Ένα Βιολογικό Ινστιτούτο στον Πειραιά, 1942-1944

Από Μαρία Ζαρίφη | Τελευταία ενημέρωση 17.09.2020

Την περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή, εξαθλιωμένη από τη μεγάλη πείνα του χειμώνα του 1941–42, λεηλατημένη και απογυμνωμένη από όλα σχεδόν τα ζωτικής σημασίας διαθέσιμα αγαθά και βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία είχαν κατασχεθεί από τη Βέρμαχτ, υπογράφει στις 31 Οκτωβρίου του 1942 συμφωνία συνεργασίας με τη διάσημη επιστημονική Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου (Kaiser Wilhelm Gesellschaft, KWG), που αφορούσε στην ίδρυση ενός Βιολογικού Ινστιτούτου στον Πειραιά. Τον Οκτώβριο του 1942, εν μέσω πολέμου και υπό τις συνθήκες βαρβαρότητας που βίωνε η Ελλάδα από τρεις κατοχικές δυνάμεις, τη Γερμανία, τη Βουλγαρία και την Ιταλία, η ίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου δεν αποτελούσε ασφαλώς προτεραιότητα για τη χώρα. Πώς λοιπόν προέκυψε η ιδέα για τη δημιουργία ενός βιολογικού σταθμού σε μια περιφερειακή βαλκανική χώρα που δεν ήταν πρωτοπόρα στις φυσικές επιστήμες, ούτε είχε κάποια σπουδαία παράδοση στο πεδίο αυτό; Ποιος ήταν ο λόγος που ιδρύθηκε ένα βιολογικό ινστιτούτο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εν μέσω πολέμου και μάλιστα στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, τον Πειραιά; Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του και την ακραία ιδεολογία που κυριαρχούσε στη ναζιστική Γερμανία, η οποία επηρέασε καταλυτικά τόσο την επιστημονική έρευνα όσο και τον στρατιωτικό σχεδιασμό της Γερμανίας, τότε εύλογα αναρωτιέται σε τι τελικά θα εξυπηρετούσε ένα ερευνητικό κέντρο βιολογίας στην Ελλάδα. Από την άλλη, τι όφελος θα μπορούσε να έχει η Ελλάδα από έναν τέτοιο ερευνητικό σταθμό τη στιγμή που η χώρα είχε καταρρεύσει οικονομικά, η επιστημονική ζωή του τόπου είχε ουσιαστικά σταματήσει και ο ελληνικός λαός προσπαθούσε να επιβιώσει από το μεγάλο λιμό και τις βαρβαρότητες των ναζί; Πώς λοιπόν «διασταυρώθηκαν» Έλληνες και Γερμανοί σε αυτό το επιστημονικό εγχείρημα και τι τελικά μας αποκαλύπτει ή αποκρύπτει η ιστορία του Ελληνογερμανικού Βιολογικού Ινστιτούτου στον Πειραιά για τα ερευνητικά σχέδια των Γερμανών, τη σχέση του με τη ναζιστική ιδεολογία, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, τις προσδοκίες των Ελλήνων, τις συνέργειες και τις αντιδράσεις τους;

Περιεχόμενα

Αναζητώντας νέο βιολογικό υλικό στις ελληνικές θάλασσες. Οι Γερμανοί, οι Έλληνες και οι χαμένες ευκαιρίες

Όταν η ηττημένη Γερμανία μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου υπογράφει τη συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, χάνει ουσιαστικά, μεταξύ άλλων, και όλα τα ερευνητικά κέντρα που είχε στο εξωτερικό.1 Δύο από αυτά είχαν ιδιαίτερη σημασία για τις θαλάσσιες βιολογικές έρευνες αλλά και για το κύρος της Γερμανίας διεθνώς: ο διάσημος Ζωολογικός Σταθμός στη Νάπολη ή Σταθμός Dohrn, τον οποίο ίδρυσε ο επιφανής γερμανός ζωολόγος Anton Dohrn το 1872, και το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας στο Rovigno στη χερσόνησο της Ίστρια στη σημερινή Κροατία, το οποίο ιδρύθηκε το 1899 και έγινε παράρτημα της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου το 1911.2 Αν και τελικά ο Σταθμός στη Νάπολη κατάφερε να κρατήσει με κάποιο τρόπο τη γερμανική σφραγίδα του, το Ινστιτούτο στο Rovigno δεν είχε την ίδια τύχη. Όταν η Ιταλία προσάρτησε τη χερσόνησο το 1921, η Γερμανία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά τον ερευνητικό σταθμό και να αναζητήσει νέα τοποθεσία που θα πρόσφερε παρόμοιες ερευνητικές συνθήκες και πειραματικό υλικό για το διάσημο ενυδρείο του Βερολίνου. Θα πρέπει να σημειωθεί πως και τα δύο ερευνητικά ιδρύματα, της Νάπολης και του Rovigno, δεν αποτελούσαν μόνο σπουδαία επιστημονικά κέντρα. Αποτελούσαν και κόμβους διάδοσης των γερμανικών επιτευγμάτων στον τομέα της θαλάσσιας βιολογίας, ενισχύοντας το κύρος της γερμανικής κουλτούρας διεθνώς, καθώς προσέλκυαν ερευνητές από όλο τον κόσμο.

Προς αναζήτηση, λοιπόν, κατάλληλης ακτής για ένα νέο ερευνητικό κέντρο θαλάσσιας βιολογίας που θα έπαιρνε τη θέση εκείνου στο Rovigno, αλλά και θα συμπλήρωνε το κύρος του Σταθμού στη Νάπολη, που πλέον δεν ήταν αποκλειστικά γερμανικός, ένας γερμανός έμπορος, ο Wilhelm Kraft, που πιθανόν έστελνε πειραματικό υλικό στο Βερολίνο, υπέβαλε το 1926 στην Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου μια λεπτομερή πρόταση. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η νοτιοδυτική ακτογραμμή της Πελοποννήσου, και συγκεκριμένα ο κόλπος της Κορώνης, πρόσφερε τις ιδανικές συνθήκες για τη διεξαγωγή θαλάσσιας βιολογικής έρευνας,3 ενώ ως εναλλακτική λύση ο Kraft πρότεινε τις ακτές της Κέρκυρας. Η πρότασή του όμως δεν έγινε δεκτή.

Η δημιουργία ενός ερευνητικού σταθμού θαλάσσιας έρευνας στην Ελλάδα δεν ήταν αποκλειστική ιδέα των Γερμανών. Η Ελλάδα γνώριζε ήδη τη σημασία ενός τέτοιου κέντρου για την αλιεία και γενικότερα την οικονομία της χώρας. Για τον λόγο αυτό, είχε ήδη συστήσει το 1914 έναν μικρό υδροβιολογικό σταθμό λίγο πιο έξω από την Αθήνα, στο Παλαιό Φάληρο. Ο σταθμός ιδρύθηκε σύμφωνα με τις προτάσεις του Ιταλού καθηγητή ιχθυολογίας D. Vinciguera, τον οποίο είχε προσκαλέσει η ελληνική κυβέρνηση για αυτόν τον σκοπό. Δυστυχώς όμως, ο σταθμός αυτός δεν παρήγαγε τελικά κάποιο σπουδαίο ερευνητικό έργο, αποτυγχάνοντας έτσι να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον καθηγητή ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιο Πανταζή, ο βασικός λόγος της αποτυχίας ήταν ότι ο σταθμός ήταν πολύ μικρός για τις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους, όπως ήταν η Ελλάδα. Επιπλέον, η θέση του σε ακτή κοντά στην πρωτεύουσα, που επηρέαζε την ποιότητα του νερού, δεν πρόσφερε τις κατάλληλες συνθήκες για θαλάσσιες μελέτες. Ακόμη, η περιορισμένη κρατική χρηματοδότηση, η έλλειψη μόνιμου επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού και η έλλειψη τεχνικού εξοπλισμού και βιβλιοθήκης συνέβαλαν στην αποτυχία του «εγχειρήματος Vinciguera». Ταυτόχρονα, ήταν σαφές πως η ίδρυση ενός νέου υδροβιολογικού ινστιτούτου με αυτές τις προδιαγραφές έπρεπε να πραγματοποιηθεί.4

Αν και η ανάγκη αυτή ήταν επιτακτική, χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες για να καταθέσει ο Πανταζής, τον Νοέμβριο του 1935, μια ολοκληρωμένη πρόταση στην Ελληνική Θαλασσογραφική Επιτροπή, η οποία είχε όλο αυτό το διάστημα υπό την εποπτεία της τον μικρό σταθμό, για τη μεταφορά του από το Π. Φάληρο σε νέα τοποθεσία. Ο Πανταζής όντας ο ίδιος μέλος της Θαλασσογραφικής Επιτροπής και Διευθυντής του Ζωολογικού Εργαστηρίου και Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1934, πρότεινε ο σταθμός να συνδεθεί με το Πανεπιστήμιο, όμως η πρότασή του αρχικά απορρίφθηκε.5 Το όνομά του, όμως, θα εμφανιστεί αργότερα στις επαφές μεταξύ ελλήνων και γερμανών επιστημόνων για τη δημιουργία του Ελληνογερμανικού Βιολογικού Ινστιτούτου στον Πειραιά. Φαίνεται, ωστόσο, πως ο έλληνας καθηγητής ήταν εκείνη την περίοδο ο μόνος που είχε ένα σοβαρό και ολοκληρωμένο σχέδιο για τη δημιουργία ενός νέου θαλάσσιου ερευνητικού σταθμού και προσπάθησε πραγματικά σκληρά για να πείσει τις ελληνικές αρχές για τη σημασία και την αναγκαιότητά του. Ήταν επίσης ο μόνος ειδικός στο χώρο της ζωολογίας που γνώριζε πως ένας σύγχρονος και αποτελεσματικός θαλάσσιος σταθμός θα συνέβαλλε όχι μόνο στην οικονομία της χώρας, αλλά θα έδινε μεγάλη ώθηση στην ελληνική επιστήμη. Παρόλο που το 1936 πήρε την πρωτοβουλία να βρει χρηματοδότηση από ιδιώτες για την αγορά κατάλληλης έκτασης για το νέο υδροβιολογικό ινστιτούτο, που θα ήταν τελικά υπό την αιγίδα του πανεπιστημίου, οι προσπάθειές του δεν ευοδώθηκαν.6

Την περίοδο αυτή, η σημασία ύπαρξης ενός υδροβιολογικού ινστιτούτου σε κάποια ελληνική θάλασσα φαίνεται πως αναγνωριζόταν περισσότερο από τους Γερμανούς, αν και για διαφορετικούς λόγους από εκείνους που περιέγραφε ο Πανταζής. Έτσι, το 1934, ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου του Αμβούργου και μετέπειτα διευθυντής του Γερμανο-Δομινικανού Ινστιτούτου Τροπικής Έρευνας, Adolf Meyer-Abich, υπέβαλε πρόταση στο ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και το Υπουργείο Οικονομικών για τη σύσταση ενός «Ερευνητικού Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας» στο νησί της Σάμου. Το ενδιαφέρον του πήγαζε από αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «βιολογική αρχαιολογία».7 Έχοντας μελετήσει το έργο του Αριστοτέλη για την ταξινόμηση των ζώων, ο Meyer-Abich τόνιζε πως πολλά από τα θαλάσσια είδη που είχε περιγράψει ο έλληνας φιλόσοφος δεν είχαν ακόμη ταυτοποιηθεί από τους γερμανούς επιστήμονες της εποχής – και όπως φαίνεται από κανέναν άλλο ερευνητή. Πίστευε ότι πολλά από εκείνα τα είδη ήταν δυνατόν να ζούσαν ακόμη στις ελληνικές θάλασσες και η ανακάλυψή τους θα έδινε απαντήσεις σε σύγχρονα βιολογικά προβλήματα.8 Λίγα χρόνια αργότερα, οι επιστήμονες της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου στο Dahlem του Βερολίνου, θα χρησιμοποιήσουν ένα παρόμοιο επιχείρημα, κάνοντας λόγο για πρωτόγονες/πρωταρχικές μορφές φυτών και ζώων και τη θεωρία των πολυπλοειδών,9 προκειμένου να οργανώσουν σειρά ερευνητικών αποστολών, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής των Βαλκανίων, με τις οποίες συνδέθηκε σε κάποιο βαθμό και το Ινστιτούτο στον Πειραιά.10

Ο Meyer υποστήριζε πως στον θαλάσσιο σταθμό της Σάμου στόχος θα ήταν να διεξαχθεί έρευνα στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου, καθώς και έρευνα στους τομείς της ιχθυοβιολογίας και της βιολογικής αρχαιολογίας.11 Αυτή η τριπλή λειτουργία του σταθμού θα τον καθιστούσε ένα μοναδικό στο είδος του ερευνητικό κέντρο, σύμφωνα με τον γερμανό επιστήμονα. Μάλιστα έλεγε πως ό,τι ήταν ο πρότυπος Ζωολογικός Σταθμός στη Νάπολη για τη δυτική και βόρεια Ευρώπη θα ήταν το ελληνικό ινστιτούτο της Σάμου για τα Βαλκάνια και την Τουρκία.12 Σύμφωνα με τα σχέδια του Meyer το ινστιτούτο θα αποτελούνταν από δύο τμήματα: ένα ελληνικό, που θα εστίαζε στον εκσυγχρονισμό της αλιείας στην Ελλάδα και γι’ αυτό θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί από την ελληνική κυβέρνηση, και ένα διεθνές τμήμα που θα ήταν αφιερωμένο στη λεγόμενη «βιολογική αρχαιολογία». Η χρηματοδότηση για αυτό το δεύτερο τμήμα θα μπορούσε να προέλθει από τη συνδρομή διαφόρων ερευνητικών κέντρων που θα νοίκιαζαν χώρους εργασίας, όπως συνέβαινε στο Ζωολογικό Σταθμό στη Νάπολη. Ο Meyer κατονόμασε 22 τέτοιους οργανισμούς, όχι μόνο γερμανικούς, μεταξύ των οποίων θα ήταν η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου, το Ινστιτούτο Νόμπελ της Στοκχόλμης, η Royal Society του Λονδίνου, τα ινστιτούτα Rockefeller και Carnegie της Αμερικής, καθώς και οργανισμοί με προσανατολισμό στις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως η Εταιρία Αρχαίων Πολιτισμών και η Εταιρία Καντ του Βερολίνου.13

Ωστόσο, ο Meyer δεν φαίνεται πως μιλούσε ως εκπρόσωπος κάποιου γερμανικού ιδρύματος, αλλά ενήργησε μάλλον μόνος του από προσωπική φιλοδοξία, θέλοντας ενδεχομένως να μιμηθεί το παράδειγμα του Dohrn στη Νάπολη και να συνδέσει το όνομά του με ένα νέο, διεθνούς κύρους γερμανικό ερευνητικό ίδρυμα, ενισχύοντας την πολιτιστική επιρροή της χώρας του. Είχε όμως εξασφαλίσει την υποστήριξη ενός έλληνα βιολόγου, του Εμμανουήλ Σαρρή, προτού έρθει σε επαφή με τα ελληνικά υπουργεία. Ο Σαρρής, ο οποίος ήταν βοηθός ερευνητής στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Έρευνας στο Αμβούργο από το 1933 και υπότροφος του ιδρύματος Alexander von Humboldt από τα τέλη του 1920 ως το 1934, είχε ενθαρρύνει ιδιαίτερα τον γερμανό επιστήμονα.14 Έχοντας λάβει το διδακτορικό του δίπλωμα το 1931, ο Σαρρής θεωρούνταν στη Γερμανία πολύτιμο κεφάλαιο για τις πολιτισμικές σχέσεις των δύο χωρών και ήταν βέβαιο πως θα λάμβανε ηγετική θέση στο δημόσιο βίο της Ελλάδας μετά την επιστροφή στην πατρίδα του.15 Τελικά, η πρόταση του Meyer απορρίφθηκε από τις ελληνικές αρχές, καθώς δεν ήταν σε θέση να τη χρηματοδοτήσουν.16 Επιπλέον, ήταν προβληματική σε επιστημονικό επίπεδο, καθώς ο γερμανός επιστήμονας δεν ήταν ειδικός στην υδροβιολογία. Επίσης, η Ελλάδα δεν διέθετε επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό,17 ενώ το νησί της Σάμου δεν θεωρούνταν από τους έλληνες επιστήμονες κατάλληλο για θαλάσσια βιολογική έρευνα, λόγω των ισχυρών θαλάσσιων ρευμάτων που επηρέαζαν αρνητικά την ύπαρξη κατάλληλλου ερευνητικού υλικού.18 Είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις, τόσο το 1926 όσο και το 1934, το δίκτυο των επαφών των γερμανών επιστημόνων με τον Πανταζή, τον κατ’ εξοχήν ειδικό εκείνη την εποχή για θέματα θαλάσσιας βιολογίας και υδροβιολογίας, αλλά και άλλους αναγνωρισμένους έλληνες επιστήμονες και καθηγητές ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.

H ίδρυση του Βιολογικού Ινστιτούτου στον Πειραιά

Λίγα χρόνια μετά, το 1937, και ενώ η ιδέα για την ίδρυση ερευνητικού κέντρου σε κάποια ελληνική ακτή, φαινόταν να έχει πιο ένθερμους υποστηρικές στη Γερμανία απ’ ό,τι στην Ελλάδα, ένας έλληνας επιστήμονας, ο Κωνσταντίνος Τζώνης, έκανε σχετική πρόταση στον διαπρεπή γερμανό ζωολόγο Max Hartmann, ο οποίος διατελούσε από το 1914 διευθυντής του Ινστιτούτου Βιολογίας της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου στο Βερολίνο.19 Ο Τζώνης είχε εργαστεί ως ερευνητής πλάι στον Hartmann από τον Αύγουστο του 1936 ως τον Νοέμβριο του 1937. Ο γερμανός επιστήμονας, καθώς και ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου και έταιρος διευθυντής του Ινστιτούτου Βιολογίας, Fritz von Wettstein, ήταν ιδιαίτερα θετικοί στην πρόταση του Τζώνη και ανέλαβαν εκ μέρους της Γερμανίας τη διαπραγμάτευση για το ερευνητικό ινστιτούτο στην Ελλάδα. Ο Τζώνης, από την άλλη πλευρά, ανέλαβε τη δέσμευση να γίνει ο σύνδεσμός τους με την ελληνική πλευρά. Έτσι, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, με την ιδιότητα του διευθυντή στο Κέντρο Χημικής Βιολογίας και Καρκινικής Έρευνας στην Αθήνα, ήρθε σε επαφή με τις ελληνικές αρχές, προκειμένου να προωθήσει τα σχέδια για την ίδρυση του ερευνητικού ινστιτούτου.

Δεδομένου ότι στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ήδη επιβάλει δικτατορικό καθεστώς και ήταν θαυμαστής της Γερμανίας, η συζήτηση προβλεπόταν να γίνει σε ευνοϊκές συνθήκες για τη Γερμανία.20 Σε αυτό συνέβαλε επίσης και το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ελλήνων διανοούμενων θαύμαζε τον γερμανικό πολιτισμό, καθώς οι μισοί περίπου καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών είχαν σπουδάσει στη Γερμανία, όπως και τα τέσσερα πέμπτα περίπου των καθηγητών του Πολυτεχνείου.21 Ανάμεσα στους θαυμαστές του γερμανικού πολιτισμού ήταν και ο Δήμαρχος της Αθήνας, Κωνσταντίνος Κοτζιάς, ο οποίος υποστήριξε ιδιαίτερα την ιδέα της ίδρυσης ερευνητικού ινστιτούτου από την αρχή, όταν ο Τζώνης είχε έρθει σε επαφή μαζί του.22

Πρέπει να υπογραμμιστεί πως ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή από τον Απρίλιο του 1941, οι επαφές ανάμεσα σε Έλληνες και Γερμανούς για το Ινστιτούτο συνεχίστηκαν αμείωτες. Εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας καθώς και των πολιτικών και οικονομικών κύκλων της χώρας συμμετείχαν στις συζητήσεις με τον Max Hartmann και τον Erich Boehringer, τον γερμανό αρχαιολόγο και μορφωτικό ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Ανάμεσα στους Έλληνες που κάθισαν στο τραπέζι των συζητήσεων ήταν ο Κωνσταντίνος Γεωργικόπουλος, καθηγητής θεωρητικής μηχανικής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, με σπουδές στο Μόναχο, ο οποίος διετέλεσε Πρύτανης του ιδρύματος από το 1937 ως το 1939, ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, καθηγητής γυναικολογίας, Υπουργός Παιδείας στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση, ο Σπύρος Δοντάς, καθηγητής φυσιολογίας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, από το 1942 Αντιπρόεδρος του ιδρύματος, και ο Άγγελος Κανελλόπουλος, ιδιοκτήτης της εταιρίας «Χημικά Προϊόντα και Λιπάσματα».

Αν και το Βιολογικό Ινστιτούτο στον Πειραιά σχεδιάστηκε ως ένα διμερές ίδρυμα, η βάρβαρη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μετά τον θάνατο του Μεταξά και οι μακρές διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου, είχαν ως αποτέλεσμα να συσταθεί ως ένα γερμανικό κυρίως ίδρυμα, αναγκάζοντας αρκετούς από τους αρχικά εμπλεκόμενους Έλληνες να κρατήσουν αποστάσεις από το εγχείρημα. Η ίδρυση του Βιολογικού Ινστιτούτου θεσπίστηκε με νομοθετικό διάταγμα στις 22 Απριλίου 1942,23 και η τελική συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου υπογράφτηκε στις 31 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. 24 Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, σκοπός του Ινστιτούτου θα ήταν η προώθηση των πολιτιστικών και επιστημονικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων χωρών.25 Το ερευνητικό ίδρυμα θα είχε την έδρα του στον Πειραιά και θα λειτουργούσε υπό την αιγίδα της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου αλλά και της Ακαδημίας Αθηνών. Η τελευταία, ωστόσο, είχε εκφράσει κάποιες επιφυλάξεις για τη συμμετοχή της μετά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς.26 Γι’ αυτόν το λόγο, στη συμφωνία αναφερόταν πως η ελληνική πλευρά θα εκπροσωπούνταν αρχικά από το Υπουργείο Παιδείας, μέχρι η Ακαδημία να αναλάβει αυτόν τον ρόλο στο μέλλον.27 Από την πλευρά της Γερμανίας, το Υπουργείο Παιδείας και το Υπουργείο Εξωτερικών συμφώνησαν να αναλάβει τη διοίκηση του Ινστιτούτου ο καθηγητής Max Hartmann.28 Ο ίδιος ο Hartmann πρότεινε να προσλάβει ως βοηθούς του δύο νέους επιστήμονες, τον Otto Schartau και τον Klaus Paetau. Ο τελευταίος είχε εργαστεί πλάι στον γερμανό καθηγητή στο Βερολίνο, καθώς και στον Ζωολογικό Σταθμό της Νάπολης.

Επίσης, ο Hartmann πρότεινε να αναλάβει διευθυντής του Ινστιτούτου ο Τζώνης, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον αρχικό ρόλο που έπαιξε ο έλληνας επιστήμονας στις ελληνογερμανικές επαφές.29 Μετά τη δημοσίευση του διατάγματος για την ίδρυση του Ινστιτούτου, ο Τζώνης πρότεινε έναν δικό του βοηθό –το όνομα του οποίου όμως δεν αναφέρεται–, ο οποίος έπρεπε να μεταβεί στη Γερμανία για να εκπαιδευτεί, πριν αναλάβει καθήκοντα στο Ινστιτούτο.30 Ο Τζώνης όμως δεν ανέλαβε ποτέ τη θέση του διευθυντή, για πολιτικούς κυρίως λόγους, παρόλο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου, συντάσσοντας έναν κατάλογο με υποψήφιους από το Πανεπιστήμο Αθηνών, το Πολυτεχνείο και την Ακαδημία, οι οποίοι κατά τη γνώμη του ήταν άξιοι να γίνουν μέλη του συμβουλίου.31 Το διοικητικό συμβούλιο θα απαρτιζόταν, εκτός από τους δύο διευθυντές, από έξι Έλληνες και έξι Γερμανούς.32

Από την πλευρά της Ελλάδας, αυτοί που συμφώνησαν τελικά να συμμετάσχουν ήταν κάποιοι από αυτούς που συμμετείχαν στις αρχικές συζητήσεις, όπως ο Σπύρος Δοντάς, ο Κωνσταντίνος Γεωργικόπουλος, ο ιδιοκτήτης των «Χημικών Λιπασμάτων», αλλά και άλλοι, όπως ο καθηγητής βοτανικής Ιωάννης Πολίτης, και ο διορισμένος από τις κατοχικές αρχές Δήμαρχος Πειραιά, Σωτήρης Στρατήγης.33

Από τη γερμανική πλευρά, μέλη του συμβουλίου θα αποτελούσαν ο Πρόεδρος της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου, Albert Voegler, ο οποίος θα είχε ηγετική θέση στο συμβούλιο, και ο Fritz von Wettstein, ο οποίος θα εκπροσωπούσε επίσης την Εταιρία. Επίσης, ο γερμανός πρέσβης Guenther Altenburg, καθώς και ο Fritz von Twardowski, ο οποίος ήταν διευθυντής του τμήματος πολιτισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, θα εκπροσωπούσαν το εν λόγω γερμανικό υπουργείο.34 Τον Ιούνιο του 1943 ο Twardowski αντικαταστάθηκε από τον νέο διευθυντή του τμήματος πολιτισμού, Franz Alfred Six.35 Τέλος, ο επικεφαλής του Γερμανικού Ιδρύματος Ερευνών (DFG/RFR), Rudolf Mentzel, θα εκπροσωπούσε το Υπουργείο Παιδείας.36 Το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό θα εκπροσωπούνταν επίσης στο διοικητικό συμβούλιο του Ινστιτούτου με ένα όμως μη στρατιωτικό πρόσωπο, τον Fritz v. Wettstein, 37 που φαίνεται πως εγγυόταν τη σύνδεση του Βιολογικού Ινστιτούτου με πιθανή έρευνα στρατιωτικού ενδιαφέροντος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπό την αιγίδα της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου. Στα άρθρα της συμφωνίας αναφερόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν υπεύθυνη για την αγορά ενός κτηρίου στον Πειραιά, γνωστό ως «Βίλα Σκουλούδη», την ανακαίνιση και τις υποδομές του.

Η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου, από την άλλη, θα αναλάμβανε τον εξοπλισμό, την επίπλωση και τη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου. Τα υπόλοιπα έξοδα θα τα μοιράζονταν εξίσου οι δύο συμβαλλόμενες πλευρές.38 Τελικά, παρά τη συμφωνία, η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου ανέλαβε μέρος των εξόδων της αποκατάστασης και κατάλληλης διαμόρφωσης του κτηρίου, καθώς η ελληνική πλευρά αδυνατούσε να συμβάλλει οικονομικά, λόγω της δυσμενούς οικονομικής της κατάστασης και του καλπάζοντος πληθωρισμού, αποτέλεσμα της κατοχής και του πολέμου.39 Τα χρήματα θα προέρχονταν από το Γερμανικό Ίδρυμα Ερευνών (DFG) που θα αγόραζε τον εξοπλισμό, το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών που θα υποστήριζε τον πολιτιστικό-πολιτικό (kulturpolitisch) ρόλο του Ινστιτούτου, και το γερμανικό Υπουργείο Παιδείας που θα υποστήριζε το ερευνητικό έργο του.40

H «Kulturwichtigkeit» και η «Kriegswichtigkeit» του Βιολογικού Ινστιτούτου

Η συμμετοχή όλων των παραπάνω προσωπικοτήτων όσο και των σημαντικότερων υπουργείων των δύο χωρών, και οπωσδήποτε του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου ιστορικού ερευνητικού κέντρου της Γερμανίας στη δημιουργία του Βιολογικού Ινστιτούτου στον Πειραιά, δηλώνουν τη σπουδαιότητα που αναμενόταν να έχει κυρίως για τους Γερμανούς ένα τέτοιο ερευνητικό κέντρο στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. Δεδομένων των συνθηκών που διαμορφώθηκαν κυρίως με τη γερμανική κατοχή, καθώς και της κυρίαρχης φυλετικής-βιολογικής θεωρίας της ναζιστικής ιδεολογίας, δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά και υποψίες για το ποιος μπορεί να ήταν ο πραγματικός ρόλος που θα έπαιζε το νέο ίδρυμα στον Πειραιά, πέραν του εξαγγελόμενου πολιτιστικού-πολιτικού (kulturpolitisch).

Σύμφωνα με το Καταστατικό της συμφωνίας, η έρευνα που θα λάμβανε χώρα στο Ινστιτούτο θα αφορούσε στη γενική βιολογία και θα αποτελούνταν από δύο τμήματα: ένα τμήμα γενικής βιολογίας υπό ελληνική διεύθυνση, και ένα δεύτερο, υπό γερμανική διεύθυνση, με ερευνητικό αντικείμενο τη γενετική.41 Οι αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου του Πειραιά δεν θα ήταν μόνο η σύσφιξη των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας αλλά και η δημουργία δεσμών με διεθνή ερευνητικά κέντρα και οργανισμούς.42 Αυτό το τελευταίο αποτελούσε σαφή ένδειξη για τον επιστημονικό ρόλο του Ινστιτούτου που επρόκειτο να αντικαταστήσει τον Ζωολογικό Σταθμό στη Νάπολη, σύμφωνα με τους γερμανούς επιστήμονες. Ο Σταθμός στη Νάπολη θεωρούνταν το μοντέλο για την ίδρυση του Ελληνογερμανικού Ινστιτούτου, το οποίο προσδοκούσαν να ασκήσει διεθνή επιρροή, όπως ο Σταθμός στη Νάπολη, μόνο που αυτή τη φορά οι Γερμανοί θα είχαν μεγαλύτερο έλεγχο απ’ ό,τι στη Νάπολη. Έτσι, ο πολιτιστικός-πολιτικός χαρακτήρας του Ινστιτούτου στον Πειραιά δεν θα περιοριζόταν στα στενά πλαίσια της Ελλάδας, αλλά θα συνέβαλε στη διεθνή πολιτιστική πολιτική του γερμανικού Ράιχ. Σε επιστημονικό επίπεδο, φαίνεται πως το Ινστιτούτο θα συνέχιζε τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του Hartmann και θα εστίαζε στην έρευνα της πανίδας και χλωρίδας της ανατολικής Μεσογείου, και συγκεκριμένα σε ζητήματα της συγχρονης γενικής βιολογίας, μορφολογίας και εξελικτικής φυσιολογίας, γονιμοποίησης και σεξουαλικής συμπεριφοράς των φυτών και των ζώων, καθώς και της κληρονομικότητας.43 Μάλιστα, ο Hartmann πίστευε πως:

Η σύγχρονη βιολογία παίζει πλέον σπουδαίο ρόλο όχι μόνο λόγω της καθαρής επιστημονικής θεωρητικής σημασίας που έχει στη σημερινή πνευματική ζωή. Αλλά και ως επιστημονική βάση της ιατρικής, της καλλιέργειας των φυτών, της εκτροφής ζώων, της αλιείας, καθώς και άλλων επιστημονικών τομέων, αποκτά, μέρα με τη μέρα, ολοένα και μεγαλύτερη πρακτική σημασία.44
[Die moderne Biologie spielt nun nicht nur wegen ihrer rein wissenschaftlichen theoretischen Bedeutung im heutigen Geistesleben eine grosse Rolle, ihr kommt auch als der wissenschaftlichen Grundlage der Medizin sowie der rationellen Pflanzen- und Tierzucht, der Fischerei und anderer wirtschaftlicher Gebiete eine von Tag zu Tag sich steigernde praktische Bedeutung zu.]

Ο γερμανός ζωολόγος υποστήριξε επίσης ότι η Ελλάδα πρόσφερε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για τη σύγχρονη πειραματική βιολογική έρευνα με την πλούσια γεωγραφική μορφολογία της, τις σημαντικές αλλαγές κλίματος και κυρίως την πλούσια ποικιλία της ακτογραμμής των νησιών της, μερικά από τα οποία είχαν αξιοθαύμαστο βάθος θαλασσίων υδάτων. Αυτές τις παραμέτρους τις υπογράμμισε και ο Τζώνης στην Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου, η οποία θα μπορούσε να αποκτήσει νέα ευρήματα που θα ήταν δυνατόν να δώσουν απαντήσεις σε προβλήματα της γενικής βιολογίας.45

Μάλιστα ο Hartmann, επιχειρηματολογούσε λέγοντας πως το νέο Ινστιτούτο στον Πειραιά θα πρόσφερε στη Γερμανία τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την πολιτιστική υπεροχή της Γαλλίας στην Ελλάδα, καθώς η σύγχρονη πειραματική βιολογία που ήταν «σχεδόν άγνωστη επιστήμη»46 σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας, θα ενισχυόταν με την έρευνα πάνω στην εξελικτική φυσιολογία και κληρονομικότητα, των οποίων η προέλευση ήταν γερμανική. Επιπλέον, το Ινστιτούτο θα αποτελούσε όργανο πολιτιστικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, φέρνοντας πιο κοντά την ελληνική και τη γερμανική κουλτούρα.47 Για παράδειγμα, μια σημαντική πολιτιστική συνεισφορά του Ινστιτούτου θα ήταν η δημιουργία βιβλιοθήκης που θα εμπλουτιζόταν με έναν μεγάλο αριθμό εξειδικευμένων συλλογών και συγγραμμάτων. Ο Τζώνης μάλιστα υποστήριζε πως η μόνη επιστημονική βιβλιοθήκη άξια λόγου που υπήρχε εκείνη την εποχή στη χώρα του ήταν η βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Παστέρ στην Αθήνα.48 Ο περιορισμός, επομένως, της υπεροχής της γαλλικής κουλτούρας στην Ελλάδα αποτέλεσε ένα επιπλέον επιχείρημα της πολιτιστικής πολιτικής για την ίδρυση του Ινστιτούτου στον Πειραιά.

Ο Hartmann δεν παρέλειψε να αναφέρει και τα οφέλη που θα είχε η ίδια η Ελλάδα. Η έρευνα για τη βιολογική σύνδεση μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και της θάλασσας θα βοηθούσε πρακτικά τη γεωργία και την αλιεία της χώρας, ενισχύοντας έτσι την οικονομία της. Αυτή η οικονομική διάσταση του Ινστιτούτου τονίστηκε το ίδιο με την επιστημονική και πολιτιστική σημασία του μελλοντικού ιδρύματος. Επίσης, η συνεχιζόμενη παρουσία γερμανών ειδικών στην Ελλάδα θα μπορούσε να ασκήσει σημαντική επιρροή στους νέους έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα συνέβαλαν στην πρόοδο της επιστήμης και της έρευνας της πατρίδας τους.49

Το Ινστιτούτο στον Πειραιά είχε σχεδιαστεί ως παράρτημα της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου και ως τέτοιο θα αποτελούσε μέρος ενός δικτύου ερευνητικών κέντρων, όπως το είχε φανταστεί ο γενικός γραμματέας της, Wettstein. Σε μια ενθουσιώδη επιστολή προς τον γενικό διευθυντή της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου, Ernst Telschow, το 1941, ο Wettstein ανέπτυξε το σχέδιό του για τη λειτουργία των ινστιτούτων της Εταιρίας στο εξωτερικό και κυρίως στη Μεσόγειο. Ένας από τους βασικότερους λόγους που έκανε τον γερμανό επιστήμονα να θέλει να πραγματοποιήσει το όραμά του στην Ελλάδα ήταν οι ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες που πρόσφερε ο γεωγραφικός αυτός χώρος για τη μελέτη ενός σημαντικού αριθμού ερευνητικών προβλημάτων που ήταν αδύνατον να μελετηθούν στη Βόρεια Θάλασσα. Αυτές τις ανάγκες εξυπηρετούσαν ήδη οι ερευνητικοί σταθμοί στο Rovigno και τη Νάπολη, ενώ το δίκτυο θα περιελάμβανε στα δυτικά, σύμφωνα με τον Wettstein, την πόλη Blanes στην Ισπανία και ανατολικά τον Πειραιά.50 Αυτή η «βιολογική διείσδυση στη Μεσόγειο», όπως την αποκαλούσε ο Wettstein, θα έπρεπε να εντατικοποιηθεί με τη στενή συνεργασία όλων αυτών των ερευνητικών κέντρων.51 Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο στον Πειραιά θα γινόταν το κέντρο της βιολογικής έρευνας στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς εκτός από τον υδροβιολογικό σταθμό στο νησί της Ρόδου που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής από το 1912 και που είχε περιορισμένη επιστημονική και πολιτιστική σημασία, δεν υπήρχε άλλο παρόμοιο ερευνητικό κέντρο σε αυτή την πλευρά της Μεσογείου. Το όραμα του Wettstein όμως δεν περιοριζόταν μόνο στη θάλασσα της Μεσογείου, αλλά φανταζόταν το δίκτυο των ινστιτούτων να απλώνεται σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη, που θα περιλάμβανε το υπό ίδρυση Γερμανο-Βουλγαρικό Ινστιτούτο Μικροβιολογίας στο νησί της Θάσου, που εκείνη την περίοδο ήταν υπό βουλγαρική κατοχή, καθώς και το Γερμανο-Βουλγαρικό Ινστιτούτο Αγροτικής Έρευνας στη Σόφια και το αντίστοιχο στη Βουδαπέστη, που επίσης βρισκόταν ακόμη στα σχέδια.

Όλα αυτά τα ιδρύματα θα ήταν κάτι περισσότερο από επιστημονικά ερευνητικά κέντρα. Θα αποτελούσαν «ινστιτούτα πολιτιστικής προπαγάνδας», όπως τόνιζε ο Wettstein τον Ιανουάριο του 1941.52 Ιδιαίτερα στην Ελλάδα η γερμανική παρουσία θεωρήθηκε απαραίτητη λόγω της αγγλικής και γαλλικής επιρροής που γινόταν όλο και πιο ισχυρή.53

Η πολιτιστική προπαγάνδα είχε χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη διάδοση της εθνικοσοσιαλιστικής κοσμοθεωρίας στο εξωτερικό, η οποία κυριαρχούνταν από τη φυλετική ιδεολογία. Ωστόσο, πολιτιστική προπαγάνδα δεν σήμαινε απλά φυλετική προπαγάνδα. Παρόλο που η καμπάνια για την ανωτερότητα του γερμανικού πνεύματος μέσω των επιτευγμάτων και της υπεροχής της επιστήμης χρησιμοποιούσε το επιχείρημα της φυλής, η εμπλοκή σε επιστημονικά προγράμματα με καθαρά φυλετικό προσανατολισμό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Αν και όλα τα ερευνητικά κέντρα στη ναζιστική Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης και της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου, ήταν υποχρεωμένα να ευθυγραμμιστούν (gleichschalten) με τις αρχές του εθνικοσοσιαλισμού, το Ινστιτούτο Βιολογίας της Εταιρίας στο Βερολίνο κατάφερε να διατηρήσει κάποια αυτονομία και να συνεχίσει τη διεξαγωγή έρευνας, όπως και πριν με καθαρά επιστημονικό περιεχόμενο και όχι ακολουθώντας τη φυλετική ατζέντα.54 Ωστόσο, προκειμένου οι διευθυντές του Ινστιτούτου Βιολογίας να διασφαλίσουν την αυτονομία της λειτουργίας του και κυρίως να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κονδύλια για τη συνέχιση της έρευνας, υιοθέτησαν την τακτική να χαρακτηρίζουν τα ερευνητικά προγράμματα που συνδέονταν με το ινστιτουτο του Βερολίνου ως «σημαντικά για τον πόλεμο» (kriegswichtig) και «σημαντικά για τον πολιτισμό» (kulturwichtig). Ο χαρακτηρισμός «kriegswichtig» δινόταν σχεδόν σε κάθε επιστημονική δραστηριότητα από το 1939 και ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβουν χρηματοδότηση τα διάφορα ερευνητικά κέντρα και επομένως ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους κατά τη ναζιστική περίοδο. Η πολιτιστική πολιτική θεωρήθηκε επίσης «σημαντική για τον πόλεμο» (kriegswichtig). Η ίδρυση ερευνητικών ινστιτούτων στο εξωτερικό ως παραρτήματα της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου αποτέλεσε προτεραιότητα για το Ινστιτούτο Βιολογίας στο Dahlem του Βερολίνου, το οποίο είχε ανάγκη όχι μόνο από νέο ερευνητικό υλικό αλλά και από κατάλληλες συνθήκες για τη μελέτη συγκεκριμένων προβλημάτων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, τόσο ο Hartmann όσο και ο v. Wettstein τόνιζαν τον πολιτιστικό-πολιτικό ρόλο που θα έπαιζε το Ινστιτούτο στον Πειραιά, προσπαθώντας παράλληλα να πείσουν και τους Έλληνες για την αξία του Ινστιτούτου, σε μια περίοδο μάλιστα που είχαν αλλάξει για πολλούς από αυτούς οι συμπάθειες απέναντι στη ναζιστική Γερμανία.

Οι βοηθοί που επιλέχθηκαν να δουλέψουν στον Πειραιά ανήκαν στον κύκλο του Hartmann, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την κατά το δυνατόν αυτονομία του Ινστιτούτου και τη μη προσανατολισμένη έρευνα στη ναζιστική ιδεολογία. Επίσης, η «σημασία για τον πόλεμο» (Kriegswichtigkeit) της λειτουργίας του Ινστιτούτου χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για την αποφυγή επιστράτευσης γερμανών επιστημόνων.55 Οι επιστήμονες Otto Schartau και Klaus Paetau, που είχαν επιλεγεί να εργαστούν στον Πειραιά, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έλαβαν τη σχετική ειδοποίηση για να στρατολογηθούν, όμως η παρέμβαση τόσο του Hartmann όσο και του Wettstein κατάφερε τελικά να στείλει τον πρώτο να υπηρετήσει στο Ινστιτούτο στον Πειραιά και τον άλλο να παραμείνει στο Dahlem. Η ανεξαρτησία της επιστημονικής έρευνας στον Πειραιά διασφαλίστηκε επίσης με το άρθρο 32 της συμφωνίας. Σύμφωνα με αυτό, οι διευθυντές και οι βοηθοί τους θα έπρεπε να απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία στην επιλογή ερευνητικών προγραμμάτων και στη διεξαγωγή έρευνας, αν και αυτή θα έπρεπε να γίνεται στο πλαίσιο των στόχων του Ινστιτούτου και εντός των ορίων του προϋπολογισμού. Η αυτονομία και η ευελιξία της επιστημονικής έρευνας στο ίδιο το Ινστιτούτο Βιολογίας στο Βερολίνο φαίνεται να έδινε στους διευθυντές του το περιθώριο να διαπραγματευτούν την οικονομική υποστήριξη του Ελληνογερμανικού Ινστιτούτου στον Πειραιά, προσαρμόζοντας την περιγραφή του ερευνητικού προγράμματος που θα λάμβανε χώρα εκεί είτε στις πολεμικές ανάγκες του Ράιχ είτε στην πολιτική της πολιτιστικής προπαγάνδας, αναλόγως την περίπτωση.

Η προστασία της Βέρμαχτ και οι «έρευνες»

Αμέσως μετά την υπογραφή της επίσημης συμφωνίας, η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου αγόρασε για το Ινστιτούτο στον Πειραιά έναν μεγάλο αριθμό οργάνων, μηχανημάτων και επιπλέον επιστημονικού εξοπλισμού. Ανάμεσα σε αυτό το υλικό ξεχώριζε η αγορά ενός μικροτόμου, μια συλλογή φυτών (herbarium ) που είχε αγοραστεί στη Μασσαλία, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός βιβλίων που άνηκε στην προσωπική βιβλιοθήκη του Hartmann. Ακόμη, το μικροσκόπιο που χρησιμοποιούσε ο Schartau στο Βερολίνο, θα ετίθετο στη διάθεση του Πειραιά. Ωστόσο, μόνο ένα μικρό μέρος αυτού του υλικού στάλθηκε αμέσως στην Ελλάδα, το 1942, και το Ινστιτούτο ξεκίνησε να λειτουργεί σε κάποιο βαθμό. Ο Hartmann ήταν ακόμη στη Γερμανία, ενώ ο βοηθός του, Schartau, ο οποίος είχε διοριστεί τοπικός διευθυντής του Ινστιτούτου, είχε εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, συγκεκριμένα κάνοντας πειράματα βιολογικής ανάπτυξης (biologische Bewuchsversuche) –χωρίς να γίνεται σαφές περί τίνος επρόκειτο–, αλλά κυρίως κάνοντας ωκεανογραφικές μετρήσεις με εντολή του Ανώτατου Διοικητή Ναυτικού (Oberkommando der Marine).56

Και ενώ οι εγκαταστάσεις του κτηρίου της Βίλλας Σκουλούδη ήταν περίπου έτοιμες,57 η δραματική αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα από τότε που την κατέλαβαν οι ναζί προκάλεσε σοβαρές συνέπειες στην οικονομία της χώρας και κατά συνέπεια στην ολοκλήρωση του Ινστιτούτου. Η γερμανική πλευρά εξέφρασε ήδη κάποιες ανησυχίες για το κατά πόσο η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να προχωρήσει με τις οικοδομικές εργασίες του κτηρίου που είχε τεθεί στη διάθεση του Ινστιτούτου. Καθώς η παράδοση του εξοπλισμού για το ελληνογερμανικό ερευνητικό κέντρο από το εξωτερικό γινόταν όλο και πιο δύσκολη εν μέσω πολέμου και εξαιτίας σειράς σαμποτάζ εκ μέρους των Ελλήνων, η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου ζήτησε τη βοήθεια της Βέρμαχτ. Σε αντάλλαγμα θα έθετε σε κάποιον βαθμό το Ινστιτούτο στη διάθεσή της. Έτσι, το Ινστιτούτο συμμετείχε σε προγράμματα θαλάσσιας επιστήμης που διεξάγονταν από το προσωπικό του καθ. Walther Wüst, επικεφαλής της ρατσιστικής οργάνωσης για την γερμανική προγονική κληρονομιά SS «Das Ahnenerbe».58 Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ πως τόσο το Ινστιτούτο στον Πειραιά όσο και το Γερμανο-Βουλγαρικό Ινστιτούτο Αργοτικής Έρευνας στη Σόφια, καθώς και το υπό σχεδιασμό Ινστιτούτο Μικροβιολογίας στη Θάσο είτε εξυπηρετούσαν είτε επρόκειτο να εξυπηρετήσουν στρατιωτικούς σκοπούς. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση (OKW) μαζί με το Υπουργείο Εξωτερικών και τα Υπουργεία Παιδείας και Διατροφής υποστήριζαν με θέρμη την ολοκλήρωση της ίδρυσής τους.59 Η συμμετοχή αυτών των Υπουργείων και της OKW καταδεικνύουν τις συνθήκες στις οποίες τα παραπάνω ερευνητικά κέντρα έπρεπε να λειτουργήσουν, καθώς και τα συμφέροντα που αναμενόταν να υπηρετήσουν, εξαιτίας της θέσης τους στην νοτιοανατολική Ευρώπη και ανατολική Μεσόγειο.

Μεταξύ 1942–43, ο ναύαρχος Conrad έστειλε τον Otto Schartau στο Κίελο να παρακολουθήσει σεμινάρια πάνω στις ωκεανογραφικές μεθόδους. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Schartau πήρε μέρος σε ωκεανογραφικές έρευνες στο Αιγαίο για λογαριασμό της Ανώτατης Ναυτικής Διοίκησης (OKM).60 Τον Νοέμβριο του 1943 πήρε επίσης μέρος σε τετραήμερες αποστολές διάρκειας ενάμιση μήνα για τον ίδιο σκοπό αλλά και για την «τακτοποίηση κάποιων επειγόντων ζητημάτων».61 Ωστόσο, δεν αναφέρεται ποια ήταν αυτά τα ζητήματα. Βέβαιο είναι πως η OKM ενδιαφερόταν για τη διαφορετική περιεκτικότητα άλατος στη θάλασσα του Αιγαίου και για τους λόγους που προκαλούσαν αυτήν τη διαφορά.62 Ήταν ήδη γνωστό ότι η θερμοκρασία και η περιεκτικότητα άλατος στη θάλασσα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λειτουργία των ραντάρ και επομένως τον εντοπισμό υποβρυχίων.63Εκείνη την περίοδο οι ωκεανογραφικές μελέτες εκτείνονταν σε όλο το Αιγαίο, από τη Θεσσαλονίκη στο βορρά ως την Κρήτη στο νότο και το νησί της Λήμνου ανατολικά.64 Πιθανότατα αυτές οι έρευνες να συνδέονταν με τον εντοπισμό βρετανικών υποβρυχίων που προκαλούσαν σοβαρές ζημιές στο ναυτικό των ναζί. Σε ένα επίσημο σημείωμα το Μάρτιο του 1943, ο ναύαρχος Conrad και ο αντιναύαρχος Kurze ανέφεραν πως το Ινστιτούτο στον Πειραιά ήταν εξαιρετικά σημαντικό για τις έρευνες του γερμανικού ναυτικού.65 Ανεξάρτητα από το είδος των ερευνών της OKM στο Αιγαίο, ο Schartau ανέφερε τον Φεβρουάριο του 1943 πως ήταν σημαντικές για το πρόγραμμα του Hartmann, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά.66 Παρόμοια, ο γενικός γραμματέας της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου υπογράμμιζε πως «εμείς θέλουμε να βοηθήσουμε τη Στρατιωτική Υπηρεσία (Heereswaffenamt), όπως βοηθάει και αυτή εμάς». [«Wir wollen dem HWA helfen, es hilft uns ja gelegentlich auch»]. 67 Μέσα σε αυτό το κλίμα συνεργασίας, η OKM έδωσε άδεια για επείγουσα μεταφορά του ηλεκτρολογικού υλικού στο Ινστιτούτο, επισπεύδοντας έτσι την ίδρυσή του.

Η «βασική έρευνα» και το διεθνές κύρος του Βιολογικού Ινστιτούτου

Παρά το γεγονός ότι ο ακριβής και πραγματικός σκοπός της επιστημονικής εργασίας που αναμενόταν να διεξάγει το Ινστιτούτο στον Πειραιά δεν τεκμηριώνεται με επάρκεια στους σχετικούς φακέλους που φυλάσσονται στο Αρχείο της Εταιρίας Max Planck, εντούτοις είναι δυνατόν να υποθέσουμε τον επιστημονικό ρόλο του από άλλες πηγές. Το γεγονός ότι ο διευθυντής του Ελληνογερμανικού Ινστιτούτου, Max Hartmann, ήθελε να δημιουργήσει ένα ίδρυμα που θα εξασφάλιζε ευνοϊκές συνθήκες έρευνας για τη συνέχιση των πειραμάτων του πάνω στη γονιμοποίηση και τη σεξουαλικότητα των κατώτερων οργανισμών, αποτελεί σαφή ένδειξη για το προφίλ του Ινστιτούτου, όπως το οραματιζόταν ο γερμανός ζωολόγος. Από το 1914 και μετά, όταν διορίστηκε διευθυντής του Ινστιτούτου Βιολογίας της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου στο Βερολίνο, ο Hartmann αφοσιώθηκε στην έρευνα των μονοκύτταρων οργανισμών, όπως τα πρωτόζωα και τα φύκη, σε ζητήματα σχετικά με τη γήρανση και τον θάνατο, καθώς και τη γονιμοποίηση και τη σεξουαλικότητα αυτών των οργανισμών.68 Με τη συμβολή του σε αυτόν τον τομέα της έρευνας κέρδισε μία θέση ανάμεσα στους πρωτοπόρους γερμανούς βιολόγους. Σύμφωνα με τον Hartmann, η σχετική σεξουαλικότητα θα μπορούσε να εξηγήσει τη σύντηξη των θηλυκών κυττάρων στην παρθενογένεση. Το ζητούμενο ήταν να βρεθεί το κατάλληλο πειραματικό υλικό που θα επιβεβαίωνε αυτή την υπόθεση στην πράξη. Μετά από πολλά χρόνια πειραμάτων με φύκη και μύκητες του γλυκού νερού, ο γερμανός επιστήμονας βρήκε τον οργανισμό που έψαχνε στον κόλπο της Νάπολης το 1925. Όμως, αν και δεν ήταν ακόμη σε θέση να εξηγήσει την ακριβή φύση της σεξουαλικότητας, υποστήριζε ότι «η σεξουαλικότητα ήταν η βαθύτερη αιτία κάθε είδους γονιμοποίησης».69 Τα χρόνια που ακολούθησαν προσπάθησε να αποδείξει τη θεωρία της σεξουαλικότητας σε πιο σύνθετους οργανισμούς, όπως τα κατώτερα σπονδυλωτά, τα ψάρια και τα αμφίβια. Τα αποτελέσματα των ερευνών του κορυφώθηκαν το 1939 με την ανακάλυψη του βασικότερου ζωικού αναπαραγωγικού υλικού στα θαλάσσια εχινοειδή.70 Επίσης, ασχολήθηκε με ζητήματα διατήρησης της ενέργειας, όπως διατυπώθηκε από τον Julius Robert von Mayer (1814-1878), έναν διάσημο γερμανό γιατρό και φυσικό και έναν από τους θεμελιωτές της θερμοδυναμικής. Η θεωρία διατήρησης της ενέργειας σχετίζεται άμεσα με την έρευνα για τη γήρανση και τον θάνατο, όμως ο Hartmann ενδιαφερόταν κυρίως για τη φιλοσοφική της διάσταση.71

Παρόλο που το ερευνητικό πρόγραμμα του Hartmann συνδεόταν σαφώς με την κληρονομική φυσιολογία, ένα από τα μεγάλα θέματα πολιτικού και ιδεολογικού ενδιαφέροντος των ναζί, ο γερμανός επιστήμονας τόνιζε πως ήταν δυνατόν να ερευνηθούν οι φυσιολογικές και συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες του αναπαραγωγικού υλικού μόνο στα κατώτερα σπονδυλωτά, τα ψάρια και τα αμφίβια και όχι στα ανώτερα σπονδυλωτά, τα θηλαστικά ή τον άνθρωπο.72 Ήταν επίσης σαφές πως ο Hartmann δεν προσπάθησε να «πουλήσει» το πρόγραμμά του στους ναζί, συνδέοντάς το με τη φυλετική θεωρία, ώστε να λάβει χρηματοδότηση. Αξίζει να σημειωθεί πως το 1944 η ερευνητική ομάδα SS «Das Ahnenerbe» είχε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα για τον καθορισμό του φύλου στα ζώα και κυρίως στον άνθρωπο, υπό τη διεύθυνση του Wolfgang Abel, καθηγητή Ανθρωπολογίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Φυλετικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.73 Τα πειράματα, ωστόσο, δεν έδωσαν σοβαρά αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά, ο Hartmann κατάφερε να πείσει τις αρμόδιες αρχές πως το πρόγραμμά του ήταν σημαντικό για τον συνεχιζόμενο πόλεμο και ο ίδιος συνέχισε να λαμβάνει οικονομική υποστήριξη για την έρευνά του κατά τη διάρκεια του πολέμου και τελικά να προχωρήσει στην ίδρυση του Ελληνογερμανικού Ερευνητικού Ινστιτούτου Βιολογίας στον Πειραιά, όπου φαίνεται πως σκόπευε να συνεχίσει τη λεγόμενη «βασική έρευνα» που είχε ξεκινήσει και εκπονούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή μαζί με τους συναδέλφους και τους φοιτητές του στο Βερολίνο και τη Νάπολη.

Ενώ η πολιτική και φυλετική θεωρία του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού είχε επηρεάσει κάθε πτυχή του καθημερινού και δημόσιου βίου της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της επιστήμης και της έρευνας, η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου (KWG) αγωνιζόταν να διατηρήσει την αυτονομία της τόσο σε διοικητικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο. Το Ινστιτούτο Βιολογίας που ιδρύθηκε το 1913 στο Βερολίνο, ήταν ανάμεσα στα λιγότερο πολιτικοποιημένα ινστιτούτα της Εταιρίας κατά τη διάρκεια της χιτλερικής περιόδου, παρόλο που η επιστήμη της βιολογίας διαστρεβλώθηκε, «επιστρατεύτηκε» και κεφαλαιοποιήθηκε από τους ιδεολόγους και τους υποστηρικτές του ναζιστικού κινήματος.

Το Ινστιτούτο Βιολογίας όμως κατάφερε να διορίσει και μη ναζί επιστήμονες σε διοικητικές θέσεις στα επιμέρους τμήματά του, όπως το Max Hartmann, προσφέροντας προστασία σε επιστήμονες στους οποίους είχε απαγορευτεί να συνεχίσουν την έρευνά τους, επειδή θεωρούνταν απειλή για τη ναζιστική εξουσία. Επιπλέον, καινοτόμα και υψηλού επιπέδου βασική έρευνα αιχμής συνέχιζε να λαμβάνει χώρα χωρίς την άμεση οικονομική υποστήριξη των ναζί, γεγονός που αποτελούσε έκπληξη για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.74 Ο βοτανολόγος Fritz von Wettstein, ο ζωολόγος Max Hartmann και ο επίσης ζωολόγος Alfred Kuehn που διηύθυναν από κοινού το Ινστιτούτο Βιολογίας, αποτέλεσαν τους βασικούς πρωταγωνιστές της κοινότητας των βιολόγων στο Βερολίνο, καθώς συντόνιζαν διεπιστημονικά ερευνητικά προγράμματα μεγάλης, διεθνούς σπουδαιότητας. Ο Wettstein είχε αναλάβει καθήκοντα ως πρώτος διευθυντής του Ινστιτούτου Βιολογίας το 1934. Δεν ήταν μόνο ένας εξέχων επιστήμονας, αλλά αποδείχθηκε και σπουδαίος «διπλωμάτης» στις επαφές του με τις ναζιστικές αρχές.75 Ως μη μέλος του ναζιστικού κόμματος αλλά και μη υποστηρικτής του, ο Wettstein θεωρήθηκε ως το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να προστατέψει το Ινστιτούτο Βιολογίας από την προσανατολισμένη στη ναζιστική θεωρία έρευνα, διασφαλίζοντας έτσι την αυτονομία του. Ο γερμανός επιστήμονας υποστήριζε πως η βιολογία και κυρίως ο τομέας της γενετικής συνεχώς εξελίσσονταν και η συνεργασία μεταξύ βοτανολόγων και ζωολόγων ήταν πλέον απαραίτητη. Σε αυτό το πλαίσιο, το Βιολογικό Ινστιτούτο στον Πειραιά φαίνεται πως σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει τη βασική έρευνα του Βερολίνου και όχι να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση της ναζιστικής φυλετικής ιδεολογίας.

Οι έλληνες πρωταγωνιστές. Αντίσταση ή συνεργασία;

Ωστόσο, παρά την προστασία που είχε το Ινστιτούτο από τη Βέρμαχτ, η κατασκευή του κτηρίου και εντέλει η λειτουργία του εμποδίστηκε από τους κατοίκους του Πειραιά. Ίσως το πιο σοβαρό περιστατικό που συνέβη ήταν η κατάληψη του κτηρίου, με αίτημα να χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο καραντίνας για λοιμώδη νοσήματα. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1942 η αντίσταση των Ελλήνων απέναντι στους Γερμανούς, που θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου ως βιολογικό κέντρο έρευνας και όχι για τις έκτακτες και επείγουσες ανάγκες της δημόσιας υγείας, ήταν ιδιαίτερα σοβαρή.

Η αντίδραση προήλθε αρχικά από τις ελληνικές αρχές του Πειραιά και βρήκε υποστήριξη από τον Αστυνομικό Διευθυντή, τον πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Πειραιά, τον εισαγγελέα της πόλης, ενώ περιέργως η Κομαντατούρ έδειξε ανοχή.76 Σύμφωνα με τον Schartau, αυτό το περιστατικό ήταν καθαρή απόπειρα σαμποτάζ στο Ινστιτούτο, όμως πίστευε πως η χρήση βίας, αν και θα έφερνε άμεσα αποτελέσματα, θα διακινδύνευε τη βιωσιμότητα του ιδρύματος στο μέλλον. Ταυτόχρονα, δεν ήθελε να κατηγορηθούν οι Γερμανοί σε περίπτωση που ξεσπούσε κάποια μολυσματική ασθένεια.77

Ο Τζώνης, που είχε ξεκινήσει τις επαφές για την ίδρυση του Ινστιτούτου, δεν θέλησε τώρα να εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις που έγιναν για την αποκλιμάκωση της έντασης, γιατί, σύμφωνα με τον Schartau, ο έλληνας επιστήμονας δεν ήθελε να αποκτήσει εχθρούς.78 Το πρόβλημα τελικά λύθηκε καθώς βρέθηκε ένα άλλο κτήριο για να χρησιμοποιηθεί όπως ήθελαν οι Έλληνες. Ωστόσο, το επεισόδιο καθυστέρησε ακόμη περισσότερο τις εργασίες αποκατάστασης και επέκτασης της «Βίλλας Σκουλούδη». Η επόμενη πρόκληση, σύμφωνα με τον Schartau ήταν να βρεθούν οικοδομικά υλικά και τρόφιμα για τους εργάτες. Για το πρώτο πρόβλημα ο Schartau έλαβε τελικά βοήθεια από τον γερμανικό στρατό και το ναυτικό, ενώ, αντιμέτωπη με το δεύτερο πρόβλημα, η ελληνική κυβέρνηση, ενώ αρχικά εγγυήθηκε τη διανομή τροφίμων, δεν μπόρεσε τελικά να την πραγματοποιήσει, και την ευθύνη για τη σίτιση των εργατών ανέλαβε η Εταιρία Κάιζερ Γουλιέλμου.79 Ωστόσο, δεν λύθηκε το πρόβλημα των καθυστερήσεων, αναβάλλοντας περαιτέρω τη λειτουργία του Ινστιτούτου. Ενάμιση χρόνο μετά, ο επιστημονικός εξοπλισμός που είχε ήδη αγοραστεί παρέμενε ακόμη στη Γερμανία. Τελικά, μεταφέρθηκε στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογίας στο Lunz am See στη νότια Αυστρία, χωρίς ποτέ να φτάσει στον αρχικό προορισμό του.

Μετά τον θάνατο του Schartau στις 2 Σεπτεμβρίου 194480 σταμάτησε η χρηματοδότηση στο Ινστιτούτο και το κτήριο εγκαταλείφθηκε. Έναν μήνα μετά, τα γερμανικά στρατεύματα έφευγαν από την Αθήνα. Λίγο αργότερα, το Ινστιτούτο το ανέλαβε η Ακαδημία Αθηνών. Ο Σπύρος Δοντάς έγινε ο νέος διευθυντής του, όμως λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και προσωπικού το Ινστιτούτο δεν ήταν σε λειτουργία μέχρι το 1947. Αρκετά χρόνια μετά την εγκατάλειψή του από τους Γερμανούς, ο Hartmann εξακολουθούσε να έχει ενημέρωση για την τύχη του Ινστιτούτου μέσω του Αντώνη Κανέλλη, ενός πρώην ερευνητή του Ινστιτούτου Έρευνας Εγκεφάλου Κάιζερ Γουλιέλμου, ο οποίος γνώριζε τον Klaus Paetau πολύ καλά.81 Ο Κανέλλης βρισκόταν ακόμη στη Γερμανία, όταν ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε στο Βερολίνο, και κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από ένα μακρύ και περιπετειώδες ταξίδι το 1945. Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο Κανέλλης όσο και ο μέντοράς του στην Ελλάδα, ο ζωολόγος Γεώργιος Πανταζής, που όπως αναφέρθηκε προσπάθησε ήδη από το 1935 να ιδρύσει ένα παρόμοιο ινστιτούτο, αρνήθηκαν να εργαστούν στο Ινστιτούτο του Πειραιά.82

Ο τελευταίος είχε αξιοζήλευτη επιστημονική κατάρτιση και μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του σε Ελλάδα και Γερμανία εργάστηκε ως βοηθός για τρία χρόνια στο εργαστήριο υγιεινής και μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στο Ινστιτούτο Βιογενετικής και το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι. Ο Πανταζής είχε επίσης πάρει υποτροφία από τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών για να διεξάγει έρευνα στο Ζωολογικό Σταθμό στη Νάπολη και από το Ίδρυμα Rockefeller για έρευνα πάνω στην ιατρική εντομολογία στην Ελλάδα, γεγονός που καταδεικνύει ότι ήταν ένας πολύ γνωστός και αναγνωρισμένος επιστήμονας. Ωστόσο, δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στη διαμόρφωση του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου, παρά το γεγονός ότι ήταν ο μοναδικός καθηγητής ζωολογίας στην Ελλάδα, καθώς και μέλος της Ελληνικής Θαλασσογραφικής Επιτροπής και ειδικός στην έρευνα για τα κουνούπια. Γιατί, λοιπόν, απουσιάζει από τις διαδικασίες ίδρυσης ενός ινστιτούτου άμεσα σχετιζόμενου με τα δικά του επιστημονικά ενδιαφέροντα καθώς και με αυτά της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου; Τον Μάρτιο του 1942 τον προσέγγισαν οι Otto Schartau, Erich Boehringer και Τζώνης, προκειμένου να γίνει το έκτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Η αποδοχή μιας τέτοιας πρότασης από τον Πανταζή θεωρούνταν σχεδόν βέβαιη, καθώς ήταν φίλα προσκείμενος στη Γερμανία, ήταν γερμανοσπουδαγμένος και μέλος του προεδρείου του Ελληνογερμανικού Συλλόγου στην Αθήνα.83

Ωστόσο, οι συζητήσεις δεν είχαν θετική κατάληξη, λόγω του ότι ο Πανταζής και ο Τζώνης δεν τα πήγαιναν πολύ καλά.84 Μόνο μετά το τέλος του πολέμου, όταν το Ινστιτούτο πέρασε στη δικαιοδοσία της Ακαδημίας Αθηνών, συμμετείχε ο Πανταζής, ενώ το 1952 έγινε επιστημονικός διευθυντής του νέου πλέον Υδροβιολογικού Ινστιτούτου.

Οι συζητήσεις για το αν ο Hartmann θα αναλάμβανε ξανά τη διεύθυνση του Ινστιτούτου συνεχίστηκαν μέχρι το 1949. Οι έλληνες συνάδελφοί του τον είχαν διαβεβαιώσει πως το ενδεχόμενο να συμμετάσχει στη λειτουργία του ερευνητικού κέντρου παρέμενε ανοιχτό μέχρι την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα και την δημιουργία κλίματος σταθερότητας μετά το τέλος του Εμφυλίου που ακολούθησε την Απελευθέρωση.85 Τόσο ο Δοντάς όσο και ο Πανταζής ήλπιζαν να αναλάβει ο Hartmann τη διεύθυνση του Ινστιτούτου στο μέλλον.86

Παρόλο που η επιστημονική κοινότητα στην Ελλάδα ήταν σε γενικές γραμμές φίλα προσκείμενη προς τη Γερμανία, μετά την κατάκτηση της χώρας από τους ναζί και τη σκληρή κατοχική περίοδο που ακολούθησε πολύ λίγοι Έλληνες επιθυμούσαν να μετατρέψουν τις παλιές ή νέες συμπάθειες σε συγκεκριμένη συνεργασία.87 Αυτό οφειλόταν κυρίως στον λιμό κατά τη διάρκεια του πρώτου κατοχικού χειμώνα το 1941– 42, που αποδεκάτισε τον ελληνικό πληθυσμό, καθώς και στις φρικαλεότητες των κατοχικών δυνάμεων, πολλές από τις οποίες έγιναν ως αντίποινα στην αντίσταση των Ελλήνων. Πολλοί γερμανόφιλοι Έλληνες, όχι μόνο απείχαν από κάθε συνεργασία με τους κατακτητές, αλλά εντάχθηκαν στην αντίσταση. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον για τη σύσφιξη των πολιτιστικών και επιστημονικών σχέσεων με τη Γερμανία παρέμενε ζωηρό, καθώς οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του Ινστιτούτου για την προώθηση της επιστήμης και της έρευνας στη χώρα τους αλλά και για την παγκόσμια πολιτιστική προβολή της. Αυτό ήταν κάτι που τόνιζε τόσο ο Τζώνης όσο και ο Νικόλαος Λούβαρης, καθηγητής θεολογίας και Υπουργός Παιδείας στην τρίτη κατοχική κυβέρνηση.88

Σύμφωνα με τον Hartmann, ο βασικός λόγος για την αλλαγή των φιλογερμανικών αισθημάτων των ελλήνων επιστημόνων ήταν το γεγονός ότι πολλά εργαστήρια του Πανεπιστημίου Αθηνών τα είχαν καταλάβει γερμανικά στρατεύματα.89 Η δυσαρέσκεια αυτή αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στον λόγο του Γεωργίου Σκλαβούνου, καθηγητή Ανατομίας και μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, σχετικά με την πρόταση του Hartmann για το Ινστιτούτο στον Πειραιά. Σε ειλικρινή αλλά και ειρωνικό τόνο, ο Σκλαβούνος εξέφρασε τους λόγους που η Ακαδημία αρνήθηκε να εμπλακεί στην υπόθεση του Ινστιτούτου. Υποστήριξε πως η οικονομική κατάσταση της χώρας και η κατάσταση των επιστημονικών βιβλιοθηκών, οι οποίες είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό, η χρήση των πανεπιστημιακών εργαστηρίων ως καφετέριες από τα γερμανικά στρατεύματα, και κυρίως η πείνα, ήταν οι βασικοί λόγοι που ανάγκασαν την Ακαδημία να αρνηθεί τη συνεργασία με τους Γερμανούς.90 Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως η επίσημη απάντηση της Ακαδημίας προς τους Γερμανούς έκανε λόγο για αναβολή της συνεργασίας και όχι για άρνηση. Είναι επίσης ενδιαφέρον πως ο Σκλαβούνος δήλωσε πως ένα εξέχον μέλος, ο Σπύρος Δοντάς, αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους γερμανούς επιστήμονες, όμως αυτός ο ισχυρισμός έρχεται σε αντίθεση με όσα καταγράφονται στα αρχεία. Ο Δοντάς, όχι μόνο ήταν ο μόνος που είχε αρχικά υπογράψει τη γραπτή πρόταση που έκανε ο Hartmann στην Ακαδημία, αλλά κατάφερε να πείσει και κάποιους συναδέλφους του να εκπροσωπήσουν την ελληνική πλευρά.91 Όταν τελικά η Ακαδημία αποσύρθηκε από το Ινστιτούτο, ο Δοντάς μαζί με τον βοτανολόγο Ιωάννη Πολίτη, που ήταν επίσης μέλος της, φαίνεται πως ενήργησαν από μόνοι τους, χωρίς να εκπροσωπούν την Ακαδημία, διαβεβαιώνοντας τον γερμανό επιστήμονα ότι θα συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο «δίχως άλλο» [ohne weiteres].92 Μάλιστα, ο Δοντάς ήταν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της υπόθεσης του Ινστιτούτου στον Πειραιά. Ως ευυπόληπτο μέλος της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας, ήταν σε θέση να έρθει σε επαφή με προσωπικότητες από πολιτικούς, οικονομικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους της χώρας και να τις επηρεάσει σε κάποιο βαθμό υπέρ της ίδρυσης του Ινστιτούτου. Ωστόσο, η συνεργασία του με τους γερμανούς επιστήμονες δεν τον εμπόδισε να κάνει αντίσταση απέναντι στους ναζί κατακτητές και να συμμετάσχει στην Επιτροπή για τη Διάσωση των Ελλήνων Εβραίων. Με την ιδιότητα του Προέδρου της Ακαδημίας το 1943 υπέγραψε το ιστορικό κείμενο διαμαρτυρίας για τη δίωξη των Ελλήνων Εβραίων που συνέταξε ο Αρχιεπίσκοπος της Αθήνας Δαμασκηνός και παρέδωσε στον πρόεδρο της κατοχικής κυβέρνησης Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο.93 Αν και ήταν φίλος με τον Λογοθετόπουλο, φαίνεται πως η σχέση τους άλλαξε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Ο διαπρεπής βοτανολόγος Ιωάννης Πολίτης, που πρόσφερε την υποστήριξή του στο Βιολογικό Ινστιτούτο μαζί με τον Δοντά, όταν η Ακαδημία Αθηνών εξέφρασε τις επιφυλάξεις της, ήταν ο πιο σχετικός έλληνας επιστήμονας με τα προγράμματα της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου, εκτός από τον Γεώργιο Πανταζή. Ο Πολίτης υποστήριξε την ιδέα του Ινστιτούτου από την αρχή αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ήταν μέλος της Θαλασσογραφικής Εταιρίας και του Ινστιτούτου Καρκινικής Έρευνας. Επίσης, συμμετείχε σε αρκετούς σημαντικούς επιστημονικούς οργανισμούς και επιτροπές στην Ελλάδα, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να ασκήσει επιρροή σε κορυφαίες προσωπικότητες της επιστημονικής κοινότητας. Ήταν επίσης ειδικός τόσο στη θαλάσσια όσο και τη χερσαία χλωρίδα της Ελλάδας και είχε δημοσιεύσει, ήδη πριν την ίδρυση του Ινστιτούτου, αρκετές μελέτες παρόμοιες με αυτές που δημοσίευαν οι επιστήμονες της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου και ενδιέφεραν τους ναζί.94 Αυτές οι επιστημονικές περγαμηνές του Πολίτη τον καθιστούσαν αναμφισβήτητα χρήσιμο στον Hartmann και την ομάδα του στον Πειραιά, δεν πρόλαβε όμως να συνεργαστεί μαζί τους. Μετά τον πόλεμο τόσο ο Πολίτης όσο και ο Δοντάς έγιναν μέλη του διοικητικού συμβουλίου του νέου πλέον «Υδροβιολογικού Ινστιτούτου» στον Πειραιά, το οποίο το 1947 ξεκίνησε να δημοσιεύει το περιοδικό Πρακτικά του Ελληνικού Υδροβιολογικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Αθηνών. Κατά την περίοδο αυτή, ο Πολίτης ασχολήθηκε με τον καρκίνο των φυτών και ζητήματα που αφορούσαν την κληρονομικότητα.95

Το πρόσωπο κλειδί, ωστόσο, που έφερε σε επαφή την Εταιρία Κάιζερ Γουλιέμου και τον Hartmann με τους έλληνες αξιωματούχους, ήταν, όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Κωνσταντίνος Τζώνης, ένας επιστήμονας ο οποίος εκείνη την περίοδο δεν κατείχε κάποια υψηλή θέση στην ακαδημαϊκή ιεραρχία ή το δημόσιο βίο. Η περίπτωση του Τζώνη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ως φοιτητής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας υπήρξε πολιτικά ενεργός με την αριστερά.96 Το 1931 απέτυχε να εκλεγεί καθηγητής γενικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, λαμβάνοντας μόνο μία ψήφο,97 ενώ οι πολιτικές του πεποιθήσεις του στοίχισαν τη θέση που κατείχε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης από το 1942, από το οποίο απολύθηκε το 1946. Κατόπιν, εργάστηκε σε διάφορες εταιρίες τροφίμων, συνεχίζοντας την πολιτική του δράση. Με μερικούς άλλους επιφανείς επιστήμονες, που είχαν επίσης σπουδάσει στη Γερμανία, ενεπλάκη στην έκδοση του περιοδικού Ανταίος, που αφορούσε στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας. Ο Τζώνης μετά τον πόλεμο ανέπτυξε πολύ επιτυχημένη αριστερή δράση, συμμετέχοντας το 1959 στην ίδρυση της Επιτροπής Ελλάδας–Ανατολικής Γερμανίας, που στόχο είχε να διευκολύνει τις πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών.98 Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Λόγω όμως της συνεχούς ανασφάλειας, της ανεργίας και των αριστερών πεποιθήσεών του, επέστρεψε στο Βερολίνο στις αρχές του 1960 όπου κατάφερε να εργαστεί ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Humboldt μέχρι το 1964.99

Ωστόσο, οι επαφές του Τζώνη με σημαντικές προσωπικότητες των πολιτικών και οικονομικών κύκλων της Ελλάδας φαίνεται πως αποτελούσαν πιο σημαντικό κεφάλαιο σε σχέση με την επιστημονική του κατάρτιση. Παρά το γεγονός ότι είχε ριζικά αντίθετες πολιτικές απόψεις με τον δήμαρχο Αθηναίων Κωνσταντίνο Κοτζιά, τα πήγαινε πολύ καλά μαζί του, καθώς ο έλληνας πολιτικός συμπαθούσε τον νεαρό επιστήμονα. Ο Τζώνης γνώριζε επίσης τον Κάρολο Φιξ, τον βαυαρικής καταγωγής ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης ζυθοποιίας στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Είχε μάλιστα προτείνει να γίνει ο εν λόγω επιχειρηματίας μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου, όμως η πρότασή του απορρίφθηκε εξαιτίας της καταγωγής του, και τη θέση του πήρε ο βιομήχανος Άγγελος Κανελλόπουλος.100

Ως καθηγητής βιολογίας στη Θεσσαλονίκη, ο Τζώνης διατήρησε κάποια επαφή με τον Hartmann. Αν και, όπως αναφέρθηκε, συνέβαλε στην ίδρυση του Ινστιτούτου στον Πειραιά και προοριζόταν να γίνει ο έλληνας διευθυντής του, προτίμησε να μείνει τελικά στο παρασκήνιο μετά τη γερμανική εισβολή. Ο Schartau απέδωσε αυτή την αλλαγή στη στάση του Τζώνη στη μεγαλύτερη επιρροή που είχαν στον δημόσιο βίο της Ελλάδας άλλοι συνάδελφοί του που ήταν λιγότερο ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στη Γερμανία.101 Ακόμη όμως και αν δεν συνέβαινε αυτό, ο Τζώνης, όπως και πολλοί άλλοι επιστήμονες, είχε σοβαρούς λόγους να κρατήσει αποστάσεις από τους Γερμανούς εξαιτίας της βίαιης πολιτικής τους, η οποία έστρεψε την πλειοψηφία των Ελλήνων εναντίον τους. Ο Schartau μάλιστα πίστευε ότι ήταν εξαιρετικά πιθανό ο Τζώνης να φοβόταν μήπως κατηγορηθεί μετά τον πόλεμο από τους συμπατριώτες του για συνεργασία με τους ναζί.102 Ωστόσο, η πολιτική δράση του δεν φαίνεται να ενδιέφερε τους γερμανούς επιστήμονες της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέλμου, καθώς η ίδρυση του Ινστιτούτου στον Πειραιά ήταν πιο σημαντική για τα ερευνητικά προγράμματα στο Βερολίνο και την επιστημονική επιβίωση των επιστημόνων εκεί, από τις πολιτικές πεποιθήσεις των ελλήνων συναδέλφων τους. Παρά την τεταμένη κατάσταση στην Ελλάδα, που προοιώνιζε τον καταστροφικό εμφύλιο, και παρά τον ενεργό ρόλο του στην αντίσταση, ο Τζώνης διατήρησε έντονο το ενδιαφέρον του για το Ινστιτούτο. Έτσι, το 1944 επισκέφτηκε τον Schartau στον Πειραιά και εξέφρασε εκ νέου την επιθυμία του να συμμετάσχει σε αυτό.103

Αν και οι πολιτικές πεποιθήσεις των ελλήνων επιστημόνων δεν αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα για τους γερμανούς επιστήμονες να προσεγγίσουν άξιους έλληνες συναδέλφους τους με διεθνές κύρος για να συμμετάσχουν στο σχεδιαζόμενο Ινστιτούτο στον Πειραιά, αυτές εντούτοις φαίνεται πως έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απόφασή τους να επιλέξουν να μείνουν στο περιθώριο ή να απόσχουν εντελώς από το όλο εγχείρημα, δεδομένης μάλιστα και της συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο Νικόλαος Κιτσίκης, καθηγητής Εφαρμοσμένης Στατικής, πολιτικός μηχανικός και πρύτανης του Πολυτεχνείου (1939–1941 και 1943–45), ο οποίος έγινε ο πρώτος πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου το 1945. Παρόμοια περίπτωση ήταν και ο Νικόλαος Κρητικός, καθηγητής μαθηματικών στο ίδιο ίδρυμα και πρύτανης μεταξύ 1941–43. Τον Κρητικό τον προσέγγισε ο Hartmann για να συμμετάσχει στο διοικητικό συμβούλιο του Ινστιτούτου, όμως εκείνος αρνήθηκε λόγω των πολιτικών εξελίξεων μετά τη γερμανική εισβολή. Ο ίδιος δικαιολόγησε την άρνησή του λέγοντας πως ήταν φορτωμένος με τις ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις, αργότερα όμως εξομολογήθηκε στον Hartmann και τον γερμανό μορφωτικό ακόλουθο Erich Boehringer ότι του ήταν «ψυχικά αδύνατον» (seelisch unmöglich) να συμμετάσχει στον σχεδιασμό αυτού του Ινστιτούτου.104 Μετά την απελευθέρωση έγινε μέλος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠEEA) και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (EAM), ενώ μαζί με τον Κιτσίκη ηγήθηκε της έκδοσης του περιοδικού Ανταίος. 105

Και ενώ ο Δοντάς, ο Πολίτης και ο Τζώνης προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να κάνουν τη δική τους αντίσταση στη ναζιστική κατοχή, άλλοι εμπλεκόμενοι επιστήμονες υπήρξαν λιγότερο διακριτικοί στο να εκδηλώσουν τη συμπάθειά τους στους Γερμανούς κατά την δύσκολη αυτή περίοδο και επέλεξαν να συνεργαστούν ανοιχτά μαζί τους. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο γυναικολόγος Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος. Ως υπουργός Παιδείας, αντιπρόεδρος της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης και Πρωθυπουργός την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου του 1942 και Απριλίου του 1943, ο Λογοθετόπουλος πρόσφερε την πλήρη υποστήριξή του στο βιολογικό Ινστιτούτο και είναι αυτός που υπέγραψε την ελληνογερμανική συμφωνία για το ίδρυμα στον Πειραιά, εκπροσωπώντας την ελληνική κυβέρνηση. Αν και δεν εμφανίζεται να έχει παίξει κάποιον ενεργό ρόλο στις προτεινόμενες από τον Hartmann έρευνες στις ακτές του Πειραιά, υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς συνδέσμους μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Η σχέση του με τη Γερμανία ξεκινά πολλά χρόνια πριν, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν βρέθηκε στο Μόναχο για να σπουδάσει ιατρική. Ο Λογοθετόπουλος ήταν ένας επιτυχημένος επιστήμονας τόσο στη Γερμανία όσο και στη χώρα του, όπου ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία νοσοκομείων και ινστιτούτων, μεταξύ των οποίων και του πρώτου Ινστιτούτου Καρκινικής Έρευνας το 1924. Επίσης, με δικές του προσπάθειες ιδρύθηκε η Μαιευτική Κλινική στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1942.106 Αυτή όμως η συνεισφορά του Λογοθετόπουλου στη σύγχρονη γυναικολογία στην Ελλάδα αμαυρώθηκε από τη συνεργασία του με τους ναζί. Έτσι, τον Απρίλιο του 1943 απομακρύνεται από το δημόσιο αξίωμά του και το 1945 καταδικάζεται ερήμην του σε ισόβια, καθώς είχε προλάβει να διαφύγει στην Αυστρία. Παρόμοια τύχη είχε και ο θεολόγος και Υπουγός Παιδείας στην τρίτη κατοχική κυβέρνηση το διάστημα 1943–44, Νικόλαος Λούβαρης. Ο Λούβαρης είχε επίσης γερμανική παιδεία με σπουδές θεολογίας και φιλοσοφίας στη Λειψία. Το 1936 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και διορίστηκε για μικρό διάστημα Υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Μεταξά. Μετά τον πόλεμο, το 1945, καταδικάστηκε και αυτός για συνεργασία με τους ναζί, όμως η καταδίκη του ανετράπη το 1948.

Η πολιτική προσωπικότητα που έπαιξε έναν κεντρικό αλλά και αμφιλεγόμενο ρόλο στην ίδρυση του Ινστιτούτου στον Πειραιά ήταν, οπωσδήποτε, ο δήμαρχος της Αθήνας Κωνσταντίνος Κοτζιάς. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου είχε σπουδάσει νομικά στη Γερμανία και ο θαυμασμός του για τη γερμανική κουλτούρα παρέμεινε αμείωτος και κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Ο Κοτζιάς ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη επιρροή και με γνήσιο ενδιαφέρον για την πρόοδο της επιστήμης. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι κατά τη θητεία του ως δήμαρχος Αθηναίων, αξίωμα που ανέλαβε το 1934, προσπάθησε να δημιουργήσει έναν ζωολογικό κήπο στην Αθήνα σε συνεργασία με τον Πανταζή το 1938, χωρίς όμως επιτυχία. Πέτυχε, ωστόσο, να διαθέσει ένα οικόπεδο για τη δημιουργία του Οργανισμού Πρότυπης Υγιεινής, που είχε προτείνει ο διευθυντής του Ιδρύματος Rockefeller στην Ελλάδα, M.C. Balfour.107

Επίσης, όταν ήταν ακόμη δήμαρχος, είχε ασκήσει την επιρροή του για την παράνομη,108 όπως αποδείχθηκε, απαλλοτρίωση της «Βίλλας Σκουλούδη» στον Πειραιά προκειμένου να στεγάσει το Ελληνογερμανικό Ινστιτούτο. 109 Παρά την εμφανή συμπάθεια που έτρεφε ο Κοτζιάς για τους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1941 έφυγε για την Αμερική, μόλις λίγους μήνες πριν την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί πως, παρά τις επίσημες δηλώσεις του σχετικά με τις αντιρρήσεις του για τον επιστημονικό και πολιτιστικό ρόλο του Ινστιτούτου, είναι σαφές πως ο Κοτζιάς φανταζόταν το Ινστιτούτο ως όργανο στην υπηρεσία της φυλετικής ιδεολογίας των ναζί. Το 1940, για παράδειγμα, εκφράζοντας την υποστήριξή του στην ίδρυση του ερευνητικού αυτού σταθμού, ανέφερε πως το «φυλετικό-πολιτικό προφίλ» του Ινστιτούτου θα έπρεπε να μείνει απόρρητο!110 Αυτή η δήλωση αντανακλούσε οπωσδήποτε τη δική του αντίληψη για τη φύση και τον σκοπό του βιολογικού σταθμού, δεδομένης της συμπάθειάς του στη ναζιστική ιδεολογία, της οποίας ήταν πιστός οπαδός. Μια τέτοια διάσταση όμως του Ινστιτούτου δεν υποστηρίζεται από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό, αλλά μάλλον το αντίθετο, σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω.

Είναι γεγονός πως η ίδρυση ενός ερευνητικού και δη βιολογικού κέντρου στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας με καίρια τη συμβολή γερμανών επιστημόνων και μάλιστα εν καιρώ πολέμου, και εντέλει και τη συμμετοχή της Βέρμαχτ, δεν μπορεί παρά να διέγειρε τη φαντασία κάποιων Ελλήνων, όπως ήταν ο Κοτζιάς, για τον πραγματικό ρόλο του Ινστιτούτου στον Πειραιά, που μπορεί να είχε πιο σκοτεινές αποχρώσεις. Πέρα όμως από τις όποιες φαντασιώσεις, στον πειρασμό των οποίων μπορεί να υποκύψει ακόμη και ο σύγχρονος αναγνώστης, αξιολογώντας και κρίνοντας τη συμμετοχή όλων των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στον σχεδιασμό του Ελληνογερμανικού Βιολογικού Ινστιτούτου μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, το εγχείρημα στον Πειραιά αποτέλεσε κατεξοχήν ένα ερευνητικό αντίβαρο της Εταιρίας Κάιζερ Γουλιέμου και συγκεκριμένα του Ινστιτούτου Βιολογίας στο Βερολίνο, για τα χαμένα ερευνητικά κέντρα σε Νάπολη και Rovigno και τη λεγόμενη «βασική» ή μη έρευνα που λάμβανε χώρα σε αυτά. Όμως, οι πολεμικές κυρίως εξελίξεις το ανέδειξαν σε δυνητικό όργανο ισχυρής πολιτιστικής προπαγάνδας και στρατιωτικού σχεδιασμού της Γερμανίας αλλά και σε ένα επιστημονικό κέντρο αναγκαίο για την ανάπτυξη της επιστήμης και της οικονομίας στην Ελλάδα.

Το 1946 οι μόνοι επιστήμονες που αναφερόταν πως είχαν εργαστεί στο Ινστιτούτο ήταν ο έλληνας Υπουργός Παιδείας Νικόλαος Λούβαρης, του οποίου ο ρόλος δεν διευκρινίζεται, καθώς και ο γάλλος υδροβιολόγος G. Bellock. Το 1946 ένα μικρό πλοίο με το όνομα «Γλαύκη» μετατράπηκε σε ερευνητικό σκάφος και πραγματοποίησε τρεις ωκεανογραφικές αποστολές στο Αιγαίο, υπό την αιγίδα του υπάρχοντος μικρού υδροβιολογικού σταθμού στο Παλαιό Φάληρο και την καθοδήγηση του Bellock. Ο γάλλος επιστήμονας έκανε υδροβιολογικές έρευνες για περίπου ένα χρόνο στο πλαίσιο του οργανισμού Αρωγής και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA).111 Ο σκοπός αυτών των ερευνών, ωστόσο, δεν είναι γνωστός. Το 1947, μετά την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, το υπάρχον υδροβιολογικό Ινστιτούτο στο νησί της Ρόδου ενσωματώθηκε σε αυτό του Πειραιά. Το νέο Ίδρυμα που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα αυτής της συγχώνευσης παρέμεινε μέχρι το 1960 υπό την αιγίδα της Ακαδημίας, η οποία εξέδιδε για κάποια χρόνια και τα επιστημονικά Πρακτικά αυτού του ερευνητικού κέντρου. Το 1965 το Ινστιτούτο στον Πειραιά ενσωματώθηκε στο νεοσύστατο Ινστιτούτο Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών (ΙΩΚΑΕ), το οποίο όμως άρχισε να λειτουργεί το 1970. Το 1985, έχοντας επεκτείνει το πεδίο της έρευνάς του, το IΩKAE μετονομάστηκε σε Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιας Έρευνας (ΕΚΘΕ), υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, και σήμερα έχει μετονομαστεί σε Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.).

Περίληψη

Η δημιουργία ενός ελληνογερμανικού ερευνητικού κέντρου βιολογικών ερευνών κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εν μέσω της βάρβαρης ναζιστικής κατοχής στο ελληνικό έδαφος αποτελεί μια ασυνήθιστη περίπτωση επιστημονικής συνεργασίας, που διέθετε όμως πιο σύνθετα χαρακτηριστικά. Η παρούσα εργασία, βασισμένη κυρίως σε πρωτογενές, σχεδόν ανεξερεύνητο υλικό, ξετυλίγει μια σχεδόν άγνωστη ιστορία, που ξεπερνά τα όρια της ιστορίας της επιστήμης, περιγράφοντας το πώς η έννοια του πολιτισμού, η πρόοδος της επιστήμης, τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα συμπλέκονται όχι μόνο σε επίπεδο επιχειρηματολογίας, όπου η χρήση των όρων kriegswichtig και kulturwichtig θα αποτελέσει έναν τακτικισμό για τους γερμανούς επιστήμονες, αλλά και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής. Η ελληνική πλευρά θα οραματιστεί ένα επιστημονικό ίδρυμα, η δημιουργία του όμως θα αποδειχθεί ένα σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα, φέρνοντας επίσης την επιστημονική κοινότητα της χώρας μπροστά σε πολιτικά, πολιτισμικά και επιστημονικά διλήμματα.

Σημειώσεις

  1. Το παρόν δοκίμιο έχει βασιστεί στην ολοκληρωμένη εκδοχή της ιστορίας του Ινστιτούτου, όπου αναφέρεται λεπτομερώς και το είδος της ερευνητικής εργασίας που επρόκειτο να διεξαχθεί σε αυτό: Zarifi, 2010, κεφ. 6. Μια πρώτη εκδοχή υπάρχει στο: Zarifi, 2002, 206–232.
  2. Βλ. Zarifi, 2010, κεφ. 1.3, 1.4.
  3. Zarifi, 2010, 45 κ.ε.
  4. Πανταζής προς Υπουργείο Παιδείας, 17.05.1937, Αρχείο Ζωολογικού Μουσείου Πανεπιστημίου Αθηνών (AZM), Φάκελος 504–719, Ιαν. 1937–Δεκ. 1938, Πανταζής προς Υπουργείο Παιδείας,17.05.1937. Επίσης, AZM, Φάκελος 720–900, Ιαν. 1939–Δεκ. 1940, Πανταζής προς Υπουργείο Παιδείας, 14.03.1939.
  5. AZM, Φάκελος 204–342, Ιαν.–Δεκ. 1935, Πανταζής προς Ελληνική Θαλασσογραφική Επιτροπή, 22.11.1935.
  6. AZM, Φάκελος 343–503, Ιαν.–Δεκ. 1936, Πανταζής προς Πρύτανη Πανεπιστημίου Αθηνών, 25.06.1936. Επίσης: AZM, Φάκελος 504–719, Ιαν. 1937–Δεκ. 1938, Πανταζής προς Υπουργείο Παιδείας, 17.05.1937, και AZM, Φάκελος 720–900, Ιαν. 1939–Δεκ. 1940, Πανταζής προς Υπουργείο Παιδείας, 14.03.1939.
  7. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, «Memorandum über die Schaffung eines Forschungsinstitutes für Meeresbiologie auf Samos», 25.02.1934. Ο Meyer ήταν ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του Γερμανο-Δομινικανού Ινστιτούτου Τροπικής Έρευνας το 1937. Βλ. Carreras, 2005, 5.
  8. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, «Memorandum über die Schaffung eines Forschungsinstitutes für Meeresbiologie auf Samos», 25.02.1934.
  9. Βλ. Zarifi, 2010, 290 κ.εξ.
  10. Βλ. στο ίδιο, 293–299.
  11. Ο Meyer θεωρείται εκπρόσωπος του λεγόμενου «φιλοσοφικού ολισμού» [philosophischer Holismus], μιας επιστημολογίας που θεωρεί πως δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ φυσικών επιστημών, ιατρικής και ανθρωπιστικών επιστημών, και αυτός ο ρόλος του μελλοντικού ερευνητικού κέντρου στη Σάμο αποτυπώνει τη θεωρία του γερμανού επιστήμονα. Βλ. Brahm, 2005, 45.
  12. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, «Memorandum über die Schaffung eines Forschungsinstitutes für Meeresbiologie auf Samos», 25.02.1934, 3.
  13. Στο ίδιο, 4–5.
  14. Στο ίδιο, σ. 2. Βλ. επίσης: Bundesarchiv Koblenz (BAK), ZSg. 137/18, «Geschäftsbericht der Alexander v. Humboldt Stiftung für das Jahre 1930–1931» και «Geschäftsbericht der Alexander v. Humboldt Stiftung für das Jahre 1933–1934“.
  15. Το 1933–34, με την υποστήριξη της Humboldt Foundation, δημοσίευε δύο μελέτες με τίτλο: Die individuellen Unterschiede bei Hunden και Ausbildung statt Abrichtung der Blindenhunde. Βλ. BAK, ZSg. 137/18, «Geschäftsbericht der Alexander v. Humboldt Stiftung für das Jahre 1933–1934».
  16. Ο Meyer πρότεινε στις ελληνικές αρχές να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες του ινστιτούτου κατά το ήμισυ, δηλαδή με 10.000 Μάρκα. Βλ. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, «Memorandum über die Schaffung eines Forschungsinstitutes für Meeresbiologie auf Samos», 25.02.1934, 4. Όμως το ελληνικό κράτος μπορούσε να διαθέσει μόνο το 1/10 των απαιτούμενων χρημάτων. Βλ. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, Γ. Πανταζής προς Adolf Meyer, 22.06.1934.
  17. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, Γ. Πανταζής προς Πρύτανη Πανεπιστημίου Αθηνών, 07.06.1934.
  18. AZM, Φάκελος 1–203, Ιαν.–Δεκ. 1934, Γ. Πανταζής προς Adolf Meyer, 22.06.1934, και Γ. Πανταζής προς Πρύτανη Πανεπιστημίου Αθηνών, 07.06.1934.
  19. Archiv zur Geschichte der Max-Planck-Gesellschaft, Berlin-Dahlem (MPGA) Abt. ΙII, Rep. 47, Nr. 1490, Τζώνης προς Hartmann, 15.12.1937. Επίσης, στο ίδιο: “Gutachten über die Gründung eines Griechisch-Deutschen Forschungsinstitutes für Biologie in Athen”, Hartmann προς KWG, 15.1.1938. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/3, Hartmann προς Ernst Telschow, Γενικό Διευθυντή της KWG, 26.8.1940.
  20. Σχετικά με τη φασιστική ιδεολογία και προπαγάνδα του Μεταξά, βλ. τη λεπτομερή και καλά τεκμηριωμένη μελέτη του Αγγελή, 2006. Για τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος Μεταξά, βλ. Πλουμίδης, 2016.
  21. Φλάισερ, 1989, 118.
  22. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/3, Γερμανική Πρεσβεία στην Αθήνα προς Υπουργείο Εξωτερικών στο Βερολίνο, 12.8.1940.
  23. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελλάδος (ΦΕΚ), Τεύχος Πρώτον, Αρ. Φύλλου 103, 30.04.1942.
  24. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/3, Vertrag 31.10.1942. Τη συμφωνία υπέγραψαν οι Λογοθετόπουλος και Hartmann. Στον ίδιο φάκελο υπάρχει και η ελληνική μετάφραση.
  25. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/3, Vertrag 31.10.1942, Άρθρο 1.
  26. Βλ. Σκλαβούνος, 1962.
  27. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2950/1, «Abschrift aus der Niederschrift ueber die Sitzung des Senats der KWG», 24.4.1942 και MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/1, «Gründungsstatut 1.2.1942». Επίσης, MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2952, «Auszugsweise Abschrift aus der Niederschrift. Über die Sitzung des Senats der Kaiser-Wilhelm-Gesellschaft 24.04.1942».
  28. MPGA, Abt. II, Rep. 1A, Bd. 1, «Vertrag» 1.4.1943. Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από την 1η Απριλίου 1942.
  29. MPGA, Abt. I, Rep. 14, Nr. 1, Hartmanns Reisebericht, 28.07.1941.
  30. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Schartau προς Hartmann 3.4.1942.
  31. MPGA, Abt. I, Rep. 14, Nr. 1, Hartmanns Reisebericht, 28.07.1941. Ο εν λόγω κατάλογος δεν υπάρχει στο αρχείο.
  32. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/6, «Satzungen des Deutsch-Griechischen Instituts für Biologie in der Kaiser Wilhelm-Gesellschaft», 31.10.1942, Άρθρο 10.
  33. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/1, «Der Bevollmächtigte des Deutschen Reichs für Griechenland (Günther Altenburg)» προς Auswaertiges Amt, Berlin, 09.01.1942.
  34. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2952, Auswärtiges Amt προς Kaiser Wilhelm Gesellschaft, 07.06.1943 και 28.02.1942.
  35. Στο ίδιο. Σχετικά με τον Six βλ. Hachmeister, 1998.
  36. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2952, Υπουργείο Παιδείας, RfWEV (Zschintzsch) προς Kaiser Wilhelm Gesellschaft, 17.11.1942.
  37. Ωστόσο, σε ένα Aktenvermerk με ημερομηνία 28.08.1942 αναφέρεται πως το Ναυτικό θα εκπροσωπούνταν από τον Αντιναύαρχο Kurze, MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2950/4.
  38. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/3, Vertrag, 31.10.1942, Άρθρα 3–6.
  39. Η αλήθεια είναι πως η ελληνική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να διαθέσει αρκετά εκατομμύρια δραχμές, όμως η εκταμίευση του ποσού καθυστερούσε συνεχώς. Το 1943, οι ελληνικές αρχές υποσχέθηκαν περαιτέρω 325 εκατομμύρια δραχμές, τα οποία όμως δεν άξιζαν και πολλά λόγω του υψηλότατου πληθωρισμού. Βλ. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau προς Hartmann, 02.02.1943, 18.09.1943 και 07.10.1943.
  40. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/8, «Aktennotiz Telschows, 16.1.1942», και Υπουργείο Παιδείας (RfWEV) προς KWG (επιστολή του Υπουργείου Εξωτερικών, που προωθήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας), 29.01.1942.
  41. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/2, χωρίς χρονολογία έγγραφο με τίτλο: Aufstellung.
  42. MPGA, Abt. I, Rep. A1, Nr. 2951/5, 6, «Satzungen des Deutsch-Griechischen Instituts für Biologie in der Kaiser Wilhelm-Gesellschaft», 31.10.1942, Άρθρο 14.
  43. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2951/1, «Gründungsstatut des Deutsch-griechischen Instituts für Biologie 1.2.1942».
  44. MPGA, Abt. ΙII, Rep. 47, Nr. 1490, «Gutachten Hartmanns an die KWG», 15.01.1938. Επίσης στο Α1. 2949/2, όπου φέρει όμως την ημερομηνία 15.1.1940. Η μετάφραση δική μου.
  45. Στο ίδιο. Επίσης, MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/3, έκθεση του Κ. Τζώνη μεταφρασμένη στα γερμανικά με τίτλο: «Zweck und Richtungen des Deutsch-griechischen Biologischen Instituts», 1940.
  46. MPGA, Abt. ΙII, Rep. 47, Nr. 1490, «Gutachten Hartmanns an die KWG», 15.01.1940.
  47. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/3, έκθεση του Κ. Τζώνη μεταφρασμένη στα γερμανικά με τίτλο: «Zweck und Richtungen des Deutsch-griechischen Biologischen Instituts», 1940.
  48. Στο ίδιο.
  49. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/3, έκθεση του Κ. Τζώνη μεταφρασμένη στα γερμανικά με τίτλο: «Zweck und Richtungen des Deutsch-griechischen Biologischen Instituts», 1940.
  50. MPGA, Abt. I, Rep. 14, Nr. 1, Fritz von Wettstein προς Γενικό Γραμματέα της KWG, Ernst Telschow, 04.01.1941.
  51. Στο ίδιο.
  52. Στο ίδιο.
  53. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/7, έκθεση Hartmann από την Αθήνα για το διάστημα 03.12.1941– 17.12.1941. Επίσης, MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/2, «Reisebericht Professor Muehlens. Griechenland (Auszug) (03.–07.6.1939)».
  54. Macrakis, 1993, κεφάλαιο 6 σχετικά με τη βιολογική έρευνα. Το ίδιο επιχείρημα αναπτύσσει η συγγραφέας στο Macrakis, 1993 (2).
  55. MPGA, Abt. I, Rep. 14, Nr. 2, βλ. αλληλογραφία του Hartmann με τον Ανώτατο Διοικητή της Βέρμαχτ (Oberkommandο der Wehrmacht, OKW) και την KWG.
  56. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 47, Hartmann προς Prof. Dr. v. Buddenbrock (Zoologisches Institut d. Universitaet Wien), 17.01.1944.
  57. Στο ίδιο. Χρειαζόταν ακόμη να γίνει η ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση.
  58. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau προς Hartmann, 02.02.1943. Επίσης, Politisches Archiv des Auswärtigen Amtes, Berlin (PAAA), R 27302 «Telegramm Junker. Diplogerma Athen», 20.04.1944. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον καθ. Χάγκεν Φλάισερ για αυτήν την πηγή.
  59. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2953/2, Telschow προς Υπουργείο Οικονομικών, Βερολίνο, 16.10.1942.
  60. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau από Βερολίνο προς Hartmann, 15.05.1943.
  61. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2953/3, Hartmann προς Telschow, 22.11.1943.
  62. MPGA, Abt. I, Rep. 14, Nr. 2, ανυπόγραφη επιστολή, πιθανόν από τον Schartau προς KWG, 18.12.1943.
  63. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau από Πειραιά προς Hartmann, 30.10.1943. Επίσης, MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 47, Hartmann προς Prof. Dr. W. v. Buddenbrock, 17.01.1944.
  64. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau προς Hartmann, 26.08.1944.
  65. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2953/3, «Aktennotiz 04.03.1943».
  66. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau προς Hartmann, 02.02.1943.
  67. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2960/5, Telschow προς Forstmann, 02.11.1942.
  68. Βλ. Hartmann, 1909. Για μια λεπτομερή και ολοκληρωμένη παρουσίαση της βιολογικής έρευνας του Hartmann και άλλες δημοσιεύσεις του, βλ. Chen, 2003, 277–285.
  69. Hartmann, 1925, 979.
  70. Βλ. Hartmann/Schartau, 1939 και Hartmann/Wallenfels, 1940.
  71. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1, Curriculum vitae Max Hartmann 1936.
  72. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 45, Max Hartmann προς A. Meyer, Διευθυντή της Πανεπιστημιακής Γυναικολογικής Κλινικής στο Tübingen, 04.05.1942.
  73. Βλ.: Bundesarchiv Berlin (BAB), NS 21/902.
  74. Macrakis, 1993, 110.
  75. Βλ. Macrakis, 1993, 112.
  76. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, βλ. αλληλογραφία Schartau από την Αθήνα προς Hartmann.
  77. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Schartau προς Hartmann, 03.04.1942.
  78. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Schartau προς Hartmann, 25.03.1942.
  79. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Schartau προς Hartmann, 29.04.1942.
  80. Σκοτώθηκε σε πτήση από την Αθήνα στη Γερμανία, όταν το αεροπλάνο καταρρίφθηκε πάνω από τη Σερβία.
  81. Το 1948 ο Paetau μετανάστευσε στις ΗΠΑ.
  82. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 727, Κανέλλης προς Κυρία Hartmann, 30.06.1946.
  83. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Otto Schartau από Αθήνα προς Max Hartmann 14.03.1942.
  84. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Otto Schartau από Αθήνα προς Max Hartmann 03.04.1942.
  85. Βλέπε: MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 727, Αλληλογραφία Hartmann με Κανέλλη.
  86. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 727, Κανέλλης προς Hartmann, 15.11.1946.
  87. Φλάισερ, 1989, 118.
  88. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1282, Schartau προς Hartmann, 07.10.1943. Ο Λούβαρης, μετά την επίσκεψή του στον Πειραιά, υποσχέθηκε στον Schartau να χρηματοδοτήσει το Ινστιτούτο με επιπλέον 100 εκατομμύρια δραχμές.
  89. Αυτά ήταν τα καινούργια εργαστήρια θεωρητικής ιατρικής, ανατομίας, φαρμακολογίας και παθολογίας.
  90. Σκλαβούνος, 1962.
  91. MPGA, Abt. I, Rep. 14, Nr. 1, Επιστολή υπογεγραμμένη από τον Δοντά και τον Hartmann προς την Ακαδημία Αθηνών, 21.07.1941. Επίσης, MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/6, απόσπασμα από επιστολή του Max Hartmann (πιθανόν προς τον Telschow), 28.07.1941.
  92. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/7, «Bericht über die Verhandlungen von Prof. Dr. M.Hartmann über das deutsch-griechische Institut für Biologie in Athen vom 3. bis 17. Dezember 1941».
  93. Η διαμαρτυρία με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1943 περιλαμβάνεται στα Πρακτικά της Επετείου με τίτλο «50 Χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων 1943–1993», Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, 17 Μαρτίου 1993, Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.
  94. Βλ. Πολίτης, 1925 και Πολίτης, 1927.
  95. Βλ. Πολίτης, 1951 και Πολίτης, 1949.
  96. Εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, λήμμα: «Κωνσταντίνος Τζώνης». Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από τον γιο του Κ. Κοτζιά, Παναγιώτη Κοτζιά, (συνέντευξη στην γράφουσα στις 23 Αυγούστου 2000 στην Αθήνα), όπως και από τον ίδιο τον γιο του Τζώνη, Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο πατέρας του ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, καθώς και του Αγροτικού Κόμματος. (συνέντευξη στην γράφουσα στις 20 Ιουλίου 2000 στην Αθήνα).
  97. Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών (ΙΑΠΑ), Φάκελος 1–1 (Διορισμοί καθηγητών. Προκήρυξις Πληρώσεως Εδρών και άλλες Διαδικασίες), 1938–39: Κοσμήτορας του Φυσικομαθηματικού Τμήματος Ιωάννης Τρικαλινός προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, 25.02.2939. Επίσης, συνέντευξη στην γράφουσα στις 20 Ιουλίου 2000 στην Αθήνα.
  98. PAAA, MfAA/ A 12490, «Jahresanalyse 1959 Hauptreferat 204/ Griechenland», 19.01.1960. Είμαι ευγνώμων στον καθ. Χάγκεν Φλάισερ που μου επέστησε την προσοχή στο εν λόγω τεκμήριο.
  99. PAAA, MfAA/ A 1975, «Aktenvermerk Gen. Kiehne über ein Gespräch mit Prof. Dr. Tzonis am 12.8.1964 in der 5. AEA», 20.08.1964.
  100. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/7, «Bericht über die Verhandlungen von Prof. Dr. M.Hartmann über das deutsch-griechische Institut für Biologie in Athen vom 3. bis 17. Dezember 1941», επίσης στο: Abt. I, Rep. 14, Nr. 1.
  101. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 1281, Schartau προς Hartmann, 06.03.1942.
  102. Στο ίδιο.
  103. MPGA, Abt. III, Rep. 47. Nr. 1282, Schartau προς Hartmann, 26.08.1944.
  104. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/7, «Bericht über die Verhandlungen von Prof. Dr. M.Hartmann über das deutsch-griechische Institut für Biologie in Athen vom 3. bis 17. Dezember 1941», Επίσης στο: Abt. I, Rep. 14, Nr. 1.
  105. Τόσο ο Κρητικός όσο και ο Κιτσίκης ήταν σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Τζώνη στενοί φίλοι του πατέρα του. (Συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Τζώνη, 20.07.2000 στην Αθήνα).
  106. Βλ. https://www.med.auth.gr/tmima-istorika-stoiheia [22.7.2019].
  107. Κοτζιάς, 1947, 217.
  108. MLP 18.01.2011, [10.01.2020]: «Η Έπαυλις Στέφανου Σκουλούδη», http://mlp-blo-g-spot.blogspot.com/2011/01/blog-post_18.html, 18.01.2011, [10.01.2020].
  109. Σήμερα στο οικόπεδο της ιστορικής Βίλλας Σκουλούδη στεγάζεται το Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Μεταξά. Βλ. MLP 18.01.2011, [10.01.2020]: «Η Έπαυλις Στέφανου Σκουλούδη», http://mlp-blo-g-spot.blogspot.com/2011/01/blog-post_18.html, 18.01.2011, [10.01.2020].
  110. MPGA, Abt. I, Rep. 1A, Nr. 2949/2, Γερμανική Πρεσβεία στην Αθήνα προς Υπουργείο Εξωτερικών, Βερολίνο, 12.08.1940.
  111. MPGA, Abt. III, Rep. 47, Nr. 727, Κανέλλης προς Κυρία Hartmann, 30.06.1946.

Βιβλιογραφία

Das deutsch-griechische Forschungsinstitut für Biologie in Piräus, 1942-1944
Maria Zarifi (Συγγραφέας), Susanne Heim (Επιμελητής)
2002
Science, culture and politics : Germany's cultural policy and scientific relations with Greece 1933 - 1945
Maria Zarifi (Συγγραφέας)
2010
Archiv zur Geschichte der Max-Planck-Gesellschaft
Max-Planck-Gesellschaft (Επιμελητής)
Autogamie bei Protisten und ihre Bedeutung fuer das Befruchtungsproblem
Max Hartmann (Συγγραφέας)
1909
Bundesarchiv
Das Bundesarchiv (Επιμελητής)
Das Deutsch-Dominikanische Tropenforschungsinstitut 1937-1940. Basis für eine deutsche Kolonie in der Dominikanischen Republik oder ‘Experimentierfeld’ für koloniale Aufgaben in Afrika?
Felix Brahm (Συγγραφέας), Sandra Carreras (Επιμελητής)
2005
Der Gegnerforscher. Die Karriere des SS-Fuehrers Franz Alfred Six
Lutz Hachmeister (Συγγραφέας)
1998
Der Nationalsozialismus und Lateinamerika Institutionen - Repräsentationen - Wissenskonstrukte I
Sandra Carreras (Επιμελητής)
2005
Die Sexualitaetstheorie und “Theoretische Biologie” von Max Hartmann in der ersten Haelfte des zwanzigen Jahrhunderts
Heng-An Chen (Συγγραφέας)
2003
Surviving the Swastika. Scientific Research in Nazi Germany
Kristie Macrakis (Συγγραφέας)
1993
The survival of basic biological research in National Socialist Germany
Kristie Macrakis (Συγγραφέας)
1993
Ueber relative Sexualitaet bei Ectocarpus siliculosus. Ein experimenteller Beitrag zur Sexualitaetshypothese der Befruchtung
Max Hartmann (Συγγραφέας)
1925
Untersuchungen über die Befruchtungsstoffe von Seeigeln I
Max Hartmann (Συγγραφέας), Otto Schartau (Συγγραφέας)
1939
Untersuchungen über die Befruchtungsstoffe von Seeigeln II
Max Hartmann (Συγγραφέας), Kurt Wallenfels (Συγγραφέας)
1940
Αλέξανδρος Τζώνης
Αλέξανδρος Τζώνης (Συνεντευξιαζόμενος), Μαρία Ζαρίφη (Συνεντευξιαστής)
07.2000
Ανάπτυξις όγκων επί φυτών εκ διαταραχής της αναπνοής
Ιωάννης Πολίτης (Συγγραφέας)
1951
Ζωολογικό Εργαστήριο και Μουσείο Αθηνών
Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών (Επιμελητής)
Η Έπαυλις Στέφανου Σκουλούδη
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
18.01.2011
Κληρονομικότης και εξέλιξις των οργανικών όντων
Ιωάννης Πολίτης (Συγγραφέας)
1949
Κωνσταντίνος Τζώνης
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
1980
Λόγος στην Ακαδημία το Χειμώνα 1942. «Η Ακαδημία αρνήται»
Γεώργιος Σκλαβούνος (Συγγραφέας)
1962
Παναγιώτης Κοτζιάς
Παναγιώτης Κοτζιάς (Συνεντευξιαζόμενος), Μαρία Ζαρίφη (Συνεντευξιαστής)
Αύγουστος 2000
Περί συστάσεως Γερμανοελληνικού Βιολογικού Ινστιτούτου
Γ. Τσολάκογλου (Συγγραφέας)
30.04.1942
Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944
Χάγκεν Φλάισερ (Συγγραφέας)
1989
Σταυροφορία διά την Δημόσιαν Υγείαν
Κωνσταντίνος Κοτζιάς (Συγγραφέας)
1947
Το Ιστορικό Αρχείο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΙΑ.ΕΚΠΑ)
Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών (Επιμελητής)
Το καθεστώς Ιωάννη Μεταξά (1936-1941)
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης (Συγγραφέας)
2016
Φύκη θαλάσσια της Χερσονήσου του Άθω
Ιωάννης Πολίτης (Συγγραφέας)
1925
Φύκη θαλάσσια της νήσου Σύρου
Ιωάννης Πολίτης (Συγγραφέας)
1927

Οπτικό υλικό

Παραπομπή

Μαρία Ζαρίφη, »Ένα Βιολογικό Ινστιτούτο στον Πειραιά, 1942-1944«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 17.09.2020, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/97744/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα G. Bellock, Erich Boehringer, Wilhelm Kraft, Rudolf Mentzel, Adolf Meyer-Abich, Klaus Paetau, Otto Schartau, Franz Alfred Six, Ernst Telschow, Fritz von Twardowski, Decio Vinciguerra, Albert Vögler, Fritz von Wettstein, Walther Wüst, Γκύντερ Άλτενμπουργκ, Βόλφγκανγκ Άμπελ, Κωνσταντίνος Χ. Γεωργικόπουλος, Σπυρίδων Δοντάς, Αντώνης Κανέλλης, Άγγελος Κανελλόπουλος, Νικόλαος Κιτσίκης, Κώστας Κοτζιάς, Άλφρεντ Κουν, Νικόλαος Κρητικός, Κωνσταντίνος Ι. Λογοθετόπουλος, Νικόλαος Ι. Λούβαρις, Γιούλιους Ρόμπερτ φον Μάγιερ, Μάρσαλ Μπάλφουρ, Άντον Ντορν, Γεώργιος Πανταζής, Δαμασκηνός Παπανδρέου, Ιωάννης Πολίτης, Εμμανουήλ Σαρρής, Γεώργιος Σκλαβούνος, Σωτήρης Στρατήγης, Κωνσταντίνος Τζώνης, Κάρολος Φιξ, Μαξ Χάρτμαν
Θεσμοί Forschungsgemeinschaft Deutsches Ahnenerbe e. V., Royal Society, The Rockefeller Institute for Medical Research, Ακαδημία Αθηνών, Ανταίος (Περιοδικό), Ανώτατη Ναυτική Διοίκηση (Γερμανία), Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση, Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών, Βέρμαχτ, Γερμανική Πρεσβεία στην Αθήνα, Γερμανικό Ίδρυμα Ερευνών, Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, Γερμανο-Βουλγαρικό Ινστιτούτο Αγροτικής Έρευνας (Σόφια), Γερμανο-Βουλγαρικό Ινστιτούτο Μικροβιολογίας (Θάσος), Γερμανο-Δομινικανό Ινστιτούτο Τροπικής Έρευνας, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιας Έρευνας, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.), Ελληνική Θαλασσογραφική Επιτροπή, Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, Ελληνογερμανικό Βιολογικό Ινστιτούτο, Ελληνοσοβιετικός Σύνδεσμος, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, Ενυδρείο του Βερολίνου, Επιτροπή για τη Διάσωση των Ελλήνων Εβραίων, Επιτροπή Ελλάδας–Ανατολικής Γερμανίας, Εργαστήριο υγιεινής και μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογίας στο Lunz am See, Εταιρεία Αρχαίων Πολιτισμών, Εταιρεία Κάιζερ Βίλχελμ, Εταιρεία Καντ, Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (Α.Ε.), Ζωολογικό Εργαστήριο και Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ίδρυμα Alexander von Humboldt, Ινστιτούτο Βιογενετικής (Παρίσι), Ινστιτούτο Βιολογίας Κάιζερ Βίλχελμ, Ινστιτούτο Έρευνας Εγκεφάλου Κάιζερ Βίλχελμ, Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Ινστιτούτο Καρκινικής Έρευνας, Ινστιτούτο Νόμπελ της Στοκχόλμης, Ινστιτούτο Παστέρ (Αθήνα), Ινστιτούτο Παστέρ (Παρίσι), Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Έρευνας (Αμβούργο), Ινστιτούτο Φυλετικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Humboldt, Ινστιτούτο Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών , Κέντρο Χημικής Βιολογίας και Καρκινικής Έρευνας, Μαιευτική Κλινική στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Οργανισμός Αρωγής και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA), Οργανισμός Πρότυπης Υγιεινής, Πανεπιστήμιο Ruprecht-Karl της Χαϊδελβέργης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), Πρακτικά του Ελληνικού Υδροβιολογικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Αθηνών (Περιοδικό), Στρατιωτική Υπηρεσία, Τμήμα Πολιτισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, Υδροβιολογικό Ινστιτούτο (Πειραιάς), Υδροβιολογικό Ινστιτούτο (Ρόδος), Υδροβιολογικός Σταθμός (Παλαιό Φάληρο), Υπουργείο Διατροφής και Γεωργίας του Ράιχ, Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, Υπουργείο Επιστημών, Παιδείας και Πολιτισμού του Ράιχ, Υπουργείο Θρησκευμάτων και Παιδείας, Υπουργείο Οικονομικών (Ελλάδα)
Τόποι Πειραιάς
Ζώνες επαφής Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Επιστημονικές σχέσεις, Οικονομικές σχέσεις
Πρακτικές διαμεσολάβησης Επιστημονική πολιτική, Θεσμικές μεταφορές, Κοινωνικά δίκτυα, Πολιτιστική πολιτική, Προπαγάνδα, Συνεργασίες στην έρευνα
Χρονικό πλαίσιο 1942-1944, 1935-1947

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μακροδιαδικασία
GND-ID Deutsch-Griechisches Institut für Biologie (4685779-5)
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον