Η εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα (Απρίλιος–Μάιος 1941)

Από Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος | Τελευταία ενημέρωση 26.07.2023

Ποια ήταν η σχέση του καθεστώτος Μεταξά με τη ναζιστική Γερμανία; Ήταν προδιαγεγραμμένη η γερμανική εμπλοκή σε μια πολεμική αντιπαράθεση με την Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιταλική επίθεση; Ποια είναι η αποτίμηση της πολεμικής αντιπαράθεσης για τις δύο πλευρές; Κατά πόσο επηρέασε η «Μάχη της Ελλάδας» την εξέλιξη του πολέμου;

Περιεχόμενα

Το καθεστώς Μεταξά και η έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου

Έχοντας ιδεολογικές συνάφειες με τη ναζιστική Γερμανία, το καθεστώς Μεταξά επιθυμούσε να διατηρήσει τις παραδοσιακές στενότατες οικονομικές-εμπορικές αλλά και πολιτιστικές σχέσεις, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να αποφύγει μια πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας στην επερχόμενη σύγκρουση. Αυτή η πολιτική ευνοήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής κατευνασμού των Δυτικών απέναντι στον Χίτλερ, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων στον έλληνα δικτάτορα την περίοδο 1936–1937 (Αποστολόπουλος, 2018, 52 κ.ε.). Μπορεί η στρατιωτική εκπαίδευση του Ιωάννη Μεταξά στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (1898-1902) –με υποτροφία που του χορηγήθηκε από τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο– και η εμφανής προτίμησή του στα γερμανικά γράμματα και τις τέχνες, αφού αυτά βασίζονταν στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας εκ μέρους των Γερμανών (Vatikiotis, 1993, 189), να του προσέδιδαν την εικόνα του γερμανόφιλου, ωστόσο, στην ουσία της η εξωτερική πολιτική του δεν επρόκειτο να απομακρυνθεί από την Αγγλία. Ήδη πριν αναλάβει την εξουσία, παραδεχόταν ότι: «Η Ελλάς δεν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη από θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη υπό ξηράς […] Η Ελλάς δεν δύναται λοιπόν να τα βάλη ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως με καμίαν απολύτως ναυτικήν δύναμιν μεγάλην [….] Η Ελλάς […] εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου, εις το οποίον ευρίσκεται η Αγγλία» (Σβολόπουλος, 1992, 256). Παράλληλα με τη γεωπολιτική θέση της χώρας απέναντι στην κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, καίριο ρόλο έπαιξε και η βούληση του Γεωργίου Β΄ μετά την παλινόρθωση της βασιλείας το 1935. Ο τελευταίος είχε ξεκάθαρα κατανοήσει από τις συνέπειες της πολιτικής του πατέρα του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ότι η παραμονή του στον θρόνο ήταν στενά συνυφασμένη με την αγγλική υποστήριξη (Σβολόπουλος, 1992, 256 κ.ε.· Λιναρδάτος, 1993, 65 κ.ε. και Βερέμης, 1992, 105). Συνεπώς, πρωθυπουργός και βασιλιάς, παρότι διατηρούσαν θετικές προσωπικές αναμνήσεις από τη Γερμανία των αρχών του αιώνα, έχοντας και οι δύο λάβει μέρος της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης εκεί και όντας θαυμαστές του γερμανικού τρόπου ζωής, ήταν εξαρχής πεπεισμένοι ότι έπρεπε να παραμείνουν σταθεροί στο πλευρό των Βρετανών, τόσο προς όφελος της Ελλάδας όσο και της προσωπικής τους πολιτικής επιβίωσης. Εξάλλου, οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί με την ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία δεν επέτρεπαν πειραματισμούς (Papanastasiou, 2000, 76-77), την ώρα που και η Μεγάλη Βρετανία θεωρούσε δεδομένη τη φιλοαγγλική τοποθέτηση της ελληνικής πλευράς, προκειμένου να ελέγχει τον μεσογειακό χώρο.

Το Τρίτο Ράιχ από την πλευρά του προωθούσε τις καλές σχέσεις με την Αθήνα, χωρίς να τρέφει αυταπάτες για τη στάση που θα κρατούσε σε μια αντιπαράθεση ο Γεώργιος υπό την πίεση των Βρετανών και ο Μεταξάς υπό την πίεση του βασιλιά. Πρώτο μέλημα των Γερμανών ήταν η εξασφάλιση πρώτων υλών από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, ενώ σε πολιτικό επίπεδο ήταν ικανοποιημένοι εφόσον δεν υπήρχαν εμφανείς συμμαχίες εναντίον τους και παρουσία οργανωμένων αντίπαλων (κυρίως βρετανικών στρατευμάτων) στην περιοχή, τα οποία θα μπορούσαν να απειλήσουν τα νώτα της Wehrmacht στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση του Ράιχ προς ανατολάς. Όσο δεν δημιουργείτο βαλκανικό μέτωπο εναντίον του Βερολίνου, τους αρκούσε μία φαινομενική ουδετερότητα (Αποστολόπουλος, 2018, 62-63). Στο πλαίσιο αυτό ο Μεταξάς προσπαθούσε –ήδη από το καλοκαίρι του 1936– να αξιοποιήσει τις καλές σχέσεις του με τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, επιχειρώντας να κάνει σαφές προς το Auswärtiges Amt ότι τον ενδιέφερε να προλάβει δυσάρεστες εξελίξεις που θα ενέπλεκαν τη χώρα του σε μια πολεμική αναμέτρηση με την Ιταλία και κατ’ επέκταση με τη Γερμανία.1 Παρακολουθώντας προσεκτικά τις ιταλικές κινήσεις στη Μεσόγειο, προσπάθησε να διευκρινίσει το βαθμό ταύτισης των ιταλικών συμφερόντων με τα γερμανικά και καθησυχάστηκε, όταν ο γερμανός πρέσβης Theodor Kordt τον «διαβεβαίωσε» ότι παρά τα κοινά γερμανοϊταλικά συμφέροντα δεν προβλέπονταν γερμανικές ενέργειες στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η Γερμανία είχε μόνον οικονομικά συμφέροντα. Στην ίδια συνάντηση μάλιστα ο Kordt του τόνισε ότι ο Führer «σκόπευε να συνεχίσει την ειρηνική πολιτική συνεργασίας με την Αγγλία»!2 Η περίοδος μέχρι το 1938 κύλησε σχετικά αρμονικά για τις διμερείς σχέσεις στη βάση της ουδετερότητας και των αμοιβαίων φιλοφρονήσεων. Σε καλό κλίμα έλαβαν χώρα οι επισκέψεις στην Ελλάδα του Υπουργού Προπαγάνδας του Ράιχ, Joseph Goebbels και του Υπουργού Παιδείας και Επιστημών, Bernhard Rust, το φθινόπωρο του 1936 και την άνοιξη του 1937 αντίστοιχα. Η επίσκεψη Goebbels ενίσχυσε στο εσωτερικό τη δικτατορία Μεταξά στα πρώτα της βήματα, με τον γερμανό υπουργό να εκφράζει το θαυμασμό του για την αρχαία Ελλάδα αλλά και για τον «δραστικό τρόπο με τον οποίο ο Μεταξάς και η κυβέρνησή του είχαν νικήσει τον κομμουνισμό»,3 ενώ και η επίσκεψη Rust έδειχνε την ομαλή συνέχιση των διμερών σχέσεων στο πολιτιστικό επίπεδο, στη βάση της παράδοσης που είχε δημιουργηθεί ήδη από τον προηγούμενο αιώνα και καλλιεργούσαν ιδιαίτερα το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και η Γερμανική Σχολή. Ο Rust εγκαινίασε μάλιστα επισήμως την επανεκκίνηση των αρχαιολογικών ανασκαφών στην Αρχαία Ολυμπία, ενέργεια για την οποία είχε δείξει προσωπικό ενδιαφέρον ο ίδιος ο Χίτλερ.4

Εκτός από τις πολιτιστικές επαφές, εντυπωσιακά ενισχυμένες την ίδια περίοδο εμφανίζονται οι εμπορικές σχέσεις. Όπως παρατηρούσε την άνοιξη του 1937 η γερμανική αντιπροσωπεία στην Αθήνα, οι εμπορικές συναλλαγές Γερμανίας-Ελλάδας είχαν σχεδόν διπλασιαστεί την περίοδο 1933–1936 (από 74 στα 132 εκατομμύρια μάρκα) και η αυξητική τάση συνεχιζόταν το 1937.5 Οι συναλλαγές γίνονταν στη βάση του συστήματος Clearing (από το 1932), με την Ελλάδα να εξάγει αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες στη Γερμανία (κυρίως καπνά, σταφίδες και χρώμιο) και να εισάγει βιομηχανικά αγαθά και πολεμικό υλικό. Η Γερμανία όχι μόνον καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις εξαγωγές και στις εισαγωγές με την Ελλάδα, αλλά την περίοδο 1936–1941 καθίσταται ο κύριος προμηθευτής της σε στρατιωτικό εξοπλισμό (Pelt, 2008, 72 κ.ε. και Papanastasiou, 2000, 129 κ.ε.). Την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του Βερολίνου στις εμπορικές συναλλαγές με την Αθήνα, το Λονδίνο μπορούσε από την πλευρά του να την εξισορροπήσει σε επίπεδο κεφαλαιουχικό και χρηματοδοτήσεων. Κατά την πτώχευση της χώρας το 1932 το μερίδιο των Βρετανών ομολογιούχων στο ελληνικό δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 67,42%, οπότε η Αθήνα δεν μπορούσε να παραγνωρίζει τις επιθυμίες της χώρας που είχε επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της (Σβολόπουλος, 1992, 259). Σε γενικές γραμμές πάντως, φαινόταν να ισχύει αυτό που υποδείκνυε ο γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, Erbach, προς το Auswärtiges Amt, ότι αρκούσε οι Έλληνες να πεισθούν ότι το Ράιχ δεν θα συνεργαζόταν με την Ιταλία για την ανατροπή του status quo στη Μεσόγειο, για να αφήσουν «τον πρώτο ρόλο στη Γερμανία σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο εντός της Ελλάδος».6

Την περίοδο όμως 1938–1939 τα πράγματα θα αλλάξουν κυρίως λόγω των δράσεων του Χίτλερ εντός και εκτός Γερμανίας, που δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολιών για την επερχόμενη σύγκρουση. Και ασφαλώς ο Μεταξάς κατανοούσε την επικίνδυνη τροπή που έπαιρνε η κατάσταση λόγω της ναζιστικής πολιτικής και νοοτροπίας. Το Anschluss της Αυστρίας και ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας εκ μέρους της ναζιστικής Γερμανίας θα οδηγούσαν σταδιακά και τους Δυτικούς στην εγκατάλειψη του Appeasement. Οι Βρετανοί, ωστόσο, δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν την πρόταση Μεταξά για σύναψη αμυντικής συμμαχίας και ο τελευταίος αναγκάστηκε με κόπο να διατηρήσει ανοικτό το δίαυλο επικοινωνίας με τον Erbach, προκειμένου να μη χάσει την όποια εύνοια από γερμανικής πλευράς,7 μέχρι να καμφθεί η παθητική βρετανική στάση. Την άνοιξη του 1939, η Ιταλία προχώρησε σε κατάληψη της Αλβανίας και οι Αγγλογάλλοι πρότειναν επιτέλους στον Μεταξά εγγύηση εδαφικής ακεραιότητας, την οποία η Αθήνα αποδέχτηκε στις 7 Απριλίου. Η επερχόμενη παγκόσμια σύγκρουση είχε πλέον αποκλείσει και την ελευθερία κινήσεων των μικρών παικτών, όπως η Ελλάδα, η οποία επέλεγε να ταχθεί απέναντι στις Δυνάμεις του Άξονα. Ο Μεταξάς είχε πλέον αποφασίσει να αποκρούσει κάθε ιταλική αξίωση εναντίον της Ελλάδας, ελπίζοντας και στη βρετανική υποστήριξη, αν και εξακολούθησε να μην αντιδρά σε προκλητικές ενέργειες των Ιταλών, που εντάθηκαν μετά τη γερμανική επίθεση στην Πολωνία το φθινόπωρο του 1939 και την επίσημη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο δίαυλος επικοινωνίας της Αθήνας με το Βερολίνο δεν λειτουργούσε ουσιαστικά μετά την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940 και την αναπάντεχη για τον Άξονα έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου, που έφερε και την πολεμική εμπλοκή της ναζιστικής Γερμανίας με την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Μεταξάς δεν έζησε για να αντιμετωπίσει και τη γερμανική επίθεση, αν και η δικής του έμπνευσης οχύρωση των βορείων συνόρων της χώρας (Γραμμή Μεταξά) ήταν αυτή που προέβαλε την όποια αντίσταση κατά των Γερμανών, στη λεγόμενη Μάχη των Οχυρών, την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού είχε παραμείνει στο ιταλικό μέτωπο.

Στρατηγικές επιδιώξεις της χιτλερικής Γερμανίας

Το γεγονός της ιταλικής επίθεσης δεν κατέλαβε εξαπίνης τη γερμανική ηγεσία, αφού όπως καταγράφεται στα γερμανικά αρχεία αφενός είχε αφήσει την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου στη δικαιοδοσία της Ρώμης, αφετέρου γνώριζε τα σχέδια της τελευταίας για επέκταση στη νότια βαλκανική χερσόνησο. Το Βερολίνο, που δεν ενδιαφερόταν να καταλάβει την ηπειρωτική Ελλάδα, δεν ενημερώθηκε από τον Μουσολίνι για τον ακριβή χρόνο και τις λεπτομέρειες της ιταλικής επίθεσης, παρακολουθούσε ωστόσο –ανεξάρτητα από τα ιταλικά σχέδια– την παρουσία και τις κινήσεις των Βρετανών στην ελληνική επικράτεια και στον ευρύτερο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου και κυρίως ενδιαφερόταν για την παρουσία τους στην Κρήτη. Ο Goebbels, μάλιστα, αναφέρει ότι ο Χίτλερ, αν δεν είχαν μαζευτεί στην ελληνική επικράτεια βρετανικές δυνάμεις, δεν θα προσέτρεχε σε βοήθεια των Ιταλών, αλλά αφού ήταν δική τους υπόθεση, θα έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους (Goebbels, 1992, 08.04.1941). Ενώ, λοιπόν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επίθεση του Χίτλερ εναντίον της ηπειρωτικής Ελλάδας δεν θα γινόταν αν η Ιταλία του Μουσολίνι δεν είχε ηττηθεί ξεκάθαρα στο αλβανικό μέτωπο, συγκεκριμένα για την Κρήτη δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο. Ήδη από τις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η στρατηγική σημασία της νήσου την είχε φέρει στο μικροσκόπιο των επιτελείων όχι μόνον των Βρετανών, αφού σε αυτήν εξασφάλιζαν για το ναυτικό τους άριστα λιμάνια για τις επιχειρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο (Churchill, 1964, 238 κ.ε.), αλλά και του ίδιου του Χίτλερ, ο οποίος φοβόταν ότι η Κρήτη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση επίθεσης των Συμμάχων εναντίον θέσεων του Άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο ή ως απειλή για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, που εξασφάλιζαν τα απαραίτητα καύσιμα για τη γερμανική πολεμική μηχανή (Φλάισερ, 1992, 135 κ.ε.).

Σύμφωνα με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, στρατηγό Franz Halder, ο Χίτλερ, πριν ακόμα η Ιταλία επιτεθεί κατά της Ελλάδας, θεωρούσε ότι η κατάληψη της Κρήτης θα ήταν καθοριστική για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Μάλιστα από τότε ο γερμανός δικτάτορας είχε στο νου του μια επιχείρηση εναντίον της νήσου από αέρος, προκειμένου να παρακαμφθούν οι δυνάμεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού από την Αλεξάνδρεια που διατηρούσαν τον έλεγχο του θαλάσσιου χώρου γύρω από την Κρήτη, λαμβάνοντας υπόψη και τη σαφή γερμανική αεροπορική υπεροχή (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1967, 2 κ.ε.). Άρα η κατάκτηση της Κρήτης για τις δυνάμεις του Άξονα υπήρχε στον σχεδιασμό του Βερολίνου, το οποίο μάλιστα επέκρινε την «επιπολαιότητα» της Ρώμης να επιτεθεί στην Ελλάδα από την Αλβανία, χωρίς ταυτόχρονα να έχει σχεδιάσει κατάληψη της Κρήτης, προκειμένου να ελέγχεται ο ευρύτερος θαλάσσιος χώρος. Κατά τη συνάντηση της Φλωρεντίας στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Χίτλερ –ο οποίος, αν και είχε ήδη ενημερωθεί για την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, απέφυγε να δείξει τον εκνευρισμό του προς τον Μουσολίνι (Goebbels, 1992, 29.10.1940)– πρότεινε στον ιταλό σύμμαχό του να τον βοηθήσει σε μια τέτοια συνδυαστική επιχείρηση, που θα περιλάμβανε δηλαδή και την Κρήτη, προσφέροντάς του προφανώς τη συνδρομή της πανίσχυρης γερμανικής αεροπορίας. Ο Ιταλός δεν δέχτηκε, αφού ακόμα τότε θεωρούσε την κατάληψη της Ελλάδας εύκολη υπόθεση. Τελικά, οι φόβοι των Γερμανών επιβεβαιώθηκαν λίγες ημέρες αργότερα, όταν στις αρχές Νοεμβρίου 1940 έγιναν διαδοχικές αποβάσεις συμμαχικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Αφρική στην Κρήτη (Φλάισερ, 1988, 508). Συνεπώς, η αποτυχία του Μουσολίνι να καταλάβει την Ελλάδα και η εκ μέρους των Βρετανών εγκατάσταση βάσεων στην Κρήτη και το Αιγαίο ανάγκασαν τον Χίτλερ να στραφεί προς τα Βαλκάνια, προκειμένου να εξασφαλίσει τα νώτα του, προτού εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση. Μάλιστα η επιχείρηση εναντίον της Ελλάδας χαρακτηρίστηκε ως «επικουρική» της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» (Φλάισερ, 1990, 83 και Σβολόπουλος, 2008, 191-192).

Επιχείρηση «Μαρίτα»

Η επιχείρηση «Μαρίτα» αφορούσε την ηπειρωτική Ελλάδα και αποφασίστηκε ως αποτέλεσμα της πανωλεθρίας των Ιταλών, με τη Διαταγή υπ. αριθμ. 20 του Χίτλερ της 13.12.1940 (Hitler, 1962, 85). Ο Führer ενημέρωσε τον Μουσολίνι ότι θα εισέβαλε στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε στην παραθεριστική του κατοικία στο Berghof, τον Ιανουάριο του 1941. Από το χρονικό αυτό σημείο παύει η αυτόνομη παρουσία των Ιταλών στον πόλεμο, αφού εκτός από την επιχείρηση στα Βαλκάνια, ταυτόχρονα αποφασίστηκε και η γερμανική παρέμβαση στη Βόρεια Αφρική και συγκεκριμένα στη Λιβύη με το Afrika Korps του Rommel (Goebbels, 1992, 22.02.1941). Η επιχείρηση στην Ελλάδα εκτελέστηκε από τη 12η Γερμανική Στρατιά, υπό τον στρατάρχη Wilhelm List. Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941, εκτελούμενη από μονάδες του 18ου (XVIII) Σώματος Στρατού, που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Πετριτσίου, καθώς και του 30ού (XXX) Σώματος Στρατού που βρισκόταν βορείως της Ξάνθης. Το 18ο Σώμα αποτελούσαν η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, η 5η και 6η Ορεινή Μεραρχία στο όρος Μπέλες, το 125ο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού στη στενωπό του Ρούπελ, καθώς και η 72η Μεραρχία Πεζικού στο υψίπεδο του Κάτω Νευροκοπίου. Το 30ό Σώμα Στρατού αποτελούσαν η 164η Μεραρχία Πεζικού, στη διάβαση του Εχίνου, βορείως της Ξάνθης και η 50ή Μεραρχία Πεζικού στη διάβαση της Νυμφαίας, βορείως της Κομοτηνής. Από αυτούς τους άξονες εισβολής επιτέθηκαν στις ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Στις επιχειρήσεις εκτός από τα δύο προαναφερθέντα σώματα στρατού, προστέθηκαν το 40ό Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από την 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, την 73η Μεραρχία Πεζικού και το Mηχανοκίνητo Σύνταγμα Adolf Hitler, ενώ υπήρχε ισχυρή αεροπορική υποστήριξη από το 8ο Αεροπορικό Σώμα (490 αεροσκάφη), στο οποίο στη συνέχεια προστέθηκε και το 4ο Αεροπορικό Σώμα. Μέχρι το τέλος της επιχείρησης οι γερμανικές μονάδες διέθεσαν περίπου 180.000 άνδρες, περισσότερα από 500 τεθωρακισμένα και 1000 αεροσκάφη, ενώ το σύνολο του Μηχανικού, Πυροβολικού, Αντιαεροπορικών και άλλων μέσων της 12ης Στρατιάς χρησιμοποιήθηκαν για την εκστρατεία κατά της Ελλάδας (Buchner, 1957, 18 κ.ε.).8

Είναι σαφές ότι οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ασύγκριτα καλύτερα εξοπλισμένες από τις ελληνικές, οι οποίες εξάλλου δεν διέθεταν τεθωρακισμένα και ουσιαστική αεροπορική υποστήριξη. Επειδή σχεδόν το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε στο αλβανικό μέτωπο, όπου ο πόλεμος με τους Ιταλούς συνεχιζόταν, το βάρος της γερμανικής επίθεσης έπεφτε από ελληνικής πλευράς στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά». Αυτά μπορούσαν να μάχονται χωρίς ανεφοδιασμό, έχοντας επάρκεια σε πυρομαχικά, νερό και τρόφιμα για αρκετές ημέρες και με σκοπό να συγκρατήσουν τις γερμανικές δυνάμεις, μέχρις ότου ελληνικές και συμμαχικές μεραρχίες θα μπορούσαν να εμπλακούν στις επιχειρήσεις. Όμως, κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Τουλάχιστον, για την κατασκευή των οχυρών, που είχε γίνει με απόλυτη μυστικότητα και χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Βούλγαρους, οι Γερμανοί είχαν ελλιπή πληροφόρηση. Οι τελευταίοι όχι μόνο δεν ανέμεναν σοβαρή αντίσταση εκ μέρους των Ελλήνων, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι οι όποιες ελληνικές αμυντικές θέσεις θα ήταν σε θέση να αντέξουν σφοδρότατους βομβαρδισμούς, όπως συνέβη με τα οχυρά από το όρος Μπέλες μέχρι τον ποταμό Νέστο. Έτσι, την πρώτη ημέρα της γερμανικής επίθεσης και παρά την υπεροχή τους σε δύναμη πυρός και αεροπορική υποστήριξη, οι επιτιθέμενοι απωθήθηκαν και σε κάποιες περιπτώσεις με αρκετές απώλειες. Σε τηλεγράφημα της 12ης Στρατιάς την 7η Απριλίου φαίνεται ότι οι Γερμανοί συνειδητοποιούν: α) ότι οι θέσεις άμυνας των Ελλήνων είναι ασύγκριτα ισχυρότερες απ’ ό,τι αναμενόταν και β) ότι οι υπερασπιστές των οχυρών είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν, αφού όπου οι γερμανικές δυνάμεις καταφέρνουν να κατισχύσουν βρίσκουν μόνον νεκρούς.9 Στις 8 Απριλίου ο Joseph Goebbels καταγράφει στο ημερολόγιό του τη δύσκολη προέλαση των δυνάμεων της Wehrmacht στο ελληνικό έδαφος, αναγνωρίζοντας στους Έλληνες ότι πολεμούν γενναία. Αναφέρει μάλιστα ότι και ο Führer θαυμάζει τη γενναιότητα των Ελλήνων, που ίσως μέσα τους κρύβουν κάτι από τους αρχαίους Έλληνες (Goebbels, 1992, 08.04.1941). Την ίδια ημέρα η 12η Στρατιά αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν φαινόταν να έχουν σκοπό να παραδοθούν.10 Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων και το γεγονός ότι τα οχυρά λόγω της κατασκευής τους και της αυτοθυσίας των υπερασπιστών τους άντεξαν σε μεγάλο βαθμό τις σφοδρές επιθέσεις, η μάχη διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, καθώς η γερμανική επίθεση μέσω Γιουγκοσλαβίας υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απείλησε τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Η συνθηκολόγηση υπεγράφη στις 9 Απριλίου (Buchner, 1957, 118 κ.ε.). Αφού είχε καταληφθεί η Θεσσαλονίκη, οι γερμανικές μονάδες κατευθύνθηκαν ταχύτατα προς το νότο και στις 27 του μήνα εισήλθαν στην Αθήνα.11 Ταυτόχρονα και μέχρι τις αρχές Μαΐου είχαν καταληφθεί και τα σημαντικότερα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους, ενώ προετοιμαζόταν η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης.12

Επιχείρηση «Ερμής»

Ήδη στις 25 Απριλίου 1941 ο Αδόλφος Χίτλερ είχε υπογράψει τη Διαταγή του υπ. αριθμ. 28, για την προετοιμασία της επιχείρησης «Ερμής» και την κατάληψη της Κρήτης. Στη διαταγή γινόταν σαφές ότι η επιχείρηση εναντίον της Κρήτης δεν θα έπρεπε να επιφέρει καμία καθυστέρηση στην προγραμματισμένη επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» και αμέσως μετά την κατάληψη της νήσου τα αεραποβατικά τμήματα θα έπρεπε να είναι σύντομα έτοιμα για νέα αποστολή (Hitler, 1962, 85). Λίγο πριν από την έναρξη της επιχείρησης, η Luftwaffe πραγματοποίησε επιχειρήσεις αναγνώρισης και βομβαρδισμών στρατηγικών θέσεων του νησιού (Μάλεμε, Σούδα, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), επιφέροντας επιμέρους υλικές ζημιές στους Βρετανούς.13 Οι ίδιοι οι Γερμανοί αναφέρουν στα αρχεία τους ως αποτέλεσμα των επιχειρήσεων αυτών: «27 βυθισμένα ή χτυπημένα πλοία του αντιπάλου, 34 κατεστραμμένα αεροπλάνα και ακόμα 20 αεροπλάνα με μεγάλες ζημιές».14 Ανεξάρτητα από την ακρίβεια των αναφορών αυτών, είναι βέβαιο ότι λόγω των βομβαρδισμών της Luftwaffe πριν την έναρξη της επιχείρησης «Ερμής», η Βασιλική Βρετανική Αεροπορία (RAF) αναγκάστηκε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια μια μικρή αεροπορική δύναμη που διατηρούσε στην Κρήτη. Με την κίνηση αυτή –που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου, δηλαδή λίγες ώρες πριν από την έναρξη της αναμέτρησης– οι Βρετανοί άφηναν στους Γερμανούς τον πρώτο λόγο στον αέρα. Η ελληνοσυμμαχική πλευρά, εξάλλου, μειονεκτούσε όχι μόνον λόγω της παντελούς έλλειψης αεροπορίας, αλλά και επειδή –παρά τη ναυτική υπεροχή στην ευρύτερη περιοχή και την αριθμητική υπεροχή στο έδαφος της νήσου– έπασχε ξεκάθαρα σε επίπεδο στρατιωτικού εξοπλισμού, διαθέτοντας ελάχιστα πυροβόλα και άρματα μάχης. Παράλληλα, και ενώ μέσω των υποκλοπών Ultra οι Βρετανοί γνώριζαν τα γερμανικά σχέδια, δεν κατάφεραν να δυσκολέψουν την επιχείρηση «Ερμής», ούτε πριν από την επιχείρηση ούτε κατά τη διάρκειά της.15 Από την άλλη πλευρά, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν με τις προκαταρκτικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν μια εικόνα του αντιπάλου στην κρητική ύπαιθρο, ίσως λόγω του ιδιαίτερου γεωγραφικού ανάγλυφου της νήσου, γεγονός που αποδείχθηκε τραγικά καθοριστικό για την τύχη τουλάχιστον των πρώτων αλεξιπτωτιστών (Fallschirmjäger) που προσγειώθηκαν πάνω στους αμυνόμενους Κρητικούς και Βρετανούς. Εκ των υστέρων, οι ίδιοι οι γερμανοί αξιωματικοί –με ελάχιστες εξαιρέσεις– αναγνώριζαν, όπως προκύπτει από εκθέσεις των στρατιωτικών αρχείων, ότι πραγματική εικόνα τόσο για τις συμμαχικές δυνάμεις στο νησί όσο και για τις διαθέσεις του γηγενούς πληθυσμού σχημάτισαν μετά τις πρώτες ώρες της επιχείρησης. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε στη γερμανική πλευρά σαφής εικόνα του αντιπάλου (τακτικού στρατού και ατάκτων) δεν θα μπορούσε ασφαλώς να δώσει τη νίκη στους συμμάχους, αφού οι τελευταίοι δεν ήταν ούτως ή άλλως εγκαίρως προετοιμασμένοι, ωστόσο προφανώς συνετέλεσε στις τεράστιες απώλειες των επίλεκτων μονάδων αλεξιπτωτιστών. Εκτός από τη ελλιπή πληροφόρηση για τον αντίπαλο, οι Γερμανοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν την ασφυκτική πίεση του χρόνου. Έπρεπε να φέρουν εις πέρας μια δύσκολη αεροπορική επιχείρηση, ανάμεσα στην ολοκλήρωση της κατάληψης της ηπειρωτικής Ελλάδας και πριν από την προγραμματισμένη επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», με κύριο μέλημα την εξασφάλιση επάρκειας καυσίμων για τα αεροσκάφη.16

Κύριο χαρακτηριστικό της επιχείρησης «Ερμής», που δεν είχε προηγούμενο στην πολεμική ιστορία, ήταν η από αέρος κατάληψη νευραλγικών θέσεων του νησιού, συμπεριλαμβανομένων των αεροδρομίων, τα οποία στη συνέχεια θα χρησιμοποιούνταν για μεταφορά δυνάμεων, πολεμοφοδίων και προμηθειών από αέρος. Οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα σε άλλες επιθέσεις (στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία και στην ηπειρωτική Ελλάδα), αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων (22.000 άνδρες, περίπου 1.370 αεροπλάνα και 70 αποβατικά πλοία) ήταν ο πτέραρχος Kurt Student, βετεράνος πιλότος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 2009, 101). Για την κατάληψη της νήσου, το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI. Fliegerkorps) θα έπρεπε να συνεργαστεί με την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έριπτε τους άνδρες της με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 5η Ορεινή Μεραρχία (5. Gebirgsdivision), όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Ταυτόχρονα, το 8ο Αεροπορικό Σώμα (VIII. Fliegerkorps) θα υποστήριζε την επιχείρηση από αέρος και κυρίως θα αναλάμβανε το βρετανικό πολεμικό ναυτικό (Halder, 1940-41, 88, 106-107, 109 και 113).17 Η γερμανική επίθεση άρχισε με σφοδρό βομβαρδισμό στις 7:15 το πρωί της 20ής Μαΐου 1941. Στη συνέχεια, σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων, ενώ άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα.18 Στις ανατολικότερες περιοχές της νήσου, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας. Σε αυτές ιδιαιτέρως τις περιοχές οι αλεξιπτωτιστές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και αρχικά δεν μπόρεσαν να σημειώσουν ουσιαστική επιτυχία. Από την πρώτη ημέρα οι Γερμανοί ήρθαν αντιμέτωποι με έναν παράγοντα που δεν είχαν υπολογίσει: την τεράστια συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις. Η 20ή Μαΐου έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση και στα τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, και σίγουρα τα πρώτα αποτελέσματα της εισβολής δεν ανταποκρινόταν στην υπόσχεση του Student προς τον Χίτλερ για μια εύκολη νίκη.

Στο άλλο στρατόπεδο βέβαια τα πράγματα ήταν χειρότερα, αφού οι ελληνοσυμμαχικές δυνάμεις τελούσαν σε σύγχυση, αιφνιδιασμένες –παρά τις λεπτομερείς πληροφορίες της βρετανικής κατασκοπείας– από τις ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε τέσσερα σημεία του νησιού. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο. Στις 22 Μαΐου ακόμα η κατάσταση ήταν αμφίρροπη.19 Την ημέρα εκείνη έφτασε στο Μάλεμε ο διοικητής της 5ηςΟρεινής Μεραρχίας, αντιστράτηγος Julius Ringel, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση των γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή της ευρύτερης δυτικής Κρήτης και από την επομένη οι Γερμανοί κατάφεραν να εδραιωθούν στην περιοχή των Χανίων (Μάλεμε, Σούδα). Πλέον από εκεί οργάνωναν τις επιχειρήσεις τους προς Ρέθυμνο και Ηράκλειο. 20 Στις 24 Μαΐου το Γερμανικό Επιτελείο ενημερώθηκε ότι έχει αποκλειστεί η δυνατότητα ανακατάληψης του αεροδρομίου του Μάλεμε από τον αντίπαλο21 και στις 25 Μαΐου τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία καταγράφουν ότι παρά την κάποια αντίσταση ακόμα στο Ηράκλειο «ο εχθρός δεν αναλαμβάνει πλέον καμία πρωτοβουλία». Ακόμα και κάποιοι βομβαρδισμοί γερμανικών θέσεων στη δυτική Κρήτη από τη βρετανική αεροπορία, το βράδυ της 25ης και 26ης Μαΐου, αντιμετωπίζονται ως ακίνδυνη ρουτίνα, ενώ δεν φαινόταν να υπάρχει πλέον ούτε υπολογίσιμη βρετανική παρουσία στη θάλασσα. Στις 28 οριστικοποιήθηκε «η ήττα του εχθρού» και στις 29 όλες οι γερμανικές δυνάμεις του νησιού είχαν αποκτήσει επαφή μεταξύ τους, ενώ την επομένη ενώθηκαν και με τις ιταλικές δυνάμεις που είχαν αποβιβαστεί στη Σητεία δύο ημέρες νωρίτερα, προερχόμενες από τα Δωδεκάνησα.22 Στις 30 Μαΐου έγιναν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της γερμανικής και της ελληνικής πλευράς για την παύση των εχθροπραξιών.23 Στο μεταξύ, από το βράδυ της 26ης Μαΐου μετά από αίτημα του Freyberg, το Λονδίνο είχε αποφασίσει την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο, ενώ πολλοί έλληνες μαχητές και μαζί τους κάποιες εκατοντάδες Βρετανοί αποσύρθηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις ολοκληρώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της το βράδυ της 31ης Μαΐου. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1967, 129-130).

Αμέσως μετά το πέρας των επιχειρήσεων, οι Γερμανοί προέβησαν σε αντίποινα για την αντίσταση που συνάντησαν από τον κρητικό λαό. Στην αντίσταση των χωρικών, οι Γερμανοί απάντησαν με σκληρά αντίποινα, που βασίστηκαν και στη διαταγή του Student να ισοπεδωθούν τα «ένοχα» χωριά και να «εξοντωθούν» οι άρρενες κάτοικοί τους. Για κάθε σκοτωμένο ή τραυματισμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 10 Κρητικοί, ενώ όπου γερμανικές μονάδες είχαν δεχτεί επίθεση ολόκληρα χωριά θα έπρεπε να καούν ολοκληρωτικά και να εξαφανιστούν από τον χάρτη. Οι πρώτες περιπτώσεις μαζικών εκτελέσεων αμάχων αφορούν στα χωριά Κοντομαρί και Κάνδανος των Χανίων, στις 2 και 3 Ιουνίου 1941 αντίστοιχα. Στο πρώτο εκτελέστηκαν 25 άνδρες ηλικίας 18 έως 50 ετών, ενώ το δεύτερο αφανίστηκε τελείως, εκτελέστηκαν όλοι του οι κάτοικοι (περίπου 180), σφαγιάστηκαν τα ζώα τους και πυρπολήθηκαν όλα τα σπίτια. Η Μάχη της Κρήτης υπήρξε πύρρειος νίκη για τους Γερμανούς, με ανθρώπινες και υλικές απώλειες για τις δυνάμεις της Βέρμαχτ που επηρέασαν τον στρατηγικό σχεδιασμό της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», ενώ δεν αμφισβητήθηκε η γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις. Οι Βρετανοί γνώριζαν λεπτομερώς τα σχέδια των επιτιθεμένων –μέσω των υποκλοπών Ultra– και είχαν την ευκαιρία να προετοιμαστούν αναλόγως, εκμεταλλευόμενοι και γερμανικά λάθη κατά την οργάνωση της επιχείρησης «Ερμής». Όμως, κυρίως η έλλειψη αποφασιστικότητας από τη βρετανική πλευρά, αρχικά στο ζήτημα της παροχής επαρκούς οπλισμού στους Έλληνες αλλά και την ώρα της μάχης κατά την υπεράσπιση του αεροδρομίου του Μάλεμε, σε συνδυασμό με κάποιους λάθος χειρισμούς και προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των χερσαίων δυνάμεων, έδωσαν τελικά τη νίκη στη γερμανική πλευρά. Αν ο επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων, δεν ήταν τόσο διστακτικός στην μάχη του Μάλεμε, στο οποίο επικεντρώθηκαν οι Γερμανοί μετά τα αρχικά τους λάθη, και δεν είχε αποκλείσει από την υπεράσπιση του συγκεκριμένου αεροδρομίου σημαντικές δυνάμεις (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1967, 68 κ.ε.), τις οποίες είχε τοποθετήσει αλλού περιμένοντας την κύρια επίθεση από τη θάλασσα, η έκβαση της Μάχης της Κρήτης θα ήταν πιθανότατα διαφορετική (Αποστολόπουλος, 2016, 28 κ.ε.).

Οι ανθρώπινες απώλειες και από τις δύο πλευρές υπήρξαν πολύ σοβαρές, ενώ βαρύτατο ήταν και το τίμημα σε υλικές ζημιές (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1985, 260 & ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1990, 15).24 Στις γερμανικές στρατιωτικές αναφορές αγωνιώδης είναι και η προσπάθεια των διοικητών μονάδων να καταγραφεί η Μάχη της Κρήτης ως θρίαμβος και όχι ως πύρρειος νίκη, που κόστισε τη ζωή σε τόσους επίλεκτους αξιωματικούς. Ο Στρατάρχης List σε τηλεγράφημά του προς τον Αρχηγό του Στρατού με αφορμή αρνητικές αναφορές στο ραδιόφωνο και στον τύπο, εξήρε τις προσπάθειες των ατρόμητων αλεξιπτωτιστών που νίκησαν τον εχθρό στη Κρήτη έχοντας μόνον ελαφρύ ατομικό οπλισμό και προέτρεψε για την υπεράσπιση των μονάδων της 12ηςΣτρατιάς να κάνει σε αυτό το πνεύμα τις κατάλληλες αναφορές.25 Προκειμένου να δημιουργηθεί η εικόνα του θριάμβου και να προκύψουν τα μέγιστα ψυχολογικά και προπαγανδιστικά οφέλη, σε γερμανικά στρατιωτικά έγγραφα που συντάχθηκαν μετά το πέρας των επιχειρήσεων και μέχρι το τέλος του 1941 γίνεται λόγος για νίκη επί ισχυρών βρετανικών δυνάμεων στη νήσο, που είχαν ενισχυθεί από στρατιωτικές μονάδες από την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ γίνονται αναφορές στο δυσπρόσιτο γεωγραφικό ανάγλυφο της νήσου και στο αντιστασιακό πνεύμα των Κρητών, δεδομένα που δεν ήταν όμως ικανά να σταματήσουν τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Τελικά, οι αλεξιπτωτιστές «αχρηστεύθηκαν» ως αυτόνομο και πολλά υποσχόμενο corps d’élite μετά τη Μάχη της Κρήτης. Ο ίδιος ο Πτέραρχος Student ομολόγησε ότι η Κρήτη υπήρξε «ο τάφος των γερμανών αλεξιπτωτιστών», αν και από την πλευρά τους οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητές τους στη μάχη και δημιούργησαν στη συνέχεια τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις (Kurowski, 1965, 234).

Η «Μάχη της Ελλάδας» στο πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Μετά την επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων στις παραπάνω επιχειρήσεις επετεύχθη η κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας. Είναι σαφές ότι η αποτυχία των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας και η ταυτόχρονη ενίσχυση των βρετανικών θέσεων στη χώρα καθόρισαν και επιτάχυναν τις κινήσεις του Χίτλερ, ο οποίος όχι μόνον έπρεπε να σώσει την τιμή του Άξονα, αλλά και να κάνει πράξη όσα ήδη πίστευε σχετικά με τον έλεγχο της Κρήτης, παρά το γεγονός ότι πρωταρχικό του μέλημα ήταν η επίθεση στο ανατολικό μέτωπο. Σχεδόν αμέσως μετά ξεκίνησε η ένοπλη αντιπαράθεση της Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε προγραμματιστεί από πολύ πριν και προετοιμαζόταν παράλληλα με τις επιχειρήσεις «Μαρίτα» και «Ερμής». Ιδιαίτερα σε σχέση με τη σκοπιμότητα της δεύτερης είχαν διατυπωθεί ενστάσεις στο γερμανικό Επιτελείο –όπως αποτυπώνεται στο ημερολόγιο του στρατηγού Halder, Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου– ήδη πριν από τα μέσα Μαΐου 1941, όταν η προετοιμασία της απαιτούσε τη σταδιακά αυξανόμενη εμπλοκή πολυάριθμων επίλεκτων μονάδων, που κανονικά προορίζονταν για το ανατολικό μέτωπο (Halder, 1940-41, 111). Στο επίσημο ανακοινωθέν του Γενικού Γερμανικού Στρατηγείου, της 12ης Ιουνίου 1941, λίγες μόνον ημέρες μετά τον τερματισμό της επιχείρησης «Ερμής», προφανώς και για να δικαιολογηθεί το τεράστιο κόστος της σε γερμανικό αίμα, για πολλοστή φορά η Κρήτη χαρακτηρίζεται ως «ισχυρό ναυτικό και αεροπορικό στήριγμα, ως προκεχωρημένη βάση κάλυψης και εξασφάλισης του βορειοαφρικανικού Μετώπου και ως εξίσου μεγάλης σημασίας, τόσο από επιθετικής, όσο και από αμυντικής άποψης για τις πολεμικές επιχειρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1967, 3). Στην πράξη, η Κρήτη δεν φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στον Χίτλερ ή μάλλον ο ίδιος δεν φρόντισε να την αξιοποιήσει ως «αβύθιστο αεροπλανοφόρο», το οποίο είχε αποκτήσει με πολύ αίμα (Φλάισερ, 1990, 85). Στο επόμενο διάστημα του πολέμου εστίασε τις προσπάθειές του στο ανατολικό μέτωπο και έτσι η αξιοποίηση της Κρήτης, που θα μπορούσε να συμβάλει στο έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, φάνηκε ότι μπήκε σε δεύτερη μοίρα.

Η μελέτη των αρχειακών πηγών δείχνει ότι η συνολική εμπλοκή της χιτλερικής Γερμανίας στην εκστρατεία κατά της Ελλάδας συνέβαλε στον αποσυντονισμό της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα». Η αποτυχία στο ανατολικό μέτωπο, αργότερα βέβαια, έκρινε σε στρατιωτικό επίπεδο και την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συμμετοχή μεγάλου μέρους της αεροπορίας της και επίλεκτων μονάδων στις επιχειρήσεις «Μαρίτα» και «Ερμής», επιχειρήσεις που σχεδιάστηκαν σε μεγάλο βαθμό ταυτόχρονα με την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», συνέβαλαν όχι μόνον στην καθυστερημένη έναρξή της, όπου εστίασαν από τότε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές στην ένοπλη σύρραξη, αλλά και στην αλλαγή στρατηγικού σχεδιασμού της γερμανικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης (προετοιμασία-μετακινήσεις μονάδων κλπ.), και αυτό λόγω των γερμανικών επιχειρήσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα και κυρίως στην Κρήτη, όπου δοκιμάστηκαν όχι σε αμελητέο βαθμό οι αντοχές της γερμανικής πολεμικής μηχανής. Στη «Μάχη της Ελλάδας» χρησιμοποιήθηκαν περίπου το 1/3 των τεθωρακισμένων μεραρχιών και της αεροπορίας της χιτλερικής Γερμανίας, που θα συμμετείχαν στην επίθεση στο ανατολικό μέτωπο. Μετά τη λήξη του πολέμου ο στρατάρχης Peter Kleist παραδέχθηκε ότι η αναλογία των αρμάτων που ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια υπήρξε δυσανάλογα αυξημένη (ΓΕΣ/ΔΙΣ, 2009, 95), αλλά και η απώλεια περισσότερων των 350 πολεμικών αεροσκαφών στη Μάχη της Κρήτης προφανώς δεν μπορούσε να μην επηρεάσει την εξέλιξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», όπου διαπιστώθηκε έλλειμμα επαρκών αεροπορικών δυνάμεων. Ο ταυτόχρονος σχεδιασμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στο ανατολικό μέτωπο, με μονάδες που έπρεπε σχεδόν αμέσως μετά τη μία επιχείρηση να είναι έτοιμες για την επόμενη, και η σύγχυση που επήλθε όταν οι δυσκολίες και οι απώλειες στην Ελλάδα ήταν μακράν μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες προφανώς συνέβαλαν ώστε οι γερμανικές δυνάμεις να μην καταφέρουν να καταλάβουν τη Μόσχα πριν το χειμώνα του 1941–42, όπως ήταν προγραμματισμένο. Συνεπώς, η ελληνική αντίσταση πρώτα κατά της Ιταλίας και στη συνέχεια κατά της ίδιας της Γερμανίας επηρέασε την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με διττό τρόπο: Πρώτον, άλλαξε τη μέχρι τότε διεθνή πεποίθηση για τις Δυνάμεις του Άξονα. Κατά την ιταλική επίθεση ο Άξονας υπέστη το πρώτο του πλήγμα και πλέον δεν θα έπρεπε να θεωρείται αήττητος. Ο Goebbels έγραφε στο ημερολόγιό του, στις 22 Δεκεμβρίου 1940, ότι «οι Ιταλοί κατέστρεψαν την στρατιωτική αίγλη του Άξονα» (Goebbels, 1992, 22.12.1940).26 Αλλά και κατά τη γερμανική επίθεση η προβολή τέτοιας αντίστασης από μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα έδωσε αισιοδοξία στους Συμμάχους για τη μελλοντική πορεία της πολεμικής αντιπαράθεσης. Και δεύτερον, η εμπλοκή στη Μάχη της Ελλάδας στρατιωτικών μονάδων και κυρίως αρμάτων μάχης και αεροσκαφών, χωρίς τα οποία δεν θα ξεκινούσε η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», αποσυντόνισε το σχεδιασμό της επίθεσης στο ανατολικό μέτωπο κυρίως στο ζήτημα της διάθεσης αυτών των απαραίτητων μονάδων και βέβαια καθυστέρησε την έναρξη της επιχείρησης στο ανατολικό μέτωπο κατά περίπου πέντε εβδομάδες.

Στην άποψη αυτή συγκλίνουν ρητά, προφορικά και γραπτά, πριν και μετά τη λήξη του πολέμου οι άμεσα εμπλεκόμενοι βρετανοί, γερμανοί και σοβιετικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί επιτελείς (Ζαπάντης, 1989, 453-461, 529-531), ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ στα τέλη του πολέμου παραδεχόταν ότι: «Εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Θα είχαμε προλάβει τον ρωσικό χειμώνα και θα είχαμε κατακτήσει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Έτσι δεν θα είχε υπάρξει Στάλινγκραντ. Το μέτωπο στη νότια Ρωσία κατέρρευσε μόνον επειδή […] έπρεπε να φέρουμε μόνοι όλο το βάρος του πολέμου» (Riefenstahl, 1987, 396).27 Εξάλλου, στην πιο πρόσφατη αιρετική άποψη του Heinz Richter (Richter, 1998, 15 κ.ε.), που απορρίπτει τις επιπτώσεις της «Μάχης της Ελλάδας» στην εξέλιξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», έχει απαντήσει αναλυτικά ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος. Παρουσιάζοντας την απόρρητη έκθεση της επιτροπής Robertson (Public Record Office, CAB 146/5, «Barbarossa; The origins and development of Hitler’s plan to attack Russia») που για λογαριασμό της Βρετανικής Κυβέρνησης διερεύνησε συστηματικά το θέμα, βασιζόμενη στα γερμανικά αρχεία του Πολέμου και σε απόρρητες και εμπιστευτικές βρετανικές πηγές, μεταξύ άλλων και στις συνεντεύξεις με τους Keitel, Jödl, Rundstedt και Halder, ο Σβολόπουλος επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι η εισβολή της χιτλερικής Γερμανίας στα Βαλκάνια είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνον την απώλεια πολύτιμου χρόνου αλλά και σημαντικό κόστος στο επιχειρησιακό πεδίο: «Στην αναπόφευκτη ενίσχυση των μάχιμων δυνάμεων που απαιτήθηκαν για την εκτέλεσή της – 24 συνολικά μεραρχίες από τις διαθέσιμες για την εκστρατεία, έξη τεθωρακισμένες από τις 19 που συνολικά διέθετε ο γερμανικός στρατός, 1.200 άρματα έναντι 3.200 που παρατάχθηκαν κατά της ΕΣΣΔ – οφείλει να αναζητηθεί η πηγή σημαντικών προβλημάτων που προέκυψαν κατά την εφαρμογή της επιχείρησης Barbarossa» (Σβολόπουλος, 2008, 206).

Επίλογος

Η αντιπαράθεση Ελλήνων και Γερμανών στο πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν προδιαγεγραμμένη και σίγουρα δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τον γερμανό δικτάτορα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το θαυμασμό του για την αρχαία Ελλάδα και τη συμπάθειά του προς τους Έλληνες, αισθήματα που προφανώς επηρέαζαν τον στρατηγικό του σχεδιασμό. Ήρθε ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης ιταλικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας και της ανάγκης να εξασφαλιστεί μέσω της Κρήτης ο στρατηγικός έλεγχος της ανατολικής Μεσογείου. Η απροσδόκητη έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθούν τα μέχρι τότε δεδομένα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όχι μόνο για πρώτη φορά διαψεύσθηκε το αήττητο του Άξονα και επηρεάστηκαν οι διεθνείς εκτιμήσεις για την έκβαση της αναμέτρησης, αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο η εμπλοκή της στα Βαλκάνια και στην επίθεση στην Ελλάδα ανάγκασε τη χιτλερική Γερμανία να δεσμεύσει σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις, που ήταν προγραμματισμένο να αξιοποιηθούν στο ανατολικό μέτωπο. Το γεγονός αυτό ασφαλώς διατάραξε τον στρατηγικό σχεδιασμό των Γερμανών, κυρίως για την υλοποίηση της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», ενώ ταυτόχρονα δόθηκε στους Συμμάχους η δυνατότητα και ο χρόνος να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και στην Αφρική, και αυτό επηρέασε τις ευρύτερες στρατιωτικές εξελίξεις. Η γερμανική υπεροχή στην ξηρά και στον αέρα την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού παρέμεινε στο αλβανικό μέτωπο –προκειμένου, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Παπάγο, να μείνουν οι Ιταλοί ταπεινωμένοι μέχρι το τέλος– καθώς και η εξαιρετικά ανεπαρκής υποστήριξη της χώρας από βρετανικές δυνάμεις είχαν προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό δεν απέτρεψε τον ίδιο τον Χίτλερ να εκφράσει στο Ράιχσταγκ τον θαυμασμό του για την ελληνική αντίσταση. Τελικά, στη σύγχρονη ιστορία των διμερών σχέσεων το τραύμα δεν το άφησε τόσο η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1941, αλλά κυρίως η γερμανική κατοχή που ακολούθησε –ιδιαίτερα την περίοδο 1943–44– με τα αντίποινα εναντίον αμάχων, τις καταστροφές και την αρπαγή παντός αγαθού από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ.

Περίληψη

Η εισβολή της Βέρμαχτ σε ελληνικό έδαφος στο πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου –και η επακόλουθη ναζιστική κατοχή– αποτελεί τη μεγαλύτερη ρήξη στις παραδοσιακά καλές σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας στη νεότερη ιστορία. Τις σχέσεις αυτές (κυρίως οικονομικές και πολιτιστικές) είχε προσπαθήσει να διατηρήσει το καθεστώς Μεταξά μέχρι τις παραμονές του πολέμου, προκειμένου να αποφύγει μία πολεμική αναμέτρηση με το Τρίτο Ράιχ, χωρίς ωστόσο να τίθεται εν αμφιβόλω η συμπόρευση της χώρας σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής με τη Βρετανία. Η παρέμβαση του Χίτλερ με τις επιχειρήσεις «Μαρίτα» και «Ερμής», την ώρα που πρωταρχικό του μέλημα ήταν η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, είχε σκοπό όχι μόνον να σώσει την τιμή του Άξονα στην Ελλάδα, μετά την ήττα των Ιταλών, αλλά και να ανακόψει τους Βρετανούς που ήθελαν να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Κρήτη. Τα στρατηγικά σχέδια της ναζιστικής Γερμανίας επέβαλαν την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής, πριν την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα». Η εμπλοκή στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στη «Μάχη της Ελλάδας» πολυάριθμων επίλεκτων μονάδων, που κανονικά προορίζονταν για το ανατολικό μέτωπο, και η πέραν του αναμενόμενου σκληρή αντίσταση που συνάντησαν οι γερμανικές δυνάμεις από ελληνικής πλευράς, καθώς και οι απώλειες που είχαν κατά τη «Μάχη των Οχυρών» και στη «Μάχη της Κρήτης», όχι μόνον επέβαλαν την καθυστερημένη έναρξη της γερμανικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά διατάραξαν το στρατηγικό σχεδιασμό της ναζιστικής ηγεσίας. Η τεκμηρίωση αντλεί στοιχεία από τα επίσημα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία, αντίγραφα των οποίων διαθέτει το Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού (ΚΕΙΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, συμπεριλαμβάνοντάς τα στις συλλογές του με την κωδική ονομασία German Seized Records (G.S.R.). Παράλληλα, έχουν ληφθεί υπόψη οι σχετικές δημοσιευμένες πηγές της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), διαδικτυακές πρωτογενείς πηγές, καθώς και η εξαντλητική βιβλιογραφία της περιόδου.

Σημειώσεις

  1. Γερμανική Αντιπροσωπεία στην Αθήνα (Pistor) προς Auswärtiges Amt, Mittelmeer Politik Griechenlands, 15.07.1936, στο: G.S.R./T. 120/R 1072/430752-430754.
  2. Kordt προς Auswärtiges Amt, Unterredung mit Ministerpräsident Metaxas über das deutsch-italienische Verhältnis; Befriedigung Griechenlands über die Tatsache dass keine politische Abmachungen mit Italien bestehen, 27.07.1936, στο: G.S.R./T. 120/R 1072/430757 κ.ε.
  3. Kordt προς Auswärtiges Amt (POL IV 3493/36), Griechenlandbesuch des Herrn Reichsministers Dr. Goebbels. Äußerer Verlauf, Wirkung auf die griechische Öffentlichkeit, 30.9.1936, στο: G.S.R./T. 120/R 1072/430771-430772.
  4. Erbach προς Auswärtiges Amt, Griechenland Besuch des Herrn Reichsministers Rust, 28.04.1937, G.S.R./T. 120/R 1072/430784 κ.ε.
  5. Γερμανική Αντιπροσωπεία στην Αθήνα προς Auswärtiges Amt (Politischer Bericht POL IV 2930), Die Achse Berlin-Rom und die Besserung der italienisch-griechischen Beziehungen, 29.05.1937, στο: G.S.R./T. 120/R 1072/430793-430795.
  6. Γερμανική Αντιπροσωπεία στην Αθήνα προς Auswärtiges Amt (Politischer Bericht POL IV 3607), Vorschlag eines Schiedsgerichts- und Vergleichsvertrags an Griechenland, 09.07.1937, στο: G.S.R./T. 120/R 1072/430799.
  7. Γερμανική Αντιπροσωπεία στην Αθήνα (Erbach) προς Auswärtiges Amt (POL IV 976), Die innenpolitische Lage in Griechenland, 8.2.1938 και Lage der Regierung Metaxas, 30.11.1938, στο: G.S.R./T. 120/ R 1073/433750 κ.ε. και 433769 κ.ε.
  8. Διαταγή υπ. αριθμ. 4 της 12ης Στρατιάς της 2ας Απριλίου 1941 (Armeebefehl Nr. 4 / Armeeoberkommando 12 / Ia Nr. 0227/41 g.K.Chefs./2.4.41), στο: G.S.R./ T. 312/R 424/8002740 κ.ε., Χάρτες απεικόνισης κινήσεων γερμανικών μονάδων της 12ης Στρατιάς από 3 Απριλίου έως 1 Ιουνίου 1941 (Armee-Oberkommando 12 Ia. Lagekarten 3.4.-1.6.41 Balkan), στο: G.S.R./ T. 312/R 425/8002783 κ.ε.
  9. Διοίκηση 12ης Στρατιάς προς Ανώτατη Διοίκηση, Τηλεγράφημα της 7ης Απριλίου 1941 (Aufgebende Stelle: AOK 12, Ic/AO – Aufnehmende Stelle: OKH, Fremde Heere Ost / Fernschreiben vom 07.04.1941), στο: G.S.R./ T. 312/R 426/8004100.
  10. Διοίκηση 12ης Στρατιάς προς Ανώτατη Διοίκηση, Τηλεγράφημα της 8ης Απριλίου 1941 (Aufgebende Stelle: AOK 12, Ic/AO – Aufnehmende Stelle: OKH, Fremde Heere Ost / Fernschreiben vom 08.04.1941), στο: G.S.R./T. 312/R 426/8004106.
  11. Τηλεγράφημα της 12ης Στρατιάς προς την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της 27ης Απριλίου 1941 (Fernschreiben an O.K.H./Gen. St. D. H./Op. Abt. – Abendmeldung vom 27.04.41), στο: G.S.R./T. 312/R 425/8003244.
  12. Τηλεγράφημα της 12ης Στρατιάς προς την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της 29ης Απριλίου 1941 (Fernschreiben an O.K.H./Gen. St. D. H./Op. Abt. – Abendmeldung vom 29.04.41), στο: G.S.R./T. 312/R 425/8003239.
  13. Υπόμνημα της 5ης Ορεινής Μεραρχίας (Aufklärungsergebnisse des XI. Fl.-Korps v. 14.5.42), 15.5.1941, στο: G.S.R./T. 315/R 2312/140.
  14. Υπόμνημα (6340/41) της 4ηςΑεροπορικής Διοίκησης προς τον Ανώτατο Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την κατάληψη της Κρήτης (Bericht ‘Kreta‘), 28 Νοεμβρίου 1941, στο: G.S.R./T. 312/R 425/2799.
  15. Ό. π. 2802.
  16. Ό. π, 2796 κ.ε.
  17. Ενημέρωση της 12ης Στρατιάς προς την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση, 27.5.1941, στο: G.S.R./T. 312/R 424/8002219, Υπόμνημα του διοικητή της 5ηςΟρεινής Μεραρχίας, Ringel, της 4ηςΙουνίου 1941 (Vorläufiger Gefechtsbericht über die Eroberung der Insel Kreta 20.05.1941-02.06.1941), στο: G.S.R./T. 315/R 2312/41-52 και Υπόμνημα (6340/41) της 4ης Αεροπορικής Διοίκησης προς τον Ανώτατο Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την κατάληψη της Κρήτης (Bericht ‘Kreta‘), 28 Νοεμβρίου 1941, στο: G.S.R./T. 312/R 425/2800.
  18. Ενημερωτικό Σημείωμα για τη συμμετοχή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στη Μάχη της Κρήτης, 06.06.1941 (Feindlagenbericht über den Einsatz der 5. Gebirgs-Division auf Kreta), στο: G.S.R./T. 315/R 2312/9-11 και Υπόμνημα του διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, Ringel, της 4ης Ιουνίου 1941 (Vorläufiger Gefechtsbericht über die Eroberung der Insel Kreta 20.05.1941-02.06.1941), στο: G.S.R./T. 315/R 2312/41-52.
  19. Ενημερωτικό τηλεγράφημα-βραδινή αναφορά της 12ηςΣτρατιάς προς την Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού, 22.05.1941, στο: G.S.R./T. 312/R 426/8004217.
  20. Υπόμνημα (6340/41) της 4ηςΑεροπορικής Διοίκησης προς τον Ανώτατο Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την κατάληψη της Κρήτης (Bericht ‘Kreta‘), 28.11.1941, στο: G.S.R./T. 312/R 425/2828.
  21. Ό. π., 2829.
  22. Ενημερωτικό τηλεγράφημα της 12ηςΣτρατιάς προς την Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού, 25.05.1941, στο: G.S.R./T. 312/R 426/8004221, Ενημερωτικό Σημείωμα για τη συμμετοχή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στη Μάχη της Κρήτης, 06.06.1941 (Feindlagenbericht über den Einsatz der 5. Gebirgs-Division auf Kreta), στο: G.S.R./T. 315/R 2312/9-11, Υπόμνημα του διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, Ringel, της 4ης Ιουνίου 1941 (Vorläufiger Gefechtsbericht über die Eroberung der Insel Kreta 20.5.1941-02.06.1941), στο: G.S.R./T. 315/R 2312/41-52 και Τηλεγραφήματα, Αναφορές και Ενημερώσεις της 12ηςΣτρατιάς προς την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση, στο: G.S.R./T. 312/R 426/4218-4229.
  23. Kapitulationsverhandlung, 30.05.1941., στο: G.S.R./T. 315/ R 2312/113.
  24. Απώλειες
    –        Ελλήνων: Νεκροί 426 και μεγάλος αριθμός τραυματιών και αιχμαλώτων.
    –        Βρετανών: Νεκροί 1.742, τραυματίες 1.737 και αιχμάλωτοι 11.835. Επίσης, βυθίστηκαν 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά και απωλέσθηκαν πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες.
    –        Γερμανών: Νεκροί 1.990, αγνοούμενοι 1.995 και σοβαρός αριθμός τραυματιών. Συνολικά, οι απώλειες του επίλεκτου σώματος των γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές.
  25. Τηλεγράφημα του Wilhelm List προς τον Αρχηγό του Στρατού, στο: G.S.R./T. 312/R 448/8032159.
  26. «Die Italiener haben das ganze militärische Prestige der Achse ruiniert».
  27. «Hätten die Italiener nicht Griechenland angegriffen und unsere Hilfe gebraucht, dann hätte sich der Krieg anders entwickelt. Wir wären dem russischen Kälteeinbruch um Wochen zuvorgekommen und hätten Leningrad und Moskau erobert. Es hätte dann kein Stalingrad gegeben. Die Front im Süden Rußlands ist nur zusammengebrochen, weil […] wir die ganze Kriegslast allein zu tragen [hatten]».

Βιβλιογραφία

Der deutsche Griechenland-Feldzug. Operationen der 12. Armee 1941
Alex Buchner (Συγγραφέας)
1957
Tobacco, Arms, and Politics: Greece and Germany from World Crisis to World War, 1929-41
Mogens Pelt (Συγγραφέας)
1998
Der Kampf um Kreta
Franz Kurowski (Συγγραφέας)
1965
Die Metaxas-Diktatur und das nationalsozialistische Deutschland (1936-1941)
Nikolaos Papanastasiou (Συγγραφέας)
2000
German Seized Records
German Seized Records
German Seized Records
Hitlers Weisungen für die Kriegführung, 1939-1945. Dokumente des Oberkommandos der Wehrmacht
Walther Hubatsch (Επιμελητής)
1962
Memoiren 1902-1945
Leni Riefenstahl (Συγγραφέας)
1987
Metaxas-The Man
Panagiotis J. Vatikiotis (Συγγραφέας), Robin Higham (Επιμελητής), Thanos Veremis (Επιμελητής)
1993
Private war journal of Generaloberst Franz Halder, Chief of the General Staff of the Supreme Command of the German Army (OKH), 14 August 1939 to 24 September 1942
Franz Halder (Συγγραφέας)
2007
Tagebücher Band 4: 1940-1942
Joseph Goebbels (Συγγραφέας), Ralph Georg Reuth (Επιμελητής)
1992
The Impact of Operations Marita and Merkur on Barbarossa. The six missing weeks in front of Moscow. Myth or Historical Truth?
H. A. Richter (Συγγραφέας), Institute for Balkan Studies (Επιμελητής)
1998
The Second World War: The Grand Alliance
Winston S. Churchill (Συγγραφέας)
1964
Αγώνες και Νεκροί 1940-1945
Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) (Επιμελητής)
1990
Γεωστρατηγικά σχέδια της Ναζιστικής Γερμανίας για τη μεταπολεμική Κρήτη
Χάγκεν Φλάισερ (Συγγραφέας)
1992
Ελλάδα-Ευρώπη. Από τον Πρώτο Πόλεμο ως τον Ψυχρό Πόλεμο
Θάνος Βερέμης (Συγγραφέας)
1992
Ελληνοσοβιετικές σχέσεις 1917-1941
Ανδρέας Η. Ζαπάντης (Συγγραφέας)
1989
Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940-1941
Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) (Επιμελητής)
1985
Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Συγγραφέας)
1992
Η Μάχη της Κρήτης: σκέψεις για μία νέα προσέγγιση
Χάγκεν Φλάισερ (Συγγραφέας), Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (Επιμελητής)
1988
Η μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941): Η γερμανική οπτική
Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος (Συγγραφέας)
2016
Η ναζιστική οπτική για τη δικτατορία Μεταξά, 1936-1939
Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος (Συγγραφέας)
2018
Η συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) (Επιμελητής)
2009
Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Η Μάχη της Κρήτης
Γενικόν Επιτελείον Στρατού (ΓΕΣ) (Επιμελητής)
1967
Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1936-1940)
Σπύρος Λιναρδάτος (Συγγραφέας)
1993
Οι επιπτώσεις της γερμανικής εισβολής στα Βαλκάνια στην εξέλιξη της επιχείρησης Barbarossa υπό το φως της απόρρητης έκθεσης Robertson
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Συγγραφέας)
2008

Οπτικό υλικό

Παραπομπή

Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος, »Η εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα (Απρίλιος–Μάιος 1941)«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 31.01.2022, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/109403/.

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μικροϊστορία
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον