Στην εποχή της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ανασυγκρότησης, του ψυχρού πολέμου, της παγκόσμιας ραγδαίας αλλά άνισης ανάπτυξης, αλλά και της ριζικής μετεξέλιξης των τρόπων της καθημερινής ζωής, αυτό που συνέδεσε πιο στενά την Ελλάδα με τη διχοτομημένη πλέον Γερμανία ήταν η μαζική εργατική μετανάστευση που ξεκίνησε κατά την δεκαετία του 1950 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Αυτή η βαθιά σχέση για μεγάλο αριθμό Ελλήνων πολιτών που προέρχονταν από τα πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας στηρίχθηκε στις πιο δυνατές βάσεις: σε εμπειρίες της συνύπαρξης στην καθημερινότητα, σε ουσιαστικές διαδικασίες επανακοινωνικοποίησης που συνεπάγεται κάθε μακράς διάρκειας εργασιακός βίος σε ξένη χώρα. Η Ελλάδα κατάφερε να περάσει από τις αναμνήσεις των θηριωδιών των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην οικονομική και πολιτική συνεργασία στο πλαίσιο της Κοινής Αγοράς και να καταλήξει να έχει σήμερα με τη θέλησή της το ίδιο νόμισμα με τους πρώην κατακτητές της. Επίσης, παρά τις ισχυρές αναταράξεις, που προέκυψαν από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η πολιτική συνεργασία αποτελεί μια αυτονόητη πλέον κατάσταση – τόσο στο διακυβερνητικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο ακόμη και των στελεχών των κομμάτων ή των κινημάτων που ανήκουν σε διευρωπαϊκά διαμορφωμένες πολιτικές οικογένειες.
Η δυνατότητα των στενών σχέσεων που τελικά δεν εγκαταλείφθηκαν, ούτε μετά τους λαϊκιστικά υποκινούμενους αλληλοστιγματισμούς και στις δύο χώρες, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε αποφάσεις κορυφής, αλλά στην αλληλογνωριμία σημαντικών τμημάτων των πληθυσμών και των δύο χωρών. Σε αυτό συνέβαλε και ο μαζικός τουρισμός, αλλά και η σημαντική μεγέθυνση της κοινότητας των Γερμανών πολιτών που επέλεξαν ως μόνιμο τόπο κατοικίας τους την Ελλάδα. Παρά την περίπου συμβιωτική συνεξέλιξη, οι αμφιθυμίες παραμένουν ισχυρές και φέρνουν στην επιφάνεια, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ψυχολογικού υποβάθρου των ελληνογερμανικών σχέσεων, κεντρικά ζητήματα της πολιτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι συμπτωματικό για παράδειγμα το γεγονός της αναμόχλευσης ζητημάτων που προέρχονται από σκοτεινές εποχές, όπως το ζήτημα του αναγκαστικού δανείου προς τις δυνάμεις κατοχής, και των σχετικών διακυμάνσεων του ενδιαφέροντος της δημόσιας σφαίρας για αυτό το ζήτημα. Υπάρχει βέβαια και το επίπεδο του ρεαλισμού λόγω της πολιτικής σημασίας της Ελλάδας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βέβαια λόγω της σημασίας των οικονομικών σχέσεων με τη Γερμανία για την Ελλάδα. Οι πνευματικές σχέσεις δεν εξαφανίζονται στην μεταπολεμική περίοδο και παραμένουν σημαντικές σε πολλούς τομείς επιστημονικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Λόγω όμως του σαφούς πλέον προβαδίσματος της αγγλοσαξονικής παιδείας, δεν είναι δυνατόν πλέον να συγκριθούν με τη δυναμική που επικρατούσε μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου.
Αντικείμενο αυτού του φακέλου είναι τα πεδία των διασταυρώσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τις μέρες μας, καθώς και η ανάλυση της σημασίας αυτών των πεδίων για τις κατευθύνσεις των αλληλεπιδράσεων και της διμερούς συνεργασίας. Οι ενέργειες των εκπροσώπων των πολιτικών, οικονομικών ή και διανοητικών ελίτ είναι αποφασιστικής σημασίας. Κεντρικές είναι όμως και οι βιωματικές πλευρές είτε στο επίπεδο των κοινωνικών επαφών και των ευρύτερων κοινωνικών δικτύων, είτε στο επίπεδο της κατανάλωσης προϊόντων της καλλιτεχνικής παραγωγής και του design, όπως επίσης και της πρόσληψης της γενικής εικόνας των χωρών και των κατοίκων τους. Μεταξύ των αξόνων του συνεδρίου ας υπογραμμιστούν οι ελληνογερμανικές διασταυρώσεις κατά τη δικτατορία των συνταγματαρχών στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα, η σύμπραξη των ελίτ στις δύο χώρες στις επίμαχες διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και, last but not least, η μνημονική επεξεργασία της καταστροφής του ελληνικού εβραϊσμού.