Εισαγωγή: Η πλαισίωση των φυλετικών-ανθρωπολογικών διασταυρώσεων
Το παρόν δοκίμιο αναφέρεται στις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις στο πεδίο της ανθρωπολογίας, στο πλαίσιο της μεταφοράς ιδεών και επιστημόνων. Το χρονικό διάστημα που επελέγη ορίζεται από τις από τη δράση των φορέων που ασχολούνται με την ανθρωπολογία σε πανεπιστημιακό επίπεδο: Ξεκινά με την ίδρυση του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών (1886), πλαισιώνεται από τη σύσταση της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρίας (1924) και την ίδρυση έδρας Φυσικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1925), και φτάνει μέχρι την κατάργησή της το 1950. Οι διασταυρώσεις που αποτελούν το αντικείμενο στο παρόν άρθρο εντάσσονται αρχικά σ’ ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλέγμα και εξετάζονται από δύο απόψεις: αφενός στο πλαίσιο της εδραίωσης μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής επιστήμης, και ειδικότερα ως προς τις μεταφορές επιστημονικών ιδεών και επαγγελματιών επιστημόνων, και αφετέρου λαμβάνοντας υπόψη την αλλαγή παραδείγματος στην επιστήμη της ανθρωπολογίας στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η μεταφορά επιστημόνων και επιστημονικών ιδεών ευνοήθηκε από τη δημιουργία ενός έγκυρου δικτύου πανεπιστημίων και ανωτάτων σχολών. Αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της εξέλιξης είναι η καθιέρωση του επαγγέλματος του καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος στο εξής αποτελεί την προσωποποίηση του σύγχρονου επιστήμονα (Sigrist, 2009; Sigrist και Widmer, 2011). Οι δύο αυτές συνθήκες διευκόλυναν την διεθνή επιστημονική δικτύωση, αφού άλλωστε η κινητικότητα και η συμμετοχή σε διεθνείς επιστημονικές ομάδες (όπως για παράδειγμα οι επιστημονικές εταιρίες) ήταν καίριας σημασίας για τη σύγχρονη επιστήμη και το προφίλ των σύγχρονων επιστημόνων – και φυσικά προσέδιδαν επιπλέον κύρος.
Ως τμήμα αυτής της εξέλιξης, η ανθρωπολογία καθιερώθηκε ως ακαδημαϊκός κλάδος. Πρόκειται για μια χρονική περίοδο κατά την οποία ο πληθυσμός της Ευρώπης και η φυλετική-ανθρωπολογική σύνθεσή του εισέρχονται όλο και περισσότερο ως αντικείμενα στο κέντρο της προσοχής των γνωστικών ενδιαφερόντων και ερευνών της ανθρωπολογίας. Ιδιαίτερη ώθηση σε αυτό έδωσε η αναθεώρηση της ιδέας ενός ομογενούς ευρωπαϊκού πληθυσμού (του «Homo Europeaus») κατά τον 19ο αιώνα. Οι υποθέσεις ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης προέκυψε έπειτα από επιμιξίες με ασιατικούς ή αφρικανικούς λαούς και ότι αποτελείται από υβριδικούς φυλετικούς τύπους, έθεσαν ένα νέο πλαίσιο συζήτησης για το ερώτημα της προέλευσης των ευρωπαϊκών λαών και των (υπό διαμόρφωση) εθνών. Πάνω σ’ αυτή τη βάση οι εθνικοί ανταγωνισμοί ερμηνεύονται εκ νέου με ανθρωπολογικούς και φυλετικούς όρους (Trubeta, 2020). Στην αρχή της υβριδικότητας αντιπαρατίθεται η προϋπόθεση της εθνικής ομοιογένειας, και αυτή η αντιπαράθεση συγκροτεί το αδιέξοδο ερώτημα το οποίο θα βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρωπολογικής έρευνας και επιστήμης στο εξής: Πώς μπορεί να καταδειχθεί η συνέχεια και η ομοιογένεια ενός λαού, ενός έθνους, παρά την υβριδοποίηση; Η ανθρωπολογία –περισσότερο ίσως από ό,τι άλλες σύγχρονες επιστήμες– ανήγαγε το έθνος σε εργαλείο για τη μελέτη της ανθρωπότητας, κι αυτός ο τρόπος σκέψης διαμόρφωσε τις επιστημονικές κατηγορίες, με τη βοήθεια των οποίων κωδικοποιήθηκε η οικουμενική γνώση (Brinton, 1894). Το χρονικό διάστημα που εξετάζει το παρόν δοκίμιο χαρακτηρίζεται από τις αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν από την ιδεολογία μιας αρείας ή/και βορειο-γερμανικής φυλής, ανώτερης από τις άλλες ευρωπαϊκές.
Με ποιον τρόπο εντάσσονται οι ελληνογερμανικές ανθρωπολογικές σχέσεις σε αυτό το πεδίο συγκρούσεων, και σε ποιον βαθμό προβάλλουν τις αμφισημίες του; Αφετηρία για την εξέταση αυτού του κεντρικού ερωτήματος αποτελεί η ίδρυση του πρώτου φορέα που ασχολείται με ανθρωπολογικές μελέτες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1884, υπό τη διεύθυνση του Κλον Στεφάνος (Clon Stéphanos, 1854–1915). Βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία η χώρα αποτελούσε πεδίο έντονων ανθρωπολογικών δραστηριοτήτων, στις οποίες συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό επιστήμονες που υπηρετούσαν επί της βασιλείας του Όθωνα, και είχαν παραμείνει στη χώρα μετά την εκθρόνισή του. Πώς επηρεάζει η θεσμική καθιέρωση της ανθρωπολογίας στην Ελλάδα αυτές τις ανθρωπολογικές δραστηριότητες και τα επιστημονικά δίκτυα με τη Γερμανική Αυτοκρατορία; Τι αλλάζει σ’ αυτή τη σχέση με τη διαδοχή στη διεύθυνση του μουσείου και την ίδρυση των άλλων δύο ανθρωπολογικών φορέων στην Ελλάδα, της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρίας (στη συνέχεια: ΕΑΕ) και της έδρας Φυσικής Ανθρωπολογίας, που διευθύνονται στο σύνολό τους από ένα και το αυτό πρόσωπο, τον Ιωάννη Κούμαρη (1879–1970);
Σε αυτήν την περίπτωση δεν πρόκειται απλώς για μια αλλαγή στο προσωπικό, αλλά μάλλον για αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο θεώρησης της ανθρωπολογίας που ακολούθησε ο νέος διευθυντής του Μουσείου – και πολύ σύντομα κάτοχος των κυριότερων θέσεων στους ανθρωπολογικούς θεσμούς της χώρας. Στο παρόν δοκίμιο δείχνω ότι αυτή η αλλαγή παραδείγματος επηρέασε τόσο τον τρόπο θεώρησης της ανθρωπολογίας, όσο και τη διεύρυνση και εντατικοποίηση της επιστημονικής δικτύωσης με την ευρωπαϊκή ανθρωπολογία. Προπάντων όμως είχε ως συνέπεια την προσέγγιση με τη γερμανική ανθρωπολογία (και τους γερμανούς ανθρωπολόγους), και μάλιστα την εποχή στην οποία η εθνικοσοσιαλιστική φυλετική επιστήμη ανήχθη σε κρατική ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ. Πώς προκύπτει η προσέγγιση αυτή; Πώς –σε μια εποχή κατά την οποία η εθνικοσοσιαλιστική φυλετική επιστήμη θεωρεί τους σύγχρονους Έλληνες ως πολιτισμικά και φυλετικά κατώτερο πληθυσμό– ο επικεφαλής των ελλήνων ανθρωπολόγων διαχειρίζεται τις πολλαπλές και αμφιλεγόμενες επιδείξεις νομιμοφροσύνης ως θαυμαστής της γερμανικής φυλετικής επιστήμης, και κατορθώνει να τις συνδυάσει με τον ελληνικό πατριωτισμό του; Και μέχρι πού φτάνει αυτή η αμφιλεγόμενη νομιμοφροσύνη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής της Ελλάδας από τη Βέρμαχτ;
Η ιδιαιτερότητα του θέματος έχει ίσως ως αποτέλεσμα το ότι η απόπειρα να γραφεί μια «μακροϊστορία» των ελληνογερμανικών ανθρωπολογικών σχέσεων που θα λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη τους θεσμούς ως σημείο αναφοράς (κάτι που είναι η πρόθεση αυτού του δοκιμίου), θα μπορούσε ίσως να μεταβληθεί σε «μικροϊστορία». Αυτό συμβαίνει επειδή στο δεδομένο χρονικό διάστημα η ελληνική ακαδημαϊκή ανθρωπολογία είναι στενά συνυφασμένη με τη δράση των επικεφαλής των δύο ανθρωπολογικών φορέων, καθώς αμφότεροι δεν κατάφεραν να εκπαιδεύσουν μια νέα γενιά ανθρωπολόγων. Ο κάτοχος μάλιστα της πανεπιστημιακής έδρας απομονώθηκε σταδιακά, λόγω της συμπάθειάς του προς την εθνικοσοσιαλιστική φυλετική επιστήμη.
Η ανάδυση μιας εθνικής επιστήμης
Η ανθρωπολογία καθιερώθηκε ως ακαδημαϊκός κλάδος κατά τον 19ο αιώνα στο σημείο τομής διαφόρων ανθρωπιστικών επιστημών, όμως βασικά παρέμεινε ενταγμένη στην ιατρική (Brabrook, 1898). Η αυξανόμενη εξειδίκευση εντός των ακαδημαϊκών πεδίων συνετέλεσε στην χειραφέτηση της ανθρωπολογίας ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου.
Η ίδια κατάσταση αντικατοπτρίζεται και στην ανάπτυξη της ανθρωπολογίας ως ακαδημαϊκού κλάδου στην Ελλάδα, που ξεκινά με την ίδρυση του Ανθρωπολογικού Μουσείου στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1886. Η ίδρυση του Μουσείου είναι στενά συνδεδεμένη με το όνομα του πρώτου διευθυντή του, του Κλον Στεφάνος (Clon Stéphanos). Ο Στεφάνος επιλέχθηκε για τη θέση αυτή με βάση τη μελέτη του Η Ελλάδα από άποψη Φυσική, Εθνολογική, Ανθρωπολογική, Δημογραφική και Ιατρική (La Grèce au Point de Vue Naturel, Ethnologique, Anthropoloque, Démographique et Médical), που εκδόθηκε το 1884 (δύο δηλαδή χρόνια πριν από την ίδρυση του Μουσείου) στο Παρίσι. Η εν λόγω πραγματεία είχε ενταχθεί στο πεδίο της ιατρικής γεωγραφίας, ενώ την ίδια στιγμή αντανακλούσε την πρόσδεση της ανθρωπολογίας στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ο Στεφάνος συστηματοποίησε στην εργασία του παλαιότερες και πρόσφατες μελέτες για την Ελλάδα από διαφορετικές επιστήμες, όπως η γεωγραφία, η εθνογραφία, η ανθρωπολογία και η υγιεινή, και επιχείρησε να θεμελιώσει την ελληνική εθνική ιδέα μέσω «αδιάσειστων δεδομένων». Η πραγματεία του έγινε εγχειρίδιο όχι μόνο για γεωγράφους, αλλά επίσης και για διάσημους ανθρωπολόγους όπως οι Όιγκεν Πέτερσεν (Eugen Petersen, 1836–1919) και Φέλιξ φον Λούσαν (Felix von Luschan, 1854–1924), οι οποίοι την αναφέρουν στη δημοσίευσή τους Reisen in Lykien, Milyas und Kibyratis (Ταξίδι στη Λυκία, στη Μύλασα και στην Κιβύρα, 1889), που άσκησε σημαντική επιρροή στον χώρο. Το μουσείο δεν υπήρξε απλώς ο πρώτος ανθρωπολογικός φορέας που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, αλλά και ένα από τα πρώτα ανθρωπολογικά μουσεία παγκοσμίως, που υπαγόταν σε πανεπιστήμιο. Παρά την επίσημη ονομασία του ως «μουσείου» ο ανθρωπολογικός αυτός φορέας δεν λειτούργησε υπό την διεύθυνση του Στεφάνος (1886–1915) ως χώρος προβολής του υλικού πολιτισμού ανοιχτός για το ευρύ κοινό, αλλά ως ερευνητικό ινστιτούτο1Αυτό οφείλεται σίγουρα στην έλλειψη χρημάτων, όπως φαίνεται από το ότι ο Στεφάνος είχε απευθυνθεί επανειλημμένως στην Πρυτανεία του Πανεπιστημίου, καταγγέλλοντας την έλλειψη. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε κατά το διάστημα που ακολούθησε, κι έτσι η δημιουργία ενός κτιρίου-μουσείου αποτέλεσε στόχο και του διαδόχου του., όπου συλλεγόταν πρωτογενές υλικό από αρχαιολογικές ανασκαφές και ανθρωπολογικές μετρήσεις σε ζωντανούς ανθρώπους και σε οστά.
Το μουσείο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και για το ότι εξελίχθηκε σε χώρο συλλογής αντικειμένων ανθρωπολογικής σημασίας, τα οποία πριν εξάγονταν σε ευρωπαϊκούς επιστημονικούς φορείς. Μερικά απ’ αυτά τα αντικείμενα είχαν φτάσει στην επικράτεια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας –για την ακρίβεια, στην περίφημη Εταιρία Ανθρωπολογίας, Εθνογραφίας και Προϊστορίας Βερολίνου (Berliner Gesellschaft für Anthropologie, Ethnologie und Urgeschichte), η οποία είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία του ιατρού, ανθρωπολόγου και πολιτικού Ρούντολφ Βίρχο (Rudolf Virchow, 1821-1902). Για παράδειγμα, ο Τέοντορ Χάινριχ Χέρμαν φον Χελντράιχ (Theodor Heinrich Hermann von Heldreich, 1822 Δρέσδη–1902 Αθήνα), επιμελητής του Βασιλικού Βοτανικού Κήπου των Αθηνών, είχε δωρίσει στην Εταιρία του Βερολίνου αρχαιολογικά ευρήματα, όπως κρανία και σκελετούς.2Ανακοίνωση στη συνεδρίαση της 20ης Φεβρουαρίου 1875· Verhandlungen der Berliner Gesellschaft für Anthropologie, Ethnologie und Urgeschichte, 7 (1875), σ. 26. Ο Τέοντορ φον Χελντράιχ είχε διατελέσει αντεπιστέλλον μέλος της εν λόγω Εταιρίας3Ο Theodor von Heldreich ήταν αντεπιστέλλον μέλος και της Ανθρωπολογικής Εταιρίας της Βιέννης. Βλ. Mitteilungen der Anthropologischen Gesellschaft (Wien), 11 [newseries 1 (1)] (1882), σ. 211., όπως και ο γιατρός Μπέρνχαρντ Όρνσταϊν (Salomon Bernhard Georg Ornstein, 1809 Σένινγκεν–1896 Αθήνα)4Σύμφωνα με την Jutta Stroszeck (2018), ο Ornstein ήταν αντεπιστέλλον μέλος τόσο του Γεωγραφικού Συλλόγου Θουριγγίας-Σαξονίας (Thüringisch-Sächsisch Verein für Erdkunde), όσο και της Ακαδημίας της Βιέννης «Leopoldina»., ο οποίος είχε διεξαγάγει ανθρωπολογικές έρευνες στην Ελλάδα. Οι γραπτές –με τη μορφή επιστολών– αναφορές του Όρνσταϊν δημοσιεύτηκαν στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ανθρωπολογικής Εταιρίας του Βερολίνου (π.χ. του 1875 και του 1879). Ο Όρνσταϊν είχε υπηρετήσει αρχικά υπό τον βασιλιά Όθωνα ως στρατιωτικός ιατρός και θεωρείται θεμελιωτής του ελληνικού στρατιωτικού συστήματος υγείας. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα παρέμεινε στη χώρα και συνέβαλε σημαντικά στην οικοδόμηση του ελληνικού συστήματος υγείας. Στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του σε όλες τις θέσεις που κατείχε στην Ελλάδα, ο Όρνσταϊν διεξήγαγε έρευνες στα πεδία της ανθρωπολογίας και της ανθρωπογεωγραφίας, και δημοσίευσε τα πορίσματά του στον γερμανικό Τύπο, καθώς και σε εκδοτικές σειρές επιστημονικών φορέων στους οποίους ήταν μέλος (π.χ. Ornstein, 18815Η μονογραφία του Στεφάνος (Stéphanos, 1884) περιλαμβάνει έναν εκτεταμένο κατάλογο γερμανόφωνων ανθρωπολογικών, γεωγραφικών κ.ά. μελετών για την Ελλάδα και τους κατοίκους της., Stroszeck, 2018). Διάσημη έγινε η αλληλογραφία του με τον Βίρχο σχετικά με «μια ασυνήθιστη τριχοφυΐα στην περιοχή του ιερού οστού» σ’ έναν έλληνα νεοσύλλεκτο, την οποία ο Όρνστάϊν θεωρεί ως ένδειξη αταβισμού, δηλαδή «μιαν παλινδρόμηση στην ζωική καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο πριν από την περίοδο της απώλειας τριχώματος» (κατά τον Zürcher, 2004, 219 κ.ε.· πρβλ. Zimmermann, 2001). Αν αυτές οι ανθρωπολογικές δραστηριότητες αντιμετώπιζαν τη χώρα ως ελεύθερο πεδίο ανθρωπολογικών μελετών, η ίδρυση του μουσείου πρόσφερε ένα τοπικό σημείο αναφοράς για ανθρωπολογική έρευνα, το οποίο κατάφερε τουλάχιστον να αναχαιτίσει την εξαγωγή ευρημάτων. Ήταν ένας χώρος όπου μπορούσαν να στεγαστούν εκθέματα υλικού πολιτισμού εθνικής σημασίας.6Λεπτομερείς πληροφορίες για τις δραστηριότητες του Ανθρωπολογικού Μουσείου περιέχονται στις αναφορές τις οποίες ο Στεφάνος παρουσίαζε τακτικά στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, ενημερώνοντάς τον για την πορεία των ερευνών του. Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, Φάκελος 3/5–21, Ανθρωπολογικό Μουσείο.
Η ανθρωπολογία του Στεφάνος ήταν μια εθνική επιστήμη που βασιζόταν σε διεθνή πρότυπα και ανταποκρινόταν στα πιο επίκαιρα ερωτήματα της φυλετικής ανθρωπολογίας – τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε το ζήτημα της φυλετικής σύνθεσης του ελληνικού πληθυσμού. Στο επίκεντρο της έρευνάς του βρισκόταν ένα ερώτημα, το οποίο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές φυλετικές συζητήσεις και να κυριαρχεί στις ανθρωπολογικές αναζητήσεις στο έδαφος του ελληνικού έθνους-κράτους:7Για προγενέστερες ανθρωπολογικές μελέτες του ανώτατου ιατρικού αξιωματούχου Dr. Bernhard Jacob von Röser (1806–1868), κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα βλ. Stroszeck (2018). Ο σύγχρονος ελληνικός πληθυσμός προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες ή από τους Οθωμανούς, και προήλθε από σειρά φυλετικών επιμιξιών;8Πρβλ. Thumb 1915 [1967]. Σ’ αυτή την πραγματεία ο καθηγητής ινδοευρωπαϊκής φιλολογίας Albert Thumb (1865–1915) επιχειρηματολογεί εναντίον της άποψης περί σλαβικής επίδρασης στους Έλληνες, υποστηρίζοντας αντιθέτως την φυλετική και ιστορική τους συνέχεια. Ως διευθυντής του Μουσείου, ο Στεφάνος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια να αποδείξει επιστημονικά τη σταθερότητα και συνέχεια του ελληνισμού από τους αρχαίους χρόνους μέχρι το παρόν. Επιχείρησε να θεμελιώσει την αρχαιολατρία, η οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται σε εθνική ιδεολογία, με «αδιάσειστα ανθρωπολογικά δεδομένα». Τα τεκμήριά του τα αναζήτησε στα οστά και στα φαινοτυπικά, φυλετικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πληθυσμού (Stéphanos, 1911). Ο Στεφάνος πέθανε αναπάντεχα το 1915, χωρίς να προλάβει να αναλάβει τα καθήκοντα της έδρας Φυσικής Ανθρωπολογίας που είχε ιδρυθεί ειδικά γι’ αυτόν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και χωρίς να έχει καταφέρει να εκπαιδεύσει μια νέα γενιά επιστημόνων που θα μπορούσε να τον διαδεχτεί.
Με τον διάδοχό του άρχισε μια εντελώς νέα εποχή, στην οποία πραγματοποιήθηκε μια αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο κατανόησης της ανθρωπολογίας και της έννοιας της φυλής,9Μεταφράζουμε τον όρο Rasse ως φυλή, ενώ όταν εμφανίζεται ως πρώτο συνθετικό λέξεων (π.χ. στο Rassenwissenschaft) ή/και ως επιθετικός προσδιορισμός τον μεταφράζουμε ως φυλετικός/ή/ό. Επειδή όμως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί η αντιστοιχία να μην είναι απόλυτη με τον αντίστοιχο εκάστοτε γερμανικό όρο, παραπέμπουμε για το ερμηνευτικό πρόβλημα στο κείμενο της συγγραφέως του παρόντος: S. Trubeta, The ‘strong nucleus of the Greek race’: racial nationalism and anthropological science, άρθρο στο Focaal, 22 Δεκ. 2010, σ. 63 κ.ε. καθώς και με διεύρυνση των επιστημονικών δικτύων με ευρωπαϊκούς ανθρωπολογικούς φορείς. Προ πάντων όμως, η αλλαγή αφορούσε τον προσανατολισμό του διαδόχου του Στεφάνος προς τη γερμανική φυλετική επιστήμη και τους γερμανούς εκπροσώπους της.
Σημεία καμπής: Η φυλή στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στις παραμονές της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού
Δεδομένης της έλλειψης καταρτισμένων ανθρωπολόγων, ο διορισμός του Ιωάννη Κούμαρη, ενός γιατρού με διδακτορικό στην ανατομία,10Ο Κούμαρης πήρε τον διδακτορικό του τίτλο το 1901 και δημοσίευσε μια γερμανική σύνοψη μαζί με τον επιβλέποντα της διατριβής του, τον ανατόμο Γεώργιο Σκλαβούνο (1869–1954). Βλ. Kumaris/Sclavunos, 1903. στη θέση του διευθυντή του Μουσείου, ήταν αρχικά μια λύση ανάγκης. Με σκοπό την ειδίκευση στην ανθρωπολογία, ο νέος διευθυντής του μουσείου ταξίδεψε στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στη Βιέννη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Ρώμη. Εκεί (σύμφωνα με την τρίτομη αυτοβιογραφία του) παρακολούθησε πανεπιστημιακές παραδόσεις και συμμετείχε σε ανασκαφές και εργαστήρια σε ινστιτούτα και μουσεία φυσικής ανθρωπολογίας, προϊστορικής ανθρωπολογίας και εθνολογίας (Koumaris, 1951, 11–12· Koumaris, 1961a, 1970·πρβλ. Agelakis, 1997). Μέσα σε δέκα χρόνια από την ανάληψη της διεύθυνσης του Μουσείου, ο Κούμαρης κατόρθωσε να δημιουργήσει στην Ελλάδα ένα ανθρωπολογικό δίκτυο, το οποίο παρακολουθούσε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στον κλάδο και αποτελούσε έγκυρο συνομιλητή για ευρωπαίους παράγοντες του χώρου. Το 1924 ίδρυσε την Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία (ΕΑΕ), στην οποία παρέμεινε ισόβιος πρόεδρος. Ως πρόεδρος της Ανθρωπολογικής Εταιρίας και διευθυντής του μουσείου, εξελέγη στην έδρα Φυσικής Ανθρωπολογίας που επανιδρύθηκε, θέση την οποία διατήρησε από το 1925 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1950. Όλο αυτό το ανθρωπολογικό δίκτυο σφραγίστηκε από τις φυλετικές ιδέες και την κατανόηση της ανθρωπολογίας ως αποικιακής και φυλετικής επιστήμης από τον Κούμαρη. Σε αντίθεση με την πολιτική του προκατόχου του στη διεύθυνση του μουσείου, ο Κούμαρης δεν ενδιαφερόταν αποκλειστικά για αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα από την ελληνική αρχαιότητα. Έχοντας γοητευτεί από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, ο Κούμαρης ακολούθησε ένα άλλο όραμα: να δημιουργήσει στο Ανθρωπολογικό Μουσείο Αθηνών έναν χώρο που θα εκπροσωπούσε την ευρωπαϊκή αποικιακή κληρονομιά. Παρότι η Ελλάδα δεν ήταν αποικιακή δύναμη, θεωρούσε την ίδρυση ενός φυλετικού μουσείου στην Αθήνα ως ευκαιρία εθνικής σημασίας και αποφάσισε να την υποστηρίξει. Οι συλλογές του μουσείου εμπλουτίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, κάτι που οφείλει να αναγνωριστεί ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης και επίμονης εκστρατείας του. Το Ελληνικό Ανθρωπολογικό Μουσείο δώρισε ευρήματα σε άλλα μουσεία, σε κρατικούς φορείς στην Ελλάδα και σε διπλωματικές αντιπροσωπείες στο εξωτερικό, σε ιδιώτες, καθώς και σε διεθνή επιστημονικά ιδρύματα (Koumaris, 1951, 25). Από την άλλη, στο μουσείο δωρίστηκε μια σημαντική συλλογή παλαιοντολογικών αντικειμένων από τον σπηλαιολόγο και ενίοτε πρόεδρο της Αυστριακής Εταιρίας Παλαιοντολογίας, Άνταλμπερτ Μάρκοβιτς (Adalbert Markovits, 1897–1941).
Ο Μάρκοβιτς δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα από το 1927 μέχρι το θάνατό του κατά την πτώση του ιδιωτικού του αεροπλάνου στη βόρεια Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου του 1941. Μερικούς μήνες πριν (τον Μάρτιο του 1941) είχε κληροδοτήσει ολόκληρη τη συλλογή του στο Ανθρωπολογικό Μουσείο. Λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητας αυτής της δωρεάς, ο Μάρκοβιτς απολαμβάνει μέχρι και σήμερα τον τιμητικό τίτλο ως συνιδρυτή τού Ανθρωπολογικού Μουσείου, δίπλα στον Στεφάνος και τον Κούμαρη.11Βλ. Την επίσημη ιστοσελίδα του Ανθρωπολογικού Μουσείου: http://www.anthropologymuseum.med.uoa.gr/to-moyseio.html (Τελευταία πρόσβαση: 07.01.2020). Το μουσείο εξακολούθησε βέβαια να μη λειτουργεί ως χώρος δημόσιας παρουσίασης υλικού πολιτισμού, αλλά φιλοξενούσε πλέον ξένους ερευνητές, όπως για παράδειγμα τη γερμανίδα ανθρωπολόγο Ίλζε Σβιντέτσκι (Ilse Schwidetzky, 1907–1997), η οποία, με αφορμή την παραμονή της στην Ελλάδα για έρευνα (1937) έγινε δεκτή ως μέλος της Ανθρωπολογικής Εταιρίας.12Ανακοίνωση του προέδρου της ΕΑΕ στην Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, Πρακτικά Συνεδριών (7.4.1937). Για τη φοιτήτρια του Egon von Eickstedt, Ilse Schwidezky, και τον αμφιλεγόμενο ρόλο της κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου βλ. Lüddecke, 2000. Ο τίτλος του τιμητικού μέλους της ΕΑΕ απονέμονταν επίσης στους δωρητές του μουσείου. Μουσείο και ΕΑΕ κατέληξαν τελικά να εργάζονται συμπληρωματικά, όπως προβλεπόταν στο καταστατικό της Εταιρίας.
Η νεοϊδρυθείσα ΕΑΕ αυτοχαρακτηριζόταν ως εθνική αντιπροσωπεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανθρωπολογίας (Institut International d’Anthropologie), το οποίο είχε ιδρυθεί το 1920 με πρωτοβουλία γάλλων ανθρωπολόγων, με σκοπό τη δικτύωση ευρωπαίων επιστημόνων του κλάδου. Ενδεικτικό του ενθουσιασμού με τον οποίο χαιρετίστηκε η νεοϊδρυθείσα Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρία είναι το γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός και κοινωνιολόγος Αλέξανδρος Παπαναστασίου προήδρευσε στην ιδρυτική της συνέλευση. Στον εναρκτήριο λόγο του, ο Παπαναστασίου μνημόνευσε τις παραδόσεις του ανθρωπολόγου Φέλιξ Ρίτερ φον Λούσαν (Felix Ritter von Luschan, 1854–1924), τις οποίες είχε παρακολουθήσει κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Βερολίνο και τον παρακίνησαν να ζητήσει μέσω συστηματικών ερευνών την απόδειξη της συνέχειας των «σημερινών ελληνικών λαών», παρά τις όποιες επιμιξίες. Σ’ αυτό συνίστατο κατά την άποψή του η αποστολή της Ανθρωπολογικής Εταιρίας. Ωστόσο, ο πρόεδρος της ΕΑΕ είχε άλλα σχέδια. Σε αντίθεση με μια ανθρωπολογία που θα περιοριζόταν στην εξέταση των φυσικών διαστάσεων των ανθρώπων –όπως στην κατά Μύλμαν «στείρα περίοδο» της ανθρωπολογίας (Wilhelm Mühlmann, 1986/1948, 110)–, ο Κούμαρης συντάχθηκε με τους υπέρμαχους μιας «συμπεριληπτικής» ανθρωπολογίας.13Αυτό υπονοείται αρχικά στην ανακοίνωση των προγραμματικών στόχων της ΕΑΕ και γίνεται σαφέστερο ένα χρόνο αργότερο στην εναρκτήρια παράδοσή του ως κατόχου της έδρας Φυσικής Ανθρωπολογίας. Koumaris, 1925. Ο όρος περιγράφει έναν ειδικό κλάδο, ο οποίος ασχολείται με όλες τις διαστάσεις του ανθρώπινου Είναι, θέτει την ευγονική στο επίκεντρο και έχει αξιώσεις συμμετοχής στην πολιτική και κοινωνική εξουσία. Οι αρχές αυτές αναδείχτηκαν στους κύκλους της γερμανικής ανθρωπολογίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βρήκαν τη θεσμική τους έδρα στο «Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας, Θεωρίας της Κληρονομικότητας και Ευγονικής Κάιζερ-Βίλχελμ» («Kaiser–Wilhelm-Ιnstituts für Anthropologie, menschliche Erblehre und Eugenik») που ιδρύθηκε το 1927 (Schmuhl 2005 και 2003).
Από τότε και στο εξής, η ανθρωπολογική άποψη του Κούμαρη άρχισε να προσεγγίζει όλο και περισσότερο τη γερμανική φυλετική επιστήμη. Οι επαφές του με γερμανούς ανθρωπολόγους εντατικοποιήθηκαν. Αυτό με τη σειρά του τον οδήγησε, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου, να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα δίλημμα: Από τη μία ήταν υπέρμαχος (και λάτρης) της γερμανικής φυλετικής επιστήμης, η οποία, ωστόσο, ερχόταν σε αντίθεση με τα πατριωτικά του αισθήματα, καθώς απέδιδε στους σύγχρονους Έλληνες φυλετική κατωτερότητα. Η διαχείριση αυτού του διλήμματος σφράγισε τη δική του φυλετική θεωρία, η οποία με τη σειρά της απέκτησε δεσπόζουσα σημασία όχι μόνον στις δημοσιεύσεις του, αλλά και για το περιεχόμενο της Ανθρωπολογικής Εταιρίας.
Διασταυρώσεις της φυλετικής ανθρωπολογίας στο πνεύμα του εθνικοσοσιαλισμού
Το έτος 1938 είναι μάλλον ορόσημο για τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί την ανθρωπολογία και την έννοια της φυλής ο κάτοχος όλων των ανθρωπολογικών φορέων στην Ελλάδα. Από τότε και μέχρι τη δεκαετία του 1950 πυκνώνουν οι δημοσιεύσεις του πάνω στη θεματική της φυλής, στο επίκεντρο των οποίων βρισκόταν η «ελληνική φυλή». Αυτή η καμπή μάλλον δεν είναι άσχετη με την πρόσφατη παραμονή του στο Τρίτο Ράιχ, κάτι που υποδεικνύει και ο ίδιος σε ένα άρθρο του, δημοσιευμένο σε συνέχειες στον ημερήσιο τύπο με τον τίτλο «Φυλή και Υγεία» (Koumaris, 1938a), και επαναλαμβάνει στη συνοπτική γερμανική έκδοση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ziel und Weg – Zeitschrift des Nationalsozialistischen Deutschen Ärzte-Bundes (Στόχος και Δρόμος – Περιοδικό της Εθνικοσοσιαλιστικής Ένωσης Γερμανών Ιατρών), όπου ο Κούμαρης αναφέρεται στην παραμονή του και τις εντυπώσεις του:
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που αφήσαμε πίσω μας την γερμανική ατμόσφαιρα, ύστερα από τη φετινή, μακρά παραμονή μας στη Γερμανία. Και έπειτα από τις πολλαπλές αναλύσεις που παρακολουθήσαμε, οδηγηθήκαμε στην επιθυμία να στρέψουμε την προσοχή του λαού μας και όλων φορέων που έχουν την ευθύνη για την υγεία της φυλής μας, σ’ αυτό το σημαντικό ζήτημα (Ioannis Koumaris, 1939a, 12).14Βλέπε επίσης («Φυλή-Υγεία», Βραδυνή, 1938, τελευταία συνέχεια): «Μόλις εξελθόντες από του γερμανικού περιβάλλοντος, μετά την μακράν εφετεινήν μας διαμονήν…».
Σ’ αυτές τις δύο δημοσιεύσεις, ο Κούμαρης περιγράφει με ενθουσιασμό τη δημόσια προπαγάνδα και τις εκθέσεις φυλετικής υγιεινής που είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί στη Βιέννη. Στο ταξίδι αυτό διαπίστωσε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός (όπως άλλωστε και ο ιταλικός φασισμός) είχε αναγνωρίσει και προβάλει τη σπουδαιότητα του ζητήματος της φυλής. Κατά την ίδια περίοδο είδαν το φως της δημοσιότητας και δύο άλλα άρθρα του στο φασιστικό ιταλικό περιοδικό La Difesa della razza (Η Υπεράσπιση της Φυλής, Koumaris, 1938b και 1939b), καθώς κι ένα ακόμη στο Quadrivio (Σταυροδρόμι, Koumaris, 1941).15Το φύλλο Quadrivio [Κουαδρίβιο] κυκλοφόρησε κατά την έναρξη της ιταλικής κατοχής στην Ελλάδα και τυπωνόταν στα ιταλικά και ελληνικά. Εκεί, ο Κούμαρης αναφέρεται σε νομοθετήματα τα οποία ίσχυαν στην Ελλάδα πάνω σε πληθυσμιακά-πολιτικά θέματα και τα οποία περιγράφει ως μια «ελληνική φυλετική πολιτική» ισοδύναμη προς τις αντίστοιχες της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Παρά τον θαυμασμό του για την εθνικοσοσιαλιστική φυλετική ανθρωπολογία και πολιτική, αναφέρει δύο ζητήματα που του προκάλεσαν δυσαρέσκεια: ο ισχυρισμός περί ανωτερότητας μιας και μόνης φυλής (της βόρειας), καθώς και «ο τρόπος και η ένταση, με τα οποία αντιμετωπίζεται η εβραϊκή φυλή» (Koumaris, 1939c, 19).16«Το γεγονός εγέννησεν αντιπαθείας εκ της ιδέας της ανωτερότητος μιας φυλής, εξέπληξεν δε όχι κυρίως ως τοιούτον, αλλά μάλλον εκ του τρόπου και της εντάσεως απέναντι ωρισμένης φυλής, της Εβραϊκής». Και ενώ το τελευταίο έπαιξε τελικά περιθωριακό (ή και κανέναν) ρόλο στη διαμόρφωση των απόψεών του, το πρώτο στοιχείο βρέθηκε στο επίκεντρό, δεδομένου μάλιστα ότι η υποτιθέμενη ανωτερότητα της βόρειας φυλής συνοδευόταν με την υποτίμηση των σύγχρονων Ελλήνων. Από το σημείο αυτό και μετά φαίνεται ότι η βασική μέριμνα του Κούμαρη είναι η υπεράσπιση της «ελληνικής φυλής», καταρχήν έναντι της κατωτερότητας που της καταλογίζεται από την πλευρά του εθνικοσοσιαλισμού. Οι εθνικοσοσιαλιστές ανθρωπολόγοι αρνούνταν τη φυλετική ομοιογένεια των σύγχρονων Ελλήνων και τη συγγένειά τους με τους Έλληνες της κλασσικής αρχαιότητας. Επιπλέον τους απέδιδαν καταγωγή από την ανατολή, που χαρακτηριζόταν από ελλιπή πολιτισμό. Ο θεωρητικός της άριας (βόρειας) φυλής Άλφρεντ Ερνστ Ρόζεμπεργκ (Alfred Ernst Rosenberg, 1893–1946), υποστήριζε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν βαθμιαία εκπέσει φυλετικά κι ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι «Λεβαντίνοι». Με τον όρο «Λεβαντίνοι», που στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα είχε αρνητικές συνδηλώσεις, εννοούνταν τα διάδοχα κράτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Λαϊκιστικά περιοδικά, όπως το Volk und Rasse (Λαός και Φυλή 1926–1944) ή το Volkstum im Südosten (Νοτιοανατολικοί λαοί, 1939–1944), δημοσίευαν άρθρα για το φυλετικό ζήτημα των βαλκανικών χωρών, με ρητές αναφορές στις φυλετικές επιμιξίες του ελληνικού πληθυσμού (π.χ. Hampe, 1941· Rübel, 1942). Ο ευγονικός και φυλετικός ανθρωπολόγος Βάλτερ Σάιντ (Walter Scheid, 1895–1976) κατέτασσε τους σύγχρονους Έλληνες (ή Λεβαντίνους) στην ανατολίτικη, κατώτερη «φυλή της Εγγύς Ανατολής» (Scheid, 1939). Εντούτοις, αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε, ακόμη και στους κύκλους των εθνικοσοσιαλιστών, όπως δείχνουν οι αντιρρήσεις του αυστριακού φυλετικού ανθρωπολόγου Φρίντριχ Κάιτερ (Friedrich Keiter, 1906–1967) εναντίον του Σάιντ. Σύμφωνα με τον Κάιτερ (1941), ένα τέτοιο μοντέλο υπεραπλουστεύει την πραγματικότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εξίσωση του πολιτισμού της ελληνικής αρχαιότητας με την Ανατολή.
Ο όρος «κάτοικοι της εγγύς Ανατολής» υπήρξε ένας όρος που περιέγραφε συλλήβδην τους λαούς του Καυκάσου, οι οποίοι έφτασαν στην Ευρώπη κατά την περίοδο των Μεγάλων Μεταναστεύσεων, συγκροτώντας στη συνέχεια τον ευρωπαϊκό πληθυσμό της σύγχρονης εποχής (Petersen και Luschan, 1889· πρβλ. Laukötter, 2007· Fuchs 2003, 232). Στους λαούς αυτούς ανήκαν οι Σημίτες, οι Άρειοι, οι Χαμίτες και πολλοί άλλοι, οι οποίοι από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα βρέθηκαν στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών φυλετικών αντιπαραθέσεων. Με την εδραίωσή της στο ιδεολόγημα της βόρειας φυλής, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του εθνικοσοσιαλισμού, η έννοια φυλή της Εγγύς Ανατολής λειτούργησε ως αντίθετος πόλος προς τη βόρεια φυλή, εκφράζοντας την υποτιθέμενη διχοτομία ανάμεσα στην «προοδευτική Δύση» και την «οπισθοδρομική Ανατολή» (Günther, 1929 και άλλες εκδόσεις· πρβλ. Fuchs, 2003, 248–250).
Ανταποκρινόμενος σαφώς σ’ αυτή τη συζήτηση, ο Κούμαρης ανέπτυξε τη δική του φυλετική θεωρία, με τη βοήθεια της οποίας διατύπωσε αντεπιχειρήματα εναντίον της κατωτερότητας που προσγραφόταν στην ελληνική φυλή. Στο αφήγημά του περί φυλής, οι σύγχρονοι Έλληνες είναι εκπρόσωποι της «ελληνικής φυλής», η οποία επιδεικνύει συνέχεια και ανθεκτικότητα· εντάσσεται στον δυτικό πολιτισμό και συγγενεύει προς τις ανώτερες ευρωπαϊκές φυλές. Ο Κούμαρης υποστηρίζει ότι η ελληνική φυλή αποτελείται από τρεις φυλετικούς τύπους, οι οποίοι ήρθαν αρχικά από την Ασία και επεκτάθηκαν, περνώντας από την περιοχή του Ευφράτη, στη Νότια Ευρώπη. Οι φυλετικοί αυτοί τύποι είναι διακριτοί τόσο στην κλασική ελληνική αρχαιότητα όσο και στη σημερινή Ελλάδα: πρόκειται για τον μεσογειακό τύπο, τον τύπο της Εγγύς Ανατολής και τον βόρειο φυλετικό τύπο (Koumaris, 1942 και 1948). Η επιχειρηματολογία περί υβριδικότητας έρχεται εδώ να ενισχύσει την αποδεικτική διαδικασία. Παρότι οι ανθρωπολογικές φυλετικές ταξινομήσεις κατατάσσουν τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε υβριδικούς φυλετικούς τύπους, η ιδέα της καθαρής φυλής δεν χάνει σε σημασία, διότι έχει γίνει η παραδοχή ότι οι υβριδικοί φυλετικοί τύποι ενσωμάτωναν μέσα τους «τις αρχικές ‘καθαρές φυλές’, από την ανάμιξη των οποίων προέρχονταν οι σύγχρονες πληθυσμιακές ομάδες» (Trubeta, 2020, 63).
Ανταποκρινόμενος στον λόγο περί υβριδικότητας, ο Κούμαρης ανέπτυξε τη θέση του για τον «ισχυρό φυλετικό πυρήνα», που εγγυάται τη «ρέουσα σταθερότητα» μιας φυλής, ιδιαίτερα της ελληνικής φυλής. Ισχυρίζεται πως φυλετικές επιμιξίες ασφαλώς και έλαβαν χώρα, αλλά μόνο με φυλετικά συγγενείς λαούς.17Koumaris, 1939c. Για μια περιεκτική παρουσίαση της φυλετικής θέσης του βλ. Koumaris, 1942. Άλλες εκδοχές εμφανίστηκαν την επόμενη περίοδο στα αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά: Koumaris, 1948, 1949a, 1949b, 1959, 1961b. Έτσι προέκυψε ένας φυλετικός τύπος που έφερε όλα τα πρωταρχικά ελληνικά στοιχεία. Ο ελληνικός πυρήνας παρέμεινε αναλλοίωτος, χάρη στην ικανότητά του να αφομοιώνει άλλες φυλές και λαούς και παράλληλα να διατηρεί την ιδιαιτερότητά του.18Βλ. Trubeta, 2013, 152–153. Για τις απαρχές αυτής της ιδέας στον γερμανό ιστορικό Johann Gustav Droysen (1808–84) και την αντίληψή του περί ελληνισμού: Droysen, 1833, 1836 και 1843. Για μεταγενέστερες προσλήψεις πρβλ. Sigalas, 2000 και 2001. Η θέση αυτή συνιστούσε τη βάση της απόπειρας του Κούμαρη να θεμελιώσει τη φυλετική ομοιογένεια και συνέχεια του ελληνισμού, όπως και τον αυτόχθονα χαρακτήρα του στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και του ελληνικού κρατικού εδάφους. Όλα τα φυλετικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής βρίσκονται τεκμηριωμένα στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου, όπου οι Έλληνες είναι γηγενείς και μέρος της μεσογειακής φυλής (Koumaris, 1942 και 1948). Στο αφήγημα αυτό, το Αιγαίο λειτουργεί ως γέφυρα που ενώνει την Ευρώπη με την Ασία, και ως τέτοια αντιπροσωπεύει το φυσικό περιβάλλον στο τμήμα εκείνο της νότιας Ευρώπης, όπου δημιουργήθηκε ο ελληνικός πολιτισμός. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι υποθέσεις αυτές παρουσιάζουν εντυπωσιακή ομοιότητα με τη «μεσογειακότητα», την ιδεολογία μέσω της οποίας ο ιταλός ανθρωπολόγος Τζιουζέπε Σέρτζι (Giuseppe Sergi, 1841–1936) επιχείρησε να νομιμοποιήσει την ιταλική κυριαρχία στο ευρύτερο μεσογειακό χώρο (Trubeta, 2020). Η ομοιότητα δεν είναι τυχαία. Την εποχή εκείνη η ιδέα του Σέρτζι γνώρισε μεγάλη άνθηση στην Ιταλία, ως αντίδραση στην ιδεολογία της ανώτερης βορειο-γερμανικής φυλής και τους τότε εκπροσώπους της, που καταλόγιζαν στη μεσογειακή φυλή κατωτερότητα.
Με τη θεωρία του ο Κούμαρης επιχείρησε να αποκαταστήσει την εικόνα της μεσογειακής φυλής – τουλάχιστον στον βαθμό που κάτι τέτοιο αφορούσε τους Έλληνες. Στην προσπάθειά του αυτή διατύπωσε την υπόθεση ότι οι προελληνικοί λαοί –και ιδιαίτερα οι Πελασγοί– ήταν οι πρόγονοι του μεσογειακού φυλετικού τύπου. Παραμένοντας στο ίδιο μήκος κύματος, δεν αρνήθηκε το «ανατολίτικο φυλετικό σκέλος» (τη συγγένεια με τον φυλετικό τύπο της εγγύς Ανατολής), αλλά τον απάλλαξε από αρνητικές συνδηλώσεις. Και σε αυτήν την περίπτωση χρησιμοποίησε επίσης το επιχείρημα των προελληνικών λαών: Ισχυρίστηκε ότι οι Λέλεγες και Κάρες έφτασαν από την Ασία στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Μεταναστεύσεων και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία (Koumaris, 1942). Ο Κούμαρης επέκτεινε το αφήγημά του ακόμα περισσότερο, ισχυριζόμενος ότι η ύπαρξη ξανθών ατόμων στην περιοχή της Μεσογείου και στην Ελλάδα οφείλεται στην επιρροή που άσκησαν τα προελληνικά αυτά φύλα, κάτι που με τη σειρά του υποτίθεται ότι μαρτυρά τη συγγένεια των Ελλήνων με τον βόρειο φυλετικό τύπο. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η βόρεια φυλή μπορεί να εντοπιστεί και μεταξύ των Ελλήνων. Αναπτύσσοντας αυτούς τους συλλογισμούς, ο Κούμαρης δεν επιδίδεται σε μονόλογο, αλλά αναφέρεται σε μια συζήτηση ευρύτατα διαδεδομένη κατά την εποχή του.
Η βόρεια επιρροή στη Μεσόγειο απασχολούσε επίσης τους κριτικούς ανθρωπολόγους, όπως π.χ. τον Βιεννέζο Βίκτωρ Λέμπτσελτερ (Victor Lebzelter, 1889–1936), ο οποίος υπήρξε αντίθετος με τη θεωρία της βόρειας φυλής. Ο Λέμπτσελτερ αμφισβητούσε την ερμηνεία της ύπαρξης ξανθών προσώπων στη νότια Ευρώπη μέσω κάποιας υποτιθέμενης «βόρειας» επιρροής. Αντίθετα, ανήγαγε την παρουσία ξανθών ατόμων στη νότια Ευρώπη σε έναν sui generis φυλετικό τύπο (Lebzelter, 1929, 63). Παρόμοια ανθρωπολογικά επιχειρήματα κατέθεσε και ο καθηγητής Φυσικής Ανθρωπολογίας του Χάρβαρντ Τσάρλετον Στίβενς Κουν (Carleton Stevens Coon, 1904–1981), ο οποίος επιχείρησε να ανασκευάσει την ιδεολογία της ανώτερης φυλής στο βιβλίο του Races of Europe (Φυλές της Ευρώπης, 1939· πρβλ. Trubeta, 2020). Ο Κουν υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι το βόρειο στοιχείο, αν και εξασθενημένο, εκπροσωπείται στην Ελλάδα – τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν (Coon, 1939, 607).
Ο έλληνας ανθρωπολόγος άντλησε επιχειρήματα από τους αντιπάλους της ιδέας περί βόρειας φυλής, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμεινε οπαδός της φυλετικής θεωρίας και πολιτικής, καθώς και ένθερμος υποστηρικτής της φυλετικής ομοιογένειας, κάτι που είχε δηλώσει ήδη στο εθνικοσοσιαλιστικό περιοδικό: «Είμαστε εναντίον της σύναψης σχέσεων μεταξύ φύλων από διαφορετικές ανθρώπινες φυλές» (Koumaris, 1939a, 386).
Συγκαλυμμένοι δεσμοί: τα αναπάντητα ερωτήματα της φυλετικής ανθρωπολογίας κατά τον διωγμό των Εβραίων
Η αμφιλεγόμενη σχέση του προς την εθνικοσοσιαλιστική φυλετική πολιτική έφερε τον επικεφαλής όλων των ανθρωπολογικών φορέων στην Ελλάδα ενώπιον άλλης μίας πρόκλησης: του διωγμού των Εβραίων. Σύμφωνα με τη γνώμη του, ο διωγμός των Εβραίων, «μαζί με την υπεροπτική» θεωρία της βόρειας φυλής «αμαύριζε και το φυλετικό ιδεώδες» (Koumaris, 1939c). Μετά την επιστροφή του από το Τρίτο Ράιχ το 1938, ο Κουμάρης κατέθεσε τις απόψεις του, επικεντρώνοντας την προσοχή του στο ερώτημα για τις πιθανές φυλετικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Ελλήνων. Έχουν υπάρξει μέχρι τώρα φυλετικές επιμιξίες ανάμεσα σε Εβραίους και Έλληνες; Υπάρχει «κίνδυνος φυλετικής επιμιξίας», που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον διωγμό των ελλήνων Εβραίων; Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΑΕ τήρησε καταρχήν κριτική στάση απέναντι στο διωγμό των Εβραίων από τους εθνικοσοσιαλιστές, η θέση του ήταν ωστόσο αμφιλεγόμενη. Από τη μια μεριά ενέκρινε όλες τις προσπάθειες διατήρησης της φυλετικής καθαρότητας, από την άλλη εξέφραζε την συμπάθειά του για τη «μοίρα των Εβραίων», οι οποίοι είναι «σταθερά και παντού ανεπιθύμητοι». Αυτό που τον εξέπληττε ήταν λιγότερο το ότι οι Εβραίοι ήταν ανεπιθύμητοι, καθώς αυτό ήταν ένα κοινό γεγονός σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Πολύ περισσότερο τον ξάφνιαζε η «ένταση» των μέτρων της εποχής εναντίον των Εβραίων, η οποία μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τον «μεσαιωνικό θρησκευτικό φανατισμό». Και σύμφωνα με την άποψή του θα ήταν ανεπίτρεπτο «ο θρησκευτικός […] να αντικατασταθεί από έναν φυλετικό φανατισμό» (Koumaris, 1939c, 24).19«Εν ουδεμία περιπτώσει τον θρησκευτικόν φανατισμόν δικαιολογείται να αντικαταστήσει σήμερον ο φυλετικός φανατισμός» (Πρακτικά ΑΕ, 1939, «Το πρόβλημα της Φυλής», σ. 24). Στο άρθρο του στο ιταλικό φασιστικό έντυπο La Difesa della Razza υποστήριξε ότι στην Ελλάδα δεν είναι αναγκαία η λήψη ριζικών μέτρων για τη «ρύθμιση του φυλετικού ζητήματος» όπως στη Γερμανία, επειδή οι θρησκευτικοί δεσμοί ανάμεσα στους Έλληνες ήταν πολύ στενοί και δεν επέτρεπαν σύναψη γάμων με Εβραίους (Koumaris, 1938b).
Η ομοιότητα αυτής της επιχειρηματολογίας με τις απόψεις του γερμανού αρχαιολόγου και φιλέλληνα Ρόναλντ Χάμπε (Ronald Hampe, 1908–1981) είναι σαφής. Ο Χάμπε υποστήριζε στο λαϊκιστικό εθνικοσοσιαλιστικό περιοδικό Volk und Rasse (Λαός και Φυλή) ότι οι Έλληνες είναι τόσο πολύ συνδεδεμένοι μεταξύ τους μέσω παραδοσιακών και θρησκευτικών δεσμών, ώστε μια επιμιξία με μη Έλληνες, ιδίως Εβραίους, ήταν αδιανόητη (Hampe, 1941). Ισχυριζόταν επίσης ότι οι Εβραίοι δεν έπρεπε να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης όπως σε άλλα βαλκανικά κράτη (π.χ. στη Ρουμανία), διότι η Ελλάδα –σε αντίθεση προς εκείνες τις χώρες– είχε εισαγάγει τη φυλετική διάκριση μέσω αντίστοιχων φυλετικών νόμων (πρβλ. Koumaris, 1938b και 1939b). Ο Χάμπε διέκρινε έναν ακόμη λόγο για τη μη δίωξη των ελλήνων Εβραίων: Ήταν αντικείμενα αντιπάθειας και περιφρόνησης και επίσης φτωχοί, οπότε δεν συνιστούσαν κίνδυνο για την οικονομία και την κοινωνία.
Όταν τον Οκτώβριο του 1943 ο ιστορικός Νίκος Βέης έδωσε μια διάλεξη στην ΕΑΕ, αναφερόμενος σε ιστορικές μαρτυρίες για τις εβραϊκές κοινότητες της Τρίπολης, πυροδοτήθηκε μια συζήτηση πάνω σε ενδεχόμενες φυλετικές επιμιξίες Ελλήνων και Εβραίων (βλ. Bees, 1943· διάλογος που ακολούθησε, 59–65). Και σ’ αυτή την περίπτωση, ο πρόεδρος της ΕΑΕ υποστήριξε ότι οι Εβραίοι απαγόρευαν τη σύναψη γάμου εκτός της κοινότητας. Οι ίδιοι οι Εβραίοι προσπαθούσαν σταθερά να διατηρήσουν τη δική τους καθαρότητα ζώντας σε κλειστές κοινότητες, οργανωμένες με βάση αυστηρούς κανόνες ενδογαμίας. Έτσι είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την καθαρότητά τους και τα ιδιαίτερα φυλετικά τους γνωρίσματα. Ο ομότιμος καθηγητής ανατομίας και δάσκαλος πολλών από τα μέλη της ΕΑΕ, Γεώργιος Σκλαβούνος ήταν ο μοναδικός από τους συμμετέχοντες στην ανθρωπολογική συζήτηση, που εκπροσώπησε τη θέση ότι οι φυλετικές επιμιξίες μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων ήταν απολύτως δυνατές και όχι οπωσδήποτε απορριπτέες,20Η συνεισφορά του Σκλαβούνου στη συζήτηση σχετικά με την εισήγηση του Bee περιέχεται στο: Πρακτικά Ανθρωπολογικής Εταιρείας (8.10.1943), σσ. 63–65. διότι, όπως υποστήριζε, η Ελλάδα είχε σε πολλές περιστάσεις επωφεληθεί από αυτήν τη φυλετική επιμιξία. Ως τεκμήρια για την εβραϊκή επιρροή στους Έλληνες ο Σκλαβούνος θεωρούσε ορισμένες «τυπικά ελληνικές ιδιότητες», όπως την «εγγενή κλίση προς τον μερκαντιλισμό» και την «κερδοσκοπία», όπως και το γεγονός ότι οι Έλληνες έζησαν σταθερά στη διασπορά.21Από το πρωτότυπο: «[η επιμειξία] ηύξησε την εις το εμπόριον και την κερδοσκοπίαν έμφυτον ροπήν του Έλληνος, αλλά και την εκ τούτων επακολουθήσασαν αποδημίαν και διασποράν ακραιφνών ελληνικών στοιχείων εις όλην την υφήλιον» σ. 64. Τέτοιες επιμιξίες δεν αποτέλεσαν ουδέποτε κίνδυνο για τους Έλληνες· αντιθέτως, λειτούργησαν μάλλον ενισχυτικά παρά έβλαψαν. Και σε απόλυτη συμφωνία προς την ιδέα του «ισχυρού φυλετικού πυρήνα», ο Σκλαβούνος θεμελίωσε τη θέση του σε σχέση με την ικανότητα της ελληνικής φυλής να αφομοιώνει ασθενέστερα φυλετικά στοιχεία, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δικές της ζωτικές ιδιότητες. Η συζήτηση αυτή πραγματοποιήθηκε την εποχή που η εξολόθρευση των Εβραίων στην Ευρώπη –και στην Ελλάδα– πλησίαζε στο αποκορύφωμά της: το προαναφερθέν συνέδριο της ΕΑΕ διεξήχθη τον Οκτώβριο του 1943, δηλαδή λίγους μόνο μήνες μετά την έναρξη της εκτόπισης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα εθνικοσοσιαλιστικά στρατόπεδα εξόντωσης τον Μάρτιο του 1943.
Η Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρία, ο πρόεδρός της και οι συμμετέχοντες στη συζήτηση σιώπησαν γι’ αυτά τα γεγονότα, όπως και για τις εκτοπίσεις που ακολούθησαν. Στην εξόντωση των Εβραίων δεν έγινε αναφορά ούτε σε αυτό το συνέδριο, ούτε και σε κάποια άλλη ευκαιρία. Όσοι συμμετείχαν στην ανθρωπολογική συζήτηση σιώπησαν για το θέμα – τόσο κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, όσο και μετά τον πόλεμο. Ακόμη και ο κριτικά σκεπτόμενος Γεώργιος Σκλαβούνος, όταν έθεσε το θέμα και πάλι το 1948, το έκανε προκειμένου να ενισχύσει με επιπρόσθετες ιστορικές πηγές την προηγούμενη άποψή του ότι κατά τις επιμιξίες μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων επικρατούσε εντέλει ο ελληνικός σκληρός πυρήνας (Sklavounos, 1948). Η σιωπή για την εξόντωση των Εβραίων εξυπηρετούσε φαινομενικά την ουδετερότητα της επιστήμης. Η φυλετική κάθαρση ήταν, υποτίθεται, ένα θέμα της φυλετικής πολιτικής και κατά συνέπεια ένα «καθαρά κοινωνιολογικό ζήτημα», που υπερέβαινε κατά τον Κούμαρη (1939c, 24) το πλαίσιο μιας ανθρωπολογικής συζήτησης.22«Αλλά ο τρόπος της εφαρμογής της φυλετικής καθάρσεως αποτελεί ζήτημα και πρόβλημα καθαρώς κοινωνιολογικόν. αποτελεί την ‘φυλετικήν πολιτικήν’ περί ης δεν δύναται να γίνη λόγος παρ’ ημών ενταύθα» (Πρακτικά ΑΕ, 1939, «Το πρόβλημα της Φυλής», σ. 24). Η αποστασιοποίηση αυτή ήταν ήδη εμφανής σ’ ένα άρθρο του στο εθνικοσοσιαλιστικό περιοδικό Ziel und Weg (Ο Στόχος και η Οδός):
Οι μέγιστοι πρωτοπόροι της ανθρωπολογικής επιστήμης έχουν εγκαταλείψει τον ναό αυτής της επιστήμης και στέκουν πλέον στο πλευρό των ανδρών, οι οποίοι σήμερα καθοδηγούν την ιστορία του κόσμου. Τα προαναφερθέντα ερωτήματα, στα οποία συχνά παρεισφρέουν επίσης υποθέσεις εργασίας και συναισθήματα, ξένα προς την επιστήμη, τα οποία φαντάζουν ίσως δικαιολογημένα λόγω της υπερβολικής διείσδυσης αλλότριων στοιχείων στην υπόσταση μιας φυλής, δεν πρόκειται να μας απασχολήσουν εδώ. (Koumaris, 1939a, 386).23Ελληνική παραπομπή: «Μόλις εξελθόντες από του γερμανικού περιβάλλοντος, μετά την μακράν εφετεινήν μας διαμονήν…», «Φυλή-Υγεία» Βραδυνή, 1938, τελευταία συνέχεια.
Η υποτιθέμενη αξίωση ουδετερότητας της επιστήμης συσκότιζε τη διασύνδεση της εξόντωσης των Εβραίων με την κατοχή της χώρας από τη Βέρμαχτ. Στον ανθρωπολογικό λόγο ο πόλεμος θεματοποιήθηκε ελάχιστα –ή και καθόλου–, και φυσικά δεν έγινε πουθενά λόγος για τις ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης συνεργασίας με τους κατακτητές. Η σιωπή αυτή υποτίθεται ότι υπηρετούσε επίσης την ουδετερότητα της επιστήμης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό συνέβη για όσον καιρό η έκβαση του πολέμου δεν είχε ακόμη κριθεί.
Ανθρωπολογική συναδελφικότητα ως επιστημονική ουδετερότητα κατά τη (μετα)πολεμική περίοδο
Η Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρία ενώνεται με όλο το έθνος και εορτάζει την ελευθερία! Η Ελλάδα ελευθερώνεται από την απρόσμενη, άδικη και σκληρή τριπλή σκλαβιά!24Η προσφώνηση του Κούμαρη κατά την έναρξη της συνεδρλιασης της 12ης Οκτωβρίου 1944. Στο: Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, Πρακτικά Συνεδριών (12.10.1944), σσ. 54–55. «Η Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία μετά του Έθνους ολοκλήρου, πανυγηρίζει την Ελευθερίαν! […] Η Ελλάς ελευθερούται από της απροόπτου, αδικαιολογήτου, αγρίας τριπλής δουλείας!».
Με την πανηγυρική αυτή προσφώνηση, ο πρόεδρος της ΕΑΕ άνοιξε τη συνεδρίαση της Εταιρίας την ημέρα της αποχώρησης του γερμανικού στρατού από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944. Μ’ αυτή την αφορμή, ο Κούμαρης παρουσίασε τις προσπάθειές του να εκπροσωπήσει το ελληνικό και εθνικό συμφέρον κατά τη διάρκεια του πολέμου, κάνοντας ταυτόχρονα έκκληση στη συναδελφικότητα των γερμανών ανθρωπολόγων, αναφερόμενος σε μια επιστολή που είχε απευθύνει σε «έντεκα των επιφανέστερων γερμανών ανθρωπολόγων»25«ένδεκα των πλέον διακεκριμένων ανθρωπολόγων της Γερμανίας κατά την αύτην εποχήν», στο: Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, Πρακτικά Συνεδριών, (12.10.1944), σ. 55. προκειμένου να διαμαρτυρηθεί εναντίον της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα. Η επιστολή αυτή (με ημερομηνία «Δεκέμβριος του 1940») βρίσκεται τυπωμένη στα πρακτικά των συνεδριάσεων της ΕΑΕ στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα, και απευθύνεται προς τους παρακάτω γερμανούς ανθρωπολόγους, φυλετικούς υγιεινολόγους και φυλετικούς επιστήμονες, τους οποίους ο Κούμαρης δήλωσε ότι γνώριζε προσωπικά: στους Διευθυντές του Wilhelm-Kaiser-Institut, Eugen Fischer (1874–1967) και Otmar Freiherr von Verschuer (1896–1969), τον φυλετικό θεωρητικό Hans Friedrich Karl Günther (1891–1968), γνωστό επίσης και ως «Rassen-Günther», τους φυλετικούς υγιεινολόγους Fritz Lenz (1887–1976) και W. Hans Weinert (1887–1967), τον ιστορικό της Αρχαίας Ιστορίας Hans Reinerth (1900–1990), τους ανθρωπολόγους και φυλετιστές Egon von Eickstedt (1892–1965), Otto Reche (1879–1966), Theodor Mollison (1874–1952), Wilhelm Gieseler (1900–1976) και Oswald Menghin (1888–1973).26Για την επίδραση αυτών των επιστημόνων κατά τη διάρκεια του ναζισμού βλ. Klee, 2003.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας της επιστολής, είχε στραφεί προς τους γερμανούς ανθρωπολόγους με την ιδιότητά του ως «παλαιός θαυμαστής της γερμανικής επιστήμης», που ήθελε να διαμαρτυρηθεί για την ιταλική επίθεση εναντίον της χώρας του, τρέφοντας ταυτόχρονα την ελπίδα να βρει σε καθέναν από τους γερμανούς συναδέλφους του έναν «διερμηνέα και ίσως έναν υπερασπιστή των [ελληνικών] δικαίων μας». Εντούτοις, κανένας απ’ «αυτούς τους συναδέλφους» δεν ανταποκρίθηκε στην επιστολή του – σε αντίθεση με τον καθηγητή της Ζυρίχης Schlaginhaufen, όπως προσθέτει, παρ’ ότι ο ελβετός ανθρωπολόγος και φυλετικός υγιεινολόγος Otto Schlaginhaufen (1879–1973) δεν εμφανίζεται ως αποδέκτης της επιστολής του. Εκείνη τη μέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, ο πρόεδρος της ΕΑΕ προανήγγειλε την πρόθεσή του να απευθύνει μιαν ακόμη ανοικτή επιστολή προς τους ίδιους γερμανούς ανθρωπολόγους. Στόχος της επιστολής αυτής δεν θα ήταν, εξήγησε, να εορτάσει πανηγυρικά την ήττα της Γερμανίας· η βαθύτερη αιτία , ήταν υποτίθεται το «επαγγελματικό καθήκον», αλλά και η «ψυχική οδύνη» που προκάλεσε μέσα του «η θλιβερή πλάνη της γερμανικής επιστήμης» να «επιτρέψει την χειραγώγησή της από την πολιτική».27Ό.π., σ. 57. Η επιστολή αυτή βρίσκεται επίσης στα Πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΑΕ, τυπωμένη στην γερμανική και ελληνική γλώσσα. «Χωρίς να χαιρεκακώμεν λοιπόν επί τη επικειμένη ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας, αλλά εκ καθηκόντος επιβεβλημένου, επιθυμούμεν να εκφράσωμεν άπαξ έτι, προς τους ιδίους εκείνους επιστήμονας, οίτινες δεν μας ηξίωσαν απαντήσεως, τον πόνον όστις πληροί την ψυχήν και της Ελληνικής Επιστήμης δια την λυπηράν παρεξήγησιν της Γερμανικής Επιστήμης κατά τας κοσμοϊστορικάς στιγμάς που εζήσαμεν, παρασυρθείσης υπό της πολιτικής» (σ. 57). Κι ενώ σ’ αυτή τη δεύτερη επιστολή του θρηνεί για την κατάληψη της χώρας του από τη Βέρμαχτ, δεν βρίσκει ούτε μία λέξη για τον πόνο των κατοίκων της. Αυτό που υπέφερε ήταν το ελληνικό πνεύμα – όχι οι άνθρωποι.
Ως πειστήριο των καλών του σχέσεων με τους γερμανούς ανθρωπολόγους θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να θεωρηθεί η απάντηση στη δεύτερη επιστολή του, την οποία μπόρεσε να παρουσιάσει ο Κούμαρης στην ΕΑΕ τρία χρόνια αργότερα (το 1947).28Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, Πρακτικά Συνεδριών (24.12.1947), σσ. 9-14, εδώ σ. 11. Οι τρεις επιστολές δημοσιεύτηκαν σ’ αυτό το Πρακτικό της συνεδρίασης της ΕΑΕ (11–14) στην ελληνική. Ανακοίνωσε ότι τρεις από τους έντεκα αποδέκτες της είχαν απαντήσει· επρόκειτο ακριβώς για τις ηγετικές μορφές των εθνικοσοσιαλιστών φυλετικών επιστημόνων Eugen Fischer, Fritz Lenz και Otmar Freiherr von Verschuer. Η ανακοίνωση του προέδρου της ΕΑΕ είχε πολύ προσωπικό τόνο. Ισχυριζόταν ότι μπορούσε να αναγνωρίσει σε καθεμιά από τις απαντητικές επιστολές τον γραφικό χαρακτήρα των συντακτών τους, διότι γνώριζε προσωπικά «και τους τρεις μεγάλους επιστήμονες», τις παραδόσεις των οποίων είχε παρακολουθήσει κατά τη διάρκεια του θερινού εξαμήνου.29«Προσθέτω δ’ αμέσως ότι, γνωρίζων εκ προσωπικής αντιλήψεως και τους τρεις μεγάλους πράγματι ερευνητάς (παρακολουθήσας επανειλλημένως και παραδόσεις αυτών, κατά θερινά εξάμηνα) και τον χαρακτήρα των», σ. 11. Και οι τρεις υποστήριζαν ότι δεν είχαν λάβει ποτέ την πρώτη του επιστολή, ενώ η δεύτερη έφτασε σ’ αυτούς μόλις το 1947. Παρουσιάζονταν ως «αδύναμοι διανοούμενοι», που δεν ήθελαν ούτε μπορούσαν να έχουν οιαδήποτε επιρροή στην πολιτική. Στη δική του επιστολή, ο Eugen Fischer φαίνεται να εκφράζει τη λύπη του που δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει. Αλλά ακόμη κι αν είχε λάβει την πρώτη επιστολή, δεν θα τολμούσε ν’ αντιδράσει, γιατί κάτι τέτοιο θα είχε ως επακόλουθο τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο χρονικό αυτό σημείο ήταν φανερό ότι οι εν λόγω φυλετικοί επιστήμονες δεν ένιωθαν υποχρεωμένοι να απολογηθούν για τη δράση τους κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού (Beyler, 2004 και Weiss, 2004). Είχαν μόλις γλιτώσει από τις δίκες της Νυρεμβέργης και μπορούσαν να συνεχίσουν απρόσκοπτα την καριέρα τους. Ο Ιωάννης Κούμαρης είχε μάλλον καλλιεργήσει μια στενότερη σχέση με τον Eugen Fischer, την οποία διατήρησε κατά τα φαινόμενα και μετά την περίοδο του πολέμου. Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από τη συμμετοχή του στον τιμητικό τόμο για τα 80χρονα του Eugen Fischer (Koumaris, 1954), κάτι που μας κάνει να υποθέσουμε ότι ο Κούμαρης ανήκε σ’ έναν μικρό κύκλο ανθρωπολόγων και φυλετικών επιστημόνων περί τον Eugen Fischer: τους λεγόμενους «Φισεριανούς» (Lösch, 1997, 486).
Συμπεράσματα
Η δημιουργία έγκυρων δικτύων πανεπιστημίων και ανωτάτων σχολών στην Ευρώπη θεωρείται στο παρόν δοκίμιο ως αφετηριακό σημείο για την ανασύσταση των ελληνογερμανικών ανθρωπολογικών διασταυρώσεων κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στις δεκαετίες του 1880 και του 1950. Δεν πρέπει, εντούτοις, να αγνοήσουμε ότι οι νεωτερικές επιστημονικές κοινότητες, όπως και οι επιστήμονες προσωπικά –παρά την ένταξή τους σε ευρύτερα ευρωπαϊκά περιβάλλοντα– δρουν και εντός των εθνικών κρατών. Επηρεάζονται, επομένως, σε μεγάλο βαθμό και από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, και για τον επιπλέον λόγο της επαγγελματοποίησης των πανεπιστημιακών θέσεων, η οποία τις φέρνει σε θέση εξάρτησης από κρατικές κονδύλια και τις εξαναγκάζει να διασφαλίζουν διαρκώς νέο συμβολικό και υλικό κεφάλαιο εντός των ακαδημαϊκών φορέων. Αυτή η πολυπλοκότητα εμφανίστηκε με ιδιαίτερα ανάγλυφο τρόπο στην περίπτωση της σύγχρονης ανθρωπολογίας, η οποία μεταδίδει οικουμενική γνώση, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να διευθετήσει συγκρούσεις ανάμεσα στα (ήδη υπάρχοντα ή υπό διαμόρφωση) ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, ενώ την ίδια στιγμή μεταφράζει την εθνική ιδέα με ανθρωπολογικούς και φυλετικούς όρους προκειμένου να θεμελιώσει εθνικά δόγματα. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πεδίο έντασης διεξάγονταν οι συναντήσεις μεταξύ ελλήνων και γερμανών ανθρωπολόγων. Η ίδρυση του Ανθρωπολογικού Μουσείου στην Αθήνα επιτεύχθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας εναρμονισμού με τα ευρωπαϊκά επιστημονικά περιβάλλοντα, ενώ συγχρόνως δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση ενός τοπικού (ακριβέστερα: εθνικού) συνομιλητή για την ανθρωπολογία ως ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο με υψηλή εθνική σπουδαιότητα. Η ίδρυση του Μουσείου συνιστούσε εν προκειμένω και μια στροφή στις ανθρωπολογικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και το γερμανικό Ράιχ: Γιατροί και επιστήμονες που δρούσαν στην Ελλάδα είχαν πλέον τη δυνατότητα να αποστείλουν ανθρωπολογικές αναφορές και εν μέρει ευρήματα με ανθρωπολογική σημασία σε γερμανικούς ανθρωπολογικούς φορείς. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε το παρόν δοκίμιο στις ελληνογερμανικές ανθρωπολογικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της ελληνικής ανθρωπολογίας (1924–1950), η οποία συνέπεσε κατά το μεγαλύτερό της μέρος με τα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι δίαυλοι επικοινωνίας, μέσω των οποίων προέκυψαν αυτές οι σχέσεις, περνούσαν μέσα από τη γερμανική ανθρωπολογία ή/και την εθνικοσοσιαλιστική φυλετική επιστήμη. Συνδετικός κρίκος υπήρξε η συγγένεια του Ιωάννη Κούμαρη, κατόχου των διευθυντικών θέσεων όλων των φορέων που σχετίζονταν με την ανθρωπολογία στην Ελλάδα, με τη γερμανική φυλετική επιστήμη. Όσον αφορά την προσπάθεια να ανασκευάσει την εικόνα της ελληνικής φυλής και των σύγχρονων Ελλήνων, που είχε υποστεί πλήγμα από τη ναζιστική ιδεολογία, εμφανίζεται μια προσέγγιση ανάμεσα στην επιχειρηματολογία του Κούμαρη και εκείνη των φιλελλήνων μεταξύ των εθνικοσοσιαλιστών επιστημόνων. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ανθρωπολογικός λόγος στην Ελλάδα συγκάλυψε τόσο τον διωγμό των Εβραίων όσο και την κατοχή της Ελλάδας.
Η ένταξη των ανθρωπολογικών διασταυρώσεων σε πολλαπλά διαδραστικά περιβάλλοντα, όπως προτείνω στο παρόν δοκίμιο, υπονομεύει τη θεώρηση των επιστημονικών ελίτ ως αδιαφοροποίητων οντοτήτων, οι οποίες υποτίθεται ότι βρίσκονται στην υπηρεσία μιας εθνικά ή εθνοκρατικά καθορισμένης πολιτικής – ακόμη κι αν οι ελίτ αυτές ισχυρίζονται ότι δρουν στο όνομα του έθνους. Μπορεί σον ανθρωπολογικό λόγο η επίκληση της εθνικής ιδέας να χρησιμεύει ως μέσο για την επίτευξη επαγγελματικών στόχων, δεν είναι ωστόσο επαρκής προϋπόθεση για τη διασφάλιση ακαδημαϊκού οφέλους. Στο παρόν δοκίμιο κατέδειξα ότι η συγγένεια του Ιωάννη Κούμαρη –του σημαντικότερου έλληνα ανθρωπολόγου της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου– με τη γερμανική φυλετική ανθρωπολογία και η εμμονή του στην «ελληνική φυλή», την οποία όρισε με όρους της γερμανικής φυλετικής ανθρωπολογίας, οδήγησαν στην ακαδημαϊκή περιθωριοποίησή του. Αλλά και η επιρροή των αρχικά πολλά υποσχόμενων ανθρωπολογικών θεσμών, όπως η ΕΑΕ και η πανεπιστημιακή έδρα, επίσης υποχώρησε σταδιακά. Η Ανθρωπολογική Εταιρία μετατράπηκε σε έναν κύκλο ελάχιστων ενδιαφερομένων για την «ελληνική φυλή», και μετά το 1939, και όσων ήταν διατεθειμένοι να σιωπήσουν για τον πόλεμο και την κατοχή της χώρας – τουλάχιστον στο πλαίσιο της ανθρωπολογικής συζήτησης. Από τις στενές του σχέσεις με τη γερμανική ανθρωπολογία και τη φυλετική επιστήμη, ο Κούμαρης δεν μπόρεσε να αντλήσει κανένα συμβολικό ακαδημαϊκό κεφάλαιο – ούτε για τον ίδιο ούτε για τους θεσμούς που εκπροσωπούσε.