Το Δ' Σώμα Στρατού κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η κληρονομιά του Görlitz

Από Στράτος Δορδανάς | Τελευταία ενημέρωση 12.09.2020

Ποτέ άλλοτε στην ελληνική στρατιωτική ιστορία δεν υπήρξε περίπτωση κατά την οποία ένα σώμα στρατού παραδόθηκε στον εχθρό. Τι συνέβη επομένως με το Δ΄ Σώμα Στρατού της Ανατολικής Μακεδονίας μετά την εισβολή των Βουλγάρων τον Αύγουστο του 1916; Η παράδοση και η μεταφορά του εκτός Ελλάδας ήταν η μόνη επιλογή; Κατέστη πράγματι από τη στιγμή εκείνη το σύνολο των ανδρών του «φιλοξενούμενο» του Kaiser και η Γερμανία μία χώρα φιλόξενη για τους Έλληνες; Η απόσταση που χώριζε την Καβάλα από το Görlitz ήταν ικανή να απομονώσει πολιτικά κληρωτούς και αξιωματικούς και να τους προστατεύσει από τα πάθη του Εθνικού Διχασμού; Η φυγή του Κωνσταντίνου στο εξωτερικό και η επιστροφή του Βενιζέλου στην Αθήνα είχαν επιπτώσεις στη θέση του Δ΄ Σώματος; Τι σήμαινε μακροπρόθεσμα για τη Γερμανία η υποδοχή χιλιάδων Ελλήνων και ποια μεταχείριση τους επιφυλάχθηκε μετά την επιστροφή στην πατρίδα;

Περιεχόμενα

Από την Ελλάδα του Εθνικού Διχασμού στη Γερμανία του Kaiser

Ο Βολιώτης Νικόλαος Μαργαριτούλης παρουσιάστηκε στα τέλη 1913 στη Λάρισα για να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό ξηράς και στη συνέχεια μετατέθηκε στην Ανατολική Μακεδονία, παίρνοντας τον βαθμό του δεκανέα. Εκεί, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, τον βρήκε η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1915 η γενική επιστράτευση και από τον Αύγουστο του 1916 η βουλγαρική εισβολή. Αποτέλεσμα της τελευταίας ήταν η μεταφορά του Δ΄ Σώματος Στρατού στη Γερμανία, όπου το δύσκολο πρώτο διάστημα εργάστηκε ως στοιχειοθέτης στην εφημερίδα Νέα του Görlitz, γεγονός που του επέτρεψε να βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσής του.1 Από την άποψη αυτή στάθηκε αρκετά τυχερός. Την ίδια τύχη δεν είχε ο Κρητικός ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Στυλιανός Κανδυλάκης, που βρέθηκε να υπηρετεί και αυτός στα ίδια μέρη· το ακριβώς αντίθετο συνέβη μάλιστα. Ως ακραιφνής βενιζελικός ήταν ανάμεσα στους τριάντα έξι αξιωματικούς που τον χειμώνα του 1917-1918 συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκαν στο Werl της Βεστφαλίας, όπου και κρατήθηκαν κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες μέχρι το τέλος του πολέμου.2

Για τον Μαργαριτούλη η πρόσληψή του στην ελληνόφωνη προπαγανδιστική εφημερίδα είχε κάνει τη ζωή του πιο ανθρώπινη: ήταν πάντα καθαρός, κοιμόταν σε πουπουλένια στρώματα, πήγαινε στα καλύτερα κέντρα και γενικά περνούσε μια ζωή ευχάριστη, αναμένοντας την επιστροφή στην πατρίδα.3 Ο Κανδυλάκης αντίθετα βίωσε μια δεύτερη εξορία μετά το Görlitz και αυτό από μόνο του μαρτυρούσε την κατάστασή του. Ωστόσο, και οι δύο ιστορίες, με παραλλαγές στις βασικές λεπτομέρειές τους, εξυφάνθηκαν πάνω στον ίδιο καμβά: της παγίδευσης του Δ΄ Σώματος και της μεταφοράς του στο Görlitz της Άνω Σιλεσίας έως τη λήξη του πολέμου, που συγκρότησε μια μέχρι πρότινος άγνωστη και ιδιάζουσα πτυχή της ελληνικής ιστορίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν η δεύτερη φορά μετά την εποχή του Όθωνα που οι δύο λαοί συναντήθηκαν σε μαζικό επίπεδο και για μεγάλο χρονικό διάστημα, μια συνύπαρξη που άφησε τα αποτυπώματά της στις μετέπειτα διμερείς σχέσεις στη μακρά διάρκειά τους.

Όσα συνέβησαν μεταξύ Μαΐου–Σεπτεμβρίου 1916 στην Ανατολική Μακεδονία έρχονταν να επιβεβαιώσουν την προσβολή της εδαφικής ακεραιότητας μιας κατά τα άλλα ουδέτερης χώρας και από τους δύο πλέον αντίπαλους συνασπισμούς. Μετά την ήττα στο σερβικό μέτωπο και την υποχώρηση των δυνάμεων της Αντάντ στο ελληνικό έδαφος, μετατρέποντας τη Θεσσαλονίκη σε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο, ήταν η σειρά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών να ζητήσουν αντισταθμιστικά εδαφικά οφέλη. Η παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Βουλγάρους τον Μάιο ήταν το κλειδί για τη σχεδιαζόμενη προέλαση στην Ανατολική Μακεδονία και την απόδοση των εδαφών αυτών στη σύμμαχο Βουλγαρία. Πέφτοντας χωρίς αντίσταση στα χέρια του εχθρού, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων πόλεων, ο ελληνικός στρατός και πληθυσμός βρέθηκαν εγκλωβισμένοι, υπό καθεστώς μεγάλου πανικού, στερήσεων και κυρίως εγκαταλειμμένοι από την ελληνική κυβέρνηση.4

Επειδή η αντίσταση ήταν αδύνατη, η διαφυγή δια θαλάσσης προϋπέθετε την παράδοση στην Αντάντ και άρα στα χέρια των βενιζελικών στη Θεσσαλονίκη, η συγκέντρωση στη Δράμα θα οδηγούσε σε αιχμαλωσία στους Βουλγάρους και επομένως η μόνο λύση μετά από τις εγγυήσεις του Hindenburg ήταν η μετάβαση υπό καθεστώς «φιλοξενίας» στη Γερμανία: Έτσι συνόψιζε τους λόγους για την αποδοχή της γερμανικής πρότασης ο εκτελών χρέη διοικητή του Δ΄ Σώματος, συνταγματάρχης του Πυροβολικού Ιωάννης Χατζόπουλος. Λίγο πριν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος, τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο για να του περιγράψει σύντομα τα γεγονότα, καταλήγοντας (με τις εκθέσεις να μεταφράζονται στη συνέχεια και στα γερμανικά μετά την άφιξή του στο Görlitz):

„Da ich telegraphisch weitere Einzelheiten nicht melden kann, flehe ich zu Euerer Majestät zu glauben, daß ich den obigen Entschluß mit Schmerz gefaßt habe, weil keine andere ehrenvolle Lösung möglich war [«Επειδή δεν θα έχω τη δυνατότητα να σας τηλεγραφήσω στη συνέχεια για περισσότερες λεπτομέρειες, σας ικετεύω, Μεγαλειότατε, να με πιστέψετε ότι έλαβα την παραπάνω απόφαση με πόνο καρδιάς, γιατί δεν υπήρχε καμία άλλη λύση αντάξια της στρατιωτικής τιμής»]“.

Για τους 6.100 στρατιώτες και τους 430 αξιωματικούς, καθώς και για το σύνολο των δυνάμεων της Χωροφυλακής από την Ανατολική Μακεδονία και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Φλώρινας (τριάντα πέντε άντρες), το ταξίδι μόλις ξεκινούσε με προορισμό κυριολεκτικά το άγνωστο Görlitz. Από τη Δράμα για τη Γερμανία μέσω Βουλγαρίας αναχώρησαν συνολικά δέκα αμαξοστοιχίες το διάστημα μεταξύ 2/15–14/27 Σεπτεμβρίου 1916. Μετά από ταξίδι δώδεκα ημερών, το Δ΄ Σώμα Στρατού αφίχθη στο Görlitz, όπου έτυχε θερμής υποδοχής από τις γερμανικές στρατιωτικές αρχές. Οι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν σε νοικιαζόμενα σπίτια στην πόλη, ενώ οι κληρωτοί στρατωνίστηκαν στο νεόδμητο στρατόπεδο στις ανατολικές παρυφές της πόλης, που είχε χρησιμοποιηθεί το προηγούμενο διάστημα για την κράτηση Ρώσων αιχμαλώτων 5

«Χαίρετε»: «Φιλοξενούντες» και «Φιλοξενούμενοι»

Η απόφαση για την απόδραση από την ασφυκτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μακεδονίας εκ μέρους της διοίκησης του Σώματος αλλά και η αντίστοιχη απόφαση παροχής «φιλοξενίας» από γερμανικής πλευράς υπάκουαν σε πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. Τη χρονική εκείνη στιγμή ήταν επίσης απόλυτα διακριτές οι επιπτώσεις που θα είχε η μακροχρόνια συνύπαρξη σε προσωπικό και ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο και γενικά στη διαμόρφωση νοοτροπιών και πολιτιστικών προτύπων.

Τα παραπάνω δεν διέλαθαν την προσοχή του Γενικού Επιτελείου με την άφιξη του Σώματος στο Görlitz, όταν επέστησε την προσοχή σε μια σειρά διαχειριστικών ζητημάτων, μεταξύ των οποίων αυτά της μεταχείρισης και συμπεριφοράς έναντι των Ελλήνων, για να υπογραμμίσει ότι το ελληνικό στρατιωτικό Σώμα στη Γερμανία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως φιλοξενούμενο και όχι ως αιχμάλωτο πολέμου. Κατ’ επέκταση, οι ίδιοι οι Έλληνες δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να αισθανθούν αιχμάλωτοι ή κρατούμενοι και για τον λόγο αυτόν επιβαλλόταν να εγκατασταθούν ξεχωριστά, μακριά από στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου και φυσικά επ’ ουδενί μαζί με άλλους. Γενικά, η περίθαλψή τους δεν θα διέφερε σε τίποτε από εκείνη των γερμανικών τμημάτων κατά τη διάρκεια στρατιωτικών ασκήσεων σε καιρό ειρήνης, οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να νοικιάσουν διαμερίσματα μέσα στην πόλη, όποιος επιθυμούσε, και σε καθαρά εθελοντική βάση, να εργαστεί θα λάμβανε την προβλεπόμενη αμοιβή. Εκτός των άλλων λόγων, τα προνόμια αυτά και η ιδιαίτερη μεταχείριση έναντι του στρατού μιας τρίτης χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου στόχευαν, όπως το έθεσε ο Ludendorff, στα μακροπρόθεσμα μη ορατά ακόμη οφέλη:

„Der Aufenthalt der griechischen Truppen gibt eine günstige Gelegenheit, um Verständnis für deutsche Verhältnisse, deutsche Arbeit und deutsche Größe nach Griechenland zu tragen. Sie muß ausgenutzt werden [Η παραμονή του ελληνικού τμήματος προσφέρει μια ανεπανάληπτη ευκαιρία να επικοινωνήσουμε στην Ελλάδα πληροφορίες για τις συνθήκες στη Γερμανία, για τη γερμανική εργατικότητα και το γερμανικό μεγαλείο. Δεν θα πρέπει να πάει χαμένη]“.6

Αν οι φιλοξενούντες πρόσφεραν τέτοια προνομιακή μεταχείριση στον στρατό του συμμάχου βασιλιά Κωνσταντίνου, πώς ένιωθαν όσοι την δέχτηκαν χωρίς, είναι η αλήθεια, να ερωτηθούν γι’ αυτό και χωρίς καν να τη ζητήσουν; Απάντηση εμμέσως στο ερώτημα αυτό τόλμησε να δώσει κείμενο που δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό Ημερολόγιο του έτους 1918 (εις ανάμνησιν της εν Γκέρλιτς διαμονής του Δ.΄ Σώματος του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού), που εκδιδόταν από τον εκδοτικό οίκο Görlitzer Nachrichten & Anzeiger του Emil Glauber, με σκοπό να προσφέρει ποικίλης ύλης κείμενα για πνευματική τροφή, ενώ στον αντίποδα οι εφημερίδες Νέα του Görlitz και Ελληνικά Φύλλα κάλυπταν αποκλειστικά τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις υπό το πρίσμα της γερμανικής προπαγάνδας.

Με παρρησία και περίσσιο νόστο αλλά και με λογοτεχνικό ύφος και γλαφυρή γραφή, ο συγγραφέας περιέγραφε Το ταξίδι που είχε αρχίσει όταν οι Βούλγαροι εισέβαλαν στη Μακεδονία και παρουσιάστηκαν ως φίλοι για να μετατραπούν αίφνης σε εχθρούς, ενώ οι ίδιοι οι στρατιώτες παρακολουθούσαν άπραγοι την τραγωδία να εξελίσσεται μπροστά τους με τα όπλα τους «[…] κατεβασμένα όπως στις κηδείες και τα κανόνια καπελλωμένα σαν κοκέττες θείες», ενώ «Εκείνος», ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, σιωπούσε επιδεικτικά. Με την απορία όλων για την επιλογή της Γερμανίας ως της καλύτερης οδούς διαφυγής, ακολούθησαν μέχρι τα βουλγαρικά σύνορα τις ίδιες διαδρομές που είχαν κάνει και κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου για να απελευθερώσουν τα εδάφη που τώρα εγκατέλειπαν. Έχοντας σκέψη συγκεχυμένη, επιβιβάστηκαν στην Αδριανούπολη στα τρένα και μέσω Βουλγαρίας έφτασαν μετά από ημέρες στον σταθμό του Görlitz, όπου τους υποδέχτηκαν με ανθοδέσμες στρατιωτικοί, φωτογράφοι και χιλιάδες κόσμου, με τη μπάντα να παιανίζει τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Παρά την υποδοχή και τις πρώτες θετικές εντυπώσεις για την τάξη και την καθαριότητα, τον καλλωπισμό του αστικού τοπίου και τον μόνιμο ηλεκτροφωτισμό, τα ερωτήματα για τον συγγραφέα ήταν αμείλικτα, αναφορικά με τους λόγους της μετάβασής τους στη Γερμανία και τον σκοπό της παραμονής τους στην ξένη χώρα, καθώς και αναφορικά με τους ίδιους τους Γερμανούς, που διέφεραν τόσο πολύ από τους Ρωμιούς, όπως και η χώρα τους από το ρωμαίικο. Με βαριά καρδιά και βαρύ σώμα, ο συγγραφέας αποκοιμήθηκε το πρώτο βράδυ, με την ελπίδα της σύντομης επιστροφής στην Ελλάδα, στην ελληνική γη, στα βουνά, στον ήλιο και τη θάλασσα του Αιγαίου, στα αγαπημένα πρόσωπα.7

Από «φιλοξενούμενοι», «αιχμάλωτοι» και «πρωταγωνιστές» στα βασιλικά σχέδια επί χάρτου

Η εγκατάσταση στο στρατόπεδο και στην πόλη προκάλεσε από τις πρώτες ημέρες σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητα των κατοίκων του Görlitz: Γερμανοί και Έλληνες χρειάστηκε να προσαρμοστούν, ώστε να ανταποκριθούν στην αναγκαστική «συμβίωση», και πρωτίστως να κάμψουν τις αντιστάσεις τους, ώστε να επικοινωνήσουν.

Οι πρώτες δίγλωσσες επιγραφές, η εκμάθηση των πρώτων ελληνικών και γερμανικών λέξεων αλλά και τα πρώτα ειδύλλια σε μία πόλη που έπασχε από λειψανδρία εξαιτίας του πολέμου δεν άργησαν να επιστρατευτούν ως τα καθημερινά και απλά μέσα για να αντιμετωπιστεί το πολιτισμικό σοκ που οι δύο κόσμοι είχαν υποστεί, οι «ξανθοί» από τη μια μεριά και οι «μελαχρινοί» από την άλλη. Ακόμα και οι πρώτες κηδείες αξιωματικών και στρατιωτών είχαν λειτουργήσει προς όφελος της ανάπτυξης μιας «διπλωματίας του θανάτου», η οποία αναδείκνυε την κοινή μοίρα του ανθρώπου πάνω από έθνη και σύνορα, συμμαχίες και αντιπαλότητες σε καιρό πολέμου και ειρήνης. Μέχρι το καλοκαίρι του 1916, το μεγαλύτερο ταξίδι της συντριπτικής πλειοψηφίας των κληρωτών και αξιωματικών, με ελάχιστες εξαιρέσεις εντός του σώματος των υψηλόβαθμων, είχε πραγματοποιηθεί με «ταξιδιωτικό γραφείο» τον ελληνικό στρατό.

Άνθρωποι από όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας, μη καταγόμενοι στην συντριπτική πλειοψηφία από τον τόπο εκπλήρωσης της θητείας τους, είχαν για πρώτη φορά εγκαταλείψει τους γενέθλιους τόπους με προορισμό τη Μακεδονία. Μια πρόχειρη ματιά στην ονομαστική κατάσταση των υπαξιωματικών αποδεικνύει ότι αυτοί προέρχονταν από τη Μακεδονία και τη Θράκη, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, τη Στερεά, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη νησιωτική Ελλάδα.8 Επομένως, στη Γερμανία είχε ταξιδέψει και βρεθεί ένα επαρκές δείγμα μιας αντιπροσωπευτικής ανθρωπογεωγραφίας του νεοελληνικού χώρου και πολιτισμού.

Η γερμανική γλώσσα ήταν ασφαλώς ο πρώτος και κυριότερος σκόπελος που χρειαζόταν να ξεπεραστεί για να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο επικοινωνίας, καθώς προπολεμικά η γερμανομάθεια ήταν περιορισμένη στους πτυχιούχους και καθηγητές πανεπιστήμιων και σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους, όπως στους δικηγόρους, τους μηχανικούς, τους εμπόρους και τους αντιπροσώπους εμπορικών οίκων. Για τον σκοπό αυτό, επιστρατεύτηκαν ελληνομαθείς κυρίως από τους κόλπους των ακαδημαϊκών, των πρώην εμπορικών αντιπροσώπων και προξένων για να διδάξουν γερμανικά στους ενδιαφερόμενους, στο πλαίσιο της λειτουργίας του σχολείου εκμάθησης της γερμανικής εντός του συρματοπλέγματος, ή για να λειτουργήσουν ως διερμηνείς. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή και στα θρανία κάθισαν περίπου επτακόσιοι άντρες, έχοντας μέσο όρο ηλικίας τα είκοσι τρία χρόνια, προερχόμενοι από εκατό διαφορετικούς επαγγελματικούς κλάδους και ειδικότητες.9

Ταυτόχρονα, το σύνολο του στρατοπέδου τέθηκε στο επίκεντρο της παρατήρησης για την εκπόνηση των πρώτων μελετών σχετικά με τον λαϊκό πολιτισμό εν γένει των Νεοελλήνων και ειδικότερα με τη γλώσσα, τις διαλέκτους και τα ιδιώματα, τη μουσική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα και τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Από αυτές τις πρώτες καταγραφές προέκυψε η συγκρότηση μοναδικών μουσικολογικών συλλογών και η έκδοση γλωσσολογικών μελετών.10

Αλλά το Δ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα για να έχει την τύχη των υπολοίπων εκατομμυρίων αιχμαλώτων πολέμου που είχαν μεταφερθεί στο Β’ Ράιχ από τα πεδία των μαχών, γεμίζοντας τον χρόνο του με ασκήσεις, φωνογραφικές καταγραφές και εκμάθηση ξένης γλώσσας. Μετά τη φυγή από την Ελλάδα θα μάθαιναν, μέσα κυρίως από τον παραμορφωτικό προπαγανδιστικό φακό των Νέων του Görlitz, ότι ο πρώην πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να συγκροτήσει τον στρατό της Εθνικής Άμυνας και να πολεμήσει με την Αντάντ τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και τους Βούλγαρους συμμάχους τους στο Μακεδονικό Μέτωπο.11 Ταυτόχρονα, ήταν μια απόφαση που στρεφόταν ευθέως κατά του βασιλιά Κωνσταντίνου και της πρόθεσής του να κρατήσει τη χώρα ουδέτερη αλλά στην πραγματικότητα αυστηρά προσηλωμένη στις πολιτικές επιδιώξεις του γυναικάδελφού του Kaiser.

Τα δύο «κράτη», με πρωτεύουσες την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, επανενώθηκαν τον Ιούνιο του 1917 αφού προηγουμένως η βασιλική και ευρύτερα αντιβενιζελική παράταξη γνώρισε στιγμές δόξας κατά τις εμφύλιες συγκρούσεις του Νοεμβρίου 1916. Της επιστροφής του Βενιζέλου στην Αθήνα και στην εξουσία προηγήθηκε η έξωση του Κωνσταντίνου από τη χώρα –κατόπιν συμμαχικών πιέσεων– και η εγκατάστασή του στην Ελβετία. Από εκεί ξεκίνησε να καταστρώνει σχέδια για την ταχεία επάνοδό του στον θρόνο με τη γερμανική βοήθεια και μέσα από μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση των Κεντρικών Δυνάμεων και της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην οποία θα συμμετείχε και το Δ΄ Σώμα Στρατού.

Καθώς ο μόνος σταθερός σύμμαχός του σε αυτό ήταν ο Kaiser, τελικά είδε τις προσδοκίες του να μην πραγματοποιούνται γιατί απέναντί τους βρέθηκαν τόσο το Γενικό Επιτελείο όσο και το υπουργείο Εξωτερικών. Έτσι, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες μέχρι και λίγους μήνες πριν από το τέλος του πολέμου, η ετοιμότητα του Κωνσταντίνου να πολεμήσει με το Δ΄ Σώμα στο πλευρό του γερμανικού στρατού τον Βενιζέλο και την Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο, εξαντλήθηκε σε ατέρμονες ασκήσεις επί χάρτου.12

Στο μεσοδιάστημα και μετά την κήρυξη πολέμου στη Γερμανία από τον Βενιζέλο, η θέση του Δ΄ Σώματος επιδεινώθηκε άρδην και από την αρχική εθελοντική βάση οι κληρωτοί περιέπεσαν στην κατηγορία των καταναγκαστικώς επιστρατευμένων εργατών. Αυτό στην πράξη σήμανε τη μεταφορά τους σε άλλες περιοχές και τη χρησιμοποίησή τους προς όφελος της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Από την άλλη, με δήλωσή της η ελληνική βενιζελική κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι στο εξής θα αντιμετώπιζε το Δ΄ Σώμα ως αιχμάλωτο πολέμου, όπως ακριβώς συνέβαινε με τους συλληφθέντες γερμανούς στρατιώτες και ναύτες στην Ελλάδα ([…] „auch die Angehörigen des 4. griechischen Korps in Görlitz ‘seitdem sich Griechenland im Kriegszustand mit den Zentralemächten befinde’ als Kriegsgefangene betrachten“).13Αλλά οι παραπάνω δεν ήταν οι μόνες αρνητικές εξελίξεις γιατί οι πολιτικοκοινωνικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας, γνωστές με τον όρο «Εθνικός Διχασμός», που προκάλεσαν την κάθετη διαίρεση σε βενιζελικούς και οπαδούς του βασιλιά, δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν ανεπηρέαστους τους «ενοίκους» στο ελληνικό στρατόπεδο του Γκαίρλιτς. Άλλωστε, ο διχασμός του έθνους είχε οδηγήσει στην παράδοση της τύχης του Σώματος στα γερμανικά χέρια για να μην πέσει σε αυτά της Αντάντ, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με την ενίσχυση της θέσης του Βενιζέλου.

Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί επί ποδός πολέμου

Δύο μήνες μετά την έξωση του Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1917) και την ανάληψη των καθηκόντων από τον δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, ο Συνταγματάρχης Λάμπρος Σινανιώτης έκανε λόγο σε έκθεσή του προς το Δ΄ Σώμα Στρατού για συνθήκες ενός εν εξελίξει εμφυλίου πολέμου που είχε ξεσπάσει στις τάξεις των αξιωματικών, ζητώντας από την ηγεσία να καθορίσει με σαφήνεια τη στάση της και να καλέσει τους αξιωματικούς να τοποθετηθούν εγγράφως. Στα χέρια του είχαν περιέλθει πλείστες αναφορές που τον έκαναν να συμπεράνει ότι επρόκειτο για μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση, αφόρητη σε όλες τις διαστάσεις της και με οδυνηρές συνέπειες. Αξιωματικοί κατήγγειλαν ο ένας τον άλλον και καθυβρίζονταν με σκαιό τρόπο, διαπληκτίζονταν στη μέση του δρόμου και προσκαλούσαν σε μονομαχία τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Εκείνο που έκανε προφανώς να ξεχειλίσει το ποτήρι και να ζητήσει ο Σινανιώτης τη λήψη άμεσων μέτρων πριν να είναι πολύ αργά ήταν η ανώνυμη επιστολή που παρέλαβε και τον στοχοποιούσε μαζί με άλλους, τον καθύβριζε και τον χαρακτήριζε δειλό, ενώ τον πολιτικό πάτρωνά του, τον Βενιζέλο, προδότη.14

Τους τελευταίους μήνες του πολέμου η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς τη βενιζελική πλευρά και λίγο πριν από τη γερμανική συνθηκολόγηση σημειώθηκε αλλαγή στην ηγεσία, με τον μέχρι πρότινος τελούντα εν διωγμό Σινανιώτη να αναλαμβάνει τα ηνία και συνάμα πρωτοβουλίες για τον επαναπατρισμό. Όμως, οι βασιλόφρονες αξιωματικοί υπό τον διάδοχο του Χατζόπουλου στην ηγεσία του Σώματος, Πολυχρόνη Καράκαλο, δεν είχαν πει την τελευταία λέξη, με αποτέλεσμα εντός του στρατοπέδου να λάβουν χώρα άγριες συγκρούσεις: Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για τραυματίες και νεκρούς (στην πραγματικότητα έναν) από τα πυρά της γερμανικής φρουράς. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε όταν η γερμανική διοίκηση αποφάσισε να απαλλαγεί με κάθε τρόπο από τους κινηματίες Έλληνες, με τον Σινανιώτη να καταφεύγει στο Βερολίνο και τον Καράκαλο να ξαναγίνεται διοικητής ενός άδειου στην ουσία στρατοπέδου, μετά τη φυγή των περισσοτέρων με σκοπό να περάσουν τα σύνορα και να επιστρέψουν στην Ελλάδα.15

Η ώρα της αναζήτησης ευθυνών στη βενιζελική Ελλάδα

Μέσα λοιπόν σε συνθήκες χάους και επαναστατικού οίστρου, οι πύλες του στρατοπέδου άνοιξαν και κατά ομάδες το Δ΄ Σώμα άρχισε να φυλλορροεί προς πάσα κατεύθυνση και με κάθε τρόπο, για να τύχει της βοήθειας των ελληνικών προξενείων και των Συμμάχων και να επιστρέψει το συντομότερο δυνατό στην Ελλάδα. Για την επιστροφή αυτή ήταν ενήμερη από τους Συμμάχους η ελληνική κυβέρνηση και προετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει με προληπτική αυστηρότητα το σύνολο των επανακαμψάντων, πριν την οριστική δικαστική εκκαθάριση. Η επικρατούσα άποψη μέχρι τη στιγμή εκείνη στους κόλπους τους ήταν ότι η ευθύνη βάρυνε αποκλειστικά τους ανώτερους αξιωματικούς και επομένως οι στρατιώτες και οι υπαξιωματικοί ήταν αθώοι.

Σύμφωνα με πρόταση του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, οι αιχμάλωτοι του Görlitz μπορούσαν και έπρεπε να εγκατασταθούν σε μικρούς σχηματισμούς εντός των τάξεων του στρατού της Εθνικής Άμυνας στη Μακεδονία, αφού είχε προηγηθεί μια πρώτη εκκαθάριση από τα αντιδραστικά στοιχεία. Με τον τρόπο αυτόν, θα αποφευγόταν η απομόνωσή τους, που πρακτικά ήταν δύσκολη και ηθικά άδικη, γιατί θα οδηγούσε στον συλλήβδην στιγματισμό.16 Μετά την προσωπική τοποθέτηση επί του θέματος του Βενιζέλου δρομολογήθηκαν οι οριστικές αποφάσεις για τον τρόπο μεταχείρισής τους. Από το Παρίσι ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε τον Δεκέμβριο του 1918 ότι οι τριάντα έξι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής που είχαν κρατηθεί στο Werl θα επανέρχονταν αμέσως στο στράτευμα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι βαθμοφόροι –ακόμα και αν δήλωναν τη νομιμοφροσύνη τους– θα τίθονταν σε διαθεσιμότητα και θα διατασσόταν προανάκριση για την αναζήτηση αφενός των υπαιτίων της παράδοσης το 1916 και αφετέρου της εκδήλωσης αντίδρασης ενάντια στο νέο καθεστώς μετά τον Ιούνιο του 1917.17

Το βενιζελικό καθεστώς έδειξε από την πρώτη στιγμή τις διαθέσεις του και τις έκανε πράξη με τον περιορισμό όλων ανεξαιρέτως (αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών) σε στρατόπεδο στη Σούδα Χανίων. Όσοι στη συνέχεια κρίθηκαν ποινικά και πειθαρχικά διωκόμενοι και ελεγχόμενοι, συνολικά 320 αξιωματικοί, εκτοπίστηκαν στη νησίδα Άγιος Γεώργιος και από αυτούς οι ποινικά διωκόμενοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ, ενώ οι υπόλοιποι μετά την προσωρινή απελευθέρωσή τους εκτοπίστηκαν στη Μήλο. Οι οριστικά απολυθέντες μπόρεσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, τελώντας στο εξής υπό αστυνομική επιτήρηση, ενώ νέο κύμα διώξεων οδήγησε σε αποστρατεύσεις και αποτάξεις. Όταν τελικά τον Μάιο του 1920 ξεκίνησε η δίκη μιας δεκάδας πρωταιτίων στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, ήταν πολύ αργά για την εκτέλεση των ποινών. Οι εκλογές του Νοεμβρίου και η επιστροφή των αντιβενιζελικών στην εξουσία αποκατέστησε τους διωχθέντες, τους επανέφερε στο στράτευμα και έτσι αρκετοί από αυτούς συμμετείχαν στη μικρασιατική εκστρατεία.

Θα περίμενε κανείς ότι η Μικρασιατική Καταστροφή θα ενταφίαζε μαζί με τη Μεγάλη Ιδέα και κάποια από τα επεισόδια του Εθνικού Διχασμού, όπως αυτό του Δ΄ Σώματος Στρατού. Οι «Γκαιρλιτσιώτες» όμως δεν επρόκειτο να περάσουν εύκολα στον χώρο της λήθης, είτε γιατί οι μεταπολεμικές ελληνογερμανικές σχέσεις ενέτασσαν σποραδικά το κεφάλαιο αυτό στα πολιτικά συμφραζόμενα είτε γιατί υπήρξαν μεμονωμένες περιπτώσεις που αναδύθηκαν στο προσκήνιο και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φέροντας μαζί τους τη μνημονική κληρονομιά του «Μεγάλου Πολέμου».

Αντί Επιλόγου: «Οι καλύτεροι πρεσβευτές της γερμανικής ιδέας»

Σε συζήτηση μεταξύ σημαινόντων γερμανών καθηγητών το 1918 αποτέλεσε κοινό τόπο η διαπίστωση ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είχαν αλλάξει προς το καλύτερο για τη γερμανική υπόθεση εν συγκρίσει με το παρελθόν. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν σε θέση να καταθέσουν τις προσωπικές μαρτυρίες τους για να στηρίξουν την παραπάνω θέση. Τα γερμανικά δεν ακούγονταν μόνο στα ξενοδοχεία, αλλά τα μιλούσαν με επάρκεια χαμηλόβαθμοι και υψηλόβαθμοι, κατά κανόνα νέοι σε ηλικία υπάλληλοι των υπουργείων, στους δημόσιους χώρους νέοι επίσης κύριοι ήταν σε θέση να συζητήσουν στα γερμανικά για πολιτική και γενικά παντού ακουγόταν η γερμανική γλώσσα ([…] „die deutsche Sprache war im Marsch, ebenso die ganze deutsche Sache“). Το συμπέρασμα που εξαγόταν αβίαστα ήταν ότι δίπλα στις μέχρι πρότινος μηχανές που μιλούσαν «γερμανικά» στις ελληνικές επιχειρήσεις ή στους Γερμανούς που μάθαιναν σε έλληνες εργάτες την παρασκευή βιομηχανικών προϊόντων, έρχονταν στο εξής να προστεθούν δυναμικά φοιτητές που παρέκκλιναν της συνήθους πορείας προς τα γαλλικά και βρετανικά πανεπιστήμια και προτιμούσαν να σπουδάσουν στη Γερμανία νομικά, ιατρική, χημεία ή μεταλλειολογία.18

Η αλλαγή αυτή του κλίματος είχε συντελεστεί χάρη στις άοκνες προσπάθειες γερμανών καθηγητών, όταν σε εποχές που το κράτος δεν ενδιαφερόταν οικονομικά και πολιτικά για την Ελλάδα αυτοί τη θεωρούσαν πνευματική πατρίδα τους. Τα παραπάνω λόγια περιλαμβάνονταν στο κείμενο της κεντρικής εισήγησης του γνωστού βυζαντινολόγου August Heisenberg, ο οποίος μέχρι τότε είχε διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στα τεκταινόμενα ως αξιωματικός σύνδεσμος του υπουργείου Στρατιωτικών με την ελληνική διοίκηση του Δ΄ Σώματος. Σύμφωνα με τον εισηγητή, δίπλα στον μέχρι πρότινος σχεδόν μοναδικό φίλο της Γερμανίας, κατονομάζοντας τον Κωνσταντίνο, τοποθετούνταν πλέον πολλοί άλλοι Έλληνες που ατένιζαν με συμπάθεια τη Γερμανία για να διατρανώσουν την ανάγκη των διασυνδέσεων και συνεργειών σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος μεταξύ των δύο μερών.19

Μπορεί να διέκρινε κανείς μια δόση υπερβολής στις διαπιστώσεις αναφορικά με τη γερμανοφιλία στην Ελλάδα διαρκούντος του πολέμου, αλλά μεταπολεμικά η επανάκτηση των όποιων γερμανικών ερεισμάτων δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση εξαιτίας της βαριάς κληρονομιάς του. Σε δίσεκτες εποχές για τη δημοκρατική πλέον Γερμανία, η αρχική αναζήτηση στο αφιλόξενο ελληνικό έδαφος περνούσε νομοτελειακά μέσα από το πρώτο εκείνο σχολείο εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας εντός του ελληνικού στρατοπέδου στο Görlitz για να δικαιώσει όσους από τότε διέβλεπαν τα πολλαπλά μελλοντικά οφέλη από την ανέλπιστη παραμονή χιλιάδων Ελλήνων στο γερμανικό έδαφος. Από τους πρώτους που είχαν την τύχη να ζήσουν από κοντά την καρποφορία των κόπων τους ήταν ο ιδρυτής του σχολείου, Paul Jacobsthal, όταν σε περιοδεία του στην Ελλάδα συνάντησε πολλούς από τους πρώην μαθητές του σε διάσπαρτες νησίδες γερμανοφωνίας, σε αγαστή επαφή με τα αγαθά του γερμανικού πολιτισμού αλλά και με γερμανικές επιχειρήσεις.20 Και δεν είχε άδικο να νιώθει δικαιωμένος, κάτι που θα επιβεβαιωνόταν αρκετές φορές στη συνέχεια.

Της επίσκεψης του καθηγητή της αρχαιολογίας είχε προηγηθεί η αίτηση απότακτου λοχαγού του Πυροβολικού, που έφτασε στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού τον Νοέμβριο του 1919, με την οποία ο εν λόγω λοχαγός –μετά την επιστροφή του από την εξορία– ζητούσε να επικυρωθεί το διαβατήριό του για να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ενώ περίμενε, ενημερώθηκε ότι επέκειτο νέος εκτοπισμός του. Μετά την αρνητική γι’ αυτόν εξέλιξη, αιτήθηκε να εκτοπιστεί στη Γερμανία για μερικά χρόνια, ώστε να σπουδάσει γεωργός, καθώς είχε ξεκινήσει να ασχολείται στη Σούδα και στον Άγιο Γεώργιο με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αγροτική οικονομολογία, προβάλλοντας ως επιχείρημα για την ενίσχυση του αιτήματός του την πολύ καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας που είχε αποκτήσει κατά την παραμονή του στο Görlitz.21

Η γνώση των γερμανικών διαδραμάτισε τον δικό της πρωτεύοντα ρόλο και κατά τον Απρίλιο του 1941, όταν μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων του Γ΄Ράιχ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατακόρυφα η ζήτηση για γερμανομαθείς. Σε κάποιες περιπτώσεις η γερμανική διοίκηση αναζήτησε ανά την Ελλάδα τους πρώτους διερμηνείς όχι μόνο από τις δεξαμενές των μαθητών των γερμανικών σχολείων ή των γερμανοσπουδασμένων αλλά και από αυτήν των «Γκαιρλιτσιωτών», έχοντας στη διάθεσή της σχετικές ονομαστικές λίστες.

Στις δε πύλες της πόλης του Σουφλίου ανέμενε και υποδέχτηκε τη Wehrmacht ο δάσκαλος και όχι ο δήμαρχος, καθώς ο πρώτος είχε μάθει τα γερμανικά στο Görlitz, αλλά η γερμανοφωνία του δεν ήταν ο μόνος λόγος. Ο πρώην χωροφύλακας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κάπου στην Ανατολική Μακεδονία φέρεται να παρέσυρε τον δήμαρχο για να «γίνη λίαν φιλική υποδοχή εις τα Γερμανικά Στρατεύματα», γιατί «επίστευεν εις την Γερμανικήν Νίκην και ηγάπα τους Γερμανούς». Συναγελαζόμενος με τους Γερμανούς, απέτυχε ωστόσο να πείσει την κυβέρνηση των Αθηνών να τον διορίσει νομάρχη Έβρου.22

Από εκείνη τη χρονική στιγμή κάποιοι από τους «Γκαιρλιτσιώτες» απώλεσαν για μια ακόμη φορά την έξωθεν καλή μαρτυρία και επιβαρύνθηκαν με επιπρόσθετες κατηγορίες για προδοτική συμπεριφορά, σχεδόν ανεξίτηλες λόγω του ειδικού ιστορικού βάρους τους. Την ίδια ακριβώς στιγμή η Γερμανία έχανε το στοίχημα που αναζητούσε εναγωνίως να κερδίσει με την Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου: «Την καρδιά του ελληνικού λαού».23

Περίληψη

Όσα δραματικά για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας συνέβησαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον Μάιο του 1916 κορυφώθηκαν με την παράδοση της Καβάλας στους Βουλγάρους και την αποδοχή της γερμανικής πρότασης εκ μέρους της διοίκησης του Δ΄ Σώματος Στρατού για τη «φιλοξενία» του στην μικρή πόλη του Görlitz στην Άνω Σιλεσία. Η μακρά παραμονή 6.530 κληρωτών, αξιωματικών και του συνόλου της Χωροφυλακής από την Ανατολική Μακεδονία και τη Φλώρινα τροφοδότησε με νέα εύφλεκτη ύλη τον Εθνικό Διχασμό, αλλά σήμαινε πολύ περισσότερα μακροπρόθεσμα για τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Μετά τη μακρινή οθωνική περίοδο ήταν η δεύτερη φορά –σε μια αντιστροφή της διαδρομής– που Έλληνες και Γερμανοί συνυπήρξαν –στην πραγματικότητα εντός μιας πόλης– για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Με την επιστροφή του Δ΄ Σώματος στην Ελλάδα, οι «Γκαιρλιτσιώτες», πέρα από τη συλλήβδην ενοχοποίησή τους, συγκρότησαν μια διακριτή κατηγορία μεταφοράς γερμανικών προτύπων και ιδεών στο ελληνικό έδαφος. Ως εκ τούτου, αναζητήθηκαν επισταμένως από τη γερμανική διπλωματία κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου, μια αναζήτηση που δεν διακόπηκε ούτε όταν οι δυνάμεις του Γ΄ Ράιχ εισέβαλαν και κατέλαβαν τη χώρα. Σε μια καταληκτική περιοδολόγηση, η γερμανική Κατοχή συνιστά την τρίτη (και πιο τραυματική) περίοδο μιας πληθυσμιακής επαφής μαζικού χαρακτήρα και πάλι στο πλαίσιο ενός παγκοσμίου πολέμου, ενώ η μεταπολεμική ελληνική μετανάστευση στη Δυτική Γερμανία ήταν η τελευταία στη σύγχρονη ιστορία των «διασταυρώσεων» και η μόνη εθελούσια (εξαιρουμένης φυσικά της μαζικοποίησης του τουριστικού φαινομένου).

Σημειώσεις

  1. Μπενέκος, 2019, 127-128.
  2. Αλεξάτος/Δορδανάς/Κανδυλάκης, 2014, passim.
  3. Αλεξάτος/Δορδανάς/Κανδυλάκης, 2014, 80-115.
  4. Γενικότερα για τα γεγονότα αυτής της περιόδου, που ξεκινούν με την παράδοση του Ρούπελ και καταλήγουν στην κατάληψη της Καβάλας και την παράδοση του Δ΄ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς, βλ. ενδεικτικά Βεντήρης, 1970, 106-150, 173-205. Ειδικότερα για το Ρούπελ βλ. Δορδανάς, 2016, 183-196.
  5. Politisches Archiv des Auswärtigen Amtes [στο εξής PA AA], R 22201 (September 1916-Oktober 1918): 4. Armeekorps, Oberst Hatzopoulos [an König Konstantin], Δράμα, 2 Σεπτεμβρίου 1916. Επίσης, Υπηρεσία Διπλωματικού Ιστορικού Αρχείου [στο εξής ΥΔΙΑ], 1916, φάκ. Α/4/Χ(4) («Περί αναχωρήσεως των ελληνικών στρατευμάτων εκ Καβάλλας και Ανατ. Μακεδονίας») και φάκ. Α.Α.Κ.2 («Έκθεσις του Διοικητού του Δ΄ Σώματος Στρατού κ. Χατζοπούλου, περί μεταβάσεως του Δ΄ Σώματος Στρατού εις Γερμανίαν»): Ο Διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού Χατζόπουλος, «Έκθεσις περί της αναχωρήσεως των Ελληνικών στρατευμάτων εκ Καβάλλας και Ανατολικής Μακεδονίας», Γκέρλιτς, 13/26 Οκτωβρίου 1916 κ.ά.
  6. PA AA, R 22201: Chef des Generalstabes des Feldheeres (Ludendorff) an das Königliche Kriegs-Ministerium (Berlin), M. J. Nr. 148095, Gr. H. Uu., 22 Σεπτεμβρίου 1916.
  7. Ε.Τ., 1918, 31-36.
  8. ΥΔΙΑ, 1918, φάκ. Α/4/1(4) (Αιχμάλωτοι Γκαίρλιτς): Υπουργείον Στρατιωτικών, Διεύθυνσις Γραφείου Υπουργού, Γραφείον Πληροφοριών, «Κατάστασις εμφαίνουσα τους υπαξιωματικούς του εν Γκαίρλιτς Δ.΄ Σώματος Στρατού», Αθήνα, 20 Αυγούστου 1918.
  9. Αλεξάτος, 2015, 131-134.
  10. Για παράδειγμα βλ. Heisenberg, 1918.
  11. Για περισσότερα στοιχεία για το Μακεδονικό Μέτωπο βλ. Kaplanidou, 2005. Επίσης, Μουρέλος/Σφέτας/Μιχαηλίδης/Βλασίδης/Δορδανάς, 2018.
  12. Λεονταρίτης, 2000, 131-149.
  13. Bundesarchiv Berlin [BArch], R 901/86710: gez. Goetsch, IIIc/6473, 25 Απριλίου 1919.
  14. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (ψηφιακό αρχείο): [φάκ. 084-71] Ο Διοικητής της Υης Μεραρχίας Συνταγματάρχης Λ. Σινανιώτης προς το Δ΄ Σώμα Στρατού, «Αίτησις όπως δηλώσωσιν εγγράφως οι αξιωματικοί την στάσιν των απέναντι του νέου Βασιλέως της Ελλάδος Αλεξάνδρου», Γκαίρλιτς, 2/15 Αυγούστου 1915, στο www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=19678 και [φάκ. 84-75-76] Άγνωστος προς Συνταγματάρχην Λ. Σινανιώτην, Γκαίρλιτς, 7 Ιουνίου 1917, στο www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=19703.
  15. ΥΔΙΑ, 1920, φάκ. Α/9(3) (Παλιννόστηση Δ΄ Σώματος Στρατού από Γερμανία): Υπουργείο Εξωτερικών, Κρυπτογραφικό Γραφείο, «Περίληψις τηλεγραφήματος Υπουργείου Εξωτερικών προς πρεσβείαν Χάγης», 14. Νοεμβρίου 1918/«Περίληψις τηλεγραφήματος πρεσβείας Χάγης», 21 Δεκεμβρίου 1918/«Περίληψις τηλεγραφήματος πρεσβείας Βέρνης», 24 Δεκεμβρίου 1918 κ.ά.
  16. ΥΔΙΑ, 1920, φάκ. Α/9(3): Ε. Ρέπουλης προς Ε. Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη χ.χ.
  17. ΥΔΙΑ, 1920, φάκ. Α/9(3): Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Αριθ. 12677/Α/4/1, Παρίσι, 21 Δεκεμβρίου 1918.
  18. Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο [Αθήνα, στο εξής ΕΛΙΑ], Αρχείο Γεωργίου Στρέιτ, φάκ. 45, υποφάκ. 3, (Δημοσιεύματα διαφόρων περί Ελλάδος, 1918, „Πρόλογος Dr. Heisenberg“): „VORTRAG des Herrn Universitätsprofessor DR. HEISENBERG aus München, Mitglied der Königlich bayerischen Akademie der Wissenschaften, Delegierter des Königlich preussischen Kriegsministeriums beim IV. griechischen Armeekorps in Görlitz.“ (η κεφαλαιογράμματη γραφή στο πρωτότυπο).
  19. Στο ίδιο.
  20. Αλεξάτος, 2015, 218-219.
  21. Γενικά Αρχεία του Κράτους [Αθήνα, ΓΑΚ], Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού (1917-1923), φάκ. 460: Βασίλειον της Ελλάδος, Γενική Διοίκησις Θεσσαλονίκης, προς το Πολιτικόν Γραφείον κ. Πρωθυπουργού, «Αίτησις Κυριάκου Μένου ή Χατζηγεωργίου, απότακτου Λοχαγού του Πυροβολικού [Περίληψις: «Απότακτος λοχαγός Πυρ/κου Μένος ή Χατζηγεωργίου Κυριάκος, αιτεί εάν απελαθώ να απελαθώ δια Γερμανίαν προς σπουδήν της γεωργίας»]», Αριθ. 41713, Θεσσαλονίκη, 15 Νοεμβρίου 1919.
  22. ΕΛΙΑ, Αρχείο Νικολάου Καμπαλούρη (Προξενείο Αδριανούπολης): Εποπτεία Αγροτικής Ασφάλειας Έβρου, «Έκθεσις πεπραγμένων εν τω Νομώ Έβρου από της 2 Ν/βρίου 1941 μέχρι 6 Σ/βρίου 1942 του Επόπτου Αγροτικής Ασφαλείας Παντελή Μανωλοπούλου», Αδριανούπολη, 12 Σεπτεμβρίου 1942.
  23. Δορδανάς, 2009, 95.

Βιβλιογραφία

Dialekte und Umgangssprache im Neugriechischen
August Heisenberg (Συγγραφέας)
1918
"Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος"
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών (Επιμελητής)
Bundesarchiv
Das Bundesarchiv (Επιμελητής)
Politisches Archiv des Auswärtigen Amts
Auswärtiges Amt/Politisches Archiv (Επιμελητής)
The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War
Danai Kaplanidou (Επιμελητής)
2005
Αρχείο Γεωργίου Στρέιτ
Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ) (Επιμελητής)
Αρχείο Νικολάου Καμπαλούρη
Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ) (Επιμελητής)
Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού
Γενικά Αρχεία του Κράτους-Κεντρική Υπηρεσία (Επιμελητής)
Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο
Υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠ. ΕΞ.) (Επιμελητής)
Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918
Γεώργιος Β. Λεονταρίτης (Συγγραφέας)
2000
Η Ελλάς του 1910-1920
Γιώργος Βεντήρης (Συγγραφέας)
1970
Στρατιωτική αναγκαιότητα ή πολιτική σκοπιμότητα; Το Ρούπελ, οι Κεντρικές Δυνάμεις και η κυβέρνηση Σκουλούδη
Στράτος Δορδανάς (Συγγραφέας), Πέτρος Κ. Σαμσάρης (Επιμελητής), Γεώργιος Α. Πάσχος (Επιμελητής)
2016
Το θέατρο επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ιωάννης Μουρέλος (Επιμελητής), Σπυρίδων Σφέτας (Επιμελητής), Ιάκωβος Μιχαηλίδης (Επιμελητής), Βλάσης Βλασίδης (Επιμελητής), Στράτος Δορδανάς (Επιμελητής)
2018
Το ταξίδι
Ε.Τ. (Συγγραφέας)
1918
Και εγώ ήμουν στο Γκαίρλιτς. Τα απομνημονεύματα του στρατιωτικού μου βίου, από το έτος 1913 μέχρι και το έτος 1919
Δημήτρης Μπενέκος (Επιμελητής)
2019
«Ειδήσεις από την Ελλάδα. Όψεις των ελληνογερμανικών σχέσεων τη δεκαετία του 1920»
Στράτος Ν. Δορδανάς (Συγγραφέας), Βασίλης Κ. Γούναρης (Επιμελητής)
2009
"Εν Γκαίρλιτς 31/12/1917...". Ημερολόγιο αιχμαλωσίας του βενιζελικού αξιωματικού Στυλιανού Κανδυλάκη στη Γερμανία του Κάιζερ
Στράτος Ν. Δορδανάς (Επιμελητής), Γεράσιμος Αλεξάτος (Επιμελητής), Μανώλης Κανδυλάκης (Επιμελητής)
2014

Παραπομπή

Στράτος Δορδανάς, »Το Δ' Σώμα Στρατού κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η κληρονομιά του Görlitz«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 11.09.2020, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/97299/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Όθων Α', Βασιλιάς της Ελλάδος, Αλέξανδρος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων, Ελευθέριος Βενιζέλος, Πάουλ Γιάκομπσταλ, Αιμίλιος Γκλάουμπερ, Γουλιέλμος Β΄, Κάιζερ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Στυλιανός Κανδυλάκης, Πολυχρόνης Καράκαλος, Έριχ Φρίντριχ Βίλχελμ Λούντενντορφ, Παντελής Μανωλόπουλος, Νικόλαος Μαργαριτούλης, Κυριάκος Μένος-Χατζηγεωργίου, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Εμμανουήλ Ρεπούλης, Λάμπρος Σινανιώτης, Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, Ιωάννης Χατζόπουλος, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ
Θεσμοί Görlitzer Nachrichten und Anzeiger (Eκδοτικός oίκος), Βασιλικό Υπουργείο Πολέμου της Πρωσίας, Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών, Βέρμαχτ, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, Ελληνικά Φύλλα (Εφημερίδα), Τα Νέα του Görlitz (Εφημερίδα), Υπουργείο Εξωτερικών (Eλλάδα), Υπουργείο Πολέμου
Τόποι Αθήνα, Βερλ, Γκέρλιτς, Θεσσαλονίκη, Καβάλα
Ζώνες επαφής Εθνικός Διχασμός, Έλληνες του Γκέρλιτς, Εξωτερική πολιτική, Κοινωνία, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Πρακτικές διαμεσολάβησης Κοινωνικά δίκτυα, Κοινωνικές συναναστροφές, Πολιτική διαχείρισης της μνήμης, Πολιτισμικές ανταλλαγές, Προπαγάνδα
Χρονικό πλαίσιο 1916-1920, 1914-1918

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μικροϊστορία
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον