Το γερμανικό «ελληνικό ιδεώδες» κατά την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού

Από Βαλεντίν Σνάιντερ | Τελευταία ενημέρωση 14.06.2022

Πού βασίστηκε η υπερδιαμόρφωση του γερμανικού «ελληνικού ιδεώδους» κατά τη διάρκεια του εθνικοσιαλισμού, και σε ποιο βαθμό συνδιαμόρφωσε τον ορίζοντα προσδοκιών των Γερμανών απέναντι στους Έλληνες, και από τη σκοπιά της φυλετικής ιδεολογίας; Πώς επηρέασε αυτό το ελληνικό ιδεώδες την εικόνα των σύγχρονων Ελλήνων στη γερμανική κοινή γνώμη μεταξύ του 1933 και του 1941; Είναι το οδοιπορικό ''Griechenland im Auto erlebt'' (Γνωρίζοντας την Ελλάδα με το αυτοκίνητο) του 1936 τυπικά επηρεασμένο από την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, και σε ποιο βαθμό αυτή η εικόνα αντανακλάται επίσης στις επιστολές των γερμανών στρατιωτών που εισέβαλαν στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941; Υπάρχει σχέση μεταξύ των υψηλών προσδοκιών των Γερμανών για τους Έλληνες, της διάψευσής τους μετά την κατοχή της χώρας και των βίαιων γερμανικών εγκλημάτων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου;

Περιεχόμενα

Εισαγωγή: Ένα οδοιπορικό στην Ελλάδα το Ολυμπιακό Έτος 1936

Το καλοκαίρι του ολυμπιακού έτους 1936, μια μικρή ομάδα ξεκίνησε για λογαριασμό της αυτοκινητοβιομηχανίας Opel στο Ρύσελσχαϊμ, ένα οδικό ταξίδι στην Ελλάδα διάρκειας αρκετών εβδομάδων, προκειμένου να παρακολουθήσει την έναρξη της πρώτης λαμπαδηδρομίας στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία Ολυμπία, και ταυτόχρονα να προβάλει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά στα μέσα ενημέρωσης, την αξιοπιστία του νέου μοντέλου Opel Olympia, του πρώτου γερμανικού αυτοκινήτου μαζικής παραγωγής με αυτόνομο αμάξωμα. Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις της ομάδας εκδόθηκαν από την υπηρεσία Δημοσίων Σχέσεων της Opel τα Χριστούγεννα του 1936, σε ένα πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο (80 εικόνες και χάρτες σε σύνολο 165 σελίδων), με τίτλο Griechenland im Auto erlebt (Γνωρίζοντας την Ελλάδα με το αυτοκίνητο)1 Το ταξίδι, που οργανώθηκε ως ερευνητική αποστολή, συνοδεύτηκε από έμπειρους δημοσιογράφους και φωτογράφους, που είχαν αναλάβει την τεκμηρίωσή του. Οι φωτογραφίες αυτού του βιβλίου προέρχονται από το φωτογράφο Άλφρεντ Τρίτσλερ (Alfred Tritschler), συνεργάτη του τότε διάσημου πρακτορείου της Φρανκφούρτης «Dr. Paul Wolff & Tritschler». Ο Τρίτσλερ θα εργαστεί αργότερα ως πολεμικός ανταποκριτής στον Λόχο Προπαγάνδας της Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρετώντας στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Ρωσία και αλλού. Τα κείμενα πρoήλθαν από την πένα του Δρ. Καρλ Βίσκοτ (Dr. Carl Wiskott), τότε διευθυντή του Γραφείου Δημοσίων Σχέσεων της Opel. Σε αυτό το σημείο, να σημειώσουμε ότι από το 1929 και μετά, το 80% της εταιρείας Opel ανήκε στον αμερικανικό όμιλο General Motors και από το 1931 οι Αμερικανοί ήταν οι μοναδικοί ιδιοκτήτες των εργοστασίων Opel. Ωστόσο, αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην εργαλειοποίηση του εργοστασίου στο Ρύσελσχαϊμ και των προϊόντων του από τους εθνικοσοσιαλιστές, καθώς οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την αποδοτικότητα της εταιρίας που είχαν μόλις αποκτήσει2.

Το βιβλίο, το οποίο αποτελεί μία από τις πρώτες περιγραφές ενός οδικού ταξιδιού στην Ελλάδα, έρχεται σε μια εποχή που το αυτοκίνητο υμνήθηκε γενικά στην Ευρώπη: σύμβολο νεωτερικότητας, όχημα της ανερχόμενης κουλτούρας του ελεύθερου χρόνου και μέσο κατάργησης των κοινωνικών προνομίων ταυτόχρονα, μέσω των ολοένα και φθηνότερων μοντέλων. Μεταξύ 1933 και 1937, οι παγκόσμιες πωλήσεις μηχανοκίνητων οχημάτων υπερδιπλασιάστηκαν κι εκατοντάδες χιλιάδες λάτρεις του μηχανοκίνητου αθλητισμού συνέρρεαν στους μεγάλους αγώνες αυτοκινήτων και μοτοσικλετών στο Nürburgring ή στο AVUS του Βερολίνου. Είναι λοιπόν σαφές πως η έκδοση Γνωρίζοντας την Ελλάδα με το αυτοκίνητο ταίριαζε τόσο στη γενική γοητεία που ασκούσε η Ελλάδα στους Γερμανούς, όσο και την επιθυμία τους για οικονομικά ταξίδια στο εξωτερικό. Ειδικά για την ανερχόμενη μεσαία τάξη, η απόκτηση αυτοκινήτου έκανε δυνατό τον προγραμματισμό και την υλοποίηση των διακοπών. «Ο ταξιδιώτης του σήμερα είναι ο αυτοκινητιστής». (Wiskott, 1936, 5) Στην ουσία, οι συγγραφείς εξέδωσαν με αυτό το βιβλίο κι έναν πρακτικό ταξιδιωτικό οδηγό, με λεπτομερείς χάρτες και πληροφορίες για τις οδικές συνθήκες, προτάσεις για διαμονή, τουριστικά αξιοθέατα και την τοπική κουζίνα, για τη χώρα και τους ανθρώπους της. Ένα μικρό λεξικό  με διαλόγους στο τέλος συμπλήρωνε την έκδοση. Το βιβλίο δεν αντιμετωπίζει με αποκλειστικά αρνητικό βλέμμα τη σύγχρονη Ελλάδα. Σε αρκετά σημεία, ο Βίσκοτ κάνει συγκρίσεις μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γνώμη του Βίσκοτ μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αξιόπιστη, δεδομένου ότι ήταν υπάλληλος αμερικανικής εταιρείας και σίγουρα γνώριζε αρκετά καλά τη χώρα του εργοδότη του. Έτσι, επαινεί το επίτευγμα των Ελλήνων να απορροφήσουν το ρεύμα των προσφύγων που εξαπολύθηκε μετά το 1922:

Η Ελλάδα πέτυχε αθόρυβα αυτό το καταπληκτικό επίτευγμα. Όπου βλέπει κανείς τακτοποιημένα, καθαρά αγροτόσπιτα στη Θεσσαλία και στις προσχώσεις στην πεδιάδα δυτικά της Θεσσαλονίκης – και βλέπει πολλές χιλιάδες από αυτά – πρόκειται για τους νέους οικισμούς των ομογενών Ελλήνων που εκδιώχθηκαν. Υπό την πίεση αυτής της ξαφνικής αύξησης του πληθυσμού, τα προάστια της Αθήνας επεκτάθηκαν επίσης σε τεράστιο βαθμό. Μόνο η Αθήνα έχει δεχθεί 300.000 πρόσφυγες. Κατασκευάστηκαν ατελείωτοι δρόμοι και σειρές σπιτιών με αμερικανική ταχύτητα. (Wiskott, 1936, 52)

Στο κέντρο της Αθήνας, ο Βίσκοτ επισημαίνει την κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους, «τεράστια, σχεδόν αμερικανική, ο θόρυβος στους δρόμους είναι εκκωφαντικός». (Wiskott, 1936, 57):

Δεν υπάρχουν καθόλου μικρά αυτοκίνητα. Το „Olympia“ μας και το μικρό μας φορτηγάκι τραβάει παντού την προσοχή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως θα μπορούσε κάποιος να κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι από το Βερολίνο [ελληνικά στο κείμενο] στην Ολυμπία [ελληνικά στο κείμενο] με ένα αυτοκίνητο που είναι τόσο μικρό για τα τοπικά δεδομένα. Ένας ιδιοκτήτης ταξί που σέβεται τον εαυτό του θα ήταν απρόθυμος να οδηγήσει ακόμα και ένα Chevrolet ή ένα Ford. Ακόμα και αν δεν φτάνουν [τα λεφτά] για μια Cadillac, που τη βρίσκει συχνά κανείς στις πιάτσες ταξί, τότε συνήθως αρκούν για ένα οχτακύλινδρο Buick. Όλη η ευημερία της όχι και τόσο πλούσιας χώρας φαίνεται να συγκεντρώνεται στην πρωτεύουσα. (Wiskott, 1936, 57)

Πού είναι οι «απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων»;

Σύντομα όμως αποδεικνύεται ότι το βιβλίο δεν είναι παρά ένα έργο ευθυγραμμισμένο στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, κάτι ανάμεσα σε ηγεμονισμό στην Ευρώπη, κατακτητικό πνεύμα και εξύμνηση της τεχνολογίας.3 Επιπλέον, το βιβλίο στοχεύει συνειδητά στη σύνδεση της αρχαίας Ελλάδας με τη νέα Γερμανία, σύμφωνα με τη γραμμή του κόμματος. Ήδη στο κεφάλαιο «Πρώτες εντυπώσεις από τα Βαλκάνια», το οποίο ασχολείται με τη διέλευση της Γιουγκοσλαβίας, διαβάζουμε:

Ο βόρειος λαός των Δωριέων και Ιώνων κατέβηκε κάποτε μέχρι εδώ, ακολουθώντας τον ήλιο, για να δημιουργήσει σε ελληνικό έδαφος έναν πολιτισμό, μια τέχνη που θαυμάζουμε σήμερα εμείς οι σύγχρονοι. (Wiskott, 1936, 9)

Κι έτσι δεν απέχει πολύ η ολοφάνερη γοητεία για τα επιτεύγματα της αρχαιότητας από την απογοήτευση για τις υποτιθέμενες ελάχιστες μορφολογικές αναλογίες των λευκών μαρμάρινων αγαλμάτων των αρχαίων Ελλήνων με την ποικιλομορφία στην εμφάνιση των σύγχρονων απογόνων τους. Σύντομα ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα:

Υπάρχουν ακόμα απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων; – Μα πού βρίσκονται οι μορφές των παλιών, που είχαν σχήμα και ζωντάνια σαν τους αθάνατους θεούς τους, με την ευγενική θωριά, με την ευγενική σκέψη, που κοιτούσαν προς τα αστέρια; Χάθηκαν όλοι, οι υπέροχοι βόρειοι άνδρες και γυναίκες με το λεπτό κεφάλι, τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια; (Wiskott, 1936, 122-123)

Η ομάδα ψάχνει στο ταξίδι της απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, ακολουθώντας ανοιχτά τον ρατσιστικό ιδεολογικό διαχωρισμό των λαών της Ευρώπης:

Όσο κι αν ψάξουμε, όσο προσεκτικά κι αν κοιτάξουμε κατάματα κάθε βοσκό, κάθε αγρότη, βλέπουμε μόνο ανθρώπους όπως τους ξέρουμε και από άλλες χώρες του νότου, από την Ισπανία και την Ιταλία [(…]). Για τις πόλεις δεν χρειάζεται καν να το σκεφτούμε, και ειδικά στην Αθήνα. (Wiskott, 1936, 122-123)

   Μα όποιος ψάχνει, βρίσκει:

Αλλά στην Αρκαδία, σε μια ορεινή κοιλάδα της Πελοποννήσου […], εκεί συναντήσαμε έναν ηλικιωμένο αγρότη. Μείναμε άναυδοι από την έκπληξη: τα μαλλιά του ήταν σγουρά και ανάλαφρα, το πρόσωπό του ευγενικά σχηματισμένο, τα γαλάζια μάτια του λαμπερά, «να βλέπει γεννημένος, βαλμένος να κοιτά», η ψηλή φιγούρα του περπατούσε περήφανα, ο σιωπηλός χαιρετισμός που μας έστειλε, μας προκάλεσε δέος. Ήταν σαν να είχε ζωντανέψει ένα αριστούργημα του Πραξιτέλη. […] Να έμοιαζε άραγε στους αρχαίους; Δεν ξέρω. […] Αλλά από πού αλλού θα μπορούσε να προέρχεται, αν όχι από αυτούς; (Wiskott, 1936, 122-123)

Μέσα από έναν ασήμαντο ταξιδιωτικό οδηγό που χρηματοδοτείται από μια γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αμερικανικής ιδιοκτησίας, ο αναγνώστης θα έρθει σε άμεση επαφή με βασικά στοιχεία της εθνικοσοσιαλιστικής φυλετικής ιδεολογίας: Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξανθοί και γαλανομάτηδες, επομένως είχαν συγγένεια με τα γερμανικά φύλα. Αυτά τα σύντομα παραδείγματα αποδεικνύουν το βαθμό στον οποίο ακραίες, ιδεολογικά προκατειλημμένες θέσεις, όπως του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (Alfred Rosenberg), σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες κατάγονταν από γερμανικά φύλα, είχαν καθιερωθεί στον έντυπο δημόσιο λόγο, και αυτό μόλις τρία χρόνια από την κατάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ.

Η προσπάθεια ιστορικής νομιμοποίησης του ναζιστικού κινήματος

Πράγματι, η ιδεολογική εμμονή των εθνικοσοσιαλιστών στη φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες μπορεί να εξηγηθεί από την ανάγκη να εδραιωθεί το κίνημα ιστορικά, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη νομιμοποίηση. Αυτή η γραμμή ερχόταν σε αντίθεση με τις προσπάθειες άλλων προπαγανδιστών να συνδεθούν με τις αρχαίες γερμανικές παραδόσεις. Ο πυρήνας αυτής της άποψης ήταν ότι ένα μέρος των γερμανικών φύλων είχε αποσχιστεί κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Καθόδου των Δωριέων και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Αυτό σήμαινε πως οι σημερινοί Έλληνες και οι Γερμανοί ήταν αδελφά έθνη, προορισμένα να βρουν το δρόμο για να επιστρέψουν ο ένας στον άλλο4. Η ιδέα περί υποτιθέμενης συγγένειας μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων ανάγεται στο γερμανικό φιλελληνισμό του 18ου αιώνα, προτού υιοθετηθεί και αναπτυχθεί περαιτέρω από τους εθνικοσοσιαλιστές5. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Χίτλερ, ειδικότερα, ενδιαφερόταν αρχικά όχι μόνο για την εγγύτητα μεταξύ των λαών με την έννοια της φυλετικής ιδεολογίας, αλλά και για τη σύγκλιση των αξιών, μεταξύ εκείνων της ελληνικής αρχαιότητας και εκείνων της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Ήδη στο Ο Αγών μου, ο Χίτλερ σχολίασε την «αξία της κλασικής παιδείας», όπου η «μελέτη της αρχαιότητας» έπρεπε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη στα μαθήματα ιστορίας – μια ιδέα που σύντομα θα εφαρμοζόταν αποφασιστικά στο πλαίσιο μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής. Εκτός από την ιστορία της Ρώμης, θα πρέπει πάνω απ’ όλα επίσης

το αρχαίο ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες […] να διατηρηθεί στην υποδειγματική του ομορφιά. Δεν πρέπει να αφήσουμε τις διαφορές των επιμέρους λαών να διαλύσουν την ευρύτερη φυλετική κοινότητα. Ο αγώνας που μαίνεται σήμερα αφορά έναν υπέρτατο στόχο: ένας πολιτισμός αγωνίζεται για την ύπαρξή του, o οποίος ενώνει χιλιετίες και συμπεριλαμβάνει τον ελληνικό και τον γερμανικό πολιτισμό6.

Επίσης, στην ομιλία του στο Συνέδριο Πολιτισμού του Ράιχ στη Νυρεμβέργη το 1933, η «φυλετική συγγένεια» μεταξύ των Γερμανών και των αρχαίων Ελλήνων βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης του Χίτλερ. Κατά την άποψή του, «τα αθάνατα επιτεύγματα των αρχαίων λαών» θα ασκούσαν «πάντα ελκυστική επίδραση» πάνω στα «γερμανικά φύλα», γιατί τελικά οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Γερμανοί ανήκαν στην ίδια «βασική φυλή» των «Αρίων–Βορείων». Αυτή η φυλετική συγγένεια υποτίθεται ότι θα νομιμοποιούσε επίσης το «ιδεώδες της ομορφιάς των αρχαίων λαών και κρατών» ως πρότυπο για τη ναζιστική Γερμανία. Γι’ αυτόν το λόγο, και σε σύγκριση με τους υποτιθέμενους εθνικά «καθαρούς» λαούς της αρχαιότητας, η νέα Γερμανία έπρεπε επίσης να ενισχύσει τη «φυλετική της ενότητα» προκειμένου να δικαιώσει την κληρονομιά των αρχαίων και να μπορέσει να μεταφέρει με κατάλληλο τρόπο τις αξίες τους στη νέα εποχή (Sünderhauf, 2004, 296). Ενώ το αργότερο από το 1938 τα προγράμματα σπουδών ορίζουν ότι πρέπει να τονίζεται ο «βόρειος χαρακτήρας» του αρχαίου πολιτισμού (Sünderhauf, 2004, 330), η διάδοση του «ελληνικού ιδεώδους» πραγματοποιήθηκε επίσης μέσω των προγραμματικών κειμένων των εθνοσοσιαλιστικών κομματικών νεολαιών, καθώς και μέσω της νέας οπτικής γλώσσας, όπως εκφράστηκε, για παράδειγμα, στις ταινίες του Ολυμπιακού Κύκλου («Η γιορτή των λαών» και «Η γιορτή της ομορφιάς», και οι δύο του 1938) της Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl) ή στο περιοδικό “Neues Volk”. Τα κείμενα των εκδόσεων της εποχής, στα οποία περιλαμβάνεται και το βιβλίο “Menschenschönheit – Gestalt und Antlitz des Menschen in Leben und Kunst” (Η ανθρώπινη ομορφιά – έκφραση και όψη του ανθρώπου στη ζωή και την τέχνη) του Χανς Β. Φίσερ (Hans W. Fischer), που εκδόθηκε το 1935, δείχνουν στη συνέχεια το βαθμό στον οποίο το «ελληνικό ιδεώδες» διαμόρφωσε τον κόσμο της σκέψης και των εικόνων του εθνικοσοσιαλισμού. Η Έστερ Σοφία Ζούντερχαουφ (Esther Sophia Sünderhauf) (Sünderhauf, 2004, 324-325) γράφει σχετικά με το θέμα αυτό:

Τώρα ούτε τα σύγχρονα αθλητικά ρούχα δεν επηρεάζουν τη σύγκριση. Η γύμνια ή τα αρχαιοπρεπή χαρακτηριστικά δεν χρειάζονται πλέον για να δείξουν ότι οι Γερμανοί του «Τρίτου Ράιχ» είναι οι σύγχρονοι Έλληνες. […] Οι αξίες που συνδέονται με την αρχαιότητα δεν μεταφέρονται στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού πλέον μέσω της μίμησης, αλλά μέσω συγκεκριμένων δράσεων και οπτικών στρατηγικών.

Οι ελληνογερμανικές σχέσεις μεταξύ 1933 και 1944

Στο σημείο αυτό, θα είχε ενδιαφέρον, να επισημάνουμε τις σχέσεις μεταξύ γερμανών και ελλήνων καλλιτεχνών κατά τη δεκαετία του 1930. Το 1938, για παράδειγμα, το βιβλίο Unsterbliches Hellas (Αθάνατη Ελλάδα), εμφανίστηκε ως επίσημη έκδοση του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος με φωτογραφίες, μεταξύ άλλων, της ελληνίδας φωτογράφου, εκπροσώπου της σχολής της Νέας Αντικειμενικότητας (Neue Sachlichkeit) Νέλλης (στην πραγματικότητα Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη), η οποία είχε επίσης συνεργαστεί ως σύμβουλος της Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl) για τις ταινίες του Ολυμπιακού Κύκλου7. Ο γλύπτης Άρνο Μπρέκερ (Arno Breker), τον οποίο λάτρευε ο Χίτλερ, είχε σχέση από το 1927 με την Ελληνίδα Δήμητρα Μεσσάλα, κόρη έλληνα διπλωμάτη. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μπρέκερ παντρεύτηκε τη μούσα του. Κορυφαίοι καλλιτέχνες λοιπόν της ναζιστικής εποχής βρήκαν την έμπνευσή τους όχι μόνο στην όψη των αρχαίων κτιρίων και γλυπτών, αλλά και στις σχέσεις τους με τους έλληνες συγχρόνους τους. Το αποκορύφωμα των ελληνογερμανικών σχέσεων στη δεκαετία του 1930 ήταν αναμφίβολα οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο (οι χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν ήδη διεξαχθεί στο Γκάρμις-Παρτενκίρχεν από τις 6 έως τις 16 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους). Κατά την προετοιμασία των Αγώνων, οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν ήδη βρει ένα αποτελεσματικό μέσο για να γιορτάσουν τη σύνδεση μεταξύ της νέας Γερμανίας και της αρχαίας Ελλάδας ενώπιον του διεθνούς κοινού, με τη λαμπαδηδρομία από την Ολυμπία στην πρωτεύουσα του Ράιχ (Large, 2007, 3-5, 22).

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα, ως χώρα, έπαιζε υποδεέστερο ρόλο στα γερμανικά επεκτατικά σχέδια. Τόσο στρατιωτικά, όσο και ως προς την ευρωπαϊκή πολιτική, δεν είχε για τον Χίτλερ κανένα ενδιαφέρον, και ανήκε ξεκάθαρα στην περιοχή ενδιαφέροντος της φασιστικής Ιταλίας. Για τον Χίτλερ, δεν υπήρχε λόγος να προκαλέσει τον Μουσολίνι σε αυτό το ζήτημα, ιδίως από τη στιγμή που η Γερμανία και η Ελλάδα συνδέονταν με άριστες οικονομικές σχέσεις τη δεκαετία του 1930. Ακόμη και κατά την περίοδο του λεγόμενου Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου από το 1936 και μετά υπό τον φιλογερμανό δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, οι καλές αυτές σχέσεις αναπτύσσονταν περαιτέρω, γεγονός που υπογραμμίζεται και από την επίσκεψη του γερμανού Υπουργού Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας του Ράιχ Γιόζεφ Γκαίμπελς (Joseph Goebbels) στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1936. Για τον Γκαίμπελς, αυτό το ταξίδι μεταξύ 20ης και 28ης Σεπτεμβρίου είναι η πραγματοποίηση ενός «νεανικού ονείρου», κατά τη διάρκεια του οποίου βλέπει με θαυμασμό την αρχαία, αλλά μάλλον σκωπτικά τη σύγχρονη Ελλάδα του Μεταξά ως οιωνεί φασιστική χώρα. Για τον Γκαίμπελς, η Ακρόπολη είναι «το ισχυρότερο μνημείο της βόρειας δημιουργικής δύναμης»8. Η εικόνα των νεοελλήνων, ωστόσο, ενισχύθηκε σημαντικά στα μάτια του Χίτλερ, καθώς  μετά την ιταλική επίθεση το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και κατάφεραν να απωθήσουν τους Ιταλούς εισβολείς μέχρι τα ενδότερα της Αλβανίας. Ο Χίτλερ φοβόταν τώρα ότι η ασυντόνιστη πρωτοβουλία του Μουσολίνι στην Ελλάδα θα παρείχε στον Τσώρτσιλ την κατάλληλη αφορμή για να επέμβει στα Βαλκάνια, όπως είχαν ήδη κάνει οι Δυτικοί Σύμμαχοι κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φόβοι του Χίτλερ επιβεβαιώθηκαν, όταν τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα έφτασαν στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 1940 για να υποστηρίξουν τους Έλληνες εναντίον της Ιταλίας (Simms, 2020, 605-606).

Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα

Όταν στη συνέχεια επενέβη ο ίδιος ο Χίτλερ στα Βαλκάνια, αυτό έγινε όχι τόσο από ενδιαφέρον για τη δική του θέση ισχύος στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, όσο μάλλον για να εμποδίσει την Αγγλία να δημιουργήσει σταθερή στρατηγική βάση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Λόγω της συμπάθειάς του για τους  Έλληνες και της αγάπης του για την αρχαιότητα, η εκστρατεία στην Αθήνα ήταν συναισθηματικά φορτισμένη για τον Χίτλερ, τα αρχαία μνημεία και το αστικό κέντρο της Αθήνας προστατεύονταν κατά τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές με διαταγή του. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ σημείωνε στο ημερολόγιό του:

Ο Φύρερ λέει ότι λυπάται πολύ που πρέπει να πολεμήσει με τους Έλληνες, καθώς μια ανάμνηση του αρχαίου ελληνισμού πλανιέται ακόμη στο μυαλό του9.

Τεσσεράμισι χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου „Griechenland im Auto erlebt“, οι Γερμανοί ήρθαν ξανά στην Ελλάδα, όμως αυτή τη φορά όχι μόνο με αυτοκίνητα, αλλά και με άρματα μάχης, μαχητικά αεροπλάνα και οβιδοβόλα: Μεταξύ της 6ης Απριλίου και της 1ης Ιουνίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα, με τη βοήθεια ιταλικών και βουλγαρικών μονάδων, κατέλαβαν αρχικά την ηπειρωτική Ελλάδα, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Μαρίτα», και στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση της αεραποβατικής επιχείρησης «Ερμής» που κόστισε πολλές ανθρώπινες ζωές, και την Κρήτη.
Ο ίδιος ο Χίτλερ εκφράζει τη λύπη του για τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα στο πλαίσιο του γενικευμένου παγκόσμιου πολέμου, σε επιστολή του προς τη Δήμητρα Μεσσάλα, τη σύζυγο του Άρνο Μπρέκερ (Arno Breker):

Αγαπητή κυρία Μπρέκερ, σας σκεφτόμουν πολύ το τελευταίο διάστημα και λυπήθηκα για τις πολιτικές εμπλοκές με την Ελλάδα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο ήταν για μένα να πρέπει να πολεμήσω εναντίον της πατρίδας σας. Ήταν η πιο δύσκολη μάχη που έχει δώσει μέχρι σήμερα η Βέρμαχτ. Τα αδέλφια σας πολέμησαν όπως οι ήρωες της αρχαίας Ελλάδας και σκεπτόμενος εσάς, έδωσα διαταγή, μετά την παύση των εχθροπραξιών, να επιστρέψουν αμέσως όλοι οι στρατιώτες στις οικογένειές τους ελεύθεροι, με εξαίρεση το σώμα των αξιωματικών, η πολιτική στάση των οποίων απέναντι στη Γερμανία αφήνει κάποια ερωτήματα αναπάντητα10.

Στην εφημερίδα Panzer am Balkan, το «Ειδησεογραφικού Φύλλου των τεθωρακισμένων μας», οι γερμανοί στρατιώτες μπορούσαν να διαβάσουν τις ακόλουθες γραμμές υπό τον τίτλο «Η σβάστικα πετάει πάνω από την Ακρόπολη» στις 29 Απριλίου 1941, δύο ημέρες μετά την κατάληψη της πόλης των Αθηνών από τα γερμανικά στρατεύματα:

Ιδού λοιπόν η πόλη των σχολικών μας ονείρων, των πρώτων μας μαθημάτων ιστορίας, ο τόπος της αρχαίας τέχνης και των μουσών, κάτω από τον λαμπερό ήλιο του νότου. Η πρώτη σβάστικα λάμπει εκεί κάτω. Η σβάστικα στην Ακρόπολη! Λάμπει μακριά και πλατιά σε κόκκινο φόντο, και δίπλα της η ελληνική σημαία, ως ορατή απόδειξη του ότι ξέρουμε να σεβόμαστε την τιμή της Ελλάδας11.

Μάλιστα, μετά το τέλος των μαχών, ο Χίτλερ έδωσε εντολή να απελευθερωθούν όλοι οι έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου και να υποστηριχθεί η οργάνωση της επιστροφής τους στην πατρίδα. Στη συνέχεια, όμως, οι σχέσεις μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων επιδεινώθηκαν και ξεκίνησε μια περίοδος κατοχής που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια, εξακολουθώντας να αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Ιδιαίτερα ο λιμός του χειμώνα του 1941-42, που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 300.000 ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα, καθώς και η γερμανική κατοχική τρομοκρατία και οι σφαγές, π.χ. του Κοντομαρίου, των Καλαβρύτων και του Διστόμου, έχουν πλέον εδραιωθεί στη συλλογική μνήμη της Ελλάδας. Εδώ προκύπτουν αναπόφευκτα τα εξής ερωτήματα: πώς ήταν δυνατόν να συμβούν αυτά τα βίαια εγκλήματα, ενώ αρχικά η Ελλάδα και οι Έλληνες εξυμνούνταν, και επίσης, πώς βίωσαν οι απλοί στρατιώτες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων την εισβολή τους και την κατοχή στην Ελλάδα; Επηρεάστηκαν οι εντυπώσεις τους για τη χώρα και τους ανθρώπους από την εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, όπως και το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του 1936;

Η εικόνα των Ελλήνων στις επιστολές των Γερμανών στρατιωτών

Μια πηγή για την απάντηση αυτών των ερωτημάτων είναι οι επιστολές των Γερμανών στρατιωτών, μεγάλος αριθμός των οποίων είναι πλέον διαθέσιμος στους ερευνητές, σε διάφορα αρχεία στη Γερμανία. Ωστόσο, ακόμη και αν η πρόσβαση στον κόσμο της σκέψης των Γερμανών στρατιωτών εξακολουθεί να είναι σχετικά εύκολη –με την προϋπόθεση ότι δεν θα αποφύγει κανείς την ενίοτε πολύ χρονοβόρα μεταγραφή των επιστολών– απαιτείται επίσης μια στρατιωτικο-ιστορική αξιολόγηση των επιστολών και των συγγραφέων τους, προκειμένου να είμαστε σε θέση να σταθμίσουμε σωστά τις δηλώσεις τους σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες της γερμανικής παρουσίας στην Ελλάδα. Για τους περισσότερους στρατιώτες, η επιστολή αποτελούσε, πέραν των περιστασιακών αδειών, οι οποίες συνήθως δεν εγκρίνονταν πάνω από μία φορά το χρόνο, τη μόνη σύνδεση με οικογένεια και φίλους. Όμως, όσο ενεργή και αν ήταν η συγγραφική δραστηριότητα των γερμανών στρατιωτών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε καμία περίπτωση δεν ασχολήθηκαν όλοι βαθύτερα με την κατεχόμενη χώρα και τους κατοίκους της. Πολλοί στρατιώτες δεν τολμούσαν να βγουν στους δρόμους χωρίς άλλους στρατιώτες, και φυσικά το γλωσσικό εμπόδιο μεταξύ των κατακτητών και των κατακτημένων ήταν πολύ μεγαλύτερο στην Ελλάδα από ό,τι, για παράδειγμα, στη Γαλλία την ίδια εποχή. Επομένως, πολλές επιστολές χαρακτηρίζονται από ασήμαντο περιεχόμενο, π.χ. παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη συχνότητα γραφής των αντίστοιχων επιστολογράφων ή τη σειρά με την οποία οι επιστολές έφτασαν στους παραλήπτες τους σε κάθε περίπτωση. Ένα ακόμη πρόβλημα φαίνεται να είναι το γεγονός ότι, για λόγους στρατιωτικού απορρήτου, συχνά δεν δίνονταν οι ακριβείς πληροφορίες για την τοποθεσία στις επιστολές ή δίνονταν μόνο με συγκεκαλυμμένη μορφή. Παρόλο που η λογοκρισία στο γερμανικό ταχυδρομείο μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο δειγματοληπτικά, τυχόν παραβιάσεις των κανονισμών μπορούσαν να οδηγήσουν σε δρακόντειες ποινές.

Παρ’ όλα αυτά, πολλές επιστολές παρέχουν μια εξαιρετική εικόνα της καθημερινής ζωής και του κόσμου της σκέψης των γερμανών κατακτητών, διαμορφωμένων αποφασιστικά από το πολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς του εθνικοσοσιαλισμού –και αυτό δεν αφορά σε καμία περίπτωση μόνο τις περιγραφές πολεμικών γεγονότων. Ακόμη και θέματα που επανέρχονται σταθερά, όπως οι καθημερινές δουλειές, η νοσταλγία για την πατρίδα, η διατροφή, η κατάσταση των καταλυμάτων καθώς και το ασυνήθιστο κλίμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασθένειες που προκύπτουν από αυτό, φέρουν συχνά τα ίχνη των εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών. Πρώτα απ’ όλα, η επιρροή της ιδεολογίας αντανακλάται στις περιγραφές θεμάτων της Ελληνικής ιστορίας και της αρχαιολογίας. Πολλοί στρατιώτες, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα, απασχολούνταν πραγματικά ως ερασιτέχνες ιστορικοί και αρχαιολόγοι. H γενική «λαχτάρα των Γερμανών για την Ελλάδα» μπορεί να υπερδιαμορφώθηκε επιπλέον από την προσωπική συμμετοχή του Χίτλερ στις ανασκαφές που διεξήγαγε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών στην Ολυμπία από το 1937 και μετά, οι οποίες προσέλκυσαν σε μεγάλο βαθμό την προσοχή των μέσων ενημέρωσης (Kankeleit, 2015, 21-22). Έτσι, στις επιστολές των Γερμανών στρατιωτών στην Ελλάδα γίνονται συχνά αναφορές στους αρχαίους Έλληνες και τα κτίριά τους. Για παράδειγμα, ο αρχίατρος Δρ. Ρολφ Ομπερντόρφερ (Dr. Rolf Oberndörfer), του 79ου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού, ήταν στις 6 Ιουνίου 1941 ήδη σίγουρος ότι:

Οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι εκείνοι της εποχής του Περικλή, του Λεωνίδα κ.λπ., αλλά ένας μικτός λαός που το πολύ-πολύ να έχει κοινή γραφή, γλώσσα και γη με τους αρχαίους Έλληνες. 

Αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς από αυτόν τον συγγραφέα, μια ορισμένη κριτική  στην επίσημη γραμμή του κόμματος:

Και όσο όμορφη και να είναι «ίσως» η Ελλάδα σε ένα ταξίδι στη Μεσόγειο, και όση πνευματική οικειότητα και να νιώσει κανείς στις ράθυμες (αν και δίκαια κερδισμένες) διακοπές, με τους καθόλου βιαστικούς, αργούς και ανατολίτικα ήρεμους και λιτούς ανθρώπους, για λίγες εβδομάδες!, τόσο δυσάρεστη είναι η μόνιμη διαμονή εδώ. Ομολογουμένως, οι γυναίκες της Αθήνας είναι σε γενικές γραμμές ηθικά πιο συνεπείς και ευπρεπώς ντυμένες από εκείνες του Παρισιού, των Βρυξελλών και της Αμβέρσας και γι’ αυτό οι άλλες είναι πολύ πιο επικίνδυνες για τους στρατιώτες μας. Και τι σημαίνει ανάπαυση και ψυχαγωγία εδώ, όταν σε απειλούν παντού και διαρκώς  η ελονοσία, η δυσεντερία, ο τύφος, τα λυσσασμένα σκυλιά, τα φίδια, οι σκορπιοί, οι κοριοί κ.λπ. κ.λπ.; Ποιος ξέρει εδώ τους υπέροχους Κλασικούς που εμείς λατρεύουμε τόσο πολύ; Σίγουρα θα έχουν διαβαστεί ακόμα λιγότερο εδώ στην Ελλάδα από ότι σε εμάς οι Γερμανοί Κλασικοί12.

Το κείμενο αυτό καταδεικνύει παραδειγματικά πόσο γρήγορα οι προκατασκευασμένες απόψεις για την Ελλάδα και τους Έλληνες μπόρεσαν να διαβρωθούν από την άμεση επαφή με τη χώρα και τους ανθρώπους της, και πώς νέες πτυχές της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας σε θέματα όπως η υγιεινή, η υγεία και το μορφωτικό επίπεδο άλλων λαών κατάφεραν να κερδίσουν το πάνω χέρι σε σχέση με την προηγουμένως ισχύουσα λατρεία για τους Έλληνες. Ωστόσο, όχι σπάνια διαφαίνεται μια γοητεία για τα απομεινάρια του αρχαίου πολιτισμού, όπως για παράδειγμα στην επιστολή της 25ης Απριλίου 1941 του στρατιώτη Χέλμουτ Χίλντεμπραντ (Hellmuth Hildebrand), ο οποίος βρισκόταν για λίγες εβδομάδες στη βόρεια Ελλάδα:

Η υπηρεσία εδώ είναι μέχρι τώρα πολύ ήσυχη – χθες, εγώ προσωπικά, είχα άδεια να επισκεφθώ όλα τα είδη των ερειπίων από την κλασική εποχή, (Αμφίπολη), συμπεριλαμβανομένου ενός πολύ όμορφου γυναικείου κεφαλιού ως μισό ανάγλυφο· Η πρώτη επαφή με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε ελληνικό έδαφος!13

Άλλοι στρατιώτες, από τους οποίους μερικοί δεν συμμετείχαν καν στη βαλκανική εκστρατεία, είδαν τη γερμανική κατάκτηση της Ελλάδας ως μέρος της μακράς ιστορίας της χώρας, πιστή στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, η οποία ήθελε να παρουσιάζει τους αρχαίους Έλληνες ως απογόνους Γερμανών κατά τις μετακινήσεις των λαών από το βορρά. Έτσι, ο Χέλμουτ Χένσελ (Helmut Hänsel), υπολοχαγός στο επιτελείο του επικεφαλής εφοδιασμού της 258ης Μεραρχίας Πεζικού, γράφει στις 27 Απριλίου 1941:

Μόλις ανακοινώθηκε ότι τα πρώτα τανκς έφτασαν στην Αθήνα και αλεξιπτωτιστές εξασφάλισαν τη χερσαία γέφυρα της Κορίνθου. Δεν είναι φοβερό; Θα ήθελα πολύ να ήμουν εκεί όταν υψώθηκε η σημαία στην Ακρόπολη. Τι έχουν περάσει αυτά τα τείχη στην ιστορία14.

Μερικοί στρατιώτες έβλεπαν τους εαυτούς τους ως προστάτες των αρχαίων κτιρίων στην Ελλάδα, ακόμα και την τελευταία χρονιά της γερμανικής κατοχής. Αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, στην επιστολή του στρατιώτη Βέρνερ Βέσεμαν (Werner Wesemann) στις 27 Νοεμβρίου 1943:

Την τελευταία εβδομάδα είχαμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα. Πρώτα το νησί της Λέρου και ταυτόχρονα το νησί της Σάμου μας φόρτωσαν κάθε είδους δουλειά, αλλά τελικά τα καταφέραμε. Ταυτόχρονα, ο εχθρός προσπάθησε να επιτεθεί στις βάσεις ανεφοδιασμού μας. Είχαμε την ευτυχία να μας επιτεθούν περίπου 55 τετρακινητήρια βομβαρδιστικά που κατέβαιναν στα 500 μέτρα και μάλιστα μέρα μεσημέρι. Τα μαχητικά και τα αντιαεροπορικά μάς έριξαν αρκετά και σκότωσαν αρκετούς. Δεν πέτυχαν αυτό που ήθελαν –οι μονάδες μάχης, οι μονάδες καταδυτικών βομβαρδισμών και οι μονάδες μεταφορών εξακολουθούν να απογειώνονται για δράση. Μέρα και νύχτα το βουητό των μηχανών δεν σταματούσε. Ήταν πάντοτε ένα υπέροχο συναίσθημα όταν οι μονάδες πετούσαν σε κλειστούς σχηματισμούς προς τον εχθρό και είχαν πάντα στην πορεία τους τα θερμότερα συγχαρητήριά μας. Είναι και πάλι ήσυχα τα πράγματα εδώ. Μετά από αυτές τις πολυάσχολες ημέρες, είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε τα υπέροχα κτίρια της Ακρόπολης. Δεν μπορεί κανείς να μην εκπλαγεί από το υψηλό επίπεδο πολιτισμού που είχαν τότε οι αρχιτέκτονες των αρχαίων Ελλήνων. Θα ήταν κρίμα αν αυτά τα αρχαία μνημεία πολιτισμού γίνονταν θύματα στις βόμβες του εχθρού15.

 Σε ό,τι αφορά τη γνώμη των γερμανών στρατιωτών για τον ελληνικό πληθυσμό και τις σχέσεις μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων, από το περιεχόμενο των επιστολών προκύπτει τελικά μια διαφοροποιημένη εικόνα. Σε μια από τις πρώτες επιστολές του από την Ελλάδα στις 10 Απριλίου 1941, ο στρατιώτης Χέλμουτ Χίλντεμπραντ (Hellmuth Hildebrand) περιγράφει την είσοδο της μονάδας του στα βόρεια της χώρας:

Η επιτυχία ήταν εκπληκτική όταν στην πορεία, είδαμε τη θάλασσα από ψηλά, πολεμιστές, αν και χωρίς ατσάλινα κράνη (!), βόρειοι κατακτητές που κατέβαιναν 1000 μέτρα στην κοιλάδα. Στα χωριά, οι άνθρωποι έφταναν με ψωμί, τυρί, αυγά, τσιγάρα, όλοι έδιναν τα χέρια και χαμογελούσαν ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στη Βουλγαρία. Ο στρατός είχε εισβάλει και πιθανώς ο κόσμος εν μέρει φοβόταν και εν μέρει είχε παλιές συμπάθειες για τη Γερμανία16.

Σίγουρα αυτό το απόσπασμα αντανακλά επίσης τον φόβο του πληθυσμού για τα γερμανικά αντίποινα, καθώς και την ανακούφιση που κατακτήθηκαν και καταλήφθηκαν «μόνο» από τους Γερμανούς και όχι από τους μισητούς Βούλγαρους. Ακόμη και τρεις εβδομάδες αργότερα, ο συντάκτης δεν βλέπει κανένα λόγο να αναθεωρήσει την εκτίμησή του για τους Έλληνες και περιγράφει ρητά τη σχέση με τον πληθυσμό κοντά στην Καβάλα ως «πολύ φιλική»:

Τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και η ζωή είναι πολύ ήσυχη. Τα πρωινά, απασχολούμαστε μεταξύ άλλων  με τον καλλωπισμό του χωριού. Γκρεμίσαμε, φτιάξαμε χαλικόστρωτα δρομάκια, πέτρινες μάντρες, στήσαμε τραπέζια και πάγκους και φτιάξαμε ένα ωραίο υπαίθριο μέρος για φαγητό σ’ έναν άδειο κήπο. Κατασκευάσαμε ακόμη και μια τσιμεντένια στέρνα νερού και ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού ήθελε να τσιμεντώσει αμέσως τη σκάλα του κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, μετά την αποχώρησή μας, αυτό το μέρος θα είναι ένα πανέμορφο υπαίθριο μαγαζί. Οι Έλληνες παραξενεύονται που και άλλοι λόχοι, ακόμα και επιμέρους ομάδες, κάνουν παρόμοια έργα.17

Ακόμη, τον Απρίλιο του 1944, ο δεκανέας Τέο Βάλντμαν (Theo Waldmann), που υπηρετούσε στην Κω στο 11ο Τάγμα Πεζικού 999 (ένα από τα λεγόμενα τάγματα τιμωρίας), περιγράφει τον πληθυσμό ως «απόλυτα φιλικό»18. Δυστυχώς, από την επιστολή δεν γίνεται σαφές εάν οι σχέσεις αυτές, οι οποίες θεωρήθηκαν θετικές, οφείλονταν στο ότι οι Έλληνες ενδεχομένως γνώριζαν τη σκληρή μοίρα που περίμενε πολλούς «999άρηδες». Επίσης, ο Δρ. Άλμπερτ Κρούμπαχερ (Dr. Albert Krumbacher), υπολοχαγός στο πλαίσιο της Γενικής Διοίκησης 18ου Ορεινού Σώματος, δίνει στις επιστολές του μια διαφοροποιημένη, ανεξάρτητη εικόνα του ελληνικού πληθυσμού και της σχέσης του με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Στις 11 Μαΐου 1941 γράφει:

Οι Έλληνες φαίνεται –τουλάχιστον κατά την κρίση μας– να είναι καλύτεροι από τη φήμη τους. Το ότι είναι καλοί στρατιώτες, το απέδειξαν εναντίον των Ιταλών και η ήττα τους εναντίον μας δεν είναι ντροπή. Φαίνονται αρκετά σίγουροι για τον εαυτό τους, αλλά είναι κυρίως ευγενικοί και εξυπηρετικοί. Σχεδόν κανείς δεν μιλάει γερμανικά, αλλά στην Αθήνα σχεδόν κάθε πωλήτρια μιλάει γαλλικά. Δυστυχώς, δεν έχουμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή μαζί τους και να γνωρίσουμε ακόμη καλύτερα τη χώρα και τους ανθρώπους της. Έχω την εντύπωση ότι θα είναι δύσκολο να τους κερδίσουμε. Οι σημαντικοί άνθρωποι εξαρτώνται από την Αγγλία λόγω του εκτεταμένου θαλάσσιου εμπορίου που είναι η κύρια πηγή εσόδων για την κατά τα άλλα φτωχή χώρα19. 

Δέκα ημέρες αργότερα, ο επιστολογράφος συμπληρώνει:

Δεν έχω ακούσει ποτέ για τους Έλληνες να υποδέχονται τα γερμανικά στρατεύματα με πορτοκάλια και λεμόνια. Αν συνέβη, ήταν σίγουρα μια μεμονωμένη περίπτωση που δεν αντικατοπτρίζει τη γενική διάθεση. Σε γενικές γραμμές, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμπάθεια του ελληνικού πληθυσμού προς εμάς. Εξάλλου, δεν μπορεί κανείς να το απαιτήσει αυτό20.

Τουλάχιστον στην αρχή της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, οι συζητήσεις μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων σίγουρα δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο, ακόμη και σε δημόσιους χώρους. Οι γλώσσες επικοινωνίας ήταν τα αγγλικά, τα γαλλικά και μερικές φορές τα γερμανικά. Κάποιοι επικοινωνούσαν κυριολεκτικά με νεύματα, άλλοι χρησιμοποιούσαν τις γνώσεις τους στις αρχαίες γλώσσες και δοκίμαζαν μία μίξη από «Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά»21. Οι συζητήσεις βοηθούσαν τους περισσότερους να βρουν απλώς το δρόμο τους- άλλοι πλησίαζαν ο ένας τον άλλον από περιέργεια. Στις 4 Ιουλίου 1941, ο Δρ. Καρλ Κρούγκερ (Dr. Karl Krüger), μέλος μιας μονάδας ασυρμάτου στον Σκαραμαγκά, αναφέρθηκε σε ένα ταξίδι στην Αθήνα:

Τις προάλλες είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με έναν έλληνα φοιτητή στην πόλη. Πρώτα απ’ όλα, αυτός και οι όμοιοί του εξακολουθούν να πιστεύουν ακράδαντα στη δύναμη της Αγγλίας, διότι πουθενά (!) δεν συνάντησαν οι Γερμανοί μέχρι σήμερα Άγγλους κ.λπ. Ποτέ δεν θα πίστευα ότι το παραμύθι των ευτυχισμένων, νικηφόρων υποχωρήσεων θα γινόταν τόσο πιστευτό22.

Στα μικρά χωριά που κατέλαβαν οι γερμανικές μονάδες, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες, φαινόταν να δημιουργείται μια κατοχική καθημερινότητα, με τις αρχικές προκαταλήψεις να δίνουν τη θέση τους σε προσωπικές εμπειρίες. Έτσι ο Κρούγκερ γράφει στη γυναίκα του στην περιοχή του Σβερίν στις 7 Ιουλίου 1941:

Το πρωί πήγα για ψώνια στο χωριό μας. Χρειαζόμασταν επειγόντως κρεμμύδια για την κουζίνα μας, οπότε έπρεπε να βοηθήσω ξανά. Στα καταστήματα δεν υπήρχε κανένας. Ευτυχώς βρήκα τη γριά στρίγγλα που μας μαγείρευε στο στρατόπεδο. Έτσι τα κατάφερα. Ένα μικρό αγόρι μάς οδήγησε μέσα στον λαβύρινθο των σοκακιών, και τελικά βρεθήκαμε σε μια αυλή. Τα «κρεμμύδια» ήταν διαθέσιμα, αλλά πρώτα έπρεπε να καμαρώσω ένα μικρό βρέφος. Στη συνέχεια με ρώτησαν ̶  ως συνήθως ̶  αν είχα κι εγώ παιδιά, και αμέσως οι φωτογραφίες των παιδιών πέρασαν από χέρι σε χέρι. Τελικά, ένα αγόρι ζαλώθηκε το σακί με τα κρεμμύδια και το βάλαμε για το σπίτι23. 

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες, ιδίως έμποροι και πωλητές, φάνηκε να προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στη γερμανική παρουσία. Ο Χέλμουτ Χίλντερμπραντ  αναφέρει σε μια επιστολή του με ημερομηνία 6 Μαΐου 1941, μετά από μία σύντομη επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, τα εξής:

Παντού επικρατεί μεγάλη κινητικότητα και κατά τη διάρκεια των 4 εβδομάδων της γερμανικής περιόδου υπάρχει μια απεριόριστη προσαρμογή σε εμάς: κάθε 5 βήματα βρίσκεις και από ένα αγόρι να πουλάει φθηνά λεξικά για εμάς, και άλλα στους Έλληνες. Έχουν επίσης κάτι γελοίους «οδηγούς» ή δαχτυλίδια που γράφουν «Ενθύμιον Θεσσαλονίκης, 1941» ή πλεκτά κ.λπ. Υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα για να αγοράσουμε, τα οποία δεν υπάρχουν στη χώρα μας, ιδίως υφάσματα, αλλά λόγω έλλειψης χώρου, δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας εκτός από μικροπράγματα.24

Ο Δρ. Καρλ Κρούγκερ (Dr. Karl Krüger) έκανε στις αρχές του Ιουλίου 1941, μια παρόμοια παρατήρηση κοντά στην Αθήνα:

Τις τελευταίες ημέρες ανακαλύψαμε έναν καινούριο τρόπο για να περιδρομιάζουμε: Δέκα λεπτά μακριά από εμάς βρίσκεται ένα μικρό ψαροχώρι. Εκεί, σε μία από τις δύο βρώμικες ταβέρνες, βρίσκει κανείς τα ασημί ψάρια που είπα. Τώρα πλέον ο ταβερνιάρης είναι προετοιμασμένος και έχει ετοιμάσει ψητά ψάρια. Είναι πολύ νόστιμα. Είναι κρίμα που δεν μπορώ να φάω –τουλάχιστον προς το παρόν! Ορισμένα από τα αλιευτικά σκάφη έχουν τώρα τη γερμανική σημαία δίπλα στην ελληνική. Στον Πειραιά τις προάλλες είδαμε ένα σωρό πλοία να φέρουν τη σημαία μας. Αλλά πουθενά δεν βλέπει κανείς σκάφος με ιταλική σημαία25.

Κατά κανόνα, στις επιστολές των απλών στρατιωτών δεν φαίνεται κάποια βαθύτερη ανάλυση, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις βαθμίδες των αξιωματικών. Στις 18 Μαΐου 1941, ο υποδεκανέας Γιόζεφ Μπράουν (Joseph Braun) του 74ου Συντάγματος Πυροβολικού, περιγράφει τις εντυπώσεις του από την Ελλάδα σε άμεσο τόνο και δεν δίνει αφορμές να υποθέσουμε ότι είχε επηρεαστεί από ένα θετικό «ελληνικό ιδεώδες»:

Υπάρχουν πολλοί μικροπωλητές εδώ γύρω με φρούτα, γλυκά, είδη ραπτικής, ποτά και πολλοί λούστροι. Φωνάζουν διαρκώς για να προσφέρουν την πραμάτεια τους. Αλλά εκεί συνήθως την πατάει κανείς. Στην Ελευσίνα, ήρθε τελευταία ένα αγόρι με αυγά. Ήθελε 10 δρχ. (20 Pfg.) ανά τεμάχιο. Φαντάζεσαι λοιπόν ότι τον κυνηγήσαμε. Από τέτοιους ανθρώπους παίρνουμε συχνά την πραμάτεια τους και δεν πληρώνουμε απολύτως τίποτα. Ο όχλος είναι πολύ κλέφτης. Προχθές, ένας έλληνας αστυνομικός πυροβόλησε μια γυναίκα στο δρόμο για να βάλει τέλος στις κλοπές κάρβουνου. Σου λέω, έτσι είναι εδώ τα πράγματα…26

Στην περίπτωση του μεγάλου λιμού του χειμώνα 1941-1942, ορισμένοι επιστολογράφοι προσπαθούν να κατανοήσουν τα αίτια της έλλειψης τροφίμων, ενώ άλλοι απλώς λυπούνται τον λαό που λιμοκτονούσε και ζητιάνευε. Στις 23 Μαρτίου 1942, ο ανθυπολοχαγός Πέτερ Γκλίμαν (Peter Gliemann), του 721ου Συντάγματος Πεζικού γράφει στη σύζυγό του:

Έχεις ακούσει ποτέ για την έλλειψη τροφίμων στην Ελλάδα; Στην Αθήνα πεθαίνουν καθημερινά διακόσιοι άνθρωποι από ασιτεία. Αυτό είναι γεγονός! Λιποθυμούν στο δρόμο! Καταστροφή!! Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας είναι μόνο στέπα. Μα πώς να τραφεί έτσι μόνος του ο λαός!;…27

Μετά από σχεδόν ένα χρόνο γερμανικής κατοχής στα Βαλκάνια, ο στρατιώτης Βέντελιν Πέκινγκ (Wendelin Peking) του 12ου Συντάγματος Αεροπορικών Πληροφοριών είχε μια εντελώς αναθεωρημένη εικόνα για τους Έλληνες, τους οποίους μπόρεσε να παρατηρήσει από κοντά. Ένιωθε κυρίως ενοχλημένος από τη θέα της δυστυχίας στους δρόμους, χωρίς όμως να βλέπει τη γερμανική κατοχή και τις πολιτικές εκμετάλλευσης έστω ως μέρος των αιτιών του λιμού. Στις 9 Ιανουαρίου 1942 έγραψε τις ακόλουθες γραμμές στο σπίτι του:

Ο ελληνικός λαός, που κάποτε ήταν ένας λαός του πολιτισμού, τον οποίο θαύμαζε όλος ο κόσμος, είναι τώρα ένα έθνος σαλτιμπάγκων και απατεώνων. Η ζωή στους δρόμους, εκτός από τα μικρά κέντρα των πόλεων, είναι απερίγραπτη. Εξαθλιωμένα σπίτια, σχεδόν πιο φρικτά από αυτά της Ρωσίας, μπορεί εύκολα να πει κανείς. Στους δρόμους κυκλοφορεί κόσμος τον οποίο βλέπεις και καταλαβαίνεις πως οι ώρες του είναι μετρημένες. Αν περπατήσεις 200 μέτρα στον δρόμο, θα βρεις σίγουρα έναν άνθρωπο που βρίσκεται στα τελευταία του. Δεν υπάρχει κανένα έλεος. Αφού έτσι τα ήθελαν, αν τους δεις ως λαό. Σε κλέβουν, ακόμα και αυτά που κουβαλάς πάνω σου, μέρα μεσημέρι. Οι ζητιάνοι και οι μαυραγορίτες δεν σε αφήνουν σε ησυχία, σε βασανίζουν, μόνο με τη βία μπορεί κανείς να κρατήσει μακριά αυτούς τους ανθρώπους που βρωμάνε σκόρδο28. 

Συμπέρασμα

Τελικά, πρέπει να τεθεί το ερώτημα εάν η αλληλεπίδραση μεταξύ του «ελληνικού ιδεώδους» που είχε υπερδιαμορφωθεί από τους εθνικοσοσιαλιστές, η αναζήτηση της «πραγματικής Ελλάδας» (Wiskott, 1936, 56), η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στις προσδοκίες ακόμη και των απλών στρατιωτών, και η βιωμένη πραγματικότητα κατά την αντιμετώπιση των Ελλήνων στην κατεχόμενη χώρα, οδήγησε τελικά σε βαθιά απογοήτευση. Διότι στο ερώτημα εάν «Έτσι ήταν οι αρχαίοι;» ακολουθούσε σχεδόν πάντα σιωπηρά η απάντηση: όχι. Με τη διαφορά ότι οι χαρακτηρισμένοι από τον Έμπερχαρντ Ρόντχολτς (Eberhard Rondholz) «γραικοφοβικοί φιλέλληνες» δεν ήταν πλέον μερικοί ταξιδιώτες, αλλά κάποιοι εκατοντάδες χιλιάδες που κατέλαβαν την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η φυλετική περιφρόνηση των τότε Ελλήνων από τους Γερμανούς, παρόμοια με την αντιμετώπιση των Γερμανών απέναντι στους σλαβικούς λαούς (έστω και αν εδώ ίσχυαν και πάλι διαφορετικά κριτήρια), αποτέλεσε επίσης πρόσφορο έδαφος για τη νομιμοποίηση των γερμανικών βίαιων εγκλημάτων που τελικά οργανώθηκαν ή έγιναν ανεκτά σε όλα τα επίπεδα της γερμανικής διοικητικής δομής κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα συγκεκριμένο απόσπασμα από το βιβλίο „Griechenland im Auto erlebt“ μοιάζει με σκοτεινή προφητεία:

Παρόλο που [ο επισκέπτης] γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να ξαναβρεί τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ούτε στα κτίσματά του, ούτε στην τέχνη του, ούτε στους ανθρώπους του, ότι ήδη πριν από δύο χιλιετίες η αρχαία Ελλάδα άρχισε να πεθαίνει και πριν από μιάμιση χιλιετία σχεδόν απαλείφθηκε από τη λαίλαπα των Μεγάλων Μεταναστεύσεων– εξακολουθεί να έρχεται στην Ελλάδα, χωρίς να το παραδέχεται στον εαυτό του, με την αίσθηση ότι πρέπει να αναζητήσει την αρχαία μεγαλοπρέπεια που έχει εξαφανιστεί, και ότι κάπου μπορεί να τη βρει. Αν δεν βρει αυτό που ψάχνει, απογοητεύεται. […] Γιατί δεν δίνουν σε κάθε ξένο που φτάνει στα σύνορα, με το που πατάει σε ελληνικό έδαφος, ένα σημείωμα πως όλα αυτά που θα δει από εδώ μέχρι τη Θεσσαλονίκη δεν είναι Ελλάδα, πως ο Έλληνας ντρέπεται γι’ αυτή τη χώρα, πως ουσιαστικά θα έπρεπε να κάψει τα χωριά και τις πόλεις; (Wiskott, 1936, 53-55)

Περίληψη

Η εικόνα της Ελλάδας στη Γερμανία είχε διαμορφωθεί με βάση ένα «ελληνικό ιδεώδες» το αργότερο τον 18ο αιώνα, τέθηκε σε περαιτέρω επεξεργασία υπό την αυξανόμενη επιρροή των ιδεολογικών προπαγανδιστών του εθνικοσοσιαλισμού, και μπήκε στα σχολικά βιβλία ως μέρος μιας στοχευμένης εκπαιδευτικής πολιτικής, αποκτώντας έτσι τεράστια επιρροή. Στόχος των εθνικοσοσιαλιστών ιδεολογικών προπαγανδιστών ήταν να δημιουργήσουν μια ιστορική σύνδεση μεταξύ της «νέας» Γερμανίας και της αρχαίας Ελλάδας, ώστε να προσδώσουν στο νέο καθεστώς ιστορικό βάθος και να ενισχύσουν έτσι τη νομιμοποίησή του απέναντι στους Γερμανούς και στο εξωτερικό. Οι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο αποτελούν το αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής. Η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1941 είχε ως κύριο στόχο να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας στα Βαλκάνια, αφού οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ιταλίας στην περιοχή είχαν σταματήσει. Ωστόσο, το έμμεσο αποτέλεσμα της γερμανικής κατάκτησης της Ελλάδας ήταν ότι χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες είδαν την προκατασκευασμένη εικόνα τους για την Ελλάδα να έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της χώρας και των κατοίκων της, γεγονός που πολύ σύντομα οδήγησε σε απογοήτευση και αυξανόμενη περιφρόνηση.

Μετάφραση από τα γερμανικά: Μιχάλης Γεωργίου

Σημειώσεις

  1. Carl T. Wiskott, Griechenland im Auto erlebt, München, F. Bruckmann, 1936.
  2. Για την ιστορία της εταιρείας Opel την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, βλ. Henry Ashby Turner, General Motors und die Nazis, Das Ringen um Opel, Berlin, Econ, 2006, όπως και Karl E. Ludvigsen, Opel, Räder für die Welt, 75 Jahre Automobilbau, Cleveland, Princeton Publishing, 1975 και Hans-Jürgen Schneider, Autos und Technik, 125 Jahre Opel, Köln, Verlag Schneider + Repschläger, 1987.
  3. Μια παρόμοια σύνδεση της αρχαιότητας με τη σύγχρονη εποχή εμφανίζεται στην ανθολογία που δημοσιεύθηκε το 1923 Vers une architecture του Le Corbusier. Εκεί, απεικονίστηκαν επίσης ερείπια αρχαίων ελληνικών ναών πλάι σε αυτοκίνητα. Βλ. Le Corbusier, Vers une architecture, Paris, G. Crès, 1923, S. 106-107. Για την υπόδειξη αυτή ευχαριστούμε την Κατερίνα Ζησιμοπούλου.
  4. Βλ. Johann Chapoutot, Le nazisme et l’Antiquité, Paris, Presses universitaires de France, 2008, passim.
  5. Βλ. Arnold Bork, „Die deutsche Griechenauffassung von Winckelmann bis Nietzsche im Unterricht“, Die Erziehung 13 (1938), S. 440, παρατίθεται από το Esther Sophia Sünderhauf, Griechensehnsucht und Kulturkritik, Die deutsche Rezeption von Winckelmanns Antikenideal 1840-1945, Berlin, Akademie Verlag, 2004, S. 330.
  6. Βλ. Adolf Hitler, Mein Kampf, Ausgabe 1933, S. 469, παρατίθεται από το Esther Sophia Sünderhauf, Griechensehnsucht und Kulturkritik, Die deutsche Rezeption von Winckelmanns Antikenideal 1840-1945, Berlin, Akademie Verlag, 2004, S. 323-324.
  7. Ακόμη και εκτός του καθαρά εθνικοσοσιαλιστικού πλαισίου, το έργο της Νέλλης χρησιμοποιήθηκε για να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ των αρχαίων και των σύγχρονων Ελλήνων για διαφημιστικούς σκοπούς, για παράδειγμα στο άρθρο του 1937 „Die griechische Rasse“ του περιοδικού In Griechenland, βλ. In Griechenland, Touristische Vierteljahrsschrift des Unterstaatssekretariats für Presse und Tourismus, Άνοιξη 1937. Παρόμοια έργα της Νέλλης χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη διακόσμηση του ελληνικού περιπτέρου στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης το 1939.
  8. Βλ. Joseph Goebbels, Tagebücher, 1936, Eintrag vom 22. September 1936. Ευχαριστώ την Κατερίνα Ζησιμοπούλου για αυτή την υπόδειξη.
  9. Παρατίθεται από το Brendan Simms, Hitler, Eine globale Biographie, München, Deutsche Verlags-Anstalt, 2020, S. 634-635.
  10. Βλ. Arno Breker, Im Strahlungsfeld der Ereignisse, Preußisch-Oldendorf, Schütz, 1972, S. 183, παρατίθεται από Klaus Wolbert, „Hellenen, Germanen und wir. – Verstreute Stationen einer politischen Wirkungsgeschichte des antiken Vorbildes von Winkelmann bis Hitler“, in: Griechen und Deutsche, Württembergisches Landesmuseum Stuttgart, Hessisches Landesmuseum Darmstadt (Hrsg.), Darmstadt 1982, S. 92, παρατίθεται επίσης στο Esther Sophia Sünderhauf, Griechensehnsucht und Kulturkritik, Die deutsche Rezeption von Winckelmanns Antikenideal 1840-1945, Berlin, Akademie Verlag, 2004, S. 347.
  11. Βλ. Unbekannt, Panzer am Balkan, Nachrichtenblatt unserer Panzergruppe, Folge 9, 29. April 1941, Privatsammlung.
  12. Βλ. Landesbibliothek Baden-Württemberg, Sammlung Sterz (LB BW Sterz), Feldpostbrief des Dr. Rolf Oberndörfer, 6. Juni 1941.
  13. Βλ. Museumsstiftung Post und Telekommunikation Berlin, Sammlung Feldpost (MPT Feldpost), 03.2002.7139, Feldpostbrief des Hellmuth Hildebrand, 25. April 1941.
  14. Βλ.. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Helmut Hänsel, 27. April 1941.
  15. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Werner Wesemann, 27. November 1943.
  16. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.7139, Feldpostbrief des Hellmuth Hildebrand, 10. April 1941.
  17. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.7139, Feldpostbrief des Hellmuth Hildebrand, 30. April 1941.
  18. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Theo Waldmann, 2. April 1944.
  19. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Dr. Albert Krumbacher, 11. Mai 1941.
  20. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Dr. Albert Krumbacher, 20. Mai 1941.
  21. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.0861, Feldpostbrief des Dr. Karl Krüger, 29. Juni 1941.
  22. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.0861, Feldpostbrief des Dr. Karl Krüger, 4. Juli 1941.
  23. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.0861, Feldpostbrief des Dr. Karl Krüger, 7. Juli 1941.
  24. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.7139, Feldpostbrief des Hellmuth Hildebrand, 6. Mai 1941.
  25. Βλ. MPT Feldpost, 03.2002.0861, Feldpostbrief des Dr. Karl Krüger, 9. Juli 1941.
  26. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Joseph Braun, 18. Mai 1941.
  27. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Peter Gliemann, 23. März 1942.
  28. Βλ. LB BW Sterz, Feldpostbrief des Wendelin Peking, 9. Januar 1942.

Βιβλιογραφία

Griechensehnsucht und Kulturkritik. Die deutsche Rezeption von Winckelmanns Antiken-Ideal 1840-1945
Esther Sophia Sünderhauf (Συγγραφέας)
2004
Griechenland im Auto erlebt 1936. Mit dreiundachzig Bildern von Dr. Paul Wolff & Tritschler
Carl T. Wiskott (Συγγραφέας)
1936
Archäologische Aktivitäten in Griechenland während der deutschen Besatzungszeit 1941-1944
Alexandra Kankeleit (Συγγραφέας)
2015-2016
Autos und Technik: 125 Jahre Opel
Hans-Jürgen Schneider (Συγγραφέας)
1987
Die deutsche Griechenauffassung von Winckelmann bis Nietzsche im Unterricht
Arnold Bork (Συγγραφέας)
1938
General Motors und die Nazis: Das Ringen um Opel
Henry Ashby Turner (Συγγραφέας)
2006
Hellenen, Germanen und wir. – Verstreute Stationen einer politischen Wirkungsgeschichte des antiken Vorbildes von Winkelmann bis Hitler
Klaus Wolbert (Συγγραφέας), Hessisches Landesmuseum Darmstadt (Επιμελητής)
1982
Hitler: Eine globale Biographie
Brendan Simms (Συγγραφέας)
2020
Im Strahlungsfeld der Ereignisse
Arno Breker (Συγγραφέας)
1972
Le nazisme et l’Antiquité
Johann Chapoutot (Συγγραφέας)
2012
Nazi Games: The Olympics of 1936
David Clay Large (Συγγραφέας)
2007
Opel, Räder für die Welt: 75 Jahre Automobilbau
Karl E. Ludvigsen (Συγγραφέας)
1975
Vers une architecture
Le Corbusier (Συγγραφέας)
1923

Παραπομπή

Βαλεντίν Σνάιντερ, »Το γερμανικό «ελληνικό ιδεώδες» κατά την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 07.06.2022, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/111041/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Τέο Βάλντμαν, Βέρνερ Βέσεμαν, Καρλ Βίσκοτ, Γιόζεφ Γκαίμπελς, Πέτερ Γκλίμαν, Καρλ Κρούγκερ, Άλμπερτ Κρούμπαχερ, Δήμητρα Μεσσάλα, Ιωάννης Μεταξάς, Μπενίτο Μουσολίνι, Γιόζεφ Μπράουν, Άρνο Μπρέκερ, Ρολφ Ομπερντόρφερ, Βέντελιν Πέκινγκ, Λένι Ρίφενσταλ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Έμπερχαρντ Ρόντχολτς, Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, Άλφρεντ Τρίτσλερ, Ουίνστον Τσώρτσιλ, Χανς Β. Φίσερ, Χέλμουτ Χένσελ, Χέλμουτ Χίλντεμπραντ, Αδόλφος Χίτλερ
Θεσμοί 11ο Τάγμα Πεζικού 999 (Βέρμαχτ), 12o Σύνταγμα Αεροπορικών Πληροφοριών (Βέρμαχτ), 18ο Ορεινό Σώμα (Βέρμαχτ), 258η Μεραρχία Πεζικού (Βέρμαχτ), 721ο Σύνταγμα Πεζικού (Βέρμαχτ), 74o Συντάγμα Πυροβολικού (Βέρμαχτ), 79ο Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού (Βέρμαχτ), Dr. Paul Wolff & Tritschler (Φωτογραφείο), General Motors (Αυτοκινητοβιομηχανία), In Griechenland. Touristische Vierteljahrsschrift des Unterstaatssekretariats für Presse und Tourismus (Περιοδικό), Neues Volk (Περιοδικό), Opel (Αυτοκινητοβιομηχανία), Panzer am Balkan (Εφημερίδα), Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP), Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης, Υπουργείο Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας του Ράιχ
Ζώνες επαφής Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εθνικοσοσιαλισμός, Ολυμπιακοί Αγώνες 1936, Ταξίδια στην Ελλάδα
Πρακτικές διαμεσολάβησης Βιογραφική μαρτυρία, Γερμανικά στερεότυπα για την Ελλάδα και τους Έλληνες, Πολιτική διαμόρφωση κοινής γνώμης, Ταξιδιωτική λογοτεχνία
Χρονικό πλαίσιο 1933-1941

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μετα-αφήγημα
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά, μετάφραση από τα γερμανικά από την/τον Μιχάλης Γεωργίου

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον