεωρούσε σωστά. Το μοντέλο αυτό προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον εκείνη την εποχή, αλλά σήμερα είναι άγνωστο τι απέγινε.

    Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1855 ο Schmidt επισκέφθηκε τη Νάπολη και τη Ρώμη κάνοντας χρήση του μεγάλου διαθλαστικού τηλεσκοπίου στο Αστεροσκοπείο της Ρώμης για να χαρτογραφήσει προσεκτικά επιλεγμένες περιοχές της Σελήνης. Στη Νάπολη έκανε προσεκτικές μετρήσεις του ύψους των σεληνιακών βουνών και των κρατήρων με τη χρήση ενός μικρομέτρου προσαρτημένου στο τηλεσκόπιο, οι οποίες οδήγησαν στην δημοσίευση του βιβλίου του Der Mond (Leipzig, 1856, 2020). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατάφερε να συνεχίσει πολλές από τις άλλες παρατηρήσεις του –οι οποίες συνεχίστηκαν πρακτικά για όλη του τη ζωή– σχετικά με τα ύψη διαφόρων σεληνιακών σχηματισμών,2Berechnung des Durchmessers von Mondhöhen. Annalen, Band XCII, 1854.το ζωδιακό φως,3Das Zodiakallicht. Übersicht der seitherigen Forschungen über diese Erscheinung in den Jahren 1843 bis 1855. Braunschweig, 1856.τα σμήνη των διαττόντων αστέρων,4Resultate aus zehnjährigen Beobachtungen über Sternschnuppen. Berlin, 1852.την παρατήρηση των ηλιακών κηλίδων στη διάρκεια ενός ολόκληρου ενδεκαετούς κύκλου,5Beobachtungsender Sonnenflecken. Wien und Olmütz, 1857.και την παρατήρηση των εκλείψεων, ειδικά της ολικής ηλιακής έκλειψης της 28ης Ιουλίου 1851.6Beobachtung der totalen Sonnenfinsternis vom 28 Juli 1851 zu Rastenburg in Ostpreußen. Bonn, 1852.

    Εκτός από αυτές τις σημαντικές δημοσιεύσεις, ο Schmidt ήταν τακτικός συνεργάτης στο διάσημο περιοδικό που εξέδιδε ο Argelander με τίτλο Astronomische Nachrichten, όπου δημοσίευε τις εκάστοτε παρατηρήσεις του.

    Η μεγάλη αυτή δραστηριότητα στην αστρονομική παρατήρηση αποτελεί μέρος μόνον της συνολικής του επιστημονικής ενασχόλησης. Ο Schmidt είχε έντονο ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες. Έτσι, μελετά, παρακολουθεί και καταγράφει τα κάθε είδους φυσικά φαινόμενα που μπορεί. Επισκέφτηκε ηφαίστεια για να τα μελετήσει, όπως αυτά της Αίτνας και του Βεζούβιου στην Ιταλία, όπου μέτρησε τα ύψη διαφορετικών τοποθεσιών περί του ενεργού ηφαιστείου του Βεζούβιου, μελετώντας ταυτόχρονα την απόδοση ενός βαρομέτρου Aneroid. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών δημοσιεύτηκαν στον τόμο με τίτλο: Neue HöhenBestimmungen am Vesuv in den phlegräischen Feldern, Roccamonfina und im AlbanerGebirge, nebst Untersuchungen über die Eigenschaften und Leistungen des AneroïdBarometers (Wien und Olmütz, 1856). Επίσης κατέγραψε και μελέτησε σεισμούς δημοσιεύοντας τις δύο παρακάτω εργασίες για το θέμα αυτό: «Über Geschwindigkeit der Oszillationen des Erdbebens vom 29 Juli 1846», στο Das Rheinische Erdbeben (1857) του Jakob Nöggerath, και την εργασία με τίτλο Untersuchung über das Erdbeben vom 15 Juni 1858, στο περιοδικό Mittheilungen der Wiener Geographischen Gesellschaft (Wien, 1858). Αυτή η πολύπλευρη δραστηριότητα του απέφερε μεγάλη φήμη στην επιστημονική κοινότητα ως σχολαστικού και επίμονου παρατηρητή, παρόλο που δεν είχε επίσημη επιστημονική εκπαίδευση.

    Διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών

    Το 1858 μια πολύ ελκυστική πρόταση άλλαξε τη ζωή του και τον έκανε να μετακινηθεί ξανά σε μια μικρή χώρα στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ευρώπης. Ο βαρόνος Σίμων Σίνας (1810–1876), βαθύπλουτος έμπορος, τραπεζίτης και βιομήχανος της Βιέννης, υιός και κληρονόμος του Γεωργίου Σίνα, ο οποίος είχε χρηματοδοτήσει την ανέγερση και τον εξοπλισμό του Αστεροσκοπείου Αθηνών, του πρότεινε να γίνει ο νέος διευθυντής του αστεροσκοπείου αυτού. Θα του παρείχε έναν πολύ αξιοσέβαστο μισθό από δικούς του πόρους και απόλυτη ελευθερία να συνεχίσει τη δική του έρευνα όπως αυτός θα έκρινε. Ο Schmidt δεν ήταν παντρεμένος (δεν νυμφεύτηκε ποτέ) και είχε την ελευθερία να αποφασίζει μόνος του για την ζωή του. Έτσι, αποδέχθηκε τη δελεαστική πρόταση, η οποία θα του εξασφάλιζε ό,τι επιθυμούσε όλη του την ζωή. Έναν καλό μισθό για τη διαβίωσή του, την απόλυτη ελευθερία στις επιστημονικές του αναζητήσεις και πάνω απ‘ όλα μια καλή τοποθεσία για αστρονομικές παρατηρήσεις με περισσότερες από 300 καθαρές νύχτες το χρόνο.

    Ο πρώτος διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Γεώργιος Βούρης, είχε παραιτηθεί τρία χρόνια πριν, το 1855, και είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του, την Βιέννη. Ο Βούρης, ο οποίος είχε αναλάβει την επιστημονική επίβλεψη της ανέγερσης και τον εξοπλισμό του Αστεροσκοπείου Αθηνών, υπήρξε ο μοναδικός αστρονόμος που εργαζόταν σε αυτό από την περάτωση της κατασκευής του το 1845, ασκώντας συγχρόνως τα καθήκοντά του Καθηγητή των Μαθηματικών και της Αστρονομίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι προσπάθειες του Βούρη να λειτουργήσει σωστά το αστεροσκοπείο υπονομεύτηκαν όμως από έναν άλλο Καθηγητή Μαθηματικών στο πανεπιστήμιο, τον Ιωάννη Παπαδάκη, ο οποίος είχε σύμμαχους στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Προφανώς, ο Παπαδάκης ήθελε τη θέση κύρους του διευθυντή για τον εαυτό του. Εξωφρενικές κατηγορίες εκτοξεύτηκαν τότε εναντίον του Βούρη, όπως ότι δημοσίευε τα επιστημονικά του αποτελέσματα σε ξένη γλώσσα και όχι στα ελληνικά, ότι το έργο του δεν υποστήριζε την ναυσιπλοΐα του ελληνικού εμπορικού στόλου, ότι οι φοιτητές του πανεπιστημίου δεν είχαν όφελος από την έρευνά του κ.λπ. Ο πιο παράλογος ισχυρισμός ήταν ότι πρότεινε την κατεδάφιση κτιρίων της αρχαίας πόλης, ώστε το παρατηρητήριο να έχει καλύτερη θέα στο νότιο τμήμα του ουρανού (Ashbrook, 1984, 253). Η αλήθεια είναι ότι ο νότιος ορίζοντας του παρατηρητηρίου ήταν και παραμένει χωρίς εμπόδια. O έντονος αυτός πόλεμος εναντίον του προκάλεσε απογοήτευση και κατάθλιψη στον Βούρη, επιβάρυνε την υγεία του και τον ανάγκασε να φύγει από τη χώρα και να επιστρέψει στη Βιέννη τον Απρίλιο του 1855, όπου πέθανε πέντε χρόνια αργότερα.

    Ο Ιωάννης Παπαδάκης διορίστηκε προσωρινός διευθυντής του αστεροσκοπείου, αλλά δεν ήταν ικανός για οποιαδήποτε επιστημονική έρευνα. Έτσι, το αστεροσκοπείο εγκαταλείφθηκε και οδηγήθηκε σε απόλυτη ερήμωση και παρακμή. Ήταν ο Βούρης, ο οποίος ανησυχούσε για το μέλλον του αστεροσκοπείου, που πρότεινε στον Σίμωνα Σίνα να προσλάβει τον Schmidt ως διευθυντή και διάδοχο του στο ίδρυμα αυτό. Ο Julius Schmidt διορίστηκε διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών στις 2 Δεκεμβρίου του 1858. Αμέσως μετά την άφιξή του στην Αθήνα, ζήτησε την επισκευή και συντήρηση του κτιρίου και των οργάνων. Ο βαρόνος Σίνας συμφώνησε να καλύψει τα έξοδα και η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε το 1861. Τα αρχεία δείχνουν ότι ο μεσημβρινός κύκλος στάλθηκε για επισκευή στη Βιέννη και εξοπλίστηκε με τέσσερα μικρόμετρα (το ίδιο συνέβη και με το ισημερινό τηλεσκόπιο το 1874). Επίσης, η βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε με πολλά σημαντικά βιβλία. Αρκετά μικρά όργανα, κυρίως μικρόμετρα, προστέθηκαν στον εξοπλισμό του αστεροσκοπείου. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκευών, ο Schmidt ξεκίνησε μια σειρά αρχικών αστρονομικών και μετεωρολογικών παρατηρήσεων, εστιάζοντας κυρίως στην παρατήρηση μετεωριτών και μεταβλητών αστέρων. Στη συνέχεια, άρχισε να εργάζεται συστηματικά, σε διάφορους τομείς της παρατηρησιακής αστρονομίας.

    Το έργο του στο Αστεροσκοπείο Αθηνών
    Ο Schmidt, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα μελέτησε συστηματικά:

    1.     Την διάρκεια και ένταση του λυκόφωτος και του λυκαυγούς.
    2.     Τις ηλιακές κηλίδες.
    3.     Τους διάττοντες αστέρες.
    4.     Το ζωδιακό φως.
    5.     Τα μεταβλητά άστρα.
    6.     Τις θέσεις και τη δομή-μορφολογία κομητών.
    7.     Την περίοδο περιστροφής των μεγάλων πλανητών (Δία – Κρόνου).
    8.     Το χρώμα των άστρων.
    9.     Τον φωτισμό, την εμφάνιση, τις μεταβολές, τα ύψη των βουνών και γενικά την μορφολογική περιγραφή της Σελήνης.
    10.  Το μέγεθος των διαμέτρων των μεγάλων πλανητών.
    11.  Τους δακτυλίους του Κρόνου.
    12.  Τους δορυφόρους των μεγάλων πλανητών.
    13.  Τις θέσεις, τη μορφολογία και τη φυσική σύσταση των νεφελωμάτων.
    14.  Τους τηλεσκοπικούς πλανήτες (αστεροειδείς).
    15.  Τις ηλιακές και σεληνιακές εκλείψεις.
    16.  Τη χρήση του μεσημβρινού τηλεσκοπίου και του εξάντα για τον προσδιορισμό της ώρας.
    17.  Τα μετεωρολογικά φαινόμενα.
    18.  Τον υψομετρικό προσδιορισμό διαφόρων τοποθεσιών.
    19.  Τη γεωγραφία και τη χλωρίδα της Ελλάδας.
    20.  Τους σεισμούς και τα ηφαίστεια στην ευρύτερη περιοχή.

    Κατά τη διάρκεια των 25 ετών που εργάστηκε στο Αστεροσκοπείο Αθηνών, έκανε δεκάδες χιλιάδες παρατηρήσεις μεταβλητών αστέρων και ανακάλυψε πέντε περιοδικούς μεταβλητούς αστέρες και δύο καινοφανείς αστέρες (novae), τον T Coronae Borealis στις 13 Μαΐου 1866 και τον Nova Cygni στις 24 Νοεμβρίου 1876. Τα περισσότερα από τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων του δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό του Argelander, Astronomische Nachrichten. Ο Schmidt ανακάλυψε επίσης 18 μη αστρικά αντικείμενα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο NGC (New General Catalog). Το 1861, ανακάλυψε το σύμπλεγμα νεφελωμάτων εκπομπής NGC 6726, 6727 και 6729 στον αστερισμό του Νότιου Στεφάνου. Μεταξύ των ετών 1845 και 1867 καθόρισε τις θέσεις των 110 νεφελωμάτων που ανακαλύφθηκαν και καταλογογραφήθηκαν από τους Herschel και Messier.7«Mittlere Örter von 110 Nebeln für 1865», AN Nr. 1678, 1868. Για πολλά χρόνια μελέτησε τους πλανήτες, και ειδικά τον Άρη και τον Δία, και κατέγραψε τα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά τους σε περισσότερα από εξακόσια σχέδια. Παρατήρησε τους μεγάλους κομήτες του 1860 (C / 1860 M1) και του 1861 (C / 1861 J1, Tebbutt), και ένα χρόνο αργότερα ανακάλυψε ένα περιοδικό κομήτη, τον C/1862 N1 Schmidt.

    Ο καθαρός ουρανός της Αθήνας του επέτρεψε να κάνει χιλιάδες παρατηρήσεις μετεωριτών με γυμνό μάτι. Είχε επίσης την ευκαιρία να παρατηρήσει μια σειρά από ηλιακές εκλείψεις και πολλές σεληνιακές εκλείψεις. Για να αποκτήσουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για τη δραστηριότητα του στην αστρονομική παρατήρηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της ζωής του, πρέπει να σημειώσουμε ότι από τις 111 δημοσιεύσεις του στο Astronomische Nachrichten, 9 αφορούσαν τους πλανήτες, 35 τους κομήτες, 40 τα μεταβλητά αστέρια, 6 τον Ήλιο και τις ηλιακές εκλείψεις, 4 τους διάττοντες αστέρες, και οι υπόλοιπες άλλα αντικείμενα ή μικτές αναφορές σε διαφορετικά αντικείμενα. Στις ετήσιες αναφορές του στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Schmidt αναφέρει τη συστηματική βοήθεια του Καθηγητή Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημητρίου Κοκκίδη, ιδιαίτερα στις μεσημβρινές παρατηρήσεις, και τον Αλέξανδρο Βούρλη, ο οποίος ήταν βοηθός του και έκανε τις περισσότερες καθημερινές παρατηρήσεις των ηλιακών κηλίδων καθώς και τις συνήθεις μετεωρολογικές παρατηρήσεις. Παράλληλα, συνέχισε τις παρατηρήσεις του για το ζωδιακό φως για να συμπληρώσει το σχετικό βιβλίο του που δημοσιεύθηκε το 1856 με τίτλο: Das Zodiacallicht. Uebersicht der seitherigen Forschungen über diese Erscheinung in den Jahren 1843 bis 1855 (Braunschweig, 1856). Αυτή η μεγάλη δραστηριότητα στην αστρονομία δεν ήταν η μόνη. Συνέχισε τις μελέτες του στις φυσικές επιστήμες εκδίδοντας πολλά βιβλία. Ο Schmidt υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής σεισμολογίας και με τη βοήθεια εθελοντών παρατηρητών κατάφερε να καταγράψει περισσότερες από 3.000 περιγραφές σεισμών βάσει ερωτηματολογίου. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του Studien über Erdbeben (Leipzig, 1875) και σε μερικές μονογραφίες στα ελληνικά, όπως : Ο Σεισμός της 23ης Ιανουαρίου 1867 της Κεφαλονιάς (Αθήνα, 1867). Μελέτησε επίσης την περίφημη έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης το 1866 από ένα ελληνικό πολεμικό πλοίο αγκυροβολημένο κοντά στο νησί και δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με αυτή, καθώς και τεσσάρων άλλων ηφαιστείων, των: Bajae, Αίτνας (Etna), Βεζούβιου (Vesuv) και Στρόμπολι (Stromboli).8Vulkanstudien-Santorin 1866 bis 1872. Vesuv, Bajae, Stromboli, Aetna 1870. Leipzig, 1874.

    Ο Schmidt ταξίδεψε πολύ σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και εκτός των συνόρων του μικρού ελληνικού βασιλείου επίσης, πραγματοποιώντας μετεωρολογικές και γεωγραφικές παρατηρήσεις, τις οποίες έστελνε τακτικά στο Αστεροσκοπείο του Παρισιού. Το 1863 συνέβαλε ουσιαστικά στην αποστολή των Hahn και Spaun στην περιοχή του Δρίνου και του Βαρδάρη, επιλέγοντας, ως κύριος επιστημονικός σύμβουλος, τον εξοπλισμό, εκπαιδεύοντας τον Hermann von Spaun στη χρήση του και προτείνοντας τα γεωγραφικά σημεία μέτρησης. Μετά το πέρας της αποστολής, ο Schmidt επεξεργάστηκε τα δεδομένα και τα αποτελέσματα των μετρήσεων του Spaun, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στην τελική έκθεση Reise durch die Gebiete des Drin und Vardar (τόμ. I-II, Βιέννη, 1867). Παράρτημα του δεύτερου τόμου αυτού του έργου συνιστά η πραγματεία του Schmidt με τίτλο: Bemerkungen über die geographischen Ortsbestimmungen, Reise im Herbste 1863. Ένα άλλο ενδιαφέρον ταξίδι που έκανε (με τον φίλο του αρχιτέκτονα Ernst Ziller) ήταν στο Μπουρνάρμπασι (Burnarbaschi) της Μικράς Ασίας συνοδεύοντας τον αρχαιολόγο Johann Georg von Hahn στις ανασκαφές του αναζητώντας την αρχαία Τροία. Οι χάρτες του βιβλίου του Hahn δημιουργήθηκαν από τον Schmidt.9Die Ausgrabungen vom Homerischen Pergamos in zwei Sandschreiben an Georg Finlay (Leipzig, 1865).

    Υλοποιώντας την ιδέα του Γεωργίου Βούρη για την παραγωγή τακτικών εκδόσεων του έργου που επιτελείτο στο Αστεροσκοπείο Αθηνών, δημοσίευσε δύο σειρές βιβλίων στα γερμανικά με τον γενικό τίτλο: Publikationen der Sternwarte zu Athen (εκδόσεις του Αστεροσκοπείου Αθηνών), που χρηματοδοτήθηκαν από τον Σίμωνα Σίνα. Το πρώτο βιβλίο αυτών των σειρών δεν περιέχει αστρονομικές έρευνες, αλλά αφορά στη φυσική γεωγραφία της Ελλάδας,10Beiträge zur Physikalischen Geographie von Griechenland. Athen, 1861.ενώ ο δεύτερος τόμος αυτού του βιβλίου είναι αφιερωμένος σε μετεωρολογικές, υψομετρικές και γεωγραφικές παρατηρήσεις.11Beiträge zur Physikalischen Geographie von Griechenland. Athen, 1864.

    Στον τόμο Ι της σειράς I, ο Schmidt δημοσίευσε παρατηρήσεις κομητών και κυρίως μια μακρά μελέτη του κομήτη Donati με τίτλο: Astronomische Beobachtungen über Kometen (Athen, 1863), με πολλά εντυπωσιακά σχέδια. Στη συνέχεια, δημοσίευσε ένα βιβλίο που περιέχει τις παρατηρήσεις του για τους διάττοντες αστέρες και τις μετεωρικές βροχές,12Astronomische Beobachtungen über Meteorbahnen und deren Ausgangspunkte. Athen, 1869.καθώς και το βιβλίο με τίτλο: Description physique d‘ Attique. Meteorologie et Phenomenologie (Athènes, 1884). Δημοσίευσε επίσης μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών και παρατηρησιακών εκθέσεων για διάφορα επιστημονικά θέματα, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις ακόλουθες εκδόσεις:

    ·        Petermanns Geographische Mitteilungen.
    ·        Reports of the Academy of Vienna Science, Revisited by Heiss.
    ·        Proceedings of the Paris Academy of Sciences.
    ·        Reports of the Geological Institute of Austria.
    ·        Bulletins of the Royal Geographical Society of London.

    Ο χάρτης της Σελήνης

    Ωστόσο, το μεγάλο επίτευγμά του που τον έκανε διάσημο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, ήταν η συλλογή των απαραίτητων παρατηρήσεων και μετρήσεων για την κατάρτιση ενός μεγάλου τοπογραφικού χάρτη της Σελήνης, συμπεριλαμβανομένου και του συνοδευτικού περιγραφικού κειμένου με τίτλο: Charte der Gebirge des Mondes – Nach eigenen Βeobachtungen in den Jahren 1840–1874 (Berlin, 1874). Το έργο αυτό ήταν το αποτέλεσμα 34 χρόνων αδιάλειπτων σεληνιακών παρατηρήσεων. Αυτός ο εξαίσιος χάρτης εκδόθηκε χάρη στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών, η οποία χρηματοδότησε την εκτύπωση και την έκδοσή του το 1878 μαζί με τον συνοδευτικό τόμο των επεξηγηματικών σημειώσεων. Σε αυτό το έργο, ο Schmidt καταγράφει και παρουσιάζει 32.856 διαφορετικούς επιφανειακούς σεληνιακούς σχηματισμούς σε σύγκριση με τους 7.735 που σχεδιάστηκαν από τους Beer και Mädler, και τους 7.178 από τον Lohrmann. Ο Schmidt κατέγραψε επίσης 348 χαράδρες (Rillen) σε σύγκριση με τις 71 των Beer και Mädler. Πιθανότατα έκανε περισσότερες μετρήσεις και εκτιμήσεις του ύψους των κορυφών των σεληνιακών ορέων (~3000) και του βάθους διαφόρων κρατήρων (~1000) από ό, τι όλοι οι άλλοι σεληνογράφοι μαζί. Μάλιστα, κάποιες από τις μετρήσεις του δεν έχουν ακόμη αντικατασταθεί από σύγχρονες. Ο αρχικός του χάρτης ξεκίνησε το 1865 και βασίστηκε σε μια διάμετρο έξι ποδών (δύο μέτρων) που χωρίστηκε σε τεταρτημόρια. Η πρόθεσή του ήταν να ολοκληρώσει το έργο του Lohrmann. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1868 ήταν τόσο δυσαρεστημένος με το επίπεδο λεπτομέρειας που είχε επιτύχει, ώστε ξεκίνησε ξανά από την αρχή, επιλέγοντας πάλι τη διάμετρο των έξι ποδών, αλλά αυτή τη φορά τον χώρισε σε 25 τμήματα.

    Αυτός ο χάρτης δεν είναι μια απλή απεικόνιση των επιφανειακών χαρακτηριστικών της Σελήνης, αλλά μια ακριβής απεικόνιση των θέσεων και των μεγεθών όλων αυτών των χαρακτηριστικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα για τον Linne (Ληναίος), έναν κρατήρα στη Mare Serenitatis (Θάλασσα της Ηρεμίας) που για χρόνια αναφερόταν ως απόδειξη πιθανής μεταβολής στην επιφάνεια της Σελήνης. Μέχρι το έτος 1843 ο κρατήρας αυτός είχε καταγραφεί ως ένας μικρός, βαθύς κρατήρας, αλλά τον Οκτώβριο του 1866, ο Schmidt τον παρατήρησε ως μια περιστασιακά εξαφανιζόμενη λευκή κηλίδα. Στις σελίδες 155 έως 163 του βιβλίου του αναφέρει μεμονωμένα τις 200 παρατηρήσεις του κρατήρα Linne από το 1841 έως το 1874. Οι παρατηρήσεις του προκάλεσαν επιστημονική διαμάχη, έως ότου διευκρινίστηκε ότι αυτές οι μεταβολές ήταν το αποτέλεσμα της ψευδαίσθησης που προκλήθηκε από τον υπό διαφορετικές γωνίες φωτισμό του βαθέως κρατήρα. Είναι δύσκολο σήμερα να καταλάβουμε πόσο δύσκολο ήταν να γίνουν σεληνιακές παρατηρήσεις όπως αυτές που έκανε ο Schmidt. Απαιτούσαν μεγάλη συγκέντρωση της προσοχής και συνέργεια διαφορετικών αισθήσεων: Της ακοής για τη μέτρηση του χρόνου από τον ρυθμό του ρολογιού και της όρασης που έπρεπε να διακρίνει με ακρίβεια τις στιγμές που οι άκρες ενός σχηματισμού στην επιφάνεια της Σελήνης περνούσαν από τα νήματα του μικρομέτρου. Και όλα αυτά με τον παρατηρητή να κάθεται σε δυσάρεστες στάσεις πίσω από το προσοφθάλμιο σύστημα του τηλεσκοπίου. Αυτός ο χάρτης έχει περιγραφεί από τον μεγάλο σεληνιακό χαρτογράφο Ewen Whitaker ως: «[…] ο καλύτερος που καταρτίστηκε ποτέ χωρίς τη βοήθεια φωτογραφιών» (Whitaker, 1999, 131). Όπως εξηγεί ο Richard Proctor στο βιβλίο του με τίτλο The Moon – Her Motions, Aspect, Scenery and Physical Condition (Proctor 1886, 148): «Η δουλειά του Schmidt της Αθήνας, πρέπει να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική συνεισφορά που έχει γίνει μέχρι τώρα στη σεληνογραφία». Η φήμη του Schmidt ξέφυγε από τα στενά πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας ακόμη και όταν ήταν εν ζωή, καθώς το μυθιστόρημα του Jules Verne με τίτλο Γύρω από τη Σελήνη (Autour de la Lune) υπάρχουν αναφορές στο έργο του.

    Τα τελευταία χρόνια

    Στις 15 Απριλίου 1876 απεβίωσε ο χρηματοδότης και προστάτης του Schmidt, Σίμων Σίνας. Ο θάνατός του έθεσε το ζήτημα της οικονομικής στήριξης του Αστεροσκοπείου Αθηνών, καθώς το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα για τον μισθό του Schmidt και τη λειτουργία του αστεροσκοπείου. Προτάθηκε να το κάνει αυτό η αυστριακή κυβέρνηση, αλλά τελικά η σύζυγος του Σίνα, Ιφιγένεια, ανέλαβε το φορτίο, διασφαλίζοντας τη θέση του Schmidt και τη συνέχιση των επιστημονικών του δραστηριοτήτων. Στον Schmidt απονεμήθηκε τιμητικό διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Βόννης στην τελετή ίδρυσής του που πραγματοποιήθηκε το 1868. Η Βρετανική Bασιλική Αστρονομική Εταιρεία (Royal Astronomical Society) τον εξέλεξε μέλος της στις 9 Ιανουαρίου 1874. Επίσης, ήταν ο δεύτερος αποδέκτης του Βραβείου Valz που του απονεμήθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία Επιστημών το 1878 για τις σεληνογραφικές του μελέτες. Ένα σημαντικό μέρος της ονοματολογίας της Σελήνης που χρησιμοποιούμε σήμερα, βασίζεται στην αρχική ονοματολογία του Schmidt. Από το 1871, λόγω ηλικίας και απόστασης, ο Schmidt δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται τακτικά στο αστεροσκοπείο και έτσι ζήτησε από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου να του παράσχει ένα μικρό ισημερινό τηλεσκόπιο. Του παραχωρήθηκε, και έτσι συνέχισε τις αστρονομικές παρατηρήσεις από το σπίτι του που βρισκόταν κοντά στον λόφο του Λυκαβηττού, μέχρι το θάνατό του. Ο Schmidt πέθανε στον ύπνο του τη νύχτα της 26ης Ιανουαρίου 1884 (με το Ιουλιανό ημερολόγιο), αφού παρακολούθησε μια κοινωνική εκδήλωση στη Γερμανική Πρεσβεία. Ήταν μόλις 59 ετών. Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα της Ελλάδας, όλη η ελληνική κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές, οι πρεσβευτές, οι καθηγητές του πανεπιστημίου, φοιτητές και χιλιάδες απλοί άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία του. Πολλές νεκρολογίες γράφτηκαν στον ελληνικό τύπο και σε πολλά επιστημονικά περιοδικά. Η φήμη του και ο αγαπητός σεμνός χαρακτήρας του έκαναν τους Έλληνες να τον θεωρούν ως έναν από αυτούς.

    Επιλεγμένη εργογραφία

    Στην επιλεγμένη αυτή εργογραφία παρουσιάζονται οι αυτοτελείς δημοσιεύσεις του Schmidt καθώς και κάποια βασικά άρθρα του. Δεν αναφέρονται οι δεκάδες μικρές δημοσιεύσεις που αφορούν παρατηρήσεις, οι οποίες εκδόθηκαν κυρίως στο περιοδικό Astronomische Nachrichten.

    Beobachtung der totalen Sonnenfinsternis von 28sten; Juli, 1851, zu Rastenburg in Ostpreußen. Bonn, 1852.
    Resultate aus zehnjährigen Beobachtungen über Sternschnuppen. Berlin, Georg Reimer, 1852.
    «Berechnung des Durchmessers von Mondholen». In: Annalen Der Physik, 168(6), 1854, 324-333.
    Das Relief der sichtbaren Halbkugel des Mondes, angefertigt von Th. Dickert. Bonn, Carl Georgi, 1854.
    Das Zodiakallicht. Übersicht der seitherigen Forschungen nebst neuen Beobachtungen über diese Erscheinung in den Jahren 1843 bis 1855. Braunschweig, Schwetachke, 1856.
    Der Mond: Ein Überblick über den gegenwärtigen Umfang und Standpunkt unserer Kenntnisse von der Oberflächengestaltung und Physik dieses Weltkörpers. Leipzig, Johann Ambrosius Barth, 1856.
    Die Eruption des Vesuv im Mai 1855 – Nebst Beiträgen zur Topographie des Vesuv, der phlegraischen Krater, Roccamonfina’s und der alten Vulkane im Kirchenstaate, etc. Wien und Olmütz, Friedrich Manz, 1856.
    Neue Höhen-Bestimmungen am Vesuv, den phlegräischen Feldern zu, Roccamonfina und im Albaner-Gebirge – Nebst Untersuchungen über die Eigenschaften und Leistungen des Aneroid-Barometers. Wien, Olmütz, Hölzel, 1856.
    Resultate aus elfjährigen Beobachtungen der Sonnenflecken. Wien und Olmütz, Hölzel, 1857.
    «Geschwindigkeit der Erdbebenschwingungen». In: Nöggerath, Jakob, Das Erdbeben vom 29 Juli 1846 im Rheingebiet und den benachbarten Ländern. 1857, 28-37.
    Charte der Verbreitung und Intensität des Erdbebens am 15. Jänner 1858. Wien, 1858.
    «Untersuchung über das Erdbeben vom15 Juni 1858». In: Mittheilungen der Wiener Geographischen Gesellschaft. Wien, 1858.
    Untersuchungen über die Leistungen der bourbonischen Metallbarometermit Hinweisung auf den Nutzen dieser Instrumente für die Marin. Wien und Olmütz, Hölzel, 1858.
    Beiträge zur physikalischen Geographie von Griechenland. Observatoire d’ Athenes, Publications de l’ Observatoire d’ Athenes, 1ère serie, tome 1, 1861.
    Astronomische Beobachtungen über Kometen. Αθήνα, Karl Wilberg, 1863.
    Über Rillen auf dem Monde. Leipzig, Johann Ambrosius Barth, 1866.
    Πραγματεία περί του γενομένου τω 1867 Ιανουαρίου 23η σεισμού της Κεφαλληνίας. Υπό Ι. Φ. Ιουλίου Σμιτίου, Διευθυντού του εν Αθήναις Αστεροσκοπείου (μεταφρασθείσα εκ του γερμανικού υπό Ηρ. Μητσοπούλου). Εν Αθήναις εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1867.
    «Über den Mondkrater Linne». In: Astronomische Nachrichten, 68 (1631), 1867, 365–366.
    «Mittlere Örter von 110 Nebeln für 1865». In: Astronomische Nachrichten, 70(1678), 1868, 343–352.
    Astronomische Beobachtungen über Meteorbahnen und deren Ausgangspunkte. Αθήνα, Observatoire d’ Athenes, Publications de l’Observatoire d’Athènes, 1ére serie, tome 2, 1869.
    Charte der Gebirge des Mondes – nach eigenen Beobachtungen in den Jahren 1840-1874. Berlin, Reimer, 1874.
    Vulkanstudien – Santorin 1866 bis 1872. Vesuv, Bajae, Stromboli, Ätna. Leipzig, Carl Scholtze, 1874.
    Studien über Erdbeben. Leipzig, Carl Scholtze, 1875.
    Mondcharte in 25 Sektionen und 2 Erläuterung Tafeln. Mit Erläuterungen und Selenographischen Ortsbestimmungen, unter Benutzung des von den Herren F. W. Opelt und M. Opelt revidirten und ergänzten Materials, zu gleich als Supplement zu Lohrmanns Topographie der sichtbaren Mondoberflache Abth. 1, herausgegeben von Dr J. F. J. Schmidt. Leipzig, Barth, 1878.
    Studien über Vulkane und Erdbeben. Leipzig, Alwin Georgi, 1881.
    Description Physique d’ Attique. Météorologie et Phénomenologie. Αθήνα, Librairie de Charles Beck, 1884.
    Zur Meteorologie von Athen: Witterung auf zeichnungen1863-1879; Messung und Radien d. Mondhalo von 22° Nordlicht Beobachtungen, Ed. Karl Knoch. Berlin, Springer, 1911.

    Zusammenfassung

    Αν επιχειρήσουμε μια αξιολόγηση του έργου του Schmidt, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ήταν ένας ακούραστος παρατηρητής του ουρανού και της φύσης γενικότερα, ο οποίος είχε ως σκοπό να συσσωρεύσει τεράστιες ποσότητες δεδομένων και παρατηρήσεων, και όχι να βελτιώσει τη μεθοδολογία και τις τεχνικές παρατήρησης. Πολλές από τις πολυάριθμες δημοσιευμένες εργασίες του ήταν στην πραγματικότητα σύντομες παρατηρήσεις. Δεν απέκτησε ποτέ επαφή με τη σύγχρονη Φυσική Αστρονομία (τώρα ονομάζεται Αστροφυσική), αφ‘ ενός μεν λόγω της απομόνωσής του σε μια μικρή χώρα μακριά από τα μεγάλα κέντρα επιστημονικής έρευνας εκείνης της εποχής, και αφ‘ ετέρου λόγω της έλλειψης τυπικής εκπαίδευσης στη Φυσική. Δεν έκανε πολλά για να βελτιώσει την οργάνωση και τον εξοπλισμό του Αστεροσκοπείου Αθηνών ή να διδάξει και να εμπνεύσει άλλους προκειμένου να γίνουν οι διάδοχοί του. Ίσως ο κύριος λόγος γι‘ αυτό ήταν το γεγονός ότι δεν έμαθε ποτέ καλά τα ελληνικά, και έτσι η επικοινωνία του με την τοπική επιστημονική κοινότητα ήταν μάλλον περιορισμένη. Ακόμα και ο συνεργάτης και βοηθός του, καθηγητής Δημήτριος Κοκκίδης, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, δεν επωφελήθηκε αρκετά από την εμπειρία του. Αυτό μπορεί να συναχθεί από τη μικρή δραστηριότητα του Κοκκίδη, όταν ανέλαβε το αστεροσκοπείο ως προσωρινός διευθυντής μετά τον θάνατο του Schmidt. Όμως, το έργο του θεμελίωσε την Αστρονομία, τη Μετεωρολογία, τη Σεισμολογία, τη Γεωγραφία και την Ηφαιστειολογία στην Ελλάδα, παρόλη την καθυστέρηση που παρουσίασε η περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των επιστημονικών κλάδων. Όσον αφορά στην ιστορία της αστρονομίας, ο Schmidt κατέχει σημαντική θέση: Υπάρχουν κρατήρες που φέρουν το όνομά του στη Σελήνη και τον Άρη, και επίσης ένας κρατήρας στη Σελήνη ονομάστηκε Σίνας, για να θυμίζει την ιστορία που παρουσιάζουμε εν συντομία στο λήμμα αυτό.

    Σημειώσεις

    • 1
      Mια επιλογή από αυτά ανατυπώνεται στο βιβλίο του Lardner, Handbook of Astronomy.
    • 2
      Berechnung des Durchmessers von Mondhöhen. Annalen, Band XCII, 1854.
    • 3
      Das Zodiakallicht. Übersicht der seitherigen Forschungen über diese Erscheinung in den Jahren 1843 bis 1855. Braunschweig, 1856.
    • 4
      Resultate aus zehnjährigen Beobachtungen über Sternschnuppen. Berlin, 1852.
    • 5
      Beobachtungsender Sonnenflecken. Wien und Olmütz, 1857.
    • 6
      Beobachtung der totalen Sonnenfinsternis vom 28 Juli 1851 zu Rastenburg in Ostpreußen. Bonn, 1852.
    • 7
      «Mittlere Örter von 110 Nebeln für 1865», AN Nr. 1678, 1868.
    • 8
      Vulkanstudien-Santorin 1866 bis 1872. Vesuv, Bajae, Stromboli, Aetna 1870. Leipzig, 1874.
    • 9
      Die Ausgrabungen vom Homerischen Pergamos in zwei Sandschreiben an Georg Finlay (Leipzig, 1865).
    • 10
      Beiträge zur Physikalischen Geographie von Griechenland. Athen, 1861.
    • 11
      Beiträge zur Physikalischen Geographie von Griechenland. Athen, 1864.
    • 12
      Astronomische Beobachtungen über Meteorbahnen und deren Ausgangspunkte. Athen, 1869.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Νικόλαος Ματσόπουλος: «Johann Friedrich Julius Schmidt, Διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών (1858-1884)», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 10.03.22, URI : https://comdeg.eu/essay/110141/.