Μια Νεότητα στην Ελλάδα 1837-1840. Το ταξίδι του νόστου του ελληνιστή Ernst Curtius

Από Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς | Τελευταία ενημέρωση 05.02.2021

Οι επιστολές του κλασικού φιλολόγου Ernst Curtius προ 180 ετών: Μια φωνή από το παρελθόν, και όμως ο απόηχός της, τόσο κοντινός, μας αγγίζει. Τα πηγαία μηνύματα από τα πρώτα χρόνια της νέας Αθήνας ενός νέου ανθρώπου που ανοίγεται στον κόσμο είναι αισιόδοξα και ζείδωρα. Απροκάλυπτα και καλοπροαίρετα μας μιλάει εδώ ένας αυτόπτης μάρτυς, πειστικός. Ο λόγος του δεν υπηρετεί σκοπιμότητες, δεν διατυμπανίζει δογματικές απόψεις, δεν συντάσσεται με ιδεολογίες. Μεταφέρει αντιθέτως αυθεντικά βιώματα και κυρίως αντικατοπτρίζει το άθλημα του ατόμου που τολμά να ζήσει και να δράσει έξω από τον κύκλο της οικειότητος, να αντιπαραταχθεί και να συνυπάρξει με το καινούργιο και το ξένο. Αμφιλεγόμενο εγχείρημα στις μέρες μας η κριτική ανάγνωση κειμένων μιας ιστορικής επιστολογραφίας. Τι μπορεί να προσφέρει στον επαρκή αναγνώστη, που να δικαιολογεί την ανάσυρσή της από τις δέλτους της ιστορίας;

Περιεχόμενα

Υπήρξε έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.
Κωνσταντίνος Καβάφης: Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής, Αθήνα 1933

Οι επιστολές του Ernst Curtius από την Ελλάδα

Ζούμε σήμερα τον θρίαμβο της άμεσης επικοινωνίας ρηχής εμβέλειας: Η πλημμυρίδα των εικόνων, οι σύντομες εκφωνήσεις των στόχων και επιθυμιών μας, η άμεση μετάδοση με ηλεκτρονικά μέσα βραχύβιων και συχνά ασήμαντων μηνυμάτων αποτελούν τους διαύλους επαφής της φτωχής συνύπαρξής μας. Η πρακτική αμεσότητα κυριαρχεί. Ο προφορικός εποικοδομητικός διάλογος, η ανταλλαγή επιχειρημάτων σπανίζει. Συγχρόνως, ο γραπτός διάλογος εμπεριέχει και έναν εσωτερικό μονόλογο, ένα είδος εξομολόγησης του γράφοντος. Ως εκ τούτου, η επιστολογραφία είναι πάντοτε ως έναν βαθμό αυτοαναφορική: μια αποκαλυπτήρια πράξη. Ακόμα εντονότερα ατονεί ο γραπτός διάλογος, η επιστολογραφία που επί αιώνες προήγαγε την ανθρώπινη διανόηση. Απώλεια μεγάλη αυτή, γιατί η γραπτή επικοινωνία υπηρετεί διπλό σκοπό και προσφέρει διπλό κέρδος: Η διατυπωμένη και γραπτά κατοχυρωμένη γνώμη του άλλου μάς επιτρέπει τον έλεγχο, σαν σε κάτοπτρο, των σκέψεων και πράξεών μας. «Και η ψυχή εάν θέλει να γνωρίσει τον εαυτό της, πρέπει να κοιτάξει σε άλλη ψυχή»,1 μας λέει ο Πλάτων. Κείμενα εντόνως αυτοαναφορικά είναι οι επιστολές του Ernst Curtius από την Ελλάδα, κείμενα αυθόρμητα, νεανικά, που έγραψε μεταξύ 23 και 26 ετών. Τα γράμματα αυτά απεικονίζουν την πορεία του προς την αυτογνωσία, ιστορώντας την ωρίμανση ενός χαρακτήρος και τη διαμόρφωση ενός ανθρωπιστικού ελληνοκεντρικού φρονήματος. Παρακολουθούμε τα σπερματικά χρόνια της συγκροτήσεως μιας χαρισματικής προσωπικότητος, τη γένεση του μελλοντικού ταλαντούχου εμπνευστού πολιτιστικών πρωτοβουλιών. Το πνεύμα του Curtius υπακούει σε μια ολιστική θεώρηση της Ελλάδος: Φυσικός χώρος, κλιματικές συνθήκες, εθνική ιδιοσυγκρασία, έκφραση της γλώσσας, κοινωνική οργάνωση, πολιτική πράξη, διανόηση αλλά και καλλιτεχνική δημιουργία, με έναν λόγο τα επιτεύγματα ενός λαού είναι γι’ αυτόν βαθειά αλληλένδετα, αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα του και είναι εκφάνσεις του «δαιμονίου του τόπου» (genius loci). Και ο χαρακτήρας ενός λαού καθορίζει την ιστορία του. Την οντότητα της Ελλάδος την αναγνωρίζομε μόνο εάν συλλάβουμε το «δαιμόνιον του τόπου» ως αυθύπαρκτη ολότητα, η οποία στην θεώρηση του Curtius παραμένει αναλλοίωτη στο διάβα των χρόνων.

Θεώρηση βίου

Ο Ernst Curtius, γερμανός ιστορικός, κλασικός φιλόλογος και αρχαιολόγος, γεννήθηκε στην χανσεατική πόλη Lübeck την 2α Σεπτεμβρίου 1814. Ανατράφηκε σε ένα φιλελεύθερο οικογενειακό περιβάλλον, που του μετέδωσε το πνεύμα της εργατικότητας, της χαράς της ζωής και της στράτευσης μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο. Όπως και ο πατέρας του, ιερωμένος της προτεσταντικής Εκκλησίας, έτεινε και αυτός στον συνδυασμό της επιστημονικής έρευνας με την πρακτική κοινωνική δραστηριότητα. Το 1836 ο Curtius απεδέχθη την πρόσκληση του καθηγητού Christian Brandis να τον ακολουθήσει ως οικοδιδάσκαλος των υιών του στην Αθήνα, όπου είχε προσκληθεί ως σύμβουλος για εκπαιδευτικά θέματα και για την οργάνωση του Οθωνικού πανεπιστημίου από τον βασιλέα Όθωνα. Για τον Curtius, η τετραετής παραμονή του στην Ελλάδα (1837–1840) υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα επιστημονική του σταδιοδρομία. Ήδη στο διάστημα της εδώ θητείας του εξεπόνησε την πρώτη του αρχαιογνωστική μελέτη, που αφορούσε τους λιμένες των αρχαίων Αθηνών (Commentatio de portubus Athenarum), την οποία υπέβαλε ως διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Χάλης (Halle) (καθηγητής
M.H. Eduard Meier), όπου και αναγορεύθηκε Διδάκτωρ το 1841. Το έτος 1843 αναγορεύθηκε Υφηγητής στο Βερολίνο με την εργασία του Δελφικά ανέκδοτα (Anecdota Delphica), μια μελέτη των επιγραφών από τους Δελφούς που είχε διερευνήσει από κοινού με τον K.O. Müller. Μεταξύ των ετών 1844 και 1850 ο Curtius διορίστηκε παιδαγωγός του πρίγκιπος Φρειδερίκου Γουλιέλμου της Πρωσίας (1831–1888), του μετέπειτα αυτοκράτορος Φρειδερίκου Γ´. Η στενή επαφή με την βασιλική οικογένεια τού έδωσε τη δυνατότητα να εισηγηθεί αργότερα σημαντικές πολιτιστικές πρωτοβουλίες στη γερμανική κυβέρνηση, που εστέφθησαν με επιτυχία. Ήδη κατά τα έτη 1851–1852 εκδίδονται οι δύο τόμοι της μεγάλης χορογραφικής του μελέτης Πελοπόννησος. Μία ιστορική και γεωγραφική περιγραφή της Χερσονήσου. Επί δώδεκα έτη (1855–1867) κατέχει την έδρα Κλασικής Φιλολογίας, Αρχαιολογίας και Ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης. Κατά τα έτη αυτά δημοσιεύει το μνημειώδες τρίτομο έργο του Ελληνική Ιστορία (Βερολίνο 1857, 1861, 1867), την πρώτη απόπειρα συντάξεως της αρχαιοελληνικής Ιστορίας σε γερμανική γλώσσα. Το έτος 1867 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.

Με πρωτοβουλία του μετασχηματίζεται το 1874 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Institut für archäologische Korrespondenz) σε κρατικό Ίδρυμα (Deutsches Archäologisches Institut) και ιδρύεται και το Τμήμα (Abteilung) του Ινστιτούτου στην Αθήνα. Με μεγάλη συνέπεια αφοσιώνεται στην μελέτη της αθηναϊκής τοπογραφίας και υπό την αιγίδα του δημοσιεύεται το έργο Sieben Karten zur Topographie Athens (Επτά χάρτες της τοπογραφίας των Αθηνών), 1868. Σε συνεργασία με τον Johann-August Kaupert, υψηλόβαθμο αξιωματικό του πρωσικού Γενικού Επιτελείου, και ως αποτέλεσμα πολύχρονης εργασίας επί του πεδίου έπονται τα έργα: Atlas von Athen (Άτλας των Αθηνών), 1878 και Karten von Attika (Χάρτες της Αττικής), 1881–1903, σύνολο 26 χαρτών που καλύπτουν με μεγίστη ακρίβεια την τοπογραφία της Αττικής. Κατά το έτος 1874 υπογράφεται η διακρατική Συμφωνία Ελλάδος-Γερμανίας για τη μεγάλη ανασκαφή της Ολυμπίας (1876–1871), της οποίας ο Curtius υπήρξε ο εμπνευστής και την οποία διηύθυνε από κοινού με τον αρχιτέκτονα Friedrich Adler με βάση το Βερολίνο.
Ο Curtius πεθαίνει στο Βερολίνο στις 11 Ιουλίου 1896, σε ηλικία 82 ετών, αφού έχει αναγνωρισθεί στις μέρες του στον δημόσιο βίο της πατρίδας του ως Praeceptor Germaniae (Διδάχος της Γερμανίας).

Μηνύματα από την Ελλάδα

Την ιστόρηση της τετράχρονης παραμονής (1837-1840) του Ernst Curtius στην Ελλάδα αντλούμε από τη δημοσίευση των επιστολών του προς τους οικείους του, που επιμελήθηκε και εξέδωσε ο υιός του, Friedrich Curtius, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Σε ένα τόμο 714 σελίδων (που δημοσιεύθηκε στο Βερολίνο, στον εκδοτικό οίκο Julius Springer, το έτος 1903) με τίτλο Ernst Curtius. Ein Lebensbild in Briefen (Ernst Curtius. Η εικόνα της ζωής του μέσα από τις επιστολές του) μας προσφέρεται μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία βασιζόμενη στα κείμενα μιας επιλογής επιστολών του, που συνέταξε στο διάστημα της ζωής του μεταξύ 16 και 82 ετών (1830–1896). Το δεύτερο κεφάλαιο αυτής της συλλογής με τίτλο «Griechenland» (Ελλάς) περιέχει, σε 153 σελίδες, 56 επιστολές, τις οποίες ο Curtius απέστειλε από την Ελλάδα (κυρίως από την Αθήνα αλλά και από άλλους τόπους) μεταξύ της 7ης Μαρτίου 1837 και της 19ης Δεκεμβρίου 1840 προς τους οικείους του στη Γερμανία. Το περιεχόμενο των επιστολών μάς παρουσιάζεται ως ένα πολυποίκιλο φάσμα θεμάτων και πληροφοριών. Με εξαίρεση ολίγες πρακτικές κοινοποιήσεις που αφορούν προσωπικά θέματα, σχεδόν το σύνολον του επιστολογραφικού κειμένου καθρεφτίζει την ενεργό και ενθουσιώδη συμμετοχή του Curtius στον αθηναϊκό βίο, καθώς και τις κρίσεις και αντιδράσεις του κατά τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα.

Η αθηναϊκή καθημερινότητα. Έργα και ημέρες

Η νέα πρωτεύουσα της Ελλάδος, η ένδοξη πολίχνη των Αθηνών με τους τότε 20.000 περίπου κατοίκους της περιγράφεται από όλους τους καλοπροαίρετους επισκέπτες της κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Όθωνος (1833–1843) ως μια μικρή «Βαβυλωνία» ανθρώπων που διαβιούν σε ένα αδιαμόρφωτο αστικό περιβάλλον. «Η σύγχυση των γλωσσών, στην διοίκηση που μόλις σχηματιζόταν, ήταν μεγάλη […]. Ο κάθε υπάλληλος έγραφε [το 1833] τα υπηρεσιακά έγγραφα στην γλώσσα του, ελληνικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά. Κανείς δεν σκεφτόταν την ορθογραφία, αρκεί τα γραφόμενά του να ήσαν κάπως καταληπτά».2 Ακόμα πιο αυστηρή είναι η κρίση για τον αστικό χώρο που οικοδομείται:

Μια αληθινή κατάρα γελοιότητος μοιάζει να συνοδεύει τα κτίσματα της νέας Αθήνας […] η διακόσμηση των ιδιωτικών οικιών είναι απερίγραπτη! Ένα σπίτι κοντά στον Πύργο των Ανέμων, στα πόδια της Ακρόπολης, ήταν χρωματισμένο σύμφωνα με τα παρδαλά σχέδια ενός αγγλικού τσιτιού [βαμβακερό σταμπωτό ύφασμα] […] Η σημερινή αρχιτεκτονική, γλυμμένη και άξια εργοστασιακών εγκαταστάσεων, προσπαθεί να εξαρθεί σε μία αηδιαστική αποτυχημένη απομίμηση της αρχαιότητος.3

Η ζωή της νεότευκτης βασιλικής αυλής, ο διπλωματικός κόσμος των ξένων πρεσβειών και προξένων, ο εμπορικός κόσμος της αστικής καταναλώσεως, τα στρώματα της εγχώριας παραδοσιακής κοινωνίας με την προσήλωσή τους σε εσωστρεφείς τρόπους οικογενειακής διαβιώσεως, η αντιπαράθεση μεταξύ της δημοσιότητος του παραδοσιακού παζαριού και της νέας κοινωνικότητος των καφενείων και των θεαμάτων, συνθέτουν ένα πολύχρωμο και αδιαμόρφωτο ακόμη μωσαϊκό. Η κτυπητή αντίθεση μεταξύ παραδοσιακής ενδυμασίας και ξενόφερτων στολών και ενδυμάτων, που παίρνει συγκινητικά γελοίες διαστάσεις, και η συνύπαρξη των πιο ποικίλων τρόπων μετακινήσεως εντείνουν τη σύγχυση: αχθοφόρα ζώα (καμήλες, άλογα, όνοι), κακοσυντηρημένες άμαξες ποικίλης προελεύσεως και Μαλτέζοι αχθοφόροι, που μεταφέρουν τους επισήμους στην πλάτη τους για τις βραδινές εσπερίδες.

Απόφοιτος των Πανεπιστημίων Βόννης, Γοτίγγης και Βερολίνου, εντρυφώντας στον μόλις τότε εκκολαπτόμενο γνωστικό τομέα της κλασικής αρχαιογνωσίας, ο Ernst Curtius αποφασίζει μια σχετικά μακρόχρονη παραμονή στην Ελλάδα. Είναι μόλις 23 ετών. Στην επιλογή του αυτή τον διευκολύνει η ένταξή του στην προϋφιστάμενη διεθνή αποικία στην Αθήνα, υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Γόνος μεγαλοαστικής χανσεατικής οικογενείας, ο Curtius δεν ξενιτεύεται ούτε ως μέλος επιστημονικής αποστολής, ούτε εις άγραν επαγγελματικής αποκαταστάσεως, αλλά ούτε και ως εντασσόμενος στη διοικητική υπαλληλία του νέου κράτους. Συνδυάζει με μεγάλη ευστροφία την ιδιωτική υπηρεσία ως βιοποριστικό επάγγελμα με την σύγχρονη εξασφάλιση της μεγίστης δυνατής προσωπικής ελευθερίας. Ως οικοδιδάσκαλος των υιών του καθηγητού Christian August Brandis, συμβούλου του Όθωνος για την οργάνωση της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, ο νεαρός επιστήμων είναι εντεταγμένος σε ένα άνετο οικογενειακό περιβάλλον καλλιεργημένων συμπολιτών, είναι οικοδίαιτος χωρίς πρακτικές έγνοιες, μακριά από επαγγελματικούς ανταγωνισμούς και κοινωνικές φιλοδοξίες.

Έχει πολλές ώρες της ημέρας δικές του. Διάγει έτσι βίο αφιερωμένο κατά το πλείστον στη γνωριμία του τόπου και των ανθρώπων του, στις ιστορικές έρευνες που τον γοητεύουν, στην μελέτη ξένων για αυτόν ηθών, με έναν λόγο σε μια άσκηση αυτογνωσίας αλλά και ανοίγματος στον ευρύτερο κόσμο. Την ευκαιριακή απασχόληση ως οικοδιδάσκαλος δεν τη θεωρεί υποτιμητική. Αντιθέτως, το ότι μπορεί νεότατος να κερδίζει τη ζωή του, να μην εξαρτάται από την οικογένειά του (όπως οι άγγλοι νεαροί ευγενείς που ξεκινούσαν για την «Grand Tour» τους) και συγχρόνως με άνεση χρόνου να χαίρεται την ανεξαρτησία του, είναι γι’ αυτόν ένα δώρο. Η οικογένεια Brandis εγκαθίσταται πρώτα στην Πλάκα, σε ένα παλιό σπίτι ψηλά στην οδό Μνησικλέους, κοντά στον Πύργο των Ανέμων. «Συνηθίσαμε κιόλας στην κατοικία μας παρ’ όλο που μας λείπει ένα δωμάτιο. Ευρίσκεται αρκετά ψηλά στην πλαγιά της Ακρόπολης και είναι ως εκ τούτου πολύ υγιεινή», γράφει ο Curtius το Πάσχα του 1837. Ωραία θέση, αλλά στενότης χώρου και «λαϊκό» περιβάλλον για την οκταμελή οικογένεια. Μετά από ενάμιση μήνα έπεται η πρώτη μετακόμιση.

Η σύνθεση της οικογένειας είναι πολυάνθρωπη. Ο «υπουργικός σύμβουλος» Brandis μεταφέρει στην Αθήνα αυτοδικαίως ολόκληρο το σπιτικό του: Το ζεύγος των γονέων πλαισιώνεται από τρεις γιους, μια ψυχοκόρη, μια υπηρέτρια και τον οικοδιδάσκαλο Curtius. Είναι εμφανής η προσπάθεια να μετεμφυτευθεί αυτούσια η αστική γερμανική οικογένεια στην ξένη πόλη σε ένα οικιακό περιβάλλον που να αρμόζει στην κοινωνική της θέση. Λείπουν οι πληροφορίες για τη διαρρύθμιση της κατοικίας και την επίπλωσή της. Αντιθέτως, μνημονεύεται η κακοτεχνία στην ανέγερση των οικοδομών. Στο ενοικιασμένο σπίτι στον Πειραιά, όπου διαμένει η οικογένεια το καλοκαίρι του 1838, οι χώροι είναι άνετοι και αρκετά αξιοπρεπείς, οι ένοικοι βρίσκουν δροσιά και ο Curtius δουλεύει καλά. Παρ’ όλα αυτά, εάν καρφώσεις ένα καρφί στον τοίχο για να κρεμάσεις έναν πίνακα, ξεμυτίζει στην πρόσοψη του κτιρίου. Τον χειμώνα στην Αθήνα, όλη η οικογένεια μαζεύεται στους δύο χώρους διημερεύσεως όπου έχουν εγκατασταθεί δύο θερμάστρες, που αποτελούν πολυτέλεια για τα αθηναϊκά ήθη: Ένας Γερμανός λοχαγός [ο Friedrich von Zentner], επικεφαλής του σχολείου των Τεχνών, ίδρυσε μία βιοτεχνία θερμαστρών που κατασκεύασε ήδη μερικά πολύ επιτυχημένα δείγματα, χωρίς ακόμα να έχουν βρει ονομασία για τις συσκευές αυτές.4

Το καλοκαίρι η ζωή χαλαρώνει στον Πειραιά. Στις άκτιστες βραχώδεις ακτές της Μουνυχίας ασκείται με τα αγόρια «που κολυμπάνε άφοβα στα βαθειά νερά» στις 5 το πρωί. Στη διάρκεια της ημέρας βγαίνει σπάνια από το σπίτι. Το μεσημέρι δύο ώρες σιέστα και με το ηλιοβασίλεμα αρχίζουν οι χαρές της συντροφικότητας. Την παραμονή του στην Ελλάδα την θεωρεί σαν μια απαραίτητη και χρήσιμη μαθητεία, στο διάστημα της οποίας συνδυάζει την εργασία (διδασκαλία) με τη μελέτη (αρχαιογνωστική έρευνα). Η κλίση προς τον ιδιωτικό, τον «εν οίκω» βίο, έχει ως επακόλουθο και μία περιορισμένη ετοιμότητα για συμμετοχή στην δημόσια αστική ζωή. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα γράμματα λείπουν τελείως περιγραφές του αστικού δομημένου περιβάλλοντος της Αθήνας: ούτε μία αναφορά στο όνομα ενός δρόμου ή μιας πλατείας, καμία κρίση για την αρχιτεκτονική εμφάνιση των κτιρίων. Δεν συναντάμε πουθενά την ζωντανή εικόνα της εμπορικής συναλλαγής στο κάτω παζάρι του σιντριβανιού αλλά και στο επάνω παζάρι της Μεγάλης Παναγιάς. Το πιθανότερο είναι ότι ο νεαρός επιστήμων απέφευγε τους πολύβοους αυτούς χώρους όπου κυριαρχούσε το εντόπιο στοιχείο. Η «γραφικότης» της τοπικής καθημερινότητος μοιάζει να τον αφήνει αδιάφορο.

Αλλά και μια άλλη εστία της αστικής ζωής, το νεοελληνικό καφενείο, του είναι απολύτως ξένη. Φροντίζει να εξοικειωθεί με την νεοελληνική γλώσσα. Επισκέπτομαι το σχολείο για να μάθω ελληνικά […] τα έχω καταφέρει να συνεννοούμαι αρκετά καλά στα ελληνικά με τους διαβασμένους. Με απλούς ανθρώπους του λαού μού πέφτει πιο δύσκολο. Πώς να γίνει καφενόβιος κανείς άμα δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τους θαμώνες; Διερευνητικοί περίπατοι με τα αγόρια της οικογενείας αποσκοπούν είτε στην φυσική άσκηση των παιδιών, είτε στη διδασκαλία της ιστορίας και της τοπογραφίας της πόλης: επίσκεψη στον Βοτανικό Κήπο, που είχε ιδρυθεί κοντά στην Ιερά Οδό, θαλάσσια λουτρά κοντά στα αρχαία τείχη του Πειραιώς, επίσκεψη στον τάφο του Θεμιστοκλέους στην είσοδο του λιμένος αλλά και στα αρχαία λατομεία μαρμάρου του Πεντελικού όρους.5

Μία ουσιαστική κοινωνική πρωτοβουλία του Curtius δεν μνημονεύεται από τον ίδιο αλλά από τη σύζυγο του διαμαρτυρομένου εφημέριου της Βασίλισσας Αμαλίας, Christiane Lüth, στο ημερολόγιό της:6 «Επειδή δεν έχουμε εκκλησία δική μας ούτε παρεκκλήσι, κάνουμε την ευαγγελική μας λειτουργία στην μεγάλη κυκλική αίθουσα χορού, στο κτήριο εκείνο όπου έμενε ο Βασιλιάς πριν παντρευτεί […] Εκκλησιαστικό όργανο δεν υπάρχει βέβαια και έχουν φέρει ένα πιάνο με ουρά. Στην αρχή έπαιζε τους ύμνους ο δόκτορας Curtius από το Λύμπεκ». Για τους διακόσιους ευαγγελιστές, ξένους υπηκόους, στην Αθήνα του 1839, είναι έτοιμος λοιπόν να παίξει εθελοντικά την εκκλησιαστική μουσική, ως προτεστάντης με ενεργό πίστη που υποστηρίζει την συνοχή της μικρής παροικίας ομόδοξων του. Συγχρόνως παραμένει άκρως επιφυλακτικός απέναντι στην ορθόδοξη τοπική κοινότητα για την οποία βρίσκει μόνο αυστηρότατα κριτικά λόγια: Αμορφωσιά και ψεύτικη καλλιέργεια, δεισιδαιμονία και αθεΐα αντιπαρατίθενται εδώ. Λείπει η θρησκευτική πίστις, τηρείται μόνον το τελετουργικόν και η φιλοχρηματία και ο εγωισμός κυριαρχούν ξεδιάντροπα. Η επιφύλαξή του δεν φαίνεται ωστόσο να αφορά την ορθόδοξη πίστη καθ’ εαυτήν, αλλά τους τελετουργικούς τρόπους και την ένρινη και συχνά ακατανόητη εκφορά του θρησκευτικού μέλους:7 Οι καίριοι λόγοι της ελληνικής ορθόδοξης λειτουργίας εκφέρονται με τον πιο ανάξιο τρόπο, σε έναν τόνο που δεν είναι κατανοητός ούτε από αυτόν που διαβάζει [τον ιερέα] ούτε από αυτόν που ακούει [τον πιστό].

Το ενδιαφέρον του φαίνεται να προκαλούν, αντιθέτως, δημόσιες τελετές και λαϊκά πανηγύρια. Εάν τα περιγράφει απλώς ή εάν συμμετέχει ο ίδιος σε αυτά, δεν διευκρινίζεται. Τον εντυπωσιάζουν τα βεγγαλικά και η φωταγώγηση της πόλης την 1η Ιουνίου 1837, επέτειο της αναλήψεως της βασιλικής εξουσίας από τον Όθωνα κατά το έτος 1835. Τον Φεβρουάριο του 1837 ζει για πρώτη φορά τον αθηναϊκό καρνάβαλο, που τον βρίσκει λιγότερο φανταχτερό από τον ιταλικό, «αλλά που γιορτάζεται με περισσότερη χαρά και λαϊκή συμμετοχή». Αργότερα, στις Απόκριες του 1839, σημειώνει:

Όλες τις μέρες των τελευταίων εβδομάδων είχαμε μασκαράτες στους στενούς δρόμους, που διακωμωδούσαν επίκαιρα γεγονότα […] Την Καθαρή Δευτέρα, την πρώτη ημέρα της μεγάλης νηστείας, κατά την οποία απαγορεύεται το κρέας, το ψάρι, το τυρί, ως και το λάδι, γίνεται λαϊκό πανηγύρι στον ναό του Ολυμπίου Διός. Και οι δύο πλαγιές της κοίτης του Ιλισσού γεμίζουν με ελληνικές οικογένειες, που τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και χορεύουν.

Έπεται ο πρώτος επίσημος εορτασμός της εθνικής εορτής στις 25 Μαρτίου / 6 Απριλίου 1837: Στον Λυκαβηττό στήθηκε ένας ξύλινος σταυρός, σαν σύμβολο της ελληνικής ελευθερίας, που έκαιγε όλη την νύκτα πάνω από την πόλη. Η ίδρυση θεάτρου στην Αθήνα8 χαιρετίζεται κυρίως για την ηθικοπλαστική (και όχι τόσο για την καλλιτεχνική) του σημασία:

Με αστραπιαία ταχύτητα κτίσθηκε ένα θέατρο για την όπερα με τρεις σειρές εξωστών, θαυμάσια διακόσμηση και μερικούς καλούς τραγουδιστές. Δεν πίστεψα στα μάτια μου όταν προ οκτώ ημερών πάτησα στο ωραίο θέατρο και άκουσα με πλήρη ορχήστρα την όπερα «Lucia di Lammermoor». Μια τέτοια διέξοδος για τον λαό, που ασχολείται κυρίως με την πολιτική, είναι πολύ ευχάριστη.

Γενικώς, οι κοινωνικές σχέσεις και φιλίες, πέραν των συναντήσεων των νέων αλλοδαπών επιστημόνων και καλλιτεχνών του προσωπικού του κύκλου, είναι άκρως περιορισμένες: Εκτός από τους Έλληνες Γλαράκη, Φαρμακίδη, Μανούση, Γεννάδιο και Κατακάζη και τους αλλοδαπούς Prokesch von Osten και Travers,9 δεν αναφέρεται συναναστροφή με κανένα άλλο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας. Η αυστηρή χανσεατική αστική αγωγή της βορείου Γερμανίας αλλά και η προτεσταντική ηθική έχουν διαμορφώσει, ωστόσο, το ήθος του νέου επιστήμονος. Ευγένεια στους τρόπους, καλοπροαίρετη διάθεση και συντροφικότητα δεν αρκούν για να υπερνικηθεί μια έμφυτη επιφυλακτικότητα, μια ηθική αυστηρότητα και μια τάση αγκυρώσεως στα οικεία και γνωστά ήθη της προελεύσεώς του. Ένα γνωμικό της γερμανικής πατρίδος του μας λέει ότι: «Κανείς δεν μπορεί να πηδήσει πάνω από την σκιά του». Και η σκιά του κάθενός μας είναι ο χώρος της καταγωγής του. Το να τολμήσεις να στραφείς προς το φως της ετερότητος είναι ήδη ένα ηθικό κατόρθωμα, το οποίο πραγμάτωσε αναμφισβήτητα ο Curtius, ανυποψίαστα, σε πολύ νεαρή ηλικία.

Το βίωμα της ετερότητας. Από τον οικείο στον ξένο χώρο

Η ετοιμότητα και ευκολία προσαρμογής σε άγνωστους χώρους ζωής, η διερευνητική διάθεση, η περιέργεια που αναζητεί νέα βιώματα δίνουν στην νεότητα την αδάμαστη ώθηση προς νέους ορίζοντες. Η βιολογική αντοχή και η τόλμη του θυμικού στηρίζουν το άνοιγμα για το μεγάλο ταξίδι. Η αντιπαράθεση με το «αλλιώτικο», το «ανοίκειο», πραγματώνεται με την προσαρμογή της ιδιωτικής αλλά και της κοινωνικής διαβίωσης, στο μέτρο πάντα του δυνατού, σε νέα, ξένα, μέτρα και σταθμά. Ο ξενιτεμένος, ιδιαίτερα ο αυτόβουλα ξενιτεμένος είναι υποχρεωμένος να προσαρμοσθεί στις συνθήκες διαβώσεως στον χώρο της «ετερότητος» που επέλεξε. Για να γίνει παραγωγική μια παραμονή «εκτός των πυλών» της οικειότητος, χρειάζεται ένα άνοιγμα της διανόησης και του συναισθήματος που επιτρέπει την μέθεξη, δηλαδή την πραγματική εξοικείωση με έναν αλλότριο χώρο. Με τη μέθεξη, δηλαδή τη συμμετοχή του θυμικού, κερδίζουμε την κατανόηση και συναισθηματική αποδοχή για την πραγματικότητα ενός ξένου τόπου. Αρχίζουμε να αγκαλιάζουμε και να κατακτούμε το μέχρι τότε άγνωστο, χωρίς να απεμπολούμε την ταυτότητά μας. «Προς φιλίαν μέγα υπάρχει το εκ των αυτών φύναι» διαβάζομε στον Ξενοφώντα. Η αλήθεια αυτή που μας λέει ότι πρέπει να προέρχεσαι από την ίδια φύτρα για να είναι δυνατή η φιλία είναι αυτονόητη. Ασυνήθιστο όμως, εξαίρετο ανθρώπινο άθλημα, είναι η κατάκτηση του αλλογενούς, η οικειοποίηση, στο μέτρο του δυνατού, του «ξένου». Ως χώρο προέλευσής του ο Ernst Curtius αναγνωρίζει τη γεμάτη συμβάσεις παλαιά Ευρώπη. Ως χώρο του πνευματικού νόστου, ως επιλεγμένη γη της επαγγελίας, ως χώρο προσωπικής προαγωγής τη νέα Ελλάδα:

Η Ελλάδα είναι ένας τόπος που ξαναγεννιέται. Αυτό το πιστοποιεί κανείς με χαρά όταν έρχεται από την παλιά Ευρώπη […] Κάθε μέρα είναι τόσο πλούσια σε προκλήσεις, που συχνά αναρωτιέμαι μήπως τα ερεθίσματα δεν είναι υπερβολικά. Αισθάνομαι όμως παρ’ όλα αυτά δροσερός και δυνατός. Εδώ είναι κανείς πιο ξύπνιος και ελαστικός, κάθε αναπνοή σε ηλεκτρίζει.

Τα λόγια αυτά γράφονται υπό την επίδραση της ριζικής αλλαγής, δύο μήνες μετά την άφιξη στην Αθήνα, το Πάσχα του 1837. Πηγαίος ο ενθουσιασμός για τις νέες προκλήσεις, συγχρόνως η φρόνιμη επιφύλαξη μήπως τα ερεθίσματα είναι υπερβολικά. Η Αθήνα είναι ένας πύργος της Βαβέλ. Στους δρόμους κυριαρχεί πολυγλωσσία. Υπάρχει όμως και συμπάθεια για τους ξένους; Αμέσως διαφαίνεται το ανησυχητικό ερώτημα: Eίμαι ευπρόσδεκτος εδώ; Παρ’ όλα αυτά, η έλξη της αλλιώτικης, πιο χειραφετημένης ζωής είναι ακαταμάχητη:

Όπως τα βουνά της Αττικής αλλάζουν χρώμα και όψη κάθε στιγμή,10 έτσι και η ζωή εδώ είναι πιο ανάλαφρη, γεμάτη κίνηση και ποικιλία […] Η Ελλάδα σε κρατάει νέο!

Οι εναλλαγές και μεταπτώσεις στην εικόνα του φυσικού περίγυρου επιδρούν και στον χαρακτήρα του ανθρώπου που κερδίζει ζωντάνια και κινητικότητα. Αλλά και η ολιγάρκεια του Έλληνος είναι αξιοθαύμαστη ιδιότητα και εντείνει την αίσθηση ανεξαρτησίας και αυτάρκειας στην διαβίωση: Η ελευθερία από υλικές ανάγκες είναι το προτέρημα της ζωής εδώ. Μπορεί να ζεις μέχρι τις πέντε το απόγευμα χωρίς να πεινάς, αρκούμενος σε καφέ, και για μεσημεριανό γεύμα σε ένα κομμάτι ψωμί, ελιές, πορτοκάλια και χουρμάδες. Πολύ εύστοχα επισημαίνει τη μανία του Έλληνος για πολιτικολογία και την αποκλειστική του αγκύρωση στα άμεσα βιοτικά συμφέροντα. Του λείπουν στην Αθήνα άνθρωποι με πνευματικά ενδιαφέροντα, που να υψώνονται πάνω από την τύρβη και την πεζότητα της ημέρας:

Έχουμε πλήθος πολιτικά νέα. Δεν υπάρχει μυαλό για τίποτα άλλο εδώ παρά για τα πολιτικά. Φιλολογικά ενδιαφέροντα δεν υπάρχουν. Η φιλολογία δεν καλλιεργείται εδώ. Μόνο τα γεγονότα της καθημερινότητος απασχολούν εδώ τους ανθρώπους. […] Οι συναναστροφές είναι ρηχές και κενές και χάνονται σε ιδιοτελή συμφέροντα και τυφλή εξάρτηση από τα πολιτικά κόμματα.

Ο νεαρός και άπειρος ακόμη ελληνιστής – φιλόλογος και ιστορικός – Ernst Curtius δεν διακατέχεται στην πρώτη του νεότητα από αρχαιομανία, δεν έχει ως πρώτο και αποκλειστικό κίνητρο για το μακρινό τότε ταξίδι την ερεύνηση των αρχαίων μνημείων. Η τετράχρονη παρουσία του στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας του να βιώσει τον τόπο, να γνωρίσει απροκατάληπτα τους ανθρώπους και να θαυμάσει τον ανεπανάληπτο φυσικό χώρο. Έτσι πραγματώνει ένα αυτόβουλο άνοιγμα προς την ετερότητα, ένα άνοιγμα που του χαρίζει πολλές θετικές αλλά και αρνητικές εμπειρίες.

Η ζωή στον Νότο: μια αποκάλυψη

Η πρώτη γνωριμία του με την νέα διαβίωση είναι καθαρά απτική. Σε μια καλύβα στα πρόθυρα των Μεγάρων κοιμάται ευτυχισμένος στο έδαφος με τα ζωντανά: Ο προύχοντας του χωριού μάς φιλοξένησε στο σπίτι του. Καθήσαμε με την οικογένειά του φιλικώτατα γύρω από την φωτιά. Γευθήκαμε στο δείπνο μας θαυμάσια ψάρια και ξαπλώσαμε για ύπνο στο χωματένιο δάπεδο, παρέα με το βόδι και το γάιδαρο στον ίδιο χώρο.

Στην Αθήνα η ατμόσφαιρα ήδη τον μήνα Μάρτιο είναι λαμπρή. Περιδιαβάζει χαρούμενος στους δρόμους και συγκρίνει την φυσική ευεξία που αισθάνεται να τον διακατέχει, αυτόν τον βόρειο, με τον φόβο του ανθρώπου του Νότου στην αντιμετώπιση του χειμώνα: Ο καιρός είναι πάντα θαυμάσιος, περπατάει κανείς εδώ άνετα στον ήλιο του μεσημεριού και επιθυμεί αιώνια μια τέτοια θερμοκρασία, ενώ οι Έλληνες κυκλοφορούν με τους βαριούς τους επενδύτες και θερμαίνουν τις σόμπες τους, όσοι διαθέτουν αυτήν την ευκολία.11 Αργότερα, το καλοκαίρι του 1837, του δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσει καθημερινά τα διαδραματιζόμενα μέσα στην πόλη, όπως τα υπαγορεύουν οι κλιματικές αλλά και κοινωνικές συνθήκες:

Το απόγευμα κατά τις έξι και μισή είναι ευχάριστο να κινηθείς με σιγανό ρυθμό, γιατί με γρήγορο βήμα ιδρώνεις αμέσως. Τώρα είναι η ώρα του περιπάτου. Στην περιφέρεια της πόλης τριγυρνούν με αρειμάνιο βήμα οι Έλληνες σε ομάδες· άλλοι κάθονται στον δρόμο μπροστά από τα καφενεία· άλλοι πάλι επιδίδονται σε απλά παιχνίδια όπως το άθλημα της βολής λιθαριών, τις λεγόμενες αμάδες. […] Όλα αυτά διαδραματίζονται με ησυχία και με μόνο στόχο τη χαρά της ζωής, πράγμα που ματαίως ψάχνει κανείς στον δικό μας Βορρά.

Με μόνο στόχο τη χαρά της ζωής: Με τα λίγα αυτά λόγια επισημαίνεται κατά καίριο τρόπο μια μοναδικότητα του Νότου, η ικανότητα των ανθρώπων εδώ να αναγνωρίσουν την ίδια την ύπαρξη σαν δώρο αλλά και σαν αυτεξούσιο στόχο ζωής. Πέραν από την σκοπιμότητα της δράσης, πέραν από την πράξη με συγκεκριμένο στόχο, υπάρχει και η άδολη χαρά της ύπαρξης, η κατάφαση ζωής, χωρίς λόγο και αιτία. Και αυτή η ξεγνοιασιά που κυριαρχεί παρ’ όλες τις δοκιμασίες του βίου στην φτωχή Ελλάδα είναι μια αληθινή αποκάλυψη!

Η ερασμιότητα του τοπίου και γραφικές εικόνες της παραδοσιακής διαβίωσης γοητεύουν τον Curtius. Θα ήθελε να έχει το χάρισμα να τις αποτυπώσει στο χαρτί και ζηλεύει τον χαρισματικό αρχιτέκτονα και τοπιογράφο Ludwig Lange12 από το Darmstadt, που βρίσκεται στην Ελλάδα και που φιλοτέχνησε ένα σύνολο από τοπία και καθημερινές σκηνές στην Ελλάδα, που χαίρεσαι να τα βλέπεις. Τις σκηνές αυτές προσπαθεί να τις περιγράψει λεκτικά:

Στις δημόσιες κρήνες μαζεύονται ομάδες κατοίκων. Ο ένας πλένει ρούχα, ο άλλος ποτίζει τα ζώα του, άλογα, γαϊδούρια και καμήλες, και άλλοι βρίσκουν την ευκαιρία για μια κουβεντούλα. Όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου, βρίσκεις ερεθίσματα στην γοητεία του περιβάλλοντος.

Το νέο, το θετικό και αναπάντεχο δεν είναι λοιπόν μόνο η ηπιότης του κλίματος στην Ελλάδα αλλά και ο άνετος τρόπος της διαβίωσης που κυριαρχεί εδώ. Τέλος, η ομολογία της πανίσχυρης έλξης του ύπαιθρου χώρου, της ζωής υπό τον ανέφελο ουρανό: Ξέρω, θα μπορούσα να εργάζομαι περισσότερο, αλλά υπάρχουν τώρα μέρες με τόσο γαλάζιο ουρανό και θεία ατμόσφαιρα, που άμα βγεις από το σπίτι σου σού είναι αδύνατο να κλεισθείς μέσα!

Ο διάλογος με την ιστορία. Ένας ερευνητής γεννιέται

Δύο σταθερά αλληλένδετες επιθυμίες οδηγούν τα βήματα του Ernst Curtius κατά την παραμονή του στην Ελλάδα: Η συνάντηση με τον τόπο και τους ανθρώπους, η εξοικείωση δηλαδή με το παρόν και η κατανόηση του αρχαιοελληνικού κόσμου, η εναίσθηση εις το παρελθόν. Η άσκηση στην οποία αφοσιώνεται είναι ιδιόμορφη: Η ιστορική αναγωγή και η βίωση του παρόντος διαπλέκονται και αλληλοκαθρεπτίζονται στη συνείδησή του. Βιώνοντας το σήμερα στον αναλλοίωτο φυσικό χώρο της Ελλάδος ανοίγεται συγχρόνως συγκινησιακά στον αρχαίο κόσμο. Η αρχαιογνωσία την οποία θέλει να κατακτήσει βασίζεται αρχικά στη λόγια γνώση, κυρίως όμως συγκροτείται με βάση την υπαρξιακή εμπειρία επί τόπου. Πρακτικές γνώσεις για την άσκηση αρχαιολογικής έρευνας επί του πεδίου τού λείπουν τελείως. Η πρώτη και μοναδική ενασχόλησή του με αρχαιολογική εργασία έρχεται στο τέλος της παραμονής του στην Ελλάδα, με την αποτύπωση και ανάγνωση των επιγραφών του πολυγωνικού τοίχου της στοάς των Αθηναίων στους Δελφούς, ως βοηθός του καθηγητού Karl Otfried Müller τον Ιούλιο του 1840.

Η πανεπιστημιακή του προπαίδεια είναι φιλολογική, προσανατολισμένη στην αρχαία ελληνική γλώσσα και ιστορία. Αναπτύσσει εντούτοις από νωρίς ένα ζωντανό ενδιαφέρον για την ιστορική τοπογραφία και για τα μνημεία της αρχαιοελληνικής τέχνης. Η αρχαιογνωστική του δραστηριότης επικεντρώνεται ως εκ τούτου στην επίσκεψη και εποπτεία των μνημείων, στην παρακολούθηση των πρώτων αρχαιολογικών δραστηριοτήτων και στην εξοικείωση με τα απτά κατάλοιπα της αρχαίας τέχνης. Παρακολουθεί με πρακτικό πνεύμα τα τεκταινόμενα στην πόλη των Αθηνών και περιγράφει με λίγα λόγια την προβληματική πρακτική των «σωστικών ανασκαφών» στην γοργά αναπτυσσόμενη πόλη:

Σε κάθε εκσκαφή για την ανέγερση ενός νέου κτίσματος αποκαλύπτονται αρχαία θεμέλια. Οι Φίλοι της Τέχνης προσφεύγουν στην αστυνομία και επιτυγχάνουν την διακοπή των εργασιών. Εξετάζονται τα αρχαία μέλη, επιλέγονται όσα κατάλοιπα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής είναι ευκολομετακίνητα και μετά από τρεις μέρες συνεχίζονται οι οικοδομικές εργασίες και τα ευρήματα έχουν πάλι καλυφθεί.13

Με κάποια απογοήτευση και μια σαφή εκδήλωση νεανικής υπεροψίας κρίνει τα πρώτα βήματα της αθηναϊκής αρχαιογνωσίας:

Κατά τα λοιπά λίγες είναι οι προσπάθειες για αρχαιολογική έρευνα και οι ολιγάριθμοι γνώστες της επιστήμης αυτής δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Δεν μπορεί να ανθήσει εδώ τίποτε λόγω της αντιπαλότητος των φατριών. Ιδρύθηκε τώρα μια αρχαιολογική εταιρεία, όλοι Έλληνες, με επικεφαλής τον Πιττάκη, άνθρωποι χωρίς γνώσεις. Και οι αρχαιότητες της Αιγίνης μεταφέρθηκαν τώρα στην Αθήνα. Το Θησείο είναι τόσο γεμάτο από εκθέματα, που με δυσκολία μπορεί να το επισκεφθείς και βέβαια δεν μπορείς να εξετάσεις τις λεπτομέρειές τους. Καιρό τώρα συζητείται η ανέγερση ενός Μουσείου,14 δηλαδή ανεκπλήρωτα σχέδια όπως και η ίδρυση μητροπολιτικού ναού και η εκτέλεση άλλων ωραίων έργων.

Στον Πειραιά συνεχίζει την επί τόπου διερεύνηση τού ακόμα σχετικά άκτιστου χώρου της χερσονήσου με στόχο τη σύνταξη της διδακτορικής του διατριβής. Με ιδιαίτερη ευθυκρισία προβλέπει τον σύντομο εποικισμό του χώρου που θα εμποδίσει σημαντικά την μελλοντική αρχαιολογική έρευνα: Θα μείνουμε μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου στον Πειραιά. Πρέπει να μελετήσω τώρα ακόμη μια φορά με ακρίβεια την τοπογραφία των λιμένων, και να σχεδιάσω ό,τι είναι δυνατόν χωρίς ανασκαφές. Σύντομα το έδαφος της αρχαίας πόλης θα έχει εποικισθεί από Χιώτες και Υδραίους,15 γράφει στις 13.09.1838. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους καθοδόν προς τον Παρνασσό επισκέπτεται πολλές αρχαίες τοποθεσίες, πάντα με στόχο τις επιφανειακές τοπογραφικές διερευνήσεις (surveys). Η συνοδεία του αρχιτέκτονος Laurent16 τού είναι πολύτιμη βοήθεια. Σημειώνει:

Στις Πλαταιές βρήκαμε καταφύγιο σε ένα χάνι κοντά στην νοτιοανατολική πλευρά των αρχαίων τειχών, κτισμένο με τους λίθους των αρχαίων ερειπίων. Τις μεσημεριανές ώρες εξερευνήσαμε το τοπίο της πόλης. Είναι πολύ ωφέλιμο να ταξιδεύεις με έναν αρχιτέκτονα στην Ελλάδα. Με την βοήθεια των γνώσεων και των τοπογραφικών του οργάνων κατορθώνεται εύκολα η σχεδιαστική αποτύπωση της περιοχής.

Παράλληλα προς την ευκαιριακή και αρκετά αμεθόδευτη ενημέρωσή του σχετικά με τις τρέχουσες περιορισμένες αρχαιολογικές έρευνες στην Αθήνα και την επίσκεψη τόπων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος κατά το διάστημα των εξορμήσεών του στην ύπαιθρο χώρα, αρχίζει την άνοιξη του 1839 να αποκρυσταλλώνεται για τον νεαρό Curtius και ένας φιλόδοξος στόχος: η σύνταξη μιας συνοπτικής ιστορικής τοπογραφίας της Ελλάδος. Προγραμματικά διατυπώνει τις φιλοδοξίες του:

Η παρατεταμένη παραμονή μου στην Ελλάδα (που δεν θα εκφυλισθεί σε μία άσκοπη διαβίωση όπως συμβαίνει σε πολλούς Γερμανούς εδώ) είναι άκρως ικανοποιητική. Μπορεί να εργασθώ εδώ συστηματικά και να γίνω χρήσιμος, πράγμα που θα μπορούσα δύσκολα να κάνω στην Γερμανία. Ο κύριος Brandis μού έχει προτείνει να επεξεργασθώ την Τοπογραφία των Αθηνών του Leake. Και συμπεραίνει: Υπό αυτές τις συνθήκες μού ξαναήρθε η σκέψη, που με απασχολεί από καιρό, να επιχειρήσω με ακρίβεια και τάξη μία περιγραφή της Ελλάδος, βασιζόμενος στις εμπειρίες μου και στο έργο του Leake17 Το γερμανικό κοινό χρειάζεται μία τέτοια εργασία. Ο Leake είναι προσιτός σε πολύ ολίγους, είναι μακροσκελής, όχι εύχρηστος και έχει ανάγκη πολλών διορθώσεων.

Η πρόθεσή του αυτή δεν ολοκληρώνεται εις το ακέραιον αλλά τον οδηγεί, ωστόσο, στην επεξεργασία και δημοσίευση, μετά από δώδεκα χρόνια, του σημαντικού δίτομου έργου του Πελοπόννησος, ως πρώτο δείγμα ιστορικής χωρογραφίας του ελληνικού χώρου. Κατά τη δεύτερη περιήγηση στις Κυκλάδες τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1839 ο Curtius παραμένει για αρκετές μέρες στην Πάρο και τη Νάξο και περιγράφει με ακρίβεια ορισμένα σημαντικά αρχαία ευρήματα:

Στην Πάρο, θαυμαστό για το πλήθος των αρχαίων μαρμάρων του είναι το Καστέλλι που κτίσαν οι Βενετσιάνοι ψηλά στο λόφο. Παρ’ όλον τον βομβαρδισμό από τον ρωσικό στόλο υπό τον Ορλώφ, στέκονται ακόμα πολλοί πύργοι και τείχη που είναι κτισμένα με αρχαία ερείπια ναών. Φαίνονται εναλλάξ πυκνές στρώσεις από τύμπανα κιόνων που μοιάζουν με κανόνια στοιβαγμένα στη σειρά και πάνω τους άλλες στρώσεις από μαρμάρινες δοκούς. Όλα αυτά φθάνουν σε σημαντικό ύψος. Μετρήσαμε 150 ορατά κομμάτια από κίονες, όλοι με την ίδια διάμετρο, και ορισμένα από αυτά φέρουν και επιγραφές.

Τον Φεβρουάριο του 1840 περιμένοντας με ανυπομονησία την άφιξη του Karl Otfried Müller18 στην Ελλάδα, ανακεφαλαιώνει τις μέχρι τότε επιστημονικές του προσπάθειες που αφορούν τόσο την ιστορική τοπογραφία της Ελλάδος όσο και το ειδικό θέμα των αρχαίων αθηναϊκών λιμένων: Ώς την άνοιξη θα έχω ολοκληρώσει τις προεργασίες μου, δηλαδή τη συνάθροιση των σημαντικωτέρων συμπερασμάτων των ταξιδιωτών της νεώτερης εποχής, την σύγκρισή τους με τις εγγραφές των ημερολογίων μου και κυρίως με τα χωρία των αρχαίων γεωγράφων και ιστορικών. Η άφιξη του Müller στην Αθήνα στις 05.04.1840 δίνει στον Curtius μια νέα ώθηση στον τρόπο εργασίας του. Ξεκινούν τον Ιούλιο μαζί για το ερευνητικό ταξίδι στους Δελφούς, που θα έχει μοιραία έκβαση:

Παρά τον καλοκαιρινό καύσωνα και την ξηρασία ξεκινήσαμε για την Ρούμελη και βρήκαμε προς το παρόν κοντά στον Παρνασσό, στον Δελφικό ιερό περίβολο, ησυχία. Ο Müller είχε εξ αρχής το σχέδιο να κάνει ακριβώς εδώ έρευνες. Εγκατασταθήκαμε λοιπόν για οκτώ ημέρες και ζούμε εδώ πολύ άνετα. Από την αυγή μέχρι τις 10 το πρωί μετρούμε, σχεδιάζουμε και αντιγράφουμε, μετά έρχεται το μεσημβρινό γεύμα και η σιέστα, ανάπαυση μέχρι τις 4 η ώρα το απόγευμα.

Οι άκρως δημιουργικές ημέρες της σπερματικής αρχαιολογικής έρευνας με τον Karl Otfried Müller στους Δελφούς θα διακοπούν ξαφνικά με την ασθένεια και τον θάνατο του καθηγητού. Συντετριμμένος αλλά με μεγάλη αυτοκυριαρχία ο Curtius αναφέρει τα γεγονότα στους οικείους του:

Όλα τα μέτρα ανανήψεως επεχειρήθησαν ματαίως. […] Ανακοινώσαμε κατ’ αρχήν τον θάνατο του Müller στο Πανεπιστήμιο. Μετά από μία συνεδρίαση της Συγκλήτου μάς ανακοινώθηκε ότι το Πανεπιστήμιο θα αναλάβει τον ενταφιασμόν, φροντίζοντας για έναν τάφο στον βράχο του λόφου του Πλάτωνος [Ιππίου Κολωνού] με σκοπό να ανεγερθεί εκεί αργότερα ένα μνημείο […].19 Φοιτηταί σήκωσαν το φέρετρο και το τοποθέτησαν στην άμαξα, οι τέσσερεις κοσμήτορες ακολουθούσαν πεζοί στις τέσσερεις γωνίες του σκηνώματος, όλοι οι πρεσβευταί, οι αυλικοί, οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου και των σχολείων, πολλοί Γερμανοί και Έλληνες ακολουθούσαν, μία μακρά πομπή. Ο εφημέριος της αυλής εξεφώνησε ένα λόγο στα γερμανικά, ο εξαίρετος καθηγητής Ιωάννου μίλησε στα ελληνικά, η στρατιωτική μουσική πλαισίωσε την νεκρική πομπή.

Περιοδεύοντας στην Ελλάδα: η φύση, οι πόλεις και οι άνθρωποι

Παράλληλα προς τα αρχαιογνωστικά και ιστορικά του ενδιαφέροντα, ο Curtius αναπτύσσει από νωρίς ένα πάθος για την έρευνα της ιστορικής τοπογραφίας της Ελλάδος, της οποίας ο ίδιος έδωσε το εύστοχο όνομα «χωρογραφία». Η χωρογραφία κατά τον Curtius είναι μία περιγραφική μεν αλλά βιωμένη ιστορική γεωγραφία, η προσπάθεια να προσληφθούν η αρχαία ιστορία αλλά και τέχνη διαμέσου της επίσκεψης και της επί τόπου μελέτης του φυσικού χώρου μέσα στον οποίο άνθησαν. Η προσωπική εμπειρία, η εξοικείωση με το ιστορικό τοπίο, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση μιας δημιουργικής και όχι σχολαστικής αρχαιογνωσίας. Έτσι θα γράψει αργότερα: Το έδαφος της χώρας γίνεται άμεσα πηγή ιστορικής γνώσης, γίνεται τεκμήριο ιστορίας. Κινούμενος και διερευνώντας, με τις αισθήσεις αλλά και με τον νου, επί τόπου τον φυσικό χώρο στον οποίο ήκμασε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, ταυτίζεται με την πραγματικότητα του παρελθόντος και η ιστορία γίνεται υπαρξιακό βίωμα. Συνεπής προς αυτήν του την προσέγγιση, ο Curtius, με τη φιλική υποστήριξη του προστάτου και εργοδότη του, καθηγητού Brandis, εξερευνά τον ελληνικό χώρο. Επιχειρεί τακτικά πλήθος ημερήσιες εκδρομές, έφιππος, συνήθως με τη συντροφιά φίλων στην Αττική. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα συμμετέχει σε οκτώ μεγαλύτερες, πολυήμερες περιοδείες: τρεις στην Πελοπόννησο, δύο στις Κυκλάδες, δύο στον Παρνασσό και μία στον Πόρο και την Ερμιονίδα. Στην Πεντέλη, το Πάσχα του 1837 παρατηρεί: Στα ριζά του Πεντελικού ευρίσκεται ένας οικισμός λατόμων και σιμά του ένα εράσμιο παλιό μοναστήρι, ένα από τα πολλά που υπάρχουν στην περιοχή. Χρειασθήκαμε μιάμιση ώρα πορεία για να φθάσουμε στο μεγάλο λατομείο, από το οποίο εξορύσσεται μάρμαρο για την οικοδόμηση των ανακτόρων. Εδώ απασχολούνται πολλοί Γερμανοί εργάτες.20 Έπονται εκδρομές στη Σαλαμίνα, στο αρχαίο φρούριο της Φυλής και στην Αίγινα.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1837 ο Curtius συνοδεύει τον καθηγητή Karl Ritter, γνωστό γεωγράφο και γεωλόγο, σε μια δεκαπενθήμερη περιήγηση στην ανατολική Πελοπόννησο, κατά την οποία επισκέπτονται κατά σειράν τις τοποθεσίες Ελευσίνα, Μέγαρα, Κόρινθο, Ακροκόρινθο, Σικυώνα, Τρίκαλα Κορινθίας, Φενεό, Στυμφαλία λίμνη, Νεμέα, Μυκήνες, Άργος, Τύρινθα, Ναύπλιο, Επίδαυρο και επιστρέφουν μέσω του ισθμού της Κορίνθου στην Αθήνα.

Στις Μυκήνες δεν συναντάς δείγματα αρχέγονης αδρής τέχνης, αλλά έναν εξελιγμένο αρχιτεκτονικό ρυθμό μιας ιδιότυπης ανθρώπινης κοινωνίας. Σήμερα οι ντόπιοι ονομάζουν τις Μυκήνες απλώς «Αγαμέμνων». Κοντά υπάρχει ένα χάνι με το όνομα «Οι δύο Ατρείδες». […] Το σύγχρονο Ναύπλιο,21 που στην χωροθέτησή του μοιάζει με την Νεάπολη της Ιταλίας, είναι σφηνωμένο στενά μεταξύ των βράχων και της θάλασσας. Πρόκειται για την μόνη πόλη της Ελλάδος με αστικό χαρακτήρα. Έχει ένα πανίσχυρο οχυρό, το άβατο Παλαμήδι, κατάφυτο με κάκτους.

Τους πρώτους τρεις μήνες του 1838 επισκέπτεται σε σύντομες εκδρομές τον Μαραθώνα, τη Μονή Καισαριανής και τον Ελαιώνα στην δυτική πλευρά του Λεκανοπεδίου των Αθηνών. Με θαυμαστή εναίσθηση και ορθή ιστορική κρίση σημειώνει:

Στον Ελαιώνα αναγνωρίζεις την μορφή της αρχαίας Αττικής, αντικαθιστώντας στον νου σου τα εκκλησάκια με μικρούς ιωνικούς ναούς. Εδώ όλα είναι αξιαγάπητα, η οργιώδης βλάστησις, ένας μεγάλος κήπος και εδώ και εκεί σκόρπιοι οι ανεμόμυλοι. Μέσα από τα ελαιόδεντρα προσφέρεται η πιο ωραία θέα των ναών της Ακρόπολης.

Από τις 28 Απριλίου μέχρι τις 29 Μαΐου 1838 ο Curtius συμμετέχει για δεύτερη φορά σε ένα πολυήμερο ταξίδι στην Πελοπόννησο. Εντυπωσιασμένος περιγράφει τα ορατά κατάλοιπα και την οχύρωση της αρχαίας Μεσσήνης22 και διατυπώνει μια εύστοχη παρατήρηση που απηχεί την ευαισθησία της αντίληψής του και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη σχέση των Ελλήνων με το φυσικό τους περιβάλλον, μέσα στο οποίο τοποθέτησαν τα κτίσματά τους:

Σου δίνει χαρά και έκπληξη να αναγνωρίζεις τις ιδέες των αρχαίων Ελλήνων, την ικανότητά τους να προσαρμόζονται πιστά στο τοπίο στην εγκατάστασή τους: Επιλέγουν πάντοτε λοφώδες τοπίο για να εξασφαλίσουν υψηλή θέση για τους ναούς, κοιλότητες για τα στάδια και πλαγιές για τα θέατρά τους.

Στην Ολυμπία23 παρατηρεί το πόσο ελάχιστα κατάλοιπα της αρχαίας αρχιτεκτονικής είναι ορατά, δηλαδή μόνο τα θεμέλια του ναού του Διός και τα ίχνη του σταδίου. Θαυμάζει την ωραιότητα του τοπίου αλλά αναφέρεται με επιφύλαξη στις επιτόπιες κλιματικές συνθήκες:

Ο λόφος του Κρονίου ξεπροβάλλει κατάφυτος με πεύκα […] Η ατμόσφαιρα ωστόσο στην Ολυμπία ήταν βαρειά και φάνηκε να μας κουράζει. Είναι ακατανόητο το πώς οι αρχαίοι Έλληνες μπορούσαν να εργάζονται, να τρέχουν και να παλεύουν την πιο ζεστή εποχή του έτους σε αυτήν την χαμηλή πεδιάδα.

Τον Αύγουστο του 1838 επισκέπτεται με την οικογένεια Brandis τις Κυκλάδες. Περιοδεύουν στις νήσους Σύρο, Κέα, Κύθνο, Άνδρο, Τήνο και Δήλο. Ιδιαίτερα γοητεύουν τον νέο επιστήμονα η εγκαρδιότητα και απλότητα των νησιωτών: Αξίζει να επισκεφθεί κανείς την νησιωτική Ελλάδα. Εδώ ζουν ευκατάστατοι αγρότες σε γοητευτικά χωριά με απλά ήθη, μακριά από τις δολοπλοκίες της πρωτεύουσας, χωρίς ξένες επιμειξίες, με δίψα για μάθηση, καλοσυνάτοι και φιλόξενοι. Στην Κέα (Τζια) παρατηρεί την ιδιότυπη χρήση των επιπέδων δωμάτων των πυκνά κτισμένων οικισμών και μας δίνει μια σπάνια και αποκαλυπτική εικόνα της λειτουργικότητας της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής:

Η πόλις της Κέας έχει πλήθος χαμηλά σπίτια, πυκνά δομημένα το ένα κοντά στο άλλο με επίπεδα δώματα. […] Τα δώματα αυτά χρησιμεύουν το βράδυ ως χώρος συγκεντρώσεως των φίλων. Καθίσματα, τσιμπούκια, καφές, όλα μεταφέρονται εδώ ψηλά, και καθώς τα σπίτια στέκουν σε στενή επαφή, πηδάει κανείς από το ένα δώμα στο άλλο, περιδιαβάζοντας έτσι την πόλη.

Στη Δήλο – δεκαετίες πριν από τις μεγάλες ανασκαφές των Γάλλων – δεν επιχειρεί να περιγράψει τον χώρο, που του παρουσιάζεται σαν ένας άμορφος σωρός ερειπίων.24 Μας μεταδίδει όμως μια πληροφορία που δεν ανευρίσκουμε αλλού στις δέλτους της ιστορίας:

Η Δήλος, ο άγιος πολυθρύλητος τόπος! Της συνέβη αυτό που φοβόταν αν την εγκατέλειπε ο θεός Απόλλων: έγινε η πιο μοναχική και περιφρονημένη νήσος. Ακόμα φοβερώτερο: έχει ιδρυθεί εδώ ένα λοιμοκαθαρτήριο για πλοία μολυσμένα από την πανώλη.

Τον Νοέμβριο του 1838 ο Curtius ταξιδεύει με τον γερμανό αρχιτέκτονα Edmund Laurent25 από την Δρέσδη, που έχει αναλάβει την αποτύπωση των ιδιοκτησιών του χωριού Καστρί στη θέση του αρχαίου μαντείου των Δελφών. Στους Δελφούς, όπου διαμένει τέσσερις ημέρες, ψυχανεμίζεται το ακόμη ανεξερεύνητο αρχαίο μεγαλείο:

Εδώ, σε αυτήν την τόσο οικεία πέτρινη γωνιά, μπορείς να ξεχάσεις τον κόσμον όλον! Τα σπίτια του χωριού Καστρί καλύπτουν ακριβώς τα ερείπια του αρχαίου ναού του Πυθίου Απόλλωνα. Ο νότιος στυλοβάτης του από λαμπρό πεντελήσιο μάρμαρο διαφαίνεται κάτω από τις καλύβες. Αναγνωρίζεις μεταξύ των φτωχών νεωτέρων κτισμάτων ένα τμήμα από το μεγαλόπρεπο κοίλον του θεάτρου. Παντού θραύσματα αρχαίων λίθων και επιγραφών.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στην περιγραφή του ταξιδιού βρίσκουμε πλήθος περιγραφών τοπικών εθίμων, όπως γάμων ή εορτασμών θρησκευτικών παραδόσεων και φιλοξενιών στα σπίτια των κατοίκων, καμία όμως αναφορά στην απειλητική δράση των ληστοσυμμοριών που λυμαίνονταν την εποχή εκείνη την ελληνική ύπαιθρο χώρα. Μετά την αναχώρηση της οικογενείας Brandis τον Αύγουστο του 1839 για τη Γερμανία, ο Curtius συγκατοικεί με τον παιδικό του φίλο ποιητή Emanuel Geibel, που έχει αναλάβει θέση οικοδιδασκάλου στην οικογένεια του πρεσβευτού της Ρωσίας Κατακάζη. Μαζί με τον φίλο του επιχειρούν κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο ένα δεύτερο ταξίδι στις Κυκλάδες. Επισκέπτονται τα Θερμιά (Κύθνο),την Ερμούπολη, την Πάρο και παρατείνουν την παραμονή τους στη Νάξο. Επισκεπτόμενοι τα αρχαία λατομεία της Πάρου26 αντιλαμβάνεται τη σημασία τους ως ανεκμετάλλευτου εθνικού πλούτου και προδιαγράφει προφητικά την μετέπειτα δραστηριότητα του Σταματίου Κλεάνθη για την αξιοποίησή τους:27 Επισκεφθήκαμε τα κοντινά λατομεία […] σήμερα ένας νεκρός θησαυρός, αλλά για το μέλλον πηγή μεγάλης ευημερίας, όταν προκόψουν το εμπόριο και οι συγκοινωνίες και προ πάντων όταν με την ίδρυση μιας Εθνικής Τραπέζης διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις. Στη Νάξο28 διερευνούν την μεσαιωνική ιστορία του νησιού ως έδρας του ενετικού δουκάτου των Σανούδων: Πρώτη φορά μού προκαλεί εδώ το ενδιαφέρον ο ελληνικός μεσαίων. Το αντικείμενο αυτό είναι ένα ευρύ ανεξερεύνητο πεδίον […] Θα ήταν κάτι πρωτόφαντο να γράψει κανείς μια ιστορία του ελληνικού μεσαίωνος.29 Έπονται άμεσες πρακτικές παρατηρήσεις: Εδώ ζει κανείς ιδιαιτέρως οικονομικά. Τα καθημερινά έξοδα είναι στην Αθήνα διπλάσια […]. Ενδιαφέρουσες γνωριμίες κάναμε λίγες. Οι κύριοι των ευγενών λατινικών στρωμάτων είναι βαρετοί.

Μετά την άφιξη του Karl Otfried Müller στην Αθήνα στις αρχές του Απριλίου 1840, ο Curtius προσφέρεται ως ξεναγός και πιστός ακόλουθος του αρχαιολόγου καθηγητού από την Γοττίγγη, τον οποίον θαυμάζει απεριόριστα και με τον οποίον ελπίζει να συνεργασθεί στο άμεσο μέλλον. Τον Μάιο και Ιούνιο τον ακολουθεί σε μια περιήγηση ολοκλήρου της Πελοποννήσου, που διαρκεί πέντε εβδομάδες. Αμέσως μετά, τον Ιούλιο του 1840, έπεται το σημαντικότερο βήμα της ελληνικής εμπειρίας του ως συνεργάτη του Müller, η αρχαιολογική διερεύνηση των καταλοίπων του ιερού των Δελφών, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη και η οποία θα έχει ως τραγική κατάληξη τον αδόκητο θάνατο του γερμανού καθηγητή. Τις μέρες αυτές, που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη του νέου επιστήμονα, τις περιγράφει λεπτομερώς σε εκτενές γράμμα του της 07.08.1840 από την Αθήνα. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι πουθενά ο Curtius δεν αναφέρεται στις δυσκολίες, τους κινδύνους και τις κακουχίες που είναι συνυφασμένες με τις περιηγήσεις του στον ελληνικό χώρο. Ο συγγραφεύς και εμπνευσμένος κηποτέχνης πρίγκηψ Pückler- Muskau, που είχε επισκεφθεί την Πελοπόννησο λίγο νωρίτερα, το 1836, περιγράφει απροκάλυπτα την πραγματικότητα: «Όποιος έχει αρκετά δυνατή κράση για να ανθέξει δέκα ώς δώδεκα ώρες ημερήσια μετακίνηση, έφιππος, πεζή ή καβάλα σε μουλάρι, με καύσωνα ή εκτεθειμένος στο κρύο, όποιος μπορεί να είναι ευχαριστημένος με διαμονή σε σπίτια χωρίς παράθυρα και με διάτρητες στέγες […] ας τολμήσει το ταξίδι στην Ελλάδα».30 Αυτά ο πενηντάχρονος Pückler-Muskau. Για τον νεότατο και συνεπαρμένο από την αποκάλυψη της Ελλάδος Curtius ένα μόνο έχει σημασία, η εξερεύνηση του τόπου. Όλα τα άλλα παραβλέπονται.

Στοχασμοί και θεωρήσεις

Διάσπαρτες στις σελίδες των επιστολών του Curtius ευρίσκονται και ορισμένες γενικότερες θεωρήσεις αναφορικά με τα πεπρωμένα της νεότερης αναγεννημένης Ελλάδος που εντυπωσιάζουν για την πρώιμη ωριμότητά τους. Η υπόθεση είναι επιτρεπτή ότι στην αποκρυστάλλωση των απόψεων αυτών, κυρίως επί πολιτικών θεμάτων, συνέβαλε και η στενή επαφή και ανταλλαγή απόψεων με τον μέντορά του, καθηγητή Brandis, με τον οποίο συνοικούσε. Δεν λείπουν όμως και μερικές εξωτερικεύσεις πολύ προσωπικών κρίσεών του επί κοινωνικών θεμάτων. Αυθόρμητα αποδίδει την προβληματική κατάσταση του τόπου στα λάθη της πολιτικής ηγεσίας αλλά και της ιεραρχίας, και θεωρεί τον λαό, παρ’ όλα του τα πάθη και τις ιδιοτέλειες, θύμα των εξελίξεων. Η ριζοσπαστικότητα των απόψεών του αυτών εντυπωσιάζει, κυρίως εάν ληφθεί υπ’ όψιν η εθνική και ταξική προέλευσή του:

Τα νέα ανάκτορα υψώνονται μεγαλόπρεπα. Κυριαρχούν στην πόλη. Δεν θέλω να αναφερθώ στα εκατομμύρια δραχμών που θα κοστίσει το έργο αυτό, όταν τόσες πιεστικές ανάγκες του λαού δεν έχουν αντιμετωπισθεί ακόμη! […] Ο Θεός ας προστατέψει τον φτωχό εγκαταλελειμμένο λαό! Αντικείμενο των συζητήσεων που όλο επαναλαμβάνονται είναι τα σφάλματα της Αντιβασιλείας, η ξαδιαντροπιά της Ιεράς Συνόδου, που δεν κάνει τίποτα, μόνο διασκέπτεται κάθε τρεις μέρες και διεκδικεί την ίδρυση 25 μητροπόλεων, η ανεύθυνη στάση των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών απέναντι του Βασιλέως […], η τυχαία επιλογή των μελών του Συμβουλίου Επικρατείας, το όφελος και η ζημία από την παρουσία ξένου στρατού, το μέγα θέμα των πιστώσεων κτλ.

Η πιο οξυδερκής παρατήρησή του αφορά την ξαφνική παρουσία πλήθους ξένων ανθρώπων αλλά και εμπορευμάτων, που έχουν ως συνέπεια την αλλοίωση της ιδιομορφίας της ελληνικής ζωής. Το εισαγόμενο ανθρώπινο υλικό και τα προϊόντα της αλλοδαπής δεν διστάζει να τα χαρακτηρίσει «απόβλητα» της δυτικής κοινωνίας:

Η συρροή ξένων, οι οποίοι όπως και όλες οι εδώ προσφερόμενες πραμάτειες είναι τα απόβλητα του τόπου της προελεύσεώς τους, διέφθειρε πολύ τον ελληνικό λαό, που δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σταθερά και με ησυχία. Είναι μικρός ο αριθμός των αλλοδαπών που ήρθαν στην Ελλάδα με υψηλό φρόνημα!

Ως πιστός λουθηρανός και παιδί του δυτικού διαφωτισμού αγανακτεί με τη στάση του ορθοδόξου Κλήρου: Κραυγαλέα ψέματα τυπώνονται εις βάρος του Λουθήρου και άλλων. Τώρα ήρθε η σειρά να δυσφημισθεί η νέα μετάφραση στα νεοελληνικά της Βίβλου, αλλά και οι ευλογημένες προσπάθειες των εδώ αμερικανικών σχολείων. Ο κατατρεγμός του Καΐρη31 και της διδασκαλίας του περί θεοσοφίας από τους φιλορθόδοξους κύκλους τού προκαλεί συντριβή:

Ο Θεόφιλος Καΐρης ήταν μέχρι τώρα ο πιο θαυμαζόμενος και τιμημένος Έλληνας. Αυτό οφείλεται στον άμεμπτο βίο του, την λογιοσύνη και τους κόπους του σαν διδασκάλου του μεγάλου ορφανοτροφείου στην Άνδρο. Παλιός αγωνιστής – κατά την επανάσταση – αφοσίωσε μετά την ζωή του με μεγάλη αυτοθυσία στην διδασκαλία. Αυτός ο άνθρωπος κατηγορείται τώρα για έλλειψη πίστης. Τον μεταφέρουν με πολεμικό πλοίο στην Αθήνα ως κατηγορούμενο ενώπιον της Ιεράς Συνόδου!

Τέλος, ως κορυφαίο συμπέρασμα της παραμονής του στην Ελλάδα διατυπώνει μια προσωπική του «ανακάλυψη», που την προτείνει ως κατευθυντήρια αρχή για μια ευτυχή διαβίωση: Να δουλεύεις σαν βουβάλι είναι μία βάρβαρη εφεύρεση που δεν πρέπει να εισαχθεί στην Ελλάδα, μια και σε εμάς στον Βορρά έκανε τόσους πολλούς ανθρώπους ανάπηρους, στο πνεύμα και στο σώμα. Έχουμε εδώ μία εντυπωσιακή μεταστροφή από τις οικείες, αυστηρές, παραδεδεγμένες αρχές διαβίωσης και συμπεριφοράς του λουθηρανικού κόσμου προς μιίαν άλλη πραγματικότητα που του αποκαλύπτεται: Το μυστικό για να είσαι υγιής στην Ελλάδα είναι να έχεις ελεύθερο καιρό και καλή διάθεση. Ο νέος Βορειογερμανός ανακαλύπτει στον τόπο που τον υποδέχεται την δημιουργική απραξία, την «σχολή». Μεταβάλλει τον τρόπο του. Γίνεται κατ’ επιλογήν Έλλην.

Το φρόνημα του Εrnst Curtius. Ελλάδος σπουδή

Στο διάστημα της μακράς ζωής του ο Ernst Curtius εξελίχθηκε σε κατεξοχήν λόγιο ερευνητή της κλασικής παιδείας, συνδυάζοντας τα ενδιαφέροντα και την δράση του φιλολόγου, του ιστορικού, του χωρογράφου, του αρχαιογνώστου και τέλος του προωθητού σημαντικών πολιτιστικών εγχειρημάτων στον τομέα της Κλασικής Αρχαιολογίας. Η μεγαλοαστική προέλευση του επιστήμονος τού προσέφερε τη γενική παιδεία και τον επροίκισε με την ευρύτητα των προοπτικών που του επέτρεψαν μια πολυσχιδή δραστηριότητα ως ερευνητού, πανεπιστημιακού διδασκάλου και δημοσίου ανδρός.
Παραλλήλως προς τα ογκώδη επιστημονικά του συγγράμματα, δημοσιεύθηκαν σε τρεις τόμους (1875, 1882 και 1889) 61 δημόσιες ή πανεπιστημιακές ομιλίες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Αρχαιότητα και σύγχρονη εποχή (Altertum und Gegenwart).

Επιλεγμένα χωρία αυτών των διαλέξεων επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τα βιώματα και διδάγματα που εισέπραξε ο νέος επιστήμων στην Ελλάδα κατά το διάστημα της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνος (1837–1840) διαμόρφωσαν το φρόνημά του, καθοδήγησαν τις μετέπειτα επιλογές του και τον εσφράγισαν διά βίου. Έτσι, δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρίσουμε την επιστημονική του σταδιοδρομία ως απαύγασμα και απόηχο της νεανικής συνάντησής του με την Ελλάδα. Αποκαλυπτική είναι η σύγκριση του περιεχομένου των πρώιμων γραμμάτων του από την Αθήνα (στα οποία αναφερθήκαμε εκτενώς) με τις απόψεις του ωρίμου επιστήμονος δεκαετίες αργότερα. Ως παγία επωδός (cantus firmus), συγκεκριμένα θέματα προβάλλονται διαχρονικά στους λόγους του και διαγράφουν το πλέγμα αναφοράς των ιδεών και πεποιθήσεων του επιστήμονος αλλά και την αισθαντικότητα του λογίου ανδρός. Ανεξίτηλα παραμένουν δια βίου στη θεώρηση του Curtius το ήθος του ελληνικού λαού, η αέναη γοητεία του φυσικού χώρου και του κλίματος της Ελλάδος, η ιδιομορφία της ζωής στον Νότο, το πάθος του για την ελληνική ιστορία, χωρογραφία και αρχαιογνωσία. Ευκαιριακά διατυπώνει και γενικότερες κρίσεις για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στον αναγεννώμενο τόπο.

Την ιδιοσυγκρασία (τον τρόπο τού είναι) του Νεοέλληνα ο Curtius την έχει γνωρίσει από κοντά, κατά την τετράχρονη διαβίωσή του στην χώρα. Πιστεύει ακράδαντα ότι την πνευματική εξέλιξη ενός λαού μπορούμε να την κατανοήσουμε και να την εκτιμήσουμε μόνο επισκεπτόμενοι τον πάτριο τόπο του. Η γνωριμία του με τη νέα Ελλάδα δεν βασίζεται, ωστόσο, σε μια απευθείας πρακτική αντιπαράθεση με τις συνθήκες ζωής και εργασίας στον τόπο. Άλλοι ομοεθνείς του όπως ο Ludwig Ross, έφορος αρχαιοτήτων και πρώτος καθηγητής Αρχαιολογίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο, ή ο επί πολλά έτη δημομηχανικός της Αθήνας Friedrich Stauffert, γνώρισαν το μόλις συγκροτούμενο κράτος «εκ των ένδον». Η ενεργός συμμετοχή τους σε διοικητικές θέσεις τούς έφερε σε άμεση επαφή με την εκκολαπτόμενη νεοελληνική κοινωνία, με τις εσωτερικές της αντιφάσεις και εγγενείς δυσκολίες. Ο Curtius, αντιθέτως, ήταν μεν παρών με περιέργεια και δεκτικότητα, αλλά γνώρισε τη δύσκολη αθηναϊκή πραγματικότητα μάλλον επιδερμικά, «εις εγγύτητα ανοχής και εις απόστασιν φιλίας», ιδιωτεύων στο οικογενειακό περιβάλλον του εργοδότου του καθηγητού Brandis. Οι κρίσεις του είναι ως εκ τούτου γνώμες «αγαθού ανδρός», δικαίου μεν αλλά μη άμεσα εντεταγμένου στην κοινωνία της δεύτερής του πατρίδος.

Με μεγάλη οξυδέρκεια διαβλέπει και το εγγενές πρόβλημα της νεοελληνικής κοινωνίας: Το άτομο δίνει προτεραιότητα στο προσωπικό ή οικογενειακό του συμφέρον, ενώ δυσπιστεί προς την Πολιτεία. Η νοοτροπία αυτή ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις και αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή. Οι βιοτικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα είναι ποικίλες και περίπλοκες:

Ο κάθε ένας έχει πλήθος ανθρώπινες σχέσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα οικογενειακά του ενδιαφέροντα. Οι στενές οικογενειακές σχέσεις ωστόσο τον απασχολούν κατά προτεραιότητα. Ο σύγχρονος Έλληνας εγγράφεται με άνεση σε αυτήν την οικεία σφαίρα ζωής και κρατιέται μακριά από τις απαιτήσεις του κράτους, σαν να επρόκειτο για εχθρική δύναμη που παρενοχλεί τον προσωπικό του χώρο. Συνέπεια αυτού είναι η αδιαφορία του πολίτου για τα δημόσια πράγματα. Διεγείρεται μόνον και μετέχει στις πολιτικές αντιπαραθέσεις όταν πιστέψει ότι τα όσα διακυβεύονται αφορούν θέματα που επηρεάζουν τις προσωπικές του συνθήκες, όταν θίγεται η ησυχία και ευμάρεια της οικογενείας του.32

Η ακαταμάχητη έλξη του ελληνικού χώρου – του κλίματος και της φύσης – παραμένουν για τον Curtius ανάμνηση ζωντανή και οι περιηγήσεις του στην Ελλάδα βίωμα πολύτιμο, στο οποίο επανέρχεται συχνά. Οι βορειοευρωπαϊκές μελέτες κλασικών κειμένων δικαιώνονται και ολοκληρώνονται μόνο με τη βίωση της ελληνικής φύσης. Ιδιαίτερα η Αττική προσφέρει το μεγάλο δίδαγμα. Η ηρεμία και συγχρόνως η ποικιλία των φυσικών σχηματισμών ανοίγουν έναν νέο κόσμο μπροστά στα μάτια του δεκτικού παρατηρητή:

Στην Αττική συναντάς παντού σε περιορισμένο χώρο την πιο πλούσια διάρθρωση και πληρότητα των φυσικών μορφών. Σε κάθε σου βήμα αλλάζει η θέαση, κάθε νέο σημείο οράσεως προσφέρει μια νέα εικόνα. […] Όλα βρίσκονται σε κίνηση και όμως συνθέτουν μία ήρεμη αρμονία.33

Με σαφήνεια προσδιορίζει την ψυχολογική επίδραση του φυσικού χώρου στην εγρήγορση, τη δεκτικότητα αλλά και την εφευρετικότητα του επισκέπτη:

Ο ουρανός της Αθήνας φωτίζει την όραση, προκαλεί και οξύνει την παρατήρηση, χαρίζει γαλήνιο συναίσθημα και διεγείρει την δραστηριότητα του ανθρώπου. Ιδίως δυναμώνει την σωματική και ψυχική υγεία, προσφέροντας την δυνατότητα της ενεργού παραμονής καθ’ όλο το διάστημα του χρόνου στο φως και στον ύπαιθρο χώρο. Έτσι είναι η Αττική ένας μοναδικός τόπος με όλες τις χάρες και τις ελλείψεις του. Κάθε δώρο της φύσης πρέπει εδώ να αξιοποιηθεί και κάθε έλλειψη να αντιμετωπισθεί με εφευρετικότητα.34

Μαγεμένος θυμάται ως ώριμος άνδρας τις παλιές περιηγήσεις του στις Κυκλάδες, το άνοιγμα της ματιάς του στο θαύμα του Αιγαίου:

Τι μεγαλόπρεπο θέαμα προσφέρει η ελληνική θάλασσα όταν την διασχίζεις! Ώσπου φθάνει η ματιά υψώνονται υψηλά περιγράμματα βουνών με ευγένεια και σαφήνεια πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης. Ένας απαράμιλλος πλούτος μορφών κυριαρχεί εδώ και συντίθεται σε σύνολα σε αέναη μεταλλαγή.35

Με σπάνια ευαισθησία περιγράφει την ανεπανάληπτη αποκάλυψη που προσφέρει η γνωριμία με κάθε νησιωτικό τοπίο:

Κάθε νησί έχει και μία ιδιότυπη γοητεία που μας συγκινεί. Σε ένα χώρο περιορισμένο από παντού, η εξοικείωση είναι πιο εύκολη. Τα κύματα της θαλάσσης κρατούν μακρυά μας την πίεση της ζωής που επιφέρει σύγχυση. Στην σιγαλιά ενός απομονωμένου κόσμου ανθούν πιο εύκολα οι καθαρές χαρές του συναισθήματός μας.36

Άρρηκτα συνδεδεμένη με τον θαυμασμό του φυσικού χώρου της Ελλάδος που τον διακατέχει είναι και η ζωντανή ανάμνηση ενός αδέσμευτου βίου, τον οποίο οι κλιματικές συνθήκες επιτρέπουν στον Νότο: Ποιος δεν αισθάνεται ότι ο κόσμος του φωτός και της θερμότητος διευκολύνει αγαστά την κανονική εξέλιξη των ανθρώπων, ψυχικά και σωματικά; Ότι ο άνθρωπος του Νότου είναι ελευθερωμένος από τα βάρη που καταπιέζουν και αμβλύνουν τους βορείους;, αναρωτιέται.37 «Κέρδος εσαεί» παραμένει για τον Ernst Curtius το άσβεστο και πάντα ανανεούμενο ενδιαφέρον του για την ιστορική χωρογραφία, τον συνδυασμό εκείνο αρχαιογνωσίας, τοπογραφίας και ιστορίας, που του έγινε έγκυρος τρόπος προσεγγίσεως της αρχαίας αλλά και της νεότερης Ελλάδος. Στην πρώτη μεγάλη συνθετική μελέτη του (1851–52) με τίτλο Πελοπόννησος. Μία ιστορική και γεωγραφική περιγραφή της χερσονήσου, γράφει προγραμματικά:

Όλοι όσοι ασχολούνται με την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και ιστορία έχουν την επιθυμία να γνωρίσουν την ελληνική γη και η χωρογραφία έχει σκοπό να παρουσιάσει την χώρα όπως ήταν στους παλαιούς χρόνους της ελληνικής ιστορίας. Η ωραιότητα αυτού του στόχου με κατέκτησε από την ημέρα που αξιώθηκα να δω τα ελληνικά ακρογιάλια και έτσι αποφάσισα να αποκτήσω μία όσο το δυνατόν πλήρη γνώση του ελληνικού χώρου (όσου ανήκει σήμερα στο Ελληνικό Βασίλειο) κατά το διάστημα μιας τετράχρονης παραμονής στην Ελλάδα. […] Έχουμε βαρεθεί να διαβάζουμε ξανά και ξανά ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα, που την επισκέπτονται πολλοί. Τα βιβλία αυτά επαναλαμβάνουν γνωστά και αδιάφορα γεγονότα που αφορούν μόνον προσωπικά τον εκάστοτε ταξιδιώτη και που εκτίθενται με βαρετές λεπτομέρειες. […] Η χωρογραφία πρέπει να πλησιάσει το αληθινό αντικείμενό της και να τολμήσει, βασιζόμενη στην πλούσια βιβλιογραφία, να περιγράψει την ιστορική τοπογραφία των κλασικών χωρών.

Με τα χρόνια, κερδίζοντας πείρα και δημόσιο κύρος, ο Curtius αποτολμά – αλλά μάλλον σπάνια – να εκφράσει και απόψεις για την πολιτική πορεία του νέου Ελληνισμού. Οι παρεμβάσεις του αυτές έχουν τον χαρακτήρα γενικής ιστορικής θεώρησης και δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως άμεσες πολιτικές θέσεις αλλά μάλλον ως ηθικές παραινέσεις:

Η ελληνική παλιγγενεσία ευρίσκεται αντιμέτωπη με πολλές και ιδιόμορφες δυσκολίες, εσωτερικής και εξωτερικής προελεύσεως. Μπορούμε να ελπίζουμε σε μια θετική τροπή των πραγμάτων μόνον εάν ο ελληνικός λαός αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να προχωρήσει, εφ’ όσον επενδύει τις δυνάμεις του σε πολιτικές προστριβές και κατευθύνει το ενδιαφέρον του στα θέματα της άστατης εφήμερης πολιτικής.38

Αναγνωρίζουμε εδώ όχι μόνο τον εγγενή συντηρητισμό του γερμανού μεγαλοαστού και την επιφυλακτικότητά του απέναντι στην «άστατη εφήμερη πολιτική», όπως διαδραματίζεται στην Ελλάδα της εποχής του, αλλά και τη ριζική απόρριψη της ιδέας του δυτικότροπου «εκσυγχρονισμού» του τόπου:

Η Ελλάδα, τόπος ενός αξιοσέβαστου παρελθόντος, ελευθερώθηκε από την βαρβαρότητα και φυτεύθηκε εδώ τώρα ο σπόρος του πολιτισμού. Οι εξελίξεις στην νέα Ελλάδα μάς διδάσκουν εν τούτοις πόσο δύσκολο είναι να προσφέρεις ευεργεσίες χωρίς να συνδέεις με αυτές ιδιοτελείς απαιτήσεις και ιδιόμορφες αξιώσεις. Δεν κατορθώσαμε [εμείς οι Δυτικοί] να αφήσουμε το νέο κράτος να αναπτυχθεί κατά το δυνατόν ελεύθερο από πιέσεις. Για τρίτη φορά, μετά τις παλαιότερες –φράγκικη και ενετική– κατακτήσεις, μετεμφυτεύθηκε ο πολιτισμός της Δύσης ως αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα στην ελληνική γη. Για άλλη μια φορά όμως πρέπει να ελευθερωθεί η Ελλάδα από τις πανίσχυρες ξένες επιδράσεις και να αποδείξει ότι η πανάρχαια χώρα, με τον πληθυσμό της που συντίθεται από πολλά νέα στοιχεία, είναι ικανή να μορφώσει ιστορία που θα βασίζεται στις δικές της δυνάμεις.39

Στη δημόσια σταδιοδρομία του στο διάβα πέντε δεκαετιών μετά τη νεανική παραμονή του στην Ελλάδα, ο Ernst Curtius ακολούθησε μια πορεία πολυδιάστατης επιστημονικής έρευνας, που συνδυάσθηκε με σημαντικές πολιτιστικές πρωτοβουλίες. Όπως μας βεβαιώνει ο υιός του, Friedrich Curtius, «εύρισκε ιδιαίτερη ικανοποίηση στην προώθηση μεγάλων επιστημονικών και καλλιτεχνικών εγχειρημάτων, στηριζόμενος στην εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπό του ο βασιλικός οίκος των Hohenzollern».40 Δείγματα τέτοιων παρεμβάσεών του ήταν η σύνταξη του λεπτομερούς τοπογραφικού-ιστορικού χάρτη της Αττικής (1881–1903), η ίδρυσις του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα (1874) και η διεξαγωγή υπό την διεύθυνσή του των μεγάλων ανασκαφών του γερμανικού κράτους στην Ολυμπία (1876–1881). Με θεμέλιο την οικογενειακή του προέλευση αλλά και την ανθρωπιστική του παιδεία, ο Curtius μάς παρουσιάζεται ως προεξέχον παράδειγμα καλλιεργημένου αστού, που θέλησε να προσλάβει τον Ελληνισμό στην ολότητα και διαχρονικότητά του. Εμφορούμενος από μια ενθουσιώδη ελληνοφροσύνη έζησε και εργάστηκε αποδίδοντας πρωταρχική σημασία στην αιώνια – για αυτόν – εγκυρότητα της ελληνικής παιδείας και αναπτύσσοντας περιορισμένο μόνον ενδιαφέρον για τις κοινωνικές εξελίξεις και πολιτικές αντιμαχίες – ελληνικές και ευρωπαϊκές – της εποχής του. Υπήρξε ο υψηλόφρων ερμηνευτής και θαυμαστής του ελληνικού δαιμονίου.

Ένα παράδειγμα

Η ετοιμότητα, η ανάγκη για υπαρξιακή αλλαγή, για μια αναθεώρηση του βίου, σπάνια αλλά αυτόβουλη τότε απόφαση ενός μεμονωμένου ατόμου, επιβάλλεται σήμερα – εκ των πραγμάτων – ως κοινή μοίρα σε αναρίθμητους νέους ανθρώπους. Η αδήριτη ανάγκη οδηγεί στον ξενιτεμό, στην έκθεση στο ανοίκειο. Το πώς μια τέτοια τροπή δεν θα γίνει τραυματική εμπειρία αλλά δημιουργική πορεία, διεύρυνση οριζόντων, πλησμονή ζωής, μας το μεταδίδουν τα τόσο πηγαία γράμματα αυτού που πέρασε τότε μέρες της νεότητός του στην Ελλάδα. Αποδεχόμενος, βιώνοντας αλλά και αγαπώντας το αλλότριο, χωρίς να απαρνηθεί την προέλευσή του, ανεκάλυψε τον εαυτό του, συσπείρωσε τις δυνάμεις του και βρήκε στην Ελλάδα την πνευματική του πατρίδα, στην οποίαν αφιέρωσε το επιστημονικό του έργο. Το ξένο δεν του έγινε μόνο οικείο αλλά και περιεχόμενο ζωής.
Το αφήγημα των επιστολών του Ernst Curtius παραμένει προτροπή ισχυρή και επίκαιρη.

Περίληψη

Τα πηγαία μηνύματα από την περίοδο ίδρυσης του ελληνικού κράτους, ιδιαίτερα από τη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, οι οποίες βρίσκοντες καταγεγραμμένες στις επιστολές του Ernst Curtius, περιέχουν πολύτιμες εικόνες από τη σκοπιά ενός νεαρού επιστήμονα. Οι αναφορές αυτές, που σε καμία περίπτωση δεν υπηρετούν κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, μεταφέρουν αδογμάτιστες απόψεις, απαλλαγμένες σε μεγάλο βαθμό από οποιαδήποτε ιδεολογία. Παρότι η κριτική ανάγνωση αυτής της ιστορικής αλληλογραφίας έχει συγκεκριμένα όρια, η σημασία της επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση με τις αντιλήψεις του ώριμου κλασικού φιλολόγου Εrnst Curtius: Μεταξύ των επιστημονικών απόψεων του Curtius και της οπτικής που υιοθέτησε κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων υφίσταται μια στενή συγγένεια. Συγκεκριμένα θέματα που αντηχούν στις νεανικές αυτές παρατηρήσεις βρίσκουν αργότερα συχνά μια θέση στις ομιλίες του. Τα βασικά χαρακτηριστικά της πνευματικής του στάσης, όπως και η ευαισθησία του, αντλούν από τις εμπειρίες που βίωσε στο ταξίδι του στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων, που ολοφάνερα τον σφράγισε. Το σώμα των επιστολών που παρουσιάζεται εδώ εμπεριέχει εντυπώσεις από τόπους, εικόνες της πόλης, γεγονότα και τοπία, συνοδευόμενες από σχόλια. Η σπουδαιότητα των παρατηρήσεων δεν περιορίζεται στα ενδιαφέροντα του κλασικού φιλολόγου. Το εύρος τους καλύπτει σημαντικές πολιτικές, κοινωνιολογικές και λαογραφικές-εθνολογικές όψεις της ελληνικής ζωής κατά τη δεκαετία του 1830.

Σημειώσεις

  1. «Και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν βλεπτέον». Πλάτων: Αλκιβιάδης, 133b.
  2. Βλ. Ross, 1863.
  3. Βλ. Pückler-Muskau, 1840.
  4. Βλ. Stauffert, 1844 (Πόλεις και μνημεία στην Ελλάδα του Όθωνος, μτφρ. και σχολ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα 2008).
  5. Τα αρχαία λατομεία του Πεντελικού όρους είχαν εκ νέου λειτουργήσει για τη λατόμευση μαρμάρου για την ανέγερση των βασιλικών Ανακτόρων του Όθωνος στην Αθήνα (Παλαιά Ανάκτορα, σήμερα κτίριο της Βουλής).
  6. Βλ. Λυτ, 1981.
  7. Το βυζαντινόν θρησκευτικόν μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με την ιδιότυπη ψαλμωδία του ήταν τελείως ξένο για έναν διαμαρτυρόμενο συνηθισμένο στην ενόργανη θρησκευτική μουσική της Δύσεως. Καίρια είναι και η παρατήρησις του Curtius για την συχνά ακατανόητη εκφορά του λόγου από ιερείς και αναγνώστες στις εκκλησίες της Ελλάδος.
  8. Το πρώτο κλειστό θέατρο των νεωτέρων Αθηνών ανηγέρθη από τον Ιταλό Ιωσήφ Καμιλλιέρι το 1838, τον οποίον διεδέχθη ο συμπατριώτης του, Σανσόνι. Την επιχείρηση αναλαμβάνει το 1844 ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Ιωάννης Μπούκουρας, που θα δώσει το όνομά του στο μοναδικό αθηναϊκό θέατρο που ελειτούργησε μέχρι το 1899, οπότε και κατεδαφίσθη. Το ακαλαίσθητο λιθόκτιστο και ξυλοπαγές κτήριο, με τρεις σειρές θεωρείων και μικράν πλατείαν με επτά μόνον σειρές καθισμάτων, χωροθετήθηκε στην θέση Γεράνι, στην σημερινήν οδόν Μενάνδρου. Ο Curtius παρευρέθη στην παράσταση της Lucia di Lammermoor, της πρώτης όπερας που ανεβάστηκε στο θέατρο, τον Ιανουάριο του 1840.
  9. Ο Prokesch von Osten ήταν πρέσβης της Αυστρίας και ο Travers πρόξενος της Ολλανδίας κατά την περίοδο της παραμονής του Curtius στην Αθήνα.
  10. Την ίδια περίπου εποχή της παραμονής του Curtius στην Ελλάδα, επεσκέφθη την χώρα (1836) και ο μεγάλος γερμανός αρχιτέκτων και ζωγράφος Leo von Klenze. Στον απολογισμό του ταξιδίου του στην Ελλάδα με τον τίτλο Aphoristische Bemerkungen gesammelt auf seiner Reise nach Griechenland (Berlin 1838), ο Klenze γράφει γοητευμένος από την ελληνική φύση: «Για να αποκτήσει κανείς μιαν ιδέα της ομορφιάς αυτού του θεάματος, πρέπει να γνωρίσει τον ελληνικό αιθέρα, τον ελληνικό ήλιο και τον χαρακτήρα του ελληνικού τοπίου, που αναπτύσσεται σε όλη του την γοητεία κυρίως στα μακρυνά του περιγράμματα…».
  11. «Η εισαγωγή θερμαστρών στην Αθήνα, τη Σύρα κ.λπ. (γιατί στην επαρχία εξακολουθούν να μην υφίστανται) είναι πρόσφατος νεωτερισμός· παλαιότερα οι θερμάστρες ήταν εντελώς άγνωστες. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ούτε καν στα καλύτερα κτίρια δεν τοποθετούνται ακόμη σταθερές θερμάστρες […] τελευταία φέρνουν μικρές πορσελάνινες θερμάστρες από την Μασσαλία». Βλ. Stauffert, 1844.
  12. Ο αρχιτέκτων Ludwig Lange (1806–1868) παρέμεινε στην νεότητά του στην Ελλάδα μεταξύ των ετών 1834 και 1838, εχρημάτισε καθηγητής σχεδίου στο πρώτο γυμνάσιο των Αθηνών και εφιλοτέχνησε μια σειρά υδατογραφιών ελληνικών τοπίων υψηλής αισθητικής ποιότητος και τοπογραφικής ακριβείας που φυλάσσονται στην Staatliche Graphische Sammlung του Μονάχου. Το 1847 εξελέγη καθηγητής στην Ακαδημία των Τεχνών του Μονάχου και το 1860 εξεπόνησε τα σχέδια για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, βάσει των οποίων, με σχετικές τροποποιήσεις των Κάλκου και Ziller, ανηγέρθη αργότερα (1866–1889).
  13. Έχομε εδώ μίαν ενδιαφέρουσα περιγραφή του τρόπου διενεργείας τότε των σωστικών ανασκαφών, όχι με πρωτοβουλία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά μετά από την παρέμβαση κατοίκων «φίλων της τέχνης»!
  14. Η περίπλοκη ιστορία της χωροθετήσεως και ανεγέρσεως του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα (1858–1889) τεκμηριώνεται με μεγάλη λεπτομέρεια, στο σπερματικό έργο της Αγγελικής Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, Αθήνα 1977, 208–246.
  15. Στον Πειραιά εγκαταστάθηκαν νωρίς από την Κυβέρνηση πρόσφυγες από τη Χίο και εποικισταί από την Ύδρα, στους οποίους παραχωρήθηκαν οικόπεδα ιδιοκτησίας του Δημοσίου, εντεταγμένα στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως υπό τον όρον ότι θα έκτιζαν κατοικίες με δικά τους μέσα. Οι όροι για τον τρόπο «προικοδότησης» των νησιωτών προβλέπονται στα Βασιλικά Διατάγματα της 24.01./05.02.1835 (για τους Χιώτες) και της 19/31.05.1838 (για τους Υδραίους).
  16. Ο γερμανός αρχιτέκτων E. Laurent (γνωστός στα ελληνικά κείμενα ως «Λαυρέντιος») είχε διορισθεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία με Βασιλικό Διάταγμα της 24.04/06.05.1835 και συνεργάσθηκε στην αναστύλωση του Ναού της Απτέρου Νίκης.
  17. Ο William Martin Leake (1777–1860), άγγλος συνταγματάρχης, παρέμεινε επανειλημμένα στον ελληνικό χώρο μεταξύ των ετών 1801 και 1810, ως εντεταλμένος της Αγγλικής Κυβερνήσεως για την τοπογραφική διερεύνηση της Ελλάδος και ως αντιπρόσωπος της χώρας του (1809–1810) στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ο Leake θεωρείται ο πολυγραφότατος εκ των «ταξιδιωτών» των αρχών του 19ου αιώνα που ασχολήθηκαν με την ιστορία, τοπογραφία και αρχαιολογία της Ελλάδος. Ο Curtius αναφέρεται στο τρίτομο κλασικό έργο του Leake Ταξίδια στον Μωριά (1835) καθώς και στους τέσσερις τόμους του έργου Ταξίδια στην Βόρειο Ελλάδα (1835).
  18. Ο γερμανός αρχαιολόγος Karl Otfried Müller (1797–1840) εξελέγη καθηγητής της Αρχαιογνωσίας στη Γοττίγγη (Göttingen) το 1819 εις ηλικίαν μόλις 22 ετών. Το 1825 δημοσίευσε το πρώτο εγχειρίδιον Κλασικής Αρχαιολογίας με τον τίτλο Εγχειρίδιον της Αρχαιολογίας της Τέχνης. Το 1908 οι Otto και Else Kern εξέδωσαν την αλληλογραφία του με τον τίτλο Εικόνα μιας ζωής μέσα από τα γράμματα προς τους γονείς του, συνοδευόμενη από το ημερολόγιο του ταξιδίου του στην Ιταλία και την Ελλάδα.
  19. Το μνημείον του Karl Otfried Müller ανηγέρθη αμέσως μετά τον θάνατόν του επί του βραχώδους μικρού λόφου του Ιππίου Κολωνού (υψόμ. 57 μ.) βορειοδυτικώς των Αθηνών. Η δαπάνη του έργου ανήλθε σε 5.900 δρχ. (όπως βεβαιούται από τον προϋπολογισμόν του E. Schaubert της 25.12.1841/06.01.1842) και εκαλύφθη από εθελοντικές εισφορές και το Βασιλικόν Ταμείον. Το αρχικόν σχέδιον του Schaubert προέβλεπε την ανέγερσιν επιτυμβίου ναΐσκου επί βάσεως τετραγωνικής διατομής, συνολικού ύψους 4 μ. Το εκτελεσθέν σχέδιον περιορίσθηκε σε επιτύμβια στήλη με ανθέμιον επί κλιμακωτής βάσεως τεσσάρων βαθμίδων.
  20. Ο Curtius μάς δίδει εδώ την πληροφορία, την οποίαν δεν έχομε από άλλες πηγές, ότι στην Πεντέλη είχε ανεγερθεί (πρόχειρος;) οικισμός λατόμων και ότι μεταξύ αυτών ήσαν και πολλοί Γερμανοί.
  21. Το Ναύπλιο (η Napoli di Romania των Ενετών) είναι η δεύτερη πόλη, μετά την Αίγινα (1828), που ανεκηρύχθη, το 1829, πρωτεύουσα της ανεξαρτήτου Ελλάδος, μετά την Αίγινα (1828). Η πόλις την οποίαν οι Ενετοί είχαν μεταβάλει σε σημαντικότατο οχυρό, καταλαμβάνει έκταση μόνον 700×350 μ., δηλαδή 24,5 εκταρίων, και είναι κτισμένη στις βόρειες οχυρωμένες κλιτύς της Ακροναυπλίας (Ιτς Καλέ, υψόμετρο 85 μ.), κάτω από το επιβλητικό οχυρό του Παλαμηδιού (υψόμετρο 215 μ.) και περιεβάλλετο από ισχυρά τείχη. Όταν ο Curtius επεσκέφθη το Ναύπλιο είχε ήδη πραγματοποιηθεί η επέκτασή του προς την θάλασσα (με πέντε σειρές οικοδομικών τετραγώνων), συμφώνως προς το σχέδιον του Θ. Βαλλιάνου (1834).
  22. Τα εκτεταμένα κατάλοιπα της αρχαίας Μεσσήνης απλώνονται στην πλαγιά του όρους Ιθώμη (σημερινό Βουρκάνο). Τα τείχη που ανηγέρθησαν κατ’ εντολήν του Επαμεινώνδα (362 π.Χ.) είχαν μήκος 9 χλμ. (διασωθέν τμήμα: 1.800 μ.) και πάχος 10 ποδών με πλήθος πύργων, πολλοί των οποίων σώζονται σε όλο τους το ύψος. Η πρώτη αρχαιολογική εξερεύνηση του χώρου είχε ήδη γίνει από την γαλλική Expédition Scientifique de Morée και τα πρώτα πορίσματα είχαν δημοσιευθεί από τον Abel Blouet (1831).
  23. Η πρώτη συστηματική ανασκαφή εις τον χώρο της Ολυμπίας επεχειρήθη από την Expédition Scientifique de Morée κατά το έτος 1829 και διήρκεσε έξι εβδομάδες. Τα αποτελέσματα της ερεύνης αυτής των Γάλλων δημοσιεύθηκαν το 1831 στον πρώτο από τους τρεις τόμους του μνημειώδους έργου της αποστολής. Το 1834 επεσκέφθη την Ολυμπία ο Leo von Klenze και το 1836 ο Pückler-Muskau. Και οι δύο εντυπωσιάζονται από την ομορφιά του τοπίου αλλά επισημαίνουν την αξιοθρήνητη κατάσταση εγκατάλειψης της κοιλάδος του Αλφειού.
  24. Ο Ludwig Ross, που επεσκέφθη την Δήλο τον Αύγουστο του 1835, αναφέρει χαρακτηριστικά για τον χώρο: «Η Δήλος είναι ένα εντελώς έρημο νησί, μια μεγάλη θλιβερή θάλασσα ερειπίων. Δεν υπάρχει ούτε ένα γραφικό κατάλοιπο. Όλα έχουν μετατραπεί σε σωρούς θραυσμάτων και σκλήθρων, τόσο τρομακτική ήταν η μανία των ανθρώπινων χεριών […] Ό,τι πιθανόν ήταν χρήσιμο στους παπάδες της Τήνου για το σύγχρονο Μαντείο τους [εδώ εννοείται η εκκλησία της Παναγίας] το σήκωσαν […]. Ούτω παρέρχεται του κόσμου η δόξα».
  25. Ο αρχιτέκτων E. Laurent διενήργησε την πρώτη σημαντική ανασκαφή στους Δελφούς ως απεσταλμένος της ελληνικής Κυβερνήσεως κατά τα έτη 1828–1830 (σαρκοφάγος του Μελεάγρου) και 1838 (Ιερό της Αθηνάς Προναίας).
  26. «Το μάρμαρο είναι, ως γνωστόν, εδώ στην Μάρπησσα της Πάρου αξεπέραστης ποιότητος, και το κάλλιστο σχεδόν διάφανο. Ο τρόπος της εξόρυξης πείθει ότι ο Πλίνιος και άλλοι αρχαίοι είχαν δίκιο όταν έλεγαν πως το όνομα αυτής της αρίστης ποιότητος μαρμάρου –λυχνίτης, λυχνεύς ή πάριος λύγδος– οφείλετο στο γεγονός ότι εξορύσσετο με το φως του λύχνου, πράγμα που δεν συνέβαινε στα άλλα λατομεία επιφανειακής εξόρυξης μαρμάρου». Βλ. Ross, 1840, 41–42.
  27. Για την επιχειρηματική δραστηριότητα του Σταματίου Κλεάνθους τη σχετική με την λατόμευση μαρμάρων της Πάρου, βλ. εκτενώς το άρθρον του Μπίρη, 1976, 66–68.
  28. Ο L. Ross σε γράμμα του της 17.08.1835 (Ross, 1840, 16, 19) περιγράφει με σαφήνεια τη δημογραφική ιδιοτυπία της χώρας της Νάξου: «Το λεγόμενον Καστρόβουνο, ένας χαμηλός βραχώδης λόφος που επάνω του είναι κτισμένο το μοναστήρι, είναι η διακεκριμένη συνοικία της Νάξου. Εδώ κατοικεί μόνον η λατινική αριστοκρατία και η καθολική ιεροσύνη. Η κάτω πόλη, όπου ζουν οι πολύ πολυπληθέστεροι ορθόδοξοι Έλληνες, εκτείνεται ανάμεσα στους πρόποδες του λόφου και το λιμάνι».
  29. Τελικά ο E. Curtius δεν συνέγραψε ιστορίαν του ελληνικού Μεσαίωνος. Εις το δίτομον έργον του, όμως, Peloponnesos. Eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel (E. Curtius,1851), αφιερώνει στην ιστορική εισαγωγή (σελ. 84–104) μία σύντομη περιγραφή των ιστορικών εξελίξεων εις τον Μοριά, κατά την Βυζαντινή και Οθωμανική εποχή.
  30. Βλ. von Pückler-Muskau, 1840.
  31. Ο Θεόφιλος Καΐρης, φιλόσοφος και θεολόγος, εγεννήθη το 1784 στην Άνδρο και απέθανε στις φυλακές της Σύρου το 1853. Υπήρξε Φιλικός και μετέσχεν εις τον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ίδρυσε το Ορφανοτροφείον στην Άνδρο. Η αγνότης του χαρακτήρος του, η ρητορική του ικανότης και η λογιοσύνη τον επέβαλαν ταχέως ως πνευματική προσωπικότητα. Η δικαστική του δίωξις με αφορμή την διδασκαλία της Θεοσεβείας ως φιλοσοφικόν σύστημα και η επανειλημμένη καταδίκη του αρχικώς εις εξορίαν (1840) και αργότερα με φυλάκισιν (1853) απετέλεσεν κοινωνικόν σκάνδαλον. Περί το πρόσωπον του Καΐρη εδημιουργήθη ο θρύλος της αρετής και του θάρρους του. Ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος συμπεραίνει αναφερόμενος στον Καΐρη: «Το έμβλημα της αρετής και μετριοφροσύνης, ο φίλος της ισότητος και της δικαιοσύνης».
  32. Λόγος του Ernst Curtius, «Die patriotische Pflicht der Parteinahme» (Το πατριωτικό καθήκον της πολιτικής θέσης), 04.06.1867.
  33. Λόγος του Ernst Curtius, «Boden und Klima von Athen» (Έδαφος και κλίμα των Αθηνών). Εορτή προς τιμήν του Leibnitz, 1877.
  34. Λόγος του Ernst Curtius, «Boden und Klima von Athen» (Έδαφος και κλίμα των Αθηνών). Εορτή προς τιμήν του Leibnitz, 1877.
  35. Λόγος του Ernst Curtius, «Naxos» (Νάξος), 1846.
  36. 3Λόγος του Ernst Curtius, «Naxos» (Νάξος), 1846.
  37. Λόγος του Ernst Curtius, «Das alte und das neue Griechenland» (Η αρχαία και η νέα Ελλάδα), 04.06.1862.
  38. Λόγος του Ernst Curtius «Das alte und das neue Griechenland» (Η αρχαία και η νέα Ελλάδα), 04.06.1862.
  39. Βλ. E. Curtius, 1851.
  40. Βλ. F. Curtius, 1903.

Βιβλιογραφία

Peloponnesos. Eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel
Ernst Curtius (Συγγραφέας)
1851-1852
Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland
Ludwig Ross (Συγγραφέας)
1863
Ernst Curtius. Ein Lebensbild in Briefen
Friedrich Curtius (Συγγραφέας)
1903
Südöstlicher Bildersaal. Griechische Leiden
Hermann von Pückler-Muskau (Συγγραφέας)
1840
Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία
Αγγελική Κόκκου (Συγγραφέας)
1977
Σταμάτης Κλεάνθης, ο μεγαλοϊδεάτης αρχιτέκτων των Αθηνών
Κώστας Μπίρης (Συγγραφέας), Παύλος Κυριαζής (Επιμελητής)
1976
Reisen auf den griechischen Inseln des ägäischen Meeres
Ludwig Ross (Συγγραφέας)
1840
Die Anlage von Athen und der jetzige Zustand der Baukunst in Griechenland
Friedrich Stauffert (Συγγραφέας)
1844
Πόλεις και μνημεία στην Ελλάδα του Όθωνος
Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς (Επιμελητής, Μεταφραστής), Friedrich Stauffert (Συγγραφέας), Τούλα Σιέτη (Μεταφραστής)
2010
Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα. Μαρτυρία της εποχής, σημειωματάριο, ημερολόγιο, γράμματα
Χριστιάνα Λυτ (Συγγραφέας), Αριστέα Παπανικολάου-Κρίστενσεν (Μεταφραστής)
1988

Παραπομπή

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, »Μια Νεότητα στην Ελλάδα 1837-1840. Το ταξίδι του νόστου του ελληνιστή Ernst Curtius«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 28.01.2021, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/101568/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Φρίντριχ Άντλερ, Όθων Α', Βασιλιάς της Ελλάδος, Φρειδερίκος Γ', Βασιλιάς της Πρωσίας, Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος, Γεώργιος Γεννάδιος, Εμάνουελ Γκάιμπελ, Γεώργιος Γλαράκης, Φίλιππος Ιωάννου, Κωνσταντίνος Καβάφης, Θεόφιλος Καΐρης, Παναγής Κάλκος, Ιωσήφ Καμιλιέρι, Γιόχαν Άουγκουστ Κάουπερτ, Γαβριήλ Κατακάζης, Έλζε Κερν, Όττο Κερν, Σταμάτιος Κλεάνθης, Λέο φον Κλέντσε, Ερνστ Κούρτιους, Φρίντριχ Κούρτιους, Λούντβιχ Λάνγκε, Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, Έντμουντ Λορέντ, Χριστιάνα Λυτ, Μόριτζ Χέρμαν Έντουαρντ Μάγιερ, Θεόδωρος Μανούσης, Γκιγιώμ-Αμπέλ Μπλουέ, Ιωάννης Μπούκουρας, Κρίστιαν Άουγκουστ Μπράντις, Καρλ Ότφριντ Μύλλερ, Άντον Πρόκες φον Όστεν, Αλή Πασάς Τεπελενλής, Κυριάκος Πιττάκης, Χέρμαν φον Πύκλερ-Μούσκαου, Καρλ Ρίττερ, Λουδοβίκος Ρος, Μπαζίλιο Σανσόνι, Αλέξανδρος Σούτσος, Φρίντριχ Στάουφερτ, Τέοντορ Χάινριχ Τράβερς, Φρειδερίκος Φον Τσέντνερ, Ερνέστος Τσίλλερ, Θεόκλητος Φαρμακίδης
Θεσμοί Springer Verlag (Εκδοτικός Οίκος), Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, Θέατρο Μπούκουρα, Ιερά Σύνοδος, Κρατική Συλλογή Γραφικών Τεχνών του Μονάχου, Οθώνειο Πανεπιστήμιο, Ορφανοτροφείο της Άνδρου, Πανεπιστήμιο Friedrich-Wilhelm του Βερολίνου, Πανεπιστήμιο Friedrich του Χάλλε-Βίττενμπεργκ, Πανεπιστήμιο Georg-August του Γκέτινγκεν, Πανεπιστήμιο της Βόννης, Πολυτεχνικό Σχολείο (Βασίλειο της Ελλάδος), Συμβούλιο της Επικρατείας (Βασίλειο της Ελλάδος)
Αντικείμενα Ταφικό μνημείο του Καρλ Ότφριντ Μύλλερ (Κολωνός)
Τόποι Αθήνα, Πειραιάς
Ζώνες επαφής Γερμανική αρχαιολογία στην Ελλάδα, Γερμανική κοινότητα της Αθήνας, Εναλλακτικά πρότυπα ζωής, Ίδρυση του ελληνικού κράτους, Ιστορική τοπογραφία, Κοινωνία, Νεοκλασικισμός στην Αθήνα, Φαντασιακή Ελλάδα
Πρακτικές διαμεσολάβησης Ανασκαφές, Κοινωνικά δίκτυα, Κοινωνικές συναναστροφές, Κοινωνική κριτική, Περιγραφή κοινωνίας, Ταξιδιωτική λογοτεχνία
Χρονικό πλαίσιο 1837-1840

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μικροϊστορία
GND-ID Curtis, Ernst (116766395)
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον