Το Σύνταγμα, οι Βαυαροί, τα Κόμματα και τα «φωτισμένα έθνη»

  • Δημοσιεύτηκε 16.09.20

Οι Έλληνες υποδέχτηκαν τον νεαρό βαυαρό βασιλιά ως σωτήρα και εγγυητή της ανεξαρτησίας τους. Όταν όμως διαπίστωσαν ότι δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις που τους είχαν δοθεί για συνταγματική διακυβέρνης, αντέδρασαν με κάθε τρόπο απέναντι στο καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας. Ποιο ρόλο, όμως, έπαιξαν οι τρεις Δυνάμεις που εγγυήθηκαν την ελληνική Ανεξαρτησία (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) στις διεκδικήσεις των Ελλήνων για Σύνταγμα; Kατά πόσο οι εγγυήτριες αυτές Δυνάμεις, και ειδικότερα τα «φωτισμένα έθνη», τα επηρεασμένα δηλαδή από τον Διαφωτισμό δυτικά συνταγματικά κράτη, συνέβαλαν –με δική τους πρωτοβουλία ή και σε συνεργασία με τα ξενικά κόμματα στην Ελλάδα– στο να δημιουργηθεί ένα κλίμα δυσπιστίας απέναντι στη «βαυαροκρατία»; Με βάση το κριτήριο του Συντάγματος, γεννάται το ερώτημα εάν στη συνείδηση των Ελλήνων οι Βαυαροί εντάσσονταν στα «πολιτισμένα» ευρωπαϊκά έθνη, καθώς επίσης και εάν η παραχώρηση Συντάγματος μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ομαλοποίησε τις σχέσεις του βαυαρού βασιλιά με τα κόμματα και τις ξένες Δυνάμεις. Στο παρόν δοκίμιο επιχειρείται να ανιχνευτούν τα κριτήρια βάσει των οποίων στη συντακτική Εθνοσυνέλευση δημιουργήθηκαν δύο ισχυρές τάσεις, στήριξης και αντιπολίτευσης, στον βαυαρό βασιλιά. Να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσον οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις επηρέασαν το νέο κομματικό τοπίο και εάν η Βαυαρία από εδώ και στο εξής θα ταυτίζεται, και από ποιους, με τα «φωτισμένα έθνη».

Περιεχόμενα

    H συνταγματική παράδοση και η σημασία της μοναρχίας

    Οι επαναστατημένοι Έλληνες, ακολουθώντας τους δυτικότροπους μορφωμένους ομοεθνείς τους που είχαν έλθει στην επαναστατημένη Ελλάδα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, επιδίωξαν εξαρχής τη θέσπιση ενός σύγχρονου Συντάγματος, στα πρότυπα της Αμερικής και της Γαλλίας και, παρά την ατελή εφαρμογή του, δημιούργησαν μια ισχυρή συνταγματική παράδοση, η οποία καθόρισε την πολιτική ζωή του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ωστόσο, ο περιορισμός της εκτελεστικής εξουσίας και η ενίσχυση της νομοθετικής, προϋποθέσεις απαραίτητες για την εφαρμογή του Συντάγματος, αποτέλεσε αιτία διαμάχης ανάμεσα στα τρία ξενικά κόμματα, Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό, που είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, μέσα στο πλαίσιο αναζήτησης διπλωματικής υποστήριξης από τις εξεγερμένους Έλληνες. Παράλληλα, αμφισβητήθηκε ο δημοκρατικός χαρακτήρας των Συνταγμάτων της Επανάστασης, όχι μόνο από τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, που ανέλαβε την εξουσία το 1828 και ανέστειλε την ισχύ του πολύ προοδευτικού Συντάγματος που είχε ψηφιστεί στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, αλλά και από τις Δυνάμεις, οι οποίες, θέλοντας να «διορθώσουν» (Driault/Lhéritier, 1925, 5) όσα πολύ δημοκρατικά προαναγγέλλονταν από τα Συντάγματα, προέκριναν για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος τη μοναρχία αντί της δημοκρατίας, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η αβασίλευτη δημοκρατία είχε ευρεία αποδοχή από τους Έλληνες. Αντιθέτως, σημάδια φιλομοναρχισμού αρχίζουν να εμφανίζονται από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, μαζί με τους πρώτους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ηγετικές ομάδες (Παπαγεωργίου, 2004, 304–306∙ Hering, 2004, 147∙ Δραγούμης, τ. Α΄, 1973, 53–54).

    Είναι φανερό ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν κατανοήσει τη μεγάλη σημασία που είχε η μοναρχία για τους Ευρωπαίους – εκείνη την εποχή η μοναρχία ήταν ο κανόνας, και οι δημοκρατίες εξαιρέσεις – και τη χρησιμοποίησαν ως «διπλωματικό όπλο», προκειμένου να τους καθησυχάσουν και να αποφύγουν τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν Ιακωβίνοι ή Καρμπονάροι. Επιπλέον, ένας ευρωπαίος βασιλιάς θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερα εδαφικά όρια και, το σπουδαιότερο, να εγγυηθεί την εσωτερική ειρήνη και την ενότητα ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες (Petropulos, τ.1, 1985–1986, 63–64).

    Όπως είναι γνωστό, το αρχαιοελληνικό παρελθόν ήταν ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος δέχτηκε να στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδας ο δευτερότοκος γιος του, Όθων. Μετά την εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, συνταγματικοί και κυβερνητικοί ενωμένοι δέχτηκαν τον νεαρό Βίτελσμπαχ ως τη μοναδική λύση που θα μπορούσε να εμποδίσει την καταστροφή που είχε αρχίσει να επιφέρει ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Όμως, παρά το ευνοϊκό κλίμα που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα για τον βαυαρό βασιλιά, οι δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει αποδείχτηκαν τελικά ανυπέρβλητες. Η εγγύηση που του παρείχε η Ευρώπη, ενώ φαινόταν πολύ χρήσιμο στήριγμα, θα εξελισσόταν, κατά τη διάρκεια της απόλυτης μοναρχίας και παράλληλα με τις εσωτερικές αντιδράσεις, στην κατεξοχήν απειλή για τον θρόνο του (Petropulos, τ.1, 1985–1986, 63–65).

    Η συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας και Βαυαρίας στο Λονδίνο, στις 7 Μαΐου (25 Απριλίου) 1832, η οποία έθετε τυπικά τέρμα στην Ελληνική Επανάσταση και έδινε το στέμμα της Ελλάδας επισήμως στον Όθωνα, άφηνε ανοικτό το ζήτημα του Συντάγματος. Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Μόναχο, πριν την τελική υπογραφή της συνθήκης, ανάμεσα στον Λουδοβίκο της Βαυαρίας και τους υπουργούς Εξωτερικών των τριών Δυνάμεων, οι τελευταίοι πρότειναν η Αντιβασιλεία, που θα ασκούσε την εξουσία έως την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά, να στηρίζεται σε «μετριοπαθείς συνταγματικούς υπουργούς». Από την πλευρά του ο υπουργός Εξωτερικών της Βαυαρίας, βαρόνος Γκίζε (Friedrich August Theodor Freiherr von Gise), δεχόταν επί της αρχής όσα πρότειναν οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων, δηλώνοντας ότι η Βαυαρία ήταν έτοιμη να κάνει θυσίες∙ τα μοναδικά ανταλλάγματα που ζητούσε ήταν η διεύρυνση των συνόρων του νεοσύστατου κράτους και να εγγυηθούν οι Δυνάμεις τη σύναψη δανείου. Δήλωνε, όμως, παράλληλα την επιθυμία του Μονάχου να μην διεκδικήσουν Σύνταγμα οι Έλληνες πριν την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, δεδομένου ότι υπήρχε το ενδεχόμενο το Σύνταγμα αυτό να ήταν τόσο δημοκρατικό, ώστε ο βασιλιάς να μην μπορέσει να διατηρήσει την εξουσία του. Για να κρατηθούν μάλιστα οι ισορροπίες, ο Γκίζε καθησύχασε τον αγγλόφιλο και συνταγματικό συνάδελφό του Σπυρίδωνα Τρικούπη ότι στο μέλλον μια Εθνοσυνέλευση θα προετοίμαζε, σε συνεργασία με την Αντιβασιλεία, το τελικό Σύνταγμα, το οποίο «χωρίς αμφιβολία, θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες, στις επιθυμίες και στα συμφέροντα της έθνους» (Driault/Lhéritier, 1925, 81–87∙ Petropulos, τ.1, 1985– 1986, 191–192).

    Παρά το γεγονός, όμως, ότι έγινε πρόταση από την ελληνική πλευρά να συγκληθεί, έστω και για λίγο, Εθνοσυνέλευση, ώστε να εξουσιοδοτήσει τουλάχιστον τυπικά την Αντιβασιλεία να πάρει τα αναγκαία μέτρα για τη διακυβέρνηση της χώρας, η βαυαρική πλευρά θεώρησε ότι θα ήταν «ανάρμοστο για μια βασιλική κυβέρνηση να παίξει μια τέτοιου είδους κωμωδία» και ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η σύγκληση συνέλευσης θα δημιουργούσε εμπόδια στην άσκηση των καθηκόντων της Αντιβασιλείας, και τελικά θα απέβαινε εις βάρος του εθνικού συμφέροντος (Μάουρερ, 1976, 444–445). Οι ασάφειες, ωστόσο, της συνθήκης της 7ης Μαΐου στο ζήτημα του θρησκεύματος του βασιλιά και της επικύρωσης της εκλογής του από νομοθετικό σώμα, καθώς και το μείζον ζήτημα του Συντάγματος (της defacto δηλαδή εγκαθίδρυσης της απόλυτης μοναρχίας), δημιούργησαν ουσιώδη πολιτικά προβλήματα και προκάλεσαν τις αντιδράσεις των κομμάτων. Η μετατροπή αυτή της Ελλάδας σε «βαυαρικό προτεκτοράτο, υπό τον επικυριαρχικό έλεγχο τον οποίο συνεπαγόταν η αμφιλεγόμενη ‘εγγύηση’ των τριών δυνάμεων», δικαιολογεί, όπως παρατηρεί ο John Petropulos (1985–1986, τ.1, 174–176), την έκρηξη των Ελλήνων κατά του φαινομένου που ονομάστηκε «βαυαροκρατία».

    Από την πλευρά τους, οι Βαυαροί είχαν την πεποίθηση ότι η απόλυτη μοναρχία ήταν η ενδεδειγμένη λύση για να γίνει η Ελλάδα σύγχρονο κράτος δυτικού τύπου, εφόσον πίστευαν, όπως άλλωστε και μια μικρή αλλά σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού, ότι αυτός ήταν ο στόχος των επαναστατημένων Ελλήνων. Κατά συνέπεια, οι Βαυαροί, ως έχοντες γνώση και εμπειρία των σύγχρονων θεσμών, ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να διδάξουν αυτό το οποίο είχαν ανάγκη οι Έλληνες. Με αυτήν τη λογική, λοιπόν, η απολυταρχία, όπως σημειώνει ο Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer) (1976, 445), επιβαλλόταν ως αναγκαίο μέσο για να ησυχάσει η χώρα, να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να οργανωθεί ο κρατικός μηχανισμός, προκειμένου «να γίνει πραγματικότητα εκείνο που οραματίστηκε το ελληνικό έθνος όταν ξεσηκώθηκε να χτυπήσει τον τουρκικό δεσποτισμό». Στο κάτω κάτω, έπρεπε να αποδείξουν οι ίδιοι «ότι ήταν άξιοι για τη συνταγματική διοίκηση». Προς επίρρωση, μάλιστα, όσων υποστηρίζει ο Μάουρερ, σημειώνει ότι στην αρχή δεν υπήρξαν καθόλου αντιδράσεις γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά εμφανίστηκαν αργότερα και, «κατά παράδοξο τρόπο», προήλθαν από αυτούς που στο παρελθόν χτυπούσαν τη συνταγματική μερίδα (Μάουρερ, 1976, 445). Είναι σαφές ότι ο λόγος εδώ είναι για το ρωσικό κόμμα και τη στάση που κράτησε κατά τον εμφύλιο που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια. Άλλωστε, η πιο οργανωμένη αντιπολίτευση το πρώτο διάστημα της απόλυτης μοναρχίας εκφράστηκε από το ρωσικό κόμμα, το κατεξοχήν δηλαδή αντισυνταγματικό κόμμα τα χρόνια του Καποδίστρια και του εμφυλίου, το οποίο βρέθηκε αποκλεισμένο από τη διακυβέρνηση της χώρας∙ οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν την καταδίκη του ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία με την κατηγορία ότι συνωμότησε με τη Ρωσία εναντίον της νόμιμης πολιτικής εξουσίας, στρέφονταν εναντίον των Βαυαρών και είχαν ως κύριο αίτημα την παραχώρηση Συντάγματος.

    Η διάψευση των προσδοκιών και η ευθύνη των Βαυαρών

    Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της απόλυτης μοναρχίας, το συνταγματικό κίνημα, που πρόβαλλε το Σύνταγμα ως το κατεξοχήν σύμβολο της πολιτικής και πολιτισμικής καταξίωσης του νεαρού κράτους και ως το μέσο για την προσέγγιση των ευρωπαϊκών κρατών, δεν εξέφραζε τόσο το πνεύμα του σύγχρονου συνταγματισμού όσο τον φόβο που διακατείχε μεγάλη μερίδα των ηγετικών ομάδων για την «επαπειλούμενη» εξάρθρωση των παλαιών κοινωνικών δομών από τους Βαυαρούς. Ο φόβος αυτός επιτάθηκε από τον παραγκωνισμό των οπλαρχηγών από τον διοικητικό μηχανισμό και την απολυταρχική βαυαρική διακυβέρνηση (Τσαπόγας, 2010, 71–78). Η αντίδραση, λοιπόν, των εδραιωμένων τοπικών συμφερόντων την περίοδο της Αντιβασιλείας και της απόλυτης μοναρχίας βρήκε «εύκολο ιδεολογικό επικάλυμμα των αξιώσεών της στο σύνθημα του συνταγματισμού» (Κιτρομηλίδης, 1984, 43).

    Η δυτικότροπη, ωστόσο, πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, την οποία εξέφραζε το αγγλικό κόμμα και η αγγλόφιλη εφημερίδα Αθηνά, αναγνωρίζει στον Μάουρερ τη συνεισφορά του στη δημιουργία κάποιων φιλελεύθερων θεσμών, όπως π.χ της θέσπιση του συστήματος των ορκωτών δικαστών (Αθηνά, 11.3.1836). Τα θετικά σχόλια σταματούν, όμως, εδώ. Η Αντιβασιλεία κατηγορείται για άγνοια της «καταστάσεώς μας» και για κακή διαχείριση των Οικονομικών. Παραπέμποντας στον Μοντεσκιέ, ο οποίος στις Περσικές επιστολές αναφέρει ότι μόνον οι Ασιάτες θεωρούν ότι η διοίκηση των προσόδων του κράτους δεν διαφέρει σε τίποτα από τη διοίκηση των εισοδημάτων του ιδιώτη, η αγγλόφιλη εφημερίδα επαναφέρει το ζήτημα του Συντάγματος, λέγοντας ότι σε ένα συνταγματικό κράτος κανένας δεν «ημπορεί να ειπή ότι το κράτος είμαι εγώ, όθεν και αι πρόσοδοι των πολιτών είναι εδικαί του», όπως στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ (Αθηνά, 26.8.1836). Η «ανυπόφορος ξενοκρατία» ευθύνεται, κατά την Αθηνά, όχι μόνο για τον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης, αλλά και για την κακή διαχείριση των Οικονομικών, για την κατασπατάληση των «αιματοβρεγμένων χρημάτων» των Ελλήνων (Αθηνά, 20.1.1837), ακόμα και για την υποτιμητική αντιμετώπιση του ελληνικού λαού από τους Βαυαρούς, η οποία συγκρίνεται με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι Ισπανοί τους κατοίκους του Περού και οι Γάλλοι τους Βεδουίνους, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι για την Αλγερία «οι Γάλλοι εξοδεύουν και εξοδεύουν αδρά, και δεν γυμνώνουν τους κατοίκους του Αλγερίου ως οι Βαυαροί τους Έλληνας» (Αθηνά, 30.1.1837). Τα συνταγματικά κράτη Αγγλία, Αμερική και Γαλλία αναφέρονται ως πρότυπο σε κάθε κριτική που ασκείται εναντίον της αυταρχικής διακυβέρνησης των Βαυαρών (Αθηνά, 28.4.1836). Η αυτοκριτική μάλιστα που έκανε ο γάλλος πρωθυπουργός Θιέρσος (Adolphe Thiers) σε ομιλία του στο Γαλλικό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 1836, στην οποία παραδέχθηκε ότι ήταν λάθος της Γαλλίας να αποδεχθεί το καθεστώς που επέβαλε η Αντιβασιλεία, αξιοποιείται από την αγγλόφιλη εφημερίδα για να εκθέσει τα προβλήματα που δημιουργούσε η βαυαρική διοίκηση και να προβάλει το αίτημα για Σύνταγμα (Αθηνά, 4.7.1836).

    Αφετέρου η ανάληψη της εξουσίας από τον Ιγνάτιο φον Ρούντχαρτ (Ignaz von Rudhart) το 1837, ο οποίος θεωρήθηκε εκπρόσωπος της Βιέννης και της Ιεράς Συμμαχίας, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της αγγλικής κυβέρνησης, και ειδικότερα του Πάλμερστον (Henry John Temple Palmeston), ο οποίος απειλεί πλέον ότι το αγγλικό θησαυροφυλάκιο δεν πρόκειται να δώσει άλλα χρήματα «σε κυβέρνησιν μη εθνικήν και εχθράν του Συντάγματος» (Αθηνά, 7.9.1838), εννοώντας τη δόση του δανείου που οι εγγυήτριες Δυνάμεις είχαν αναλάβει να καταβάλουν στην Ελλάδα με την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα. Η Αθηνά εκφράζει εξαρχής την αντίθεσή της στη σύσταση του Ανακτοβουλίου από Βαυαρούς, δηλώνοντας ότι οι Έλληνες δεν επιθυμούν να συνεχίσουν να βλέπουν «ξένους» στον τόπο τους, διαχωρίζοντας όμως τον Όθωνα από τους «ξένους βαυαρούς» (Αθηνά, 12.2.1837). Οι προθέσεις, ωστόσο, του νεαρού βασιλιά, που μετά την απομάκρυνση του Ρούντχαρτ όλα δείχνουν ότι θα ασκήσει μόνος την εξουσία, μάλλον δεν επιβεβαιώνουν τα ευχολόγια του Τύπου∙ με την καθοδήγηση του πατέρα του και του πρεσβευτή της Αυστρίας Πρόκες Όστεν (Anton Graf Prokesch von Osten), ο Όθων έκανε σαφή την άποψή του ότι τα κόμματα δεν αντιπροσώπευαν παρά μια μικρή ολιγαρχική μειοψηφία και ότι η απόλυτη μοναρχία, και όχι η παραχώρηση Συντάγματος, θα απελευθέρωνε τον ελληνικό λαό από την «τυραννία» των ηγετικών ομάδων. Είχε γίνει, πλέον, φανερό ότι αντίθετος στην παραχώρηση Συντάγματος ήταν ο ίδιος ο Όθων, επειδή αυτό του υπαγόρευε η παιδεία του και οι πολιτικές του πεποιθήσεις, και όχι γιατί του το επέβαλλε ως τώρα η Αντιβασιλεία (Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1982, 171–183).

    Οι αιχμές εναντίον της συνεχιζόμενης απολυταρχίας γίνονται πλέον όλο και πιο έντονες, ενώ εκθειάζεται η φιλελεύθερη συνταγματική Ευρώπη, η οποία βοήθησε τον ελληνικό Αγώνα και υποσχέθηκε Σύνταγμα στους Έλληνες. Για τη διάψευση των προσδοκιών τους, σύμφωνα με την Αθηνά, ευθύνονται μόνον «οι ξένοι ιδιοτελείς αντιβασιλείς, αρχικαγγελάριοι, πρωθυπουργοί», ενώ παρακάμπτονται, ευλόγως, οι ευθύνες του Όθωνα για τη συνέχιση της απολυταρχικής διακυβέρνησης (Αθηνά, 19.3.1838).

    Oι απόπειρες για «συγκερασμένη μοναρχία» και η συνταγματική ανωριμότητα των Ελλήνων

    Η Αγγλία, από την πλευρά της, εξακολουθεί να πιέζει για παραχώρηση Συντάγματος, χωρίς όμως την αναμενόμενη επιρροή στον Όθωνα, ο οποίος, έχοντας εμπλακεί πλέον στο κομματικό παιχνίδι, θα κάνει στροφή προς τη Ρωσία. Βέβαιος για τη λαϊκή υποστήριξη, εξακολουθούσε να αντιστέκεται στις αγγλικές πιέσεις (Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1982, 193–201), οι οποίες όμως δεν βρίσκουν σύμφωνο τον μετριοπαθή ηγέτη του αγγλικού κόμματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Έχοντας την πεποίθηση ότι προκειμένου να λειτουργήσει σωστά το Σύνταγμα έπρεπε πρώτα να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ο Μαυροκορδάτος πρότεινε στον Όθωνα μεταρρυθμίσεις όπως την οργάνωση των δήμων, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την ελευθερία του Τύπου, μέτρα που θεωρούσε απαραίτητα ώστε ο λαός, πριν την εφαρμογή του Συντάγματος, να μάθει πρώτα να σέβεται τους νόμους. Οι μετριοπαθείς αυτές φιλελεύθερες απόψεις του για «συγκερασμένη μοναρχία», όπως τη χαρακτήριζε, δεν συμβάδιζαν με τις απόψεις του Άγγλου πρέσβη Λάυονς (Edmund Lyons), ο οποίος επιδίωκε με κάθε τρόπο την παραχώρηση Συντάγματος (Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1982, 531–532).

    Σε αυτή την αντιπαράθεση των δύο απόψεων μέσα στο αγγλικό κόμμα, η Αθηνά θα στηρίξει τον μετριοπαθή Μαυροκορδάτο και τους «δικαίους θεσμούς». Αποφεύγοντας επιμελώς να θέσει το ζήτημα του Συντάγματος, θα δώσει έμφαση στους θεσμούς, σημειώνοντας ότι οι ελεύθεροι θεσμοί ήταν η επιθυμία και των τριών Δυνάμεων που συνέβαλαν στη δημιουργία του κράτους (Αθηνά, 5.5.1841). Εν τω μεταξύ, με φόντο την τουρκοαιγυπτιακή κρίση του 1839–1841, προκειμένου να εξευμενίσει την Αγγλία για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ελλάδας σε αυτήν με στόχο την πραγματοποίηση του αλυτρωτικού οράματος των Ελλήνων, ο Όθων θα διορίσει το 1841 τον Μαυροκορδάτο Γραμματέα των Εξωτερικών. Διαπιστώνοντας, όμως, την αδιαλλαξία του Όθωνα, ακόμη και στις πιο μετριοπαθείς προτάσεις του, ο Μαυροκορδάτος αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

    Χαρακτηρίζοντας την «ξενοκρατίαν» ως ένα «διαβατικόν όρνεον» που κατέτρωγε τα σπλάχνα των Ελλήνων και που σύντομα θα έπρεπε να «αποσυρθή εις την φωλεάν του», η Αθηνά επιρρίπτει ευθύνες στους «ιδιοτελείς ή δολίους» βαυαρούς συμβούλους της μοναρχίας για τις πολιτικές εξελίξεις και στηρίζει τους όρους που έβαλε ο Μαυροκορδάτος, δίνοντας έμφαση στα σχετικά με την απομάκρυνση των Βαυαρών από την εξουσία, ενώ υπογραμμίζει τους κινδύνους που εγκυμονεί η ξενοκρατία: «Ποίον έθνος ηνέχθη ποτέ αγογγύστως την ξενοκρατίαν χωρίς επιτέλους να μην εκραγώσι ποτέ επαναστάσεις των οποίων το πρώτον θύμα υπήρξαν αυτοί οι ξένοι δορυφόροι. […] Τα έθνη έχουσιν ιδίαν αυτών ατομικότητα ήτις αποκλείει πάσαν επέμβασιν άλλου έθνους» (Αθηνά, 21.6.1841).

    Μολονότι ο Όθων, μπροστά στον κίνδυνο εξέγερσης που προκάλεσε η παρουσία στην πρωτεύουσα χιλίων εθελοντών, που βρίσκονταν εκεί προκειμένου να μεταβούν στην Κρήτη για να συνδράμουν στην εξέγερση που είχε ξεσπάσει εναντίον της Πύλης, αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει και να δεχθεί τους περισσότερους όρους του Μαυροκορδάτου, δεν φάνηκε διατεθειμένος να κάνει πραγματικές παραχωρήσεις. Ως πρόεδρος πλέον του υπουργικού συμβουλίου, τον Ιούνιο του 1841, ο αρχηγός του αγγλικού κόμματος ηγήθηκε τρικομματικής κυβέρνησης, προσπαθώντας να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στα τρία κόμματα, δεδομένου ότι το μόνο που ουσιαστικά τα ένωνε ήταν η «κοινή εχθρότητα» απέναντι στη βαυαρική απολυταρχία (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 538–539). Εγγίζοντας περισσότερο τις μετριοπαθείς απόψεις του Μαυροκορδάτου για το Σύνταγμα, ο γάλλος επικεφαλής της γαλλικής κυβέρνησης Φρανσουά (François Guizot) θα στείλει τον Μάρτιο του 1841 εγκύκλιο που απευθυνόταν στις Αυλές της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, στην οποία εξέφραζε, μεταξύ άλλων, και την άποψη ότι η Ελλάδα δεν ήταν ακόμη ώριμη για Σύνταγμα. Στην ουσία, με την εγκύκλιό του ο Γκιζώ, μέσα στο πλαίσιο του αγγλογαλλικού ανταγωνισμού που έχει εκδηλωθεί με την ανατολική κρίση, ήθελε να δηλώσει το ενδιαφέρον της Γαλλίας για την Ελλάδα, συμβουλεύοντας, όμως, «φορτικά» τον βαυαρό βασιλιά» (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 541–543∙ Driault/Lhéritier, 1925, 207–208).

    Η παρέμβαση του Γκιζώ προκάλεσε την αντίδραση της αγγλόφιλης και της ρωσόφιλης μερίδας. Σε υψηλούς τόνους, η φιλορθόδοξη-ρωσόφιλη εφημερίδα Αιών κατηγορεί συλλήβδην την «φωτισμένη Ευρώπη» ότι υπονομεύει την πρόοδο του ελληνικού βασιλείου∙ με την ανοχή της επέτρεψε στους Βαυαρούς να ασκήσουν την απόλυτη εξουσία τους, βασιζόμενοι και καλυπτόμενοι πίσω από τους δυτικότροπους θεσμούς που εισήγαγαν, οι οποίοι τους έδιναν το δικαίωμα να καταδιώκουν και να φυλακίζουν τους αντιφρονούντες, κάνοντας έτσι έμμεση αναφορά και στη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη (Αιών, 27.7.1841).

    Η Ευρώπη σώζει την Ελλάδα από τον «βαυαρισμό» και διασώζει τον βαυαρό βασιλιά

    Η συνεχιζόμενη αδιαλλαξία του Όθωνα να δεχθεί τους όρους Μαυροκορδάτου, σε συνδυασμό με τις διαφωνίες στους κόλπους της κυβέρνησης, οδήγησαν στην παραίτηση του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου, τον Αύγουστο του 1841, μόλις έξι εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Το «επεισόδιο Μαυροκορδάτου», όπως ονομάστηκε, επιβεβαίωσε την αδιαλλαξία του βασιλιά να παραχωρήσει και την παραμικρή εξουσία, εντείνοντας τις διαμαρτυρίες και ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου δύο χρόνια αργότερα (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 543–546).

    Αφετέρου, η συζήτηση που έγινε στην αγγλική Βουλή τον Αύγουστο του 1843 («The King of Greece», https://hansard.parliament.uk/Commons/1843-08-15/debates/68cafc4a-6016-4339-98c1-477a2e745af3/TheKingOfGreece, 21.10.2019) με αντικείμενο το ελληνικό ζήτημα, και οι θέσεις που διατυπώθηκαν υπέρ της ανάγκης να παραχωρηθεί Σύνταγμα στην Ελλάδα, ενθουσίασε τις συνταγματικές εφημερίδες. Στη συζήτηση υπογραμμίστηκε το σφάλμα, ή στην καλύτερη περίπτωση η παράλειψη των Βαυαρών να παραχωρήσουν Σύνταγμα, ενώ τονίστηκε η συνεπής στάση της Βρετανίας υπέρ του Συντάγματος. Αναφέρθηκε ότι ο Όθων, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, γνώριζε πως ήταν υποχρεωμένος να κυβερνήσει με βάση το Σύνταγμα. Προσάπτεται στους Βαυαρούς ότι δεν μεταχειρίστηκαν τους Έλληνες όπως έπρεπε. Επιρρίπτονται ευθύνες ακόμη και στην ίδια την Αγγλία που επέτρεψε να «βαυαροποιηθεί» η Ελλάδα και να επιλεγεί βασιλιάς ο Όθων. Από συντηρητικούς βουλευτές υποστηρίχθηκε ότι τα δεινά της Ελλάδας δεν οφείλονταν στον Όθωνα αλλά στην Αντιβασιλεία, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Πάλμερστον ισχυρίστηκε ότι η Αντιβασιλεία επροίκισε την Ελλάδα με πολλούς «προεισαγωγικούς του συντάγματος» πολιτικούς θεσμούς, και θεώρησε ως μοναδικούς υπεύθυνους για τη μη παραχώρηση Συντάγματος τον Όθωνα και τον πατέρα του, Λουδοβίκο, ενώ κατηγορεί τις οθωνικές κυβερνήσεις για «σπατάλη και ασωτεία», που επιβάρυναν τους Έλληνες με νέα δάνεια (Αιών, 28.8.1843).

    Η Ευρώπη, σύμφωνα με τα κόμματα που βασιζόμενα στον Τύπο «μονοπωλούσαν την κοινή γνώμη» (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 573–575), είχε εξελιχθεί σε ελπίδα και στήριγμα για τις συνταγματικές διεκδικήσεις των Ελλήνων, σε σημείο μάλιστα που να ελπίζουν στην επέμβασή της για να σώσουν την «ψυχορραγούσα» Ελλάδα από το «βαυαρικό σύστημα». Η φιλοδυτική Αθηνά σημειώνει τη σύμπτωση των ευρωπαϊκών με τις ελληνικές επιδιώξεις λέγοντας ότι η Ευρώπη «θέλει άρα ίδη με ευχαρίστησιν τους Έλληνας αποσπώντας εννόμως και διά του ορθού λόγου από τας χείρας του ανοσίου Βαυαρισμού, τα δικαιώματα άτινα δι’ αιμάτων και θυσιών καθιέρωσαν» (Αθηνά, 1.9.1843).

    Οι Δυνάμεις, ωστόσο, αν και γνώριζαν τί θα συνέβαινε και είχαν εμμέσως συμβάλει στη συνωμοσία που εξυφάνθηκε από τα τρία κόμματα εναντίον του βασιλιά (Μακρυγιάννης, χ.χ., 428∙ Petropulos, τ.2, 1985–1986, 580∙ Kaltchas, 2010, 102–107), δεν φαίνεται να είχαν, τουλάχιστον άμεση, ανάμειξη στα γεγονότα∙ προσπαθούσαν μάλιστα να κρατήσουν ισορροπίες ανάμεσα στον απειλούμενο Όθωνα και τους επαναστάτες. Η βρετανική κυβέρνηση μάλιστα, έχοντας πληροφορηθεί από νωρίτερα τι περίπου θα συμβεί, είχε διαμηνύσει στον Λάυονς ότι εγκρίνει μεν τη χορήγηση ελεύθερων θεσμών, την «έξωσιν όμως του βασιλέως, ήν υπελάμβανε ρωσικήν ραδιουργίαν, αποκρούει και απαιτεί να προληφθή διά παντός τρόπου». Ο άγγλος πρεσβευτής μετέφερε το μήνυμα του άγγλου υπουργού Εξωτερικών λόρδου Αμπερντήν (George Hamilton-Gordon, Earl of Aberdeen), στο οποίο ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει «να προσέξη καλώς μη πειραχθή μηδέ θριξ της κεφαλής του βασιλέως, διότι προς ασφάλειαν αυτού και ολόκληρον στόλον θα φέρω ίν’ αποβιβάσω τρεις και τέσσαρας χιλιάδας στρατιωτών» (Δραγούμης, τ.2, 1973, 72–73). Κοινό μυστικό ήταν ότι o ρώσος πρεσβευτής Κατακάζυ (Gavriil Antonovich Katakazi) είχε περισσότερο απ’ όλους αναμιχθεί στη συνωμοσία, επειδή επιθυμούσε διακαώς την αποχώρηση του Όθωνα και την αντικατάστασή του από ορθόδοξο πρίγκιπα (Driault/Lhéritier, 1925, 239– 240∙ Petropulos, τ.2, 1985–1986, 580, 694–696). Το βασιλικό περιβάλλον, ωστόσο, δείχνει να έχει επίγνωση της κατάστασης και των αληθινών προθέσεων των Δυνάμεων∙ γνώριζε ότι οι πρεσβείες της Αγγλίας και της Γαλλίας επιδοκίμαζαν μεν τα γεγονότα, εκτιμούσε όμως ότι δεν θα έφταναν ποτέ μέχρι τα άκρα, ενώ δεν αμφέβαλλε ότι πρόθεση της Ρωσίας ήταν να απομακρύνει τον ετερόδοξο Όθωνα (Μπούσε Β./Μπούσε Μ., 2011, 429–439). Το Σύνταγμα, λοιπόν, θα χρησιμεύσει αυτήν τη φορά ως ιδεολογικό επικάλυμμα των αξιώσεων του ρώσου αντιπροσώπου και των φιλορθοδόξων προκειμένου να απομακρύνουν τον Όθωνα, ενώ για τα «φωτισμένα έθνη» ήταν απλώς ένας τρόπος να τον «συνετίσουν».

    Η «σωφροσύνη» του Όθωνα και οι «τυχοδιώκτες» Βαυαροί

    Με στόχο την επιδοκιμασία της Ευρώπης, οι εφημερίδες, μετά την επιτυχία της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, τονίζουν τον αναίμακτο χαρακτήρα της και τον πολιτισμένο τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες απέκτησαν τα δικαιώματά τους. Απαντώντας δε στις φοβίες των Βαυαρών για τα «άγρια πάθη και σκοτεινά» των Ελλήνων, τα οποία απειλούσαν να επαναλάβουν «Σικελικούς εσπερινούς», η Αθηνά παρατηρεί ότι τώρα πλέον ελπίζει να παραδεχτούν ότι «οι Ελληνικοί εσπερινοί είναι το άκρον αντίθετον των Σικελικών, διότι αντί φόνων παρέχουν σωτηρίαν, αντί εκδικήσεως συγχώρησιν, αντί φανατισμού υψηλόν φρόνημα προόδου» (Αθηνά, 8.9.1843).

    Στο ίδιο πνεύμα με την Αθηνά, και ο Αιών επιδιώκει την αναγνώριση της Ευρώπης μετά τα συμβάντα της 3ης Σεπτεμβρίου. Αφού επισημάνει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ «των Ευρωπαϊκών Εθνών των μάλλον ευνομουμένων», εκφράζει την ελπίδα ότι και αυτά θα την συντρέξουν στο μέλλον. Προκειμένου μάλιστα να καθησυχάσει την Ευρώπη για τυχόν νέες αντιδράσεις και ταραχές, διαβεβαιώνει για τη μετριοπάθεια, την «τάξιν» και την «ησυχίαν» των Ελλήνων (Αιών, 11.9.1843).

    Η υπόληψη της Ελλάδας φαίνεται όντως ότι σώθηκε, αν κρίνει κανείς από τα σχόλια της γαλλικής εφημερίδας Journal des Débats, η οποία σε πρωτοσέλιδο άρθρο της χαρακτηρίζει «φρόνιμη» την Επανάσταση, και τους Έλληνες να έχουν κερδίσει τη συμπάθεια και την εκτίμηση όλης της Ευρώπης (Journal des Débats, 27.9.1843). Αναπαράγοντας το άρθρο της γαλλικής εφημερίδας, η Αθηνά επιλέγει να υπογραμμίσει τους επαίνους της για τον Όθωνα, την «διαγωγήν και τον γενναίον χαρακτήρα του […], την φρόνησιν την οποίαν έδειξεν εις την κρίσιμον εκείνην ημέραν της Τρίτης Σεπτεμβρίου, την αληθώς βασιλικήν του αρετήν και την προς το Ελληνικόν έθνος εξιδιασμένην αγάπην του». Προκειμένου μάλιστα να διασκεδάσει τυχόν φόβους των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, διαβεβαιώνει τους Ευρωπαίους για την «εγκάρδια αφοσίωση» των Ελλήνων «εις τον θρόνον του Όθωνος, και εις τας εθνικάς μας φρονίμους ελευθερίας, διά των οποίων μόνων, έχοντες ως Βασιλέα αυτόν τον Όθωνα, και προστάτας και ευνοϊκάς τας μεγαλητέρας και ενδοξοτέρας του κόσμου Δυνάμεις, θέλομεν δυνηθή να φθάσωμεν εις τον προορισμόν μας» (Αθηνά, 2.10.1843).

    Ο Αιών, από την πλευρά του, σημειώνοντας ότι μόνον οι γερμανικές εφημερίδες «ανεμάσησαν βλασφήμους τινάς κατά του εθνικού μας κινήματος ιδέας», αναπαράγει και αυτός τα εγκωμιαστικά σχόλια για τους Έλληνες που κάνει και ο αγγλικός Τύπος. Ωστόσο σε άρθρο-ανταπόκριση από το Λονδίνο, επιλέγει να προβάλει τα όσα οι Times προσάπτουν στη βαυαρική πολιτική∙ μεταφέρει τους χαρακτηρισμούς και τα σχόλια της αγγλικής εφημερίδας για τους Βαυαρούς, οι οποίοι αποκαλούνται «ασήμαντοι ξένοι» και «αγέλη τυχοδιωκτών», που στέρησαν το ελληνικό έθνος από τις «διά ποταμών αιμάτων αποκτηθείσας ελευθερίας του», το περιύβρισαν και το ράπισαν «αναισχύντως». Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, ότι η αγγλική εφημερίδα προφυλάσσει και συντηρεί, και αυτή, το γόητρο του μονάρχη, συμβουλεύοντας τους Έλληνες να «συνταυτιστούν» με τον άξιο ηγεμόνα τους για να επιτύχουν τον εθνικό τους προορισμό (Αιών, 24.10.1843). Είναι σαφές ότι μετά την επιτυχία της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, το κλίμα αρχίζει να μεταστρέφεται υπέρ του σώφρονος βαυαρού βασιλιά.

    Η συναίνεση, τα όρια του Συντάγματος και το νέο κομματικό τοπίο

    Στη μεταστροφή αυτή, καθοριστικό ρόλο θα παίξουν η Αγγλία και η Γαλλία, οι οποίες είχαν πρωτοστατήσει στη συνταγματική αλλαγή. Σε συνεργασία με την Αυστρία ανέλαβαν να θέσουν τα όρια του νέου Συντάγματος: Για να μη γίνει «τερατώδες», όπως το απευχόταν η Αμαλία (Μπούσε Β./Μπούσε Μ., 2011, 439), έπρεπε να διατηρηθούν οι εξουσίες του μονάρχη. Γνωρίζοντας, άλλωστε, τις θέσεις του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, δεν μπορούσαν παρά να συμβάλουν στη δημιουργία ενός μετριοπαθούς Συντάγματος. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Γκιζώ ότι το Σύνταγμα δεν θα έθιγε τις βασικές εξουσίες του μονάρχη, ο Λουδοβίκος έστειλε στο Λονδίνο και το Παρίσι τον πρίγκιπα Βαλλερστάιν (Öttingen Wallerstein), προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας για ένα Σύνταγμα που θα διατηρούσε τις αρμοδιότητες του Όθωνα. Έκπληκτος για τον ευνοϊκό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι δύο Δυνάμεις την αλλαγή που συντελέστηκε στην Ελλάδα, ο βαυαρός πρίγκιπας τούς πρότεινε να στείλουν τον στόλο τους στον Πειραιά, προκειμένου να κατοχυρωθεί η απόφαση για ένα μετριοπαθές Σύνταγμα. Η πρόταση δεν έγινε δεκτή από τον Γκιζώ, με το επιχείρημα ότι θα έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα και θα ενίσχυε το δημοκρατικό αίσθημα των Ελλήνων (Petropulos, τ.2., 1985–1986, 587–589∙ Driault/Lhéritier, 1925, 246–248).

    Σε πνεύμα εγκάρδιας συνεννόησης, οι Αμπερντήν και Γκιζώ, καθώς και οι πρεσβευτές Λάυονς και Πισκατόρυ (Théobald Émile Arcambal Piscatory), προσπαθούσαν πλέον, σε συνεργασία και με τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας, να δημιουργήσουν τα θεμέλια εκείνα πάνω στα οποία θα βασιζόταν μια ισχυρή βασιλική εξουσία. Με το πρωτόκολλο που υπέγραψαν τον Νοέμβριο του 1843 στο Λονδίνο, οι τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, ο αντιπρόσωπος της οποίας αναγκάστηκε να το υπογράψει) δήλωναν ότι εύχονταν την «εδραίωση του θρόνου και της δυναστείας που θεμελιώθηκε στην Ελλάδα με τη σύμβαση της 7ης Μαΐου 1832». Αναγνώριζαν, λοιπόν, και τυπικά, τη σεπτεμβριανή επανάσταση, παράλληλα όμως ήταν σύμφωνες ότι έπρεπε να απαγορευθεί οποιαδήποτε πολιτική ή εδαφική «extravagance» (Driault/Lhéritier, 1925, 246–248).

    Το «ανεπίσημο» υπουργικό συμβούλιο, που δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η βούληση της Ευρώπης για μετριοπαθές Σύνταγμα εισακούστηκε από την ελληνική πολιτική ηγεσία. Αποτελούμενο από τους Κωλέττη, Μαυροκορδάτο – που μόλις είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα από το Παρίσι και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, χωρίς να έχουν προφθάσει να συμμετάσχουν στην Επανάσταση – και τον ηγέτη του ρωσικού κόμματος Ανδρέα Μεταξά, ανέλαβε το καθήκον να εισαγάγει «σώφρον και πρακτικόν Σύνταγμα, ησύχως και με όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν συμμετοχήν του μοναρχικού παράγοντος». Το εξομολογήθηκε στον αυστριακό πρεσβευτή Πρόκες Όστεν ο Μαυροκορδάτος, (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 591–592∙ Λούκος, 2010, 74–76), ο οποίος φαίνεται πως, έχοντας κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη του Όθωνα, ανέλαβε προσωπικά να τον καθησυχάσει και να εξασφαλίσει τη συνεργασία του στην επεξεργασία του Συντάγματος (Μπούσε Β./Μπούσε Μ., 2011, 461).

    Στην Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1843, μετά τις εκλογές πληρεξουσίων που έγιναν τον Οκτώβριο (Αλιβιζάτος, 2011, 86) δημιουργήθηκαν τρεις διαφορετικές ομάδες, ανάλογα με τις θέσεις που εξέφραζε καθεμία από αυτές για την Επανάσταση και το Σύνταγμα. Η ομάδα των «ακραίων» μοναρχικών ήταν αντίθετη με την επανάσταση και θεωρούσε την Ελλάδα ανώριμη για Σύνταγμα. Η άλλη ομάδα απαρτιζόταν από «ακραίους» φιλορθοδόξους, οι οποίοι επιδίωκαν την ανατροπή της δυναστείας, χωρίς όμως να έχουν ελπίδες για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.

    Η επικράτηση της ομάδας των μετριοπαθών, επικεφαλής της οποίας βρίσκονταν οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί, έπαιξε κεντρικό ρόλο στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, ώστε να υπάρξει ένα συντηρητικό Σύνταγμα, προϊόν συναίνεσης που θα κρατούσε τις ισορροπίες ανάμεσα στον μονάρχη και τους στόχους της σεπτεμβριανής επανάστασης (Παπαγεωργίου, 2004, 409–413∙ Petropulos, τ.2, 1985–1986, 590–597∙ Hering, 2004, 252–254).

    Η νέα αντιπολίτευση που δημιουργήθηκε είχε πλέον την ελευθερία να εκφράσει τις επιθυμίες των εκλογέων της, διαμορφώνοντας μέτωπα στα οποία από τη μία πλευρά βρίσκονταν οι δυτικότροποι Έλληνες και από την άλλη οι υπερασπιστές των παραδοσιακών αξιών του έθνους (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 585–624). Η νέα αντιπολίτευση, που διαμορφώθηκε απέναντι στη συνένωση όλων των πολιτικών δυνάμεων, υποστήριζε ένα πιο φιλελεύθερο Σύνταγμα με περιορισμένες εξουσίες για τον μονάρχη και ευρύτερες για τον λαό. Θεωρώντας τη μεσολάβηση των αρχηγών των τριών κομμάτων ως «ξεπούλημα» απέναντι στον Όθωνα, ανέλαβε τον ρόλο του υπερασπιστή των συμφερόντων του έθνους, ειδικά σε ζητήματα που ευαισθητοποιούσαν το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων – όπως του θρησκεύματος του διαδόχου ή των αυτοχθόνων – απέναντι στους δυτικότροπους Έλληνες, τους Βαυαρούς, τα ξένα συμφέροντα και, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και τον ίδιο τον ξένο βασιλιά (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 602–604).

    Είναι φανερό ότι ο νέος συσχετισμός των Δυνάμεων που δημιουργήθηκε στην Εθνοσυνέλευση και η σύμπτωση συμφερόντων και απόψεων των δυτικών Δυνάμεων με τους Βαυαρούς, προκειμένου να διατηρηθούν οι εξουσίες του Όθωνα και να περιοριστεί η δύναμη των αντιφρονούντων, οδήγησε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της «Δύσης» με τους Βαυαρούς: Για την αντιπολίτευση τουλάχιστον, οι Βαυαροί δεν αποτελούσαν πλέον τον αντίποδα των «φωτισμένων» εθνών. Το δίπολο «Δύση» – Βαυαρία, που επικρατούσε πριν και κατά τη διάρκεια της συνταγματικής επανάστασης, είχε αντικατασταθεί από τον διαχωρισμό μεταξύ των υποστηρικτών του έθνους και των «ξένων», στους οποίους περιλαμβάνονταν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, συλλήβδην οι δυτικές Δυνάμεις, οι Βαυαροί κλπ.

    Εν τω μεταξύ, η εκλογή των Κωλέττη, Μαυροκορδάτου και Μεταξά και στη θέση των αντιπροέδρων της Εθνοσυνέλευσης προκάλεσε τα αρνητικά σχόλια της αντιπολίτευσης. Η Αθηνά και ο Αιών έχουν ταχθεί και αυτές στην πλευρά της αντιπολίτευσης. Η αγγλόφιλη εφημερίδα, ωστόσο, προβληματισμένη για το νέο πολιτικό στάδιο στο οποίο εισέρχεται η χώρα μετά την 3η Σεπτεμβρίου, σε σειρά άρθρων της πριν τις εκλογές για τη συγκρότηση Εθνοσυνέλευσης ανοίγει τη συζήτηση για τις αρχές «αίτινες πρέπει να τεθώσιν ως βάσεις στερεαί του μέλλοντος πολιτικού ημών οικοδομήματος». Διατυπώνει μεν τις διαφωνίες της ως προς το σύστημα της κληρονομικής μοναρχίας, θεωρώντας την όμως «σωτήριον» πολίτευμα, όταν δεν ερμηνεύεται έτσι ώστε «να κηρύττεται το έθνος ιδιοκτησία μιας οικογενείας», και εάν εξασφαλίζονται οι ελευθερίες του έθνους με τη λειτουργία θεμελιωδών θεσμών (Αθηνά, 18.9.1843). Ισχυρίζεται ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι άπειρος περί τα συνταγματικά, όπως υπαινίσσονται ξένες εφημερίδες (Αθηνά, 18.11.1844) και απαντώντας στα υποτιμητικά σχόλια της βαυαρικής εφημερίδας Augsburger Allgemeine Zeitung, αλλά και στους «βαυαρόφρονες», οι οποίοι θέλουν να αποδείξουν ότι το ελληνικό έθνος είναι «ανάξιον Συντάγματος», τονίζει ότι το μόνο που κατορθώνουν είναι «να απομακρύνουν περισσότερον την Βαυαρίαν από την Ελλάδα» (Αθηνά, 2.12.1844).

    Η επικράτηση της ομάδας των μετριοπαθών επιβεβαιώνεται και από τη θέσπιση Γερουσίας με ισόβια μέλη. Η ύπαρξη δεύτερου νομοθετικού σώματος προκάλεσε την πιο ουσιαστική πολιτική συζήτηση στην συντακτική Εθνοσυνέλευση με έντονες αντιπαραθέσεις που εστιάζονταν μεν στη δυτική προέλευση του θεσμού και την ανύπαρκτη ελληνική αριστοκρατία, πρωτίστως όμως αφορούσαν την ενίσχυση των εξουσιών του μονάρχη. Η μετριοπαθής ομάδα με κεντρικό ομιλητή τον αγγλόφιλο Σπυρίδωνα Τρικούπη, κρατώντας ισορροπίες ανάμεσα στον βασιλιά και την εθνική αντιπροσωπεία, υποστήριζε ότι η Γερουσία συνιστά το κατεξοχήν στοιχείο της πολιτικής σταθερότητας. Η αντιπολίτευση, με κεντρικό άξονα της επιχειρηματολογίας της το βασιλικό δικαίωμα της επιλογής των γερουσιαστών, ισχυριζόταν ότι μέσω του θεσμού της Γερουσίας θα υπήρχαν επεμβάσεις του αυλικού περιβάλλοντος στην πολιτική. Τελικά η Εθνοσυνέλευση ψήφισε υπέρ της Γερουσίας και της ισοβιότητας των μελών της∙ ο βασιλιάς είχε επίσης το προνόμιο να διορίζει και να απολύει υπουργούς, δημοσίους υπαλλήλους, να προάγει αξιωματικούς και να διαλύει τη βουλή (Αθηνά, 2.12.1844∙ Hering, 2004, 259– 264). Ωστόσο, παρά τις ενστάσεις της για τον θεσμό της Γερουσίας και την αρχική της ένταξη στην πλευρά της αντιπολίτευσης, η Αθηνά τελικά συμφωνεί με τη σταθερότητα που προϋπέθετε η ενίσχυση των εξουσιών του βασιλιά και υποστηρίζει ότι η ύπαρξη Γερουσίας γίνεται «εναργέστερη» όταν δεν μπορεί να διατηρηθεί η ανεξαρτησία της βασιλικής αρχής ή όταν πρέπει να εκτεθεί ο μονάρχης θέτοντας ο ίδιος βέτο, δηλώνοντας έτσι με υπαινικτικό τρόπο την στήριξή της στην μετριοπαθή ομάδα (Αθηνά, 29.9.1843).
    Τασσόμενος σαφώς με την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο Αιών καταγγέλλει τα «δούλα όργανα» του «ξενικού πνεύματος» ότι επέβαλαν «τυραννία» στην Ελλάδα, επειδή αυτό θέλησε η Δύση και «ούτως έδοξε τη βαυαρική αυλή» (Αιών, 13.2.1844). Από την πλευρά της και η φιλογαλλική εφημερίδα Ελπίς κατηγορεί την ομάδα Κωλέττη-Μαυροκορδάτου ότι υπάκουσαν τους Βαυαρούς. Χαρακτηρίζει τη θέσπιση της Γερουσίας ως εισαγωγή «ξενικού φυτού» και ως εμπαιγμό «της ισότητος εις την ελευθέραν πατρίδα μας». Ρίχνει δε την ευθύνη για τη θέσπισή της στην «εθνοκατάρατον» Βαυαρία, η οποία θέλησε να εκδικηθεί με αυτόν τον τρόπο τους Έλληνες για την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, ενώ συνυπεύθυνους θεωρεί και τους Μαυροκορδάτο και Κωλέττη, οι οποίοι αν και κατάλαβαν «την σατανικήν υπενέργειαν της Βαυαρίας», έγιναν όργανα της βαυαρικής «αισχρότητος» και «ραδιουργίας» (Ελπίς, 12.2.1844).

    Το «καταχθόνιον» ξενικό πνεύμα και το θρήσκευμα του διαδόχου του ελληνικού θρόνου

    Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση και ιδιαιτέρως η φιλορωσική πλευρά είχαν επιπλέον λόγους να μέμφονται τους Βαυαρούς και τις δυτικές Δυνάμεις, εφόσον είχαν θεωρήσει το Σύνταγμα και ως ευκαιρία για την αποκατάσταση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατάργηση του Αυτοκέφαλου, της ανεξαρτησίας δηλαδή της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης που είχε θεσπίσει η Αντιβασιλεία αμέσως μετά την άφιξη του Όθωνα, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των φιλοπατριαρχικών ρωσόφιλων Ελλήνων. Το Σύνταγμα, ωστόσο, θα ψηφισθεί τελικά χωρίς τις αλλαγές που είχαν προτείνει οι φιλοπατριαρχικοί. Ο Αιών κατακεραυνώνει το «καταχθόνιον» πνεύμα που επέτρεψε να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα η εξουσία των ξένων δογμάτων (Αιών, 12.1.1844). Οι υπαινιγμοί εναντίον των Βαυαρών γίνονται σαφέστεροι όταν αναφέρεται στο προ δεκαετίας διάταγμα του Αυτοκέφαλου, ενώ η πικρία του μεγαλώνει όταν διαπιστώνει ότι, αν και απομακρύνθηκε η Αντιβασιλεία, ο κατεξοχήν φορέας του «ξενικού πνεύματος», τίποτα δεν άλλαξε εφόσον το «ξενικόν πνεύμα» διατηρείται και επιδιώκει να «καταστήση δυτικήν όλως, την ανατολικήν Ελλάδα», θεωρώντας υπεύθυνους γι’ αυτό όσους δεν υπερασπίστηκαν στην Εθνοσυνέλευση τις προτάσεις των πατριαρχικών για το θρήσκευμα (Αιών, 12.1.1844). Οι διαφοροποιήσεις στην ψήφιση των άρθρων του Συντάγματος για την Εκκλησία αντανακλούν και αυτές τις νέες ομαδοποιήσεις που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έγιναν στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση, προκειμένου το Σύνταγμα να αποτελέσει προϊόν συναίνεσης ανάμεσα στον Όθωνα και στα κόμματα. Ως πάλη μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» θεωρήθηκε από τους ανατολικορθοδόξους και το ζήτημα που δημιουργήθηκε στην Εθνοσυνέλευση για το θρήσκευμα του διαδόχου του ελληνικού θρόνου. Στην πρόταση να γίνουν ορθόδοξοι – σε περίπτωση που δεν υπάρξει άμεσος διάδοχος – οι έμμεσοι διάδοχοι του Όθωνα, δηλαδή ο αδελφός του Λουιτπόλδος, αντέδρασαν η βρετανική και η γαλλική κυβέρνηση, οι οποίες θεώρησαν ότι μια τέτοια κίνηση συνιστούσε μερική αναθεώρηση των συμφωνιών του 1832. Υπό την πίεση της Βαυαρίας και της Αυστρίας προσπάθησαν, μέσω των πρεσβευτών τους στην Αθήνα, να πείσουν τον Κωλέττη και τον Μαυροκορδάτο να μην ανεχθούν αυτού του είδους τις πιέσεις (Αιών, 12.1.1844∙ Frazee, 1987, 206).

    «Το μικρό αυτό άρθρο του ελληνικού Συντάγματος» φαίνεται πως αναστάτωσε την Ευρώπη, δεδομένου μάλιστα ότι και η Πρωσία βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για τη σεπτεμβριανή επανάσταση, παράλληλα όμως και για τον ρόλο που έπαιξαν οι δύο δυτικές Δυνάμεις σε αυτήν. Προσβλέποντας μάλιστα σε μια συμμαχία με τη Βαυαρία, στην οποία θα μπορούσε να προσχωρήσει μελλοντικά και η Ρωσία, το Βερολίνο, με αφορμή τη δυσαρέσκεια που δημιούργησε το ζήτημα του θρησκεύματος του διαδόχου του ελληνικού θρόνου, πειραματιζόταν με το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί ένα νέο είδος Ιεράς Συμμαχίας της κεντροανατολικής Ευρώπης, ως αντίδραση στο κακό παράδειγμα που έδωσε η Ελληνική Επανάσταση (Driault/Lhéritier, 1925, 256).

    Ο Αιών χαρακτηρίζει «γόρδιο δεσμό» μεταξύ «ελληνισμού και ξενισμού» το ζήτημα της θρησκείας του διαδόχου, το οποίο «επαπειλεί ως φλογιστικώτατος κρατήρ» τους μεγαλύτερους κινδύνους για την ελληνική «οντότητα». Υποστηρίζει μάλιστα ότι, αφού ο «ξενισμός» απέτυχε στα δύο πρώτα άρθρα του Συντάγματος περί της «επικρατούσης» ελληνικής θρησκείας, επικεντρώνεται τώρα στο ζήτημα του θρησκεύματος του διαδόχου.

    Η μετριοπαθής αγόρευση του αρχηγού του ρωσικού κόμματος Μεταξά στην Εθνοσυνέλευση, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος πρότεινε «σκέψιν πολλήν» προκειμένου να παρθεί μια απόφαση που ταυτόχρονα δεν θα προσέβαλλε την εθνική φιλοτιμία, θα ευχαριστούσε τον ίδιο τον Όθωνα και τη Βαυαρία και δεν θα δυσαρεστούσε την Ευρώπη, θεωρήθηκε από τον Αιώνα – και όχι άδικα – ως αποτέλεσμα των πιέσεων της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Αθήνα. Η δε αποστολή του βαυαρού πρίγκιπα Βαλλερστάιν στη Γαλλία και την Αγγλία, για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος, προκειμένου να επηρεάσει τις δύο κυβερνήσεις να πιέσουν την Αθήνα για το ζήτημα της θρησκείας του διαδόχου (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 616), έδωσε την ευκαιρία στη φιλορθόδοξη εφημερίδα να στηλιτεύσει το «δυτικόν πνεύμα, [το] ενισχύσαν επί τοσούτον τον Παπισμόν εις την Μεσόγειον», επειδή ήθελε να επιβάλει το θρήσκευμα αυτών που θα βασιλεύσουν στην Ελλάδα. Επιτίθεται ευθέως στον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο για την άμεση επέμβασή του στο ζήτημα του θρησκεύματος του διαδόχου. Θεωρεί δε αυτή την επιθυμία του ως «σύμφωνο[ν] φύσει» με την εν γένει επιθυμία του δυτικού πνεύματος, το οποίο δεν ανέχεται την ανατολική θρησκεία στον ελληνικό θρόνο (Αιών, 28.1.1844). Η δημοσίευση μάλιστα δυο χρόνια αργότερα του υπομνήματος που έστειλε ο Βαλλερστάιν στον βαυαρό βασιλιά Λουδοβίκο δίνει στον Αιώνα την ευκαιρία να θριαμβολογήσει, εφόσον επιβεβαιώνεται «η προδοσία [των ξένων Δυνάμεων] κατά των συμφερόντων και του προορισμού του Ελληνικού Έθνους», αποδεικνύοντας παράλληλα τη συνεργασία της «γαλλογερμανικής διπλωματίας» και την καταπάτηση της αξιοπρέπειας του ελληνικού έθνους. Παροτρύνει τους πληρεξουσίους να μην δεχθούν «διάδοχον πρεσβεύοντα θρήσκευμα ξένον», τονίζοντας ότι εάν η Ελλάδα «βασιλευθή […] δυτικώς και όχι ανατολικώς» δεν θα μπορέσει ποτέ να πραγματοποιήσει τα μεγαλοϊδεατικά της όνειρα, δεν θα μπορέσει ποτέ να ενωθεί «πολιτικώς μεθ’ όλης της ελληνικής φυλής» (Αιών, 6.1.1846).

    Τελικά οι επεμβάσεις των Δυνάμεων αποδείχτηκαν άκαρπες. Η Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε ομόφωνα την πρόταση για το θρήσκευμα του διαδόχου και στο Σύνταγμα προστέθηκε το άρθρο σύμφωνα με το οποίο «πας διάδοχος του Ελληνικού θρόνου απαιτείται να πρεσβεύη την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας» (Frazee, 1987, 206). Οι πιέσεις της κοινής γνώμης και το αίσθημα των πληρεξουσίων είχαν τέτοια δύναμη που ούτε η ισχυρή επιρροή του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου, αλλά ούτε και αυτή της Αγγλίας και της Γαλλίας και φυσικά της Βαυαρίας, δεν μπορούσε να την εξουδετερώσει. Το άρθρο 40 του Συντάγματος ήταν νίκη της φιλορθόδοξης πλευράς, η οποία σε αυτή την περίπτωση εξέφραζε το κοινό αίσθημα, τον πόθο του ελληνικού λαού να αποκτήσει ορθόδοξο βασιλιά (Petropulos, τ.2, 1985–1986, 616–617).

    Επίλογος

    Μολονότι το καθεστώς που επικράτησε στην Ελλάδα τη δεκαετία 1833–1843 θεωρείται ως μία από τις αυστηρότερες απόλυτες μοναρχίες της εποχής, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή την περίοδο οι Έλληνες, σε σύγκριση με τους άλλους βαλκανικούς λαούς, είχαν το προνόμιο να «διδαχθούν» επιτόπου τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Σκοπετέα, 1988, σ.220), εφόσον η διοικητική οργάνωση του νεαρού βασιλείου από τους Βαυαρούς, εμπνευσμένη από το παράδειγμα της Βαυαρίας, παρέπεμπε κατευθείαν στο ναπολεόντειο γαλλικό διοικητικό πρότυπο. Η θεσμική αυτή «διαπαιδαγώγηση» των Ελλήνων όμως, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της Αντιβασιλείας, αποτελούσε το πρώτο και απαραίτητο στάδιο για την εγκαθίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, κάθε άλλο παρά καθησύχασε τους Έλληνες.

    Τα Συντάγματα της Επανάστασης, καθώς και οι υποσχέσεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων για παραχώρηση Συντάγματος στο νεοσύστατο κράτος, είχαν δημιουργήσει προσδοκίες για συνταγματική διακυβέρνηση. Έτσι, μη αρκούμενοι ή και διαφωνώντας με τον διοικητικό εκσυγχρονισμό που πρότειναν οι Βαυαροί, αντιτάχθηκαν στην Αντιβασιλεία και την απόλυτη μοναρχία του Όθωνα, διεκδικώντας τα υποσχόμενα. Από την πλευρά τους, οι Βαυαροί υποστήριζαν ότι η απόλυτη μοναρχία ήταν το απαραίτητο μεταβατικό στάδιο προκειμένου οι Έλληνες να διδαχθούν τους σύγχρονους θεσμούς, ώστε να εξελιχθούν σε ένα δυτικού τύπου κράτος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα επηρεασμένα από την κοινωνική φιλοσοφία του Διαφωτισμού δυτικά συνταγματικά κράτη, τα «φωτισμένα έθνη» όπως χαρακτηρίζονταν, θα διαχωριστούν από τους αυταρχικούς Βαυαρούς και θα γίνουν το κατεξοχήν συνταγματικό πρότυπο, στον αντίποδα της βαυαροκρατίας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, και οι ξένες Δυνάμεις είχαν μικρή εμπιστοσύνη στις ικανότητες του ελληνικού λαού να κυβερνηθεί μόνος του, ενώ επισήμως απαιτούσαν από τη βαυαρική εξουσία να εφαρμόσει όσα οι ίδιες είχαν υποσχεθεί.

    Η αδιαλλαξία του Όθωνα να δεχθεί ακόμη και τις πιο μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις για τη σωστή λειτουργία των θεσμών στο πλαίσιο της απόλυτης μοναρχίας οδήγησε στην ενοποίηση όλων των πολιτικών σχηματισμών εναντίον του και στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Η έμμεση εμπλοκή των Δυνάμεων στη συνταγματική επανάσταση, με στόχο να «συνετίσουν» τον Όθωνα, χαροποίησε τους Έλληνες, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ρόλο τους ως «προστάτιδων» και εγγυητριών της ανεξαρτησίας τους. Η έρευνα στον Τύπο καταδεικνύει ότι η επιτυχία της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου θα πιστωθεί και στα «φωτισμένα έθνη» που βοήθησαν τους Έλληνες να διώξουν τον «ανόσιον βαυαρισμόν».

    Στην Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου δημιουργήθηκε νέο κομματικό τοπίο∙ η σύμπτωση συμφερόντων και απόψεων των δυτικών Δυνάμεων με τους Βαυαρούς, προκειμένου να διατηρηθούν οι εξουσίες του Όθωνα και να περιοριστεί η δύναμη των αντιφρονούντων, οδήγησε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της «Δύσης» με τους Βαυαρούς: Το δίπολο «Δύση» – Βαυαρία, που επικρατούσε πριν και κατά τη διάρκεια της συνταγματικής επανάστασης, είχε αντικατασταθεί από τον διαχωρισμό ανάμεσα στους μετριοπαθείς, οι οποίοι ακολουθούσαν τις επιθυμίες των Δυνάμεων για Σύνταγμα που θα διατηρούσε όλες τις εξουσίες του μονάρχη, και στους υποστηρικτές ενός πιο φιλελεύθερου Συντάγματος, που θα περιόριζε τις εξουσίες του. Η επικράτηση των πρώτων, ωστόσο, δεν αξιοποιήθηκε εντέλει από τον Όθωνα, ο οποίος δεν κατάφερε να αποφύγει τις γενικευμένες αντιδράσεις που οδήγησαν στην έξωσή του.

    Zusammenfassung

    Βασισμένοι στη συνταγματική παράδοση που δημιουργήθηκε στην Επανάσταση, οι Έλληνες θα αντιπαρατεθούν στο καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας που εγκαθίδρυσαν οι Βαυαροί, οι οποίοι με πρόσχημα την «ανωριμότητα των Ελλήνων» να κυβερνηθούν συνταγματικά, ανέβαλλαν τα όσα είχαν υποσχεθεί στους ίδιους αλλά και στις εγγυήτριες Δυνάμεις της ελληνικής ανεξαρτησίας. Η επιτυχία της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου θα πιστωθεί στα «φωτισμένα έθνη» που βοήθησαν τους Έλληνες να απαλλαγούν από τον «βαυαρισμό», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και εκείνα είχαν πειστεί για την «ωριμότητα» των Ελλήνων να αποκτήσουν Σύνταγμα. Στις συζητήσεις, λοιπόν, για το Σύνταγμα στην πρώτη Εθνοσυνέλευση το 1843–1844, η Αγγλία και η Γαλλία θα συνεργαστούν με τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας με στόχο να διατηρηθούν ισχυρές οι εξουσίες του μονάρχη. Με αυτήν τη συνεργασία θα συμφωνήσουν και οι αρχηγοί των τριών κομμάτων, εφόσον είχαν πεισθεί ότι το Σύνταγμα έπρεπε να είναι ένα προϊόν συναίνεσης ανάμεσα στον βαυαρό βασιλιά και στα κόμματα. Η σύμπραξη αυτή, όμως, θα δημιουργήσει μια νέα αντιπολίτευση μέσα στην Εθνοσυνέλευση, η οποία, ταυτίζοντας τις δυτικές Δυνάμεις με τους Βαυαρούς, θα διχάσει τους πληρεξούσιους ανάμεσα σε υποστηρικτές του έθνους από τη μια και σε «ξένους» από την άλλη.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Λίνα Λούβη: «Το Σύνταγμα, οι Βαυαροί, τα Κόμματα και τα «φωτισμένα έθνη»», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 16.09.20, URI : https://comdeg.eu/essay/98643/.