Ο Βίλχελμ Βάγκνερ (Wilhelm Wagner, 1843–1880) ήταν γερμανός φιλόλογος και παιδαγωγός με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην έρευνα της μεσαιωνικής ελληνικής, καθώς και εκδότης και μεταφραστής νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ήταν ακόμη απόφοιτος γυμνασίου όταν δημοσίευε το 1861 στην Φρανκφούρτη μια έκθεση πάνω στις νεοελληνικές λαϊκές δοξασίες στο Νέο Μουσείο της Φρανκφούρτης (Neues Frankfurter Museum), η οποία προϊδέαζε «για την μετέπειτα αγαπημένη του ενασχόληση» (Hoche, 210): τον μεσαιωνικό και νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό και τις λογοτεχνική του παραγωγή. Μετά την επιτυχή εκπόνηση της διατριβής του το 1864 στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου πάνω στη ρωμαϊκή κωμωδία, ο Βάγκνερ πήγε για έξι χρόνια στην Αγγλία, όπου εργάστηκε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Μάντσεστερ για να αφιερωθεί εν συνεχεία στο Λονδίνο κυρίως στις φιλολογικές σπουδές του. Ένα από τα αποτελέσματα των σπουδών αυτών υπήρξε η έκδοση με δική του επιμέλεια των Ελληνικών μεσαιωνικών κειμένων (Medieval Greek texts), που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1870. Την ίδια περίοδο συμπίπτει μάλλον και η γνωριμία του Βάγκνερ με τον έλληνα έμπορο και συγγραφέα Δημήτριο Βικέλα (1835-1908), με τον οποίο τον συνέδεσε προσωπική φιλία (βλ. Βικέλας 1878, 12).
Από το 1870 μέχρι τον θάνατό του, ο Βάγκνερ εργάστηκε ως καθηγητής στο κλασικό γυμνάσιο Johanneum του Αμβούργου. Αλλά και κατά τη διάρκεια αυτών των ετών –παράλληλα με τον επαγγελματικό βιοπορισμό του- συνέχισε να είναι αφιερωμένος στις μεσαιωνικές και νεοελληνικές σπουδές. Το 1874 δημοσίευσε στον οίκο Teubner της Λειψίας μια ακόμη έκδοση ελληνικών μεσαιωνικών δημοτικών τραγουδιών, την Carmina graeca medii aevi. Γι’ αυτή την έκδοση ο Βάγκνερ τιμήθηκε την ίδια κιόλας χρονιά με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος από τον βασιλιά της Ελλάδας και έγινε επίτιμο μέλος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως καθώς και του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Επιπροσθέτως, ο Βάγκνερ διακρίθηκε ως μεταφραστής νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών (1879) και έργων του φίλου του Δημητρίου Βικέλα, μεταφράζοντας στα γερμανικά μια μελέτη του για τους Έλληνες του Μεσαίωνα (1878) και το μυθιστόρημά του Λουκής Λάρας (1879).