Οι γερμανοί Επίτιμοι Διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Από Άννα Καρακατσούλη | Τελευταία ενημέρωση 26.07.2023

Πώς διαμορφώνεται το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης; Ποια είναι η σχέση του Πανεπιστημίου με την εξωτερική πολιτική του κράτους; Σε ποιον βαθμό το Πανεπιστήμιο εκτελεί τις εντολές ή τις επιθυμίες της Πολιτείας και πότε αρχίζει να αυτονομείται από την πολιτική κηδεμονία; Με δείκτη τις αναγορεύσεις γερμανών επιτίμων διδακτόρων από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, οι οποίοι αποτελούν την πολυπληθέστερη εθνική ομάδα τιμωμένων, θα διερευνήσουμε τη σταδιακή «ενηλικίωση» του πρώτου πανεπιστημιακού ιδρύματος της χώρας και θα αναλύσουμε τον ρόλο και τα όρια της πολιτικής παρέμβασης στις ακαδημαϊκές επιλογές.

Περιεχόμενα

Από την ίδρυση μέχρι τον Οργανισμό του 1911

Η εγκαθίδρυση ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης ανταποκρίνεται στην ανάγκη κάθε κράτους να διαμορφώσει τις ελίτ του, να εκπαιδεύσει κατάλληλα τα άτομα που θα στελεχώσουν τις ηγετικές διοικητικές, ιερατικές και στρατιωτικές του ηγεσίες. Η κατοχύρωση της αυτονομίας και της ακαδημαϊκής ελευθερίας που αποτέλεσε τον πυρήνα του ορισμού του δυτικού πανεπιστημίου συνιστά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ιδρυμάτων της μεσαιωνικής Ευρώπης το οποίο δεν απαντάται σε εκείνα άλλων πολιτισμών, όπως π.χ. των κομφουκιανών σχολών που προγύμναζαν τους μελλοντικούς μανδαρίνους στην Κίνα ή των ισλαμικών ιεροσπουδαστηρίων για τους δικαστικούς και θρησκευτικούς λειτουργούς των μουσουλμανικών χωρών (Perkin, 2007, 163). Το 1837 η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών θεωρήθηκε απαραίτητο συμπλήρωμα ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους και ήταν «προϊόν μακροχρόνιας και επίπονης ισορροπίας ανάμεσα στο εφικτό και στο ιδεώδες» (Καραμανωλάκης, 2006, 29). Από τη μια πλευρά οι επιφυλάξεις για την πρώιμη ίδρυσή του, η οποία ενδεχομένως θα το οδηγούσε σε συρρίκνωση και μαρασμό, και από την άλλη ο ενθουσιασμός και τα μεγαλεπήβολα σχέδια ως προς τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε μελλοντικά ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την πρόσληψη της γνώσης από τη Δύση, την ανάπτυξή της και τη μετάδοσή της στην Ανατολή, υπηρετώντας τις ευρύτερες γεωπολιτικές επιδιώξεις του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Αυτός ο προσανατολισμός αποτυπώνεται στην εναρκτήρια ομιλία του πρώτου Πρύτανη, Κωνσταντίνου Σχινά:

Το Ελληνικόν Πανδιδακτήριον, Βασιλεύ, καθιδρυμένον εις τας παρά Σου εκ νέου ανεγερθείσας περικλεείς Αθήνας, και κείμενον μεταξύ της Εσπέρας και της Έω, είναι προωρισμένον να λαμβάνη αφ’ ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας, και αφού τα αναπτύξη εν αυτώ ιδίαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις την γείτονα Έω, νεαρά και καρποφόρα (Γαβρόγλου, 2014, 8).

Οθώνειο κατά την ίδρυσή του, το Πανεπιστήμιο μετονομάστηκε σε Εθνικό μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, ενώ το 1911 προστέθηκε στην επωνυμία του το όνομα του πρώτου Κυβερνήτη. Για το νέο Ίδρυμα επιλέχθηκε το ολιστικό χουμπολντιανό μοντέλο ενός Universitas litterarum με αρχικά τέσσερις Σχολές, τις Θεολογική, Νομική, Ιατρική και Φιλοσοφική (η οποία τότε διακρίνεται σε δύο τμήματα, στο Φιλολογικό και στο Φυσικό και Μαθηματικό), και σε αυτή τη σειρά που θέτει ασφαλώς σε κάποια ιεραρχία τις επιστημονικές πειθαρχίες.1 Οργανωμένο μεν κατά το γερμανικό πρότυπο, όμως χωρίς αυτοτέλεια και αυτοδιοίκηση, με διδακτικό προσωπικό που διορίζεται αποκλειστικά από τον βασιλέα και το Υπουργείο Παιδείας δίχως τη συμμετοχή του Ιδρύματος, το ελληνικό Πανεπιστήμιο υστερεί ουσιωδώς στην αφετηρία του έναντι των ευρωπαϊκών (Λάππας, 1989, 137, 145-147· Φασουλάκης, 1989, 101). Ως εθνικόν πανδιδακτήριον το Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτούργησε επί αρκετές δεκαετίες για την αναπαραγωγή του επιστημονικού και εκπαιδευτικού προσωπικού της χώρας, πάντα στην υπηρεσία των εθνικών στόχων, με βάση τον ιδρυτικό Προσωρινό Κανονισμό του 1837 (Καραμανωλάκης, 2006, 32, 397). Εκεί περιγράφονταν με συνοπτικό τρόπο και αρκετές ασάφειες οι διάφορες λειτουργίες του, αφήνοντας πολλά περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς και αμφισβητήσεις. Το ρευστό θεσμικό πλαίσιο επέτρεπε διαδικασίες που διέφεραν από Σχολή σε Σχολή. Η Θεολογική Σχολή απέκλειε κάθε αλλόδοξο από τις τάξεις της και είχε από το 1842 αποφασίσει ότι διδακτορικό δίπλωμα Θεολογίας μπορούσε να απονέμεται αποκλειστικά σε κληρικούς, κάτι που διατήρησε μέχρι το 1907 με τον διδάκτορα να αντιστοιχεί ουσιαστικά στον σημερινό πτυχιούχο (Μπαλάνος, 1931, 36· Καραμανωλάκης, 2006, 35). Στη Φυσικομαθηματική η διάκριση μεταξύ πτυχίου και διδακτορικού διπλώματος προσδιορίστηκε μόλις το 1913 όταν αποφασίστηκε ότι το δεύτερο προϋποθέτει την «προσαγωγή επιστημονικής εργασίας επί πρωτοτύπου μόνον θέματος» (Στεφανίδης, 1948, 90).

Ακολούθως και η αναγόρευση επίτιμων διδακτόρων λαμβάνει χώρα ερήμην ρυθμιστικών διατάξεων, χωρίς αυτό να προβληματίζει ιδιαίτερα τις Πρυτανικές Αρχές. Η Σύγκλητος θεωρεί το ζήτημα «όλως επιστημονικόν»,2 παραπέμπει το θέμα στις Σχολές και αποδέχεται τις αποφάσεις τους χωρίς να αμφισβητεί τη νομιμότητα των σχετικών πράξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Θεολογική Σχολή ανακηρύσσει 20 επίτιμους διδάκτορες, σε σύνολο 23 για την περίοδο έως το 1911, καλύπτοντας έτσι τις περιπτώσεις διδασκόντων που δεν διέθεταν πανεπιστημιακό πτυχίο, την ίδια εποχή όπου η Φιλοσοφική αποφαίνεται ότι εφόσον στις ισχύουσες διατάξεις δεν γίνεται μνεία απονομής διπλωμάτων τιμής ένεκεν ή εν απουσία («honoris causa aut in absentia»), η Σχολή δεν έχει τέτοιο δικαίωμα.3 Το 1911, η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου συνέταξε και έφερε προς ψήφιση στη Βουλή τον Οργανισμό του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου –μετά από εκτεταμένες εκκαθαρίσεις του προσωπικού του–, ρυθμίζοντας μεταξύ άλλων τα ζητήματα των ουσιαστικών αλλά και των τιμητικών πιστοποιητικών του Ιδρύματος. Ο νέος Κανονισμός ενσωμάτωσε και επεξέτεινε τις βασικές μεταρρυθμίσεις που είχαν γίνει ως τότε, καθιέρωσε για πρώτη φορά ετήσιες τμηματικές εξετάσεις των φοιτητών και ενίσχυσε τον ρόλο του Πανεπιστημίου στην αναπαραγωγή του διδακτικού προσωπικού του, αποδυναμώνοντας τις παρεμβάσεις της πολιτείας στις σχετικές διαδικασίες. Πλέον καθορίστηκε επίσης ρητά πως ο τίτλος του Επίτιμου Διδάκτορα απονέμεται «εις πρόσωπα εξέχοντα εν ταις επιστήμαις, τοις γράμμασιν ή ταις τέχνες ή παρασχόντας πολυτίμους τω Έθνει ή τω Πανεπιστημίω υπηρεσίας Έλληνας ή αλλοδαπούς».4

Η θεσμοθέτηση των τιμητικών διδακτορικών διπλωμάτων

Οι διδακτορικοί τίτλοι υπήρξαν επί αιώνες καθαρά τιμητικοί και εντοπίζονται ήδη στα πανεπιστήμια της Αναγέννησης (Dhondt, 2013, 118-120). Η απόφαση για την απονομή τους ήταν πολιτική, αποτελούσε προνόμιο των ιδρυτών των πανεπιστημίων –του Πάπα ή του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας–, και συνιστούσαν ένα σημαντικό εφαλτήριο κοινωνικής ανόδου το οποίο οι πανεπιστημιακές αρχές καλούνταν να επικυρώσουν. Τα σύγχρονα διδακτορικά διπλώματα, ως επιστέγασμα μιας μακράς ερευνητικής και συγγραφικής προσπάθειας που απονέμονται μετά από απαιτητική εξεταστική δοκιμασία, εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, πρώτα στη Γερμανία τον 19ο αιώνα και ακολούθως, με αρκετή καθυστέρηση, στη Μεγάλη Βρετανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Lady, 1967, 197-198). Η εξωακαδημαϊκή αυτή προϊστορία των τιμητικών τίτλων διαφωτίζει και εξηγεί τη στενή σχέση μεταξύ των επιλογών της πολιτικής εξουσίας και των διακρίσεων που απονέμουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, την οποία θα εξετάσουμε εδώ με την αφορμή των γερμανών επίτιμων διδακτόρων του Πανεπιστημίου Αθηνών.5

Η περίπτωση της Γερμανίας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς η χώρα διατηρεί ιδιαίτερα στενή σχέση με τον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο αναπαράγει τη μορφή και τη δομή των γερμανικών, για πολλές δεκαετίες οι περισσότεροι καθηγητές του κατευθύνονταν στη Γερμανία για τις διδακτορικές σπουδές τους, ενώ η αίγλη και το κύρος της γερμανικής επιστήμης έμειναν αναλλοίωτα έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Φασουλάκης, 1989, 101-102). Με αυτές τις προϋποθέσεις οι 69 γερμανοί επιστήμονες που τιμώνται με την ανώτατη διάκριση του Πανεπιστημίου Αθηνών μέχρι την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν μακράν τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα επιτίμων (ακολουθούν οι Γάλλοι με 46, οι Βρετανοί με 44 και οι Ιταλοί με 27 επίτιμους διδάκτορες). Αυτή η πρωτοκαθεδρία ενισχύεται κατά τις δύο μαζικές επιτιμοποιήσεις Γερμανών το 1912 (28) και το 1937 (36) (βλ. Γράφημα 1 και Χρονολογικό Κατάλογο στο Παράρτημα).

Το ΕΚΠΑ αναγορεύει συνολικά 324 επίτιμους διδάκτορες από την ίδρυσή του μέχρι τη ναζιστική εισβολή το 1941.6 Ο αριθμός αυτός αφορά όλες τις Σχολές και στη συντριπτική πλειονότητά τους οι τιμώμενοι είναι αλλοδαποί (μόνον 32 είναι Έλληνες και από αυτούς οι 29 αφορούν τη Θεολογική Σχολή). Οι αναγορεύσεις μπορεί να γίνονται μεμονωμένα ή ομαδικά. Στην πρώτη περίπτωση ακολουθούν είτε πρόταση κάποιου καθηγητή με κριτήρια την επιστημονική καταξίωση του προτεινομένου ή την προσφορά του ειδικά στο ΕΚΠΑ, είτε το αίτημα κάποιου Υπουργείου, των Εξωτερικών ή της Παιδείας, κατά κύριο λόγο με την ευκαιρία επίσημης επίσκεψης στη χώρα ξένων υψηλών αξιωματούχων τους οποίους η Πολιτεία θέλει να τιμήσει. Οι ομαδικές αναγορεύσεις είναι εορταστικού-επετειακού χαρακτήρα, σε έτη-ορόσημα του Πανεπιστημίου ή του έθνους: η 75ετηρίδα το 1912 (92 αναγορεύσεις), τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα το 1924 (16, από τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή) και η κορυφαία επέτειος της 100ετηρίδας το 1937 (συνολικά 162 επίτιμοι διδάκτορες).

Σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από το 1924, όπου εύλογα σχεδόν όλοι οι τιμώμενοι είναι βρετανοί φιλόλογοι βυρωνιστές, διαπιστώνεται η υπεροχή της γερμανικής επιστήμης στο σύνολο των επίτιμων διδακτόρων της περιόδου έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρώτος γερμανός επίτιμος διδάκτορας του ΕΚΠΑ ήταν ο αποκαλούμενος «πατέρας της παθολογίας» Rudolf Virchow, το 1879, από την Ιατρική Σχολή. Ο πολυπράγμων ιατρός και ριζοσπάστης πολιτικός Virchow (1821–1902) ήταν πρωτοπόρος της κυτταρικής θεωρίας, εξέχων ανθρωπολόγος, ιδρυτής της Εταιρίας Ανθρωπολογίας, Εθνολογίας και Προϊστορίας του Βερολίνου (Berliner Gesellschaft für Anthropologie, Ethnologie und Urgeschichte), αλλά και αρχαιολόγος που ταξίδεψε στην Τροία το 1879 με τον Ερρίκο Σλήμαν. Η απονομή του τίτλου έγινε επ’ ευκαιρία της παραμονής του στην Αθήνα, φιλοξενούμενος από τον κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής Παύλο Ιωάννου, καθ’ οδόν προς την Τροία.7 Ακολούθησε ο νομικός και βυζαντινολόγος Karl Eduard Zachariae von Lingenthal (1812–1894) από τη Νομική Σχολή το 1884, ο οποίος επίσης είχε διαμείνει επανειλημμένως στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, το ακαδημαϊκό έτος 1837–1838, ο Lingenthal είχε εντρυφήσει στη μελέτη του Βυζαντινού Δικαίου, του οποίου έγινε εντέλει ένας από τους θεμελιωτές, και είχε παρακολουθήσει από κοντά τα πρώτα βήματα του νεοιδρυθέντος Πανεπιστημίου.8 Από το δεύτερο ταξίδι του κατέλιπε ένα χρονικό με τις εντυπώσεις τις δικές του και των δύο θυγατέρων του που τον συνόδευαν στο ταξίδι, το οποίο αρχικά εκδόθηκε ανώνυμα στην Λειψία (Τρωϊάνος, 1989, 105-111).9 Το επόμενο αρκετά μεγάλο διάστημα θα είναι πολύ φειδωλό σε παρόμοιες τελετές, μέχρι τη μεγάλη επέτειο των 75 χρόνων του Πανεπιστημίου το 1912.

Οι επετειακοί εορτασμοί της 75ετηρίδος (1912)

Με τη νομοθετική ρύθμιση του 1911 και έχοντας κατοχυρώσει πλέον το δικαίωμα να απονέμει τιμητικά διπλώματα, η Σύγκλητος θα ζητήσει από τις Σχολές τον Δεκέμβριο 1911 να προτείνουν τους επιφανείς ξένους επιστήμονες που θα αναγορευθούν επίτιμοι διδάκτορες κατά τον εορτασμό της επετείου. Η αρχική απόφαση προέβλεπε 55 επίτιμους διδάκτορες. Μετά από μακρές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις κατέληξαν στους 90 εκ των οποίων οι 38 ήταν Γερμανοί και Αυστριακοί που αναγορεύθηκαν κυρίως από τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Σπυρίδων Λάμπρος, που διένυε τότε τη δεύτερη πρυτανική θητεία του, είχε συνδυάσει τους πανηγυρικούς εορτασμούς του ΕΚΠΑ με τη διεξαγωγή του 16ου Διεθνούς Συνεδρίου των Ανατολιστών στην Αθήνα την περίοδο του Πάσχα 1912 (που εκείνη τη χρονιά συνέπιπτε για Ορθόδοξους και Καθολικούς, γεγονός που θεωρήθηκε άξιο ειδικής μνείας στην Εισαγωγή των Πρακτικών).10 Είχε επίσης μεριμνήσει για την αναγόρευση σε επίτιμους διδάκτορες της Φιλοσοφικής Σχολής των συνέδρων Ανατολιστών, των «κατά την ώραν ταύτην παρόντ[ων] εν Αθήναις […] πρυτάνε[ων] των ξένων Πανεπιστημίων και τιν[ών] επιστ[ημόνων] Αμερικαν[ών]», καθ’ υπέρβαση του ορισθέντα αριθμού.11

Εκείνη την άνοιξη του 1912 η Αθήνα και το Πανεπιστήμιο γνώρισαν ημέρες διεθνούς ακαδημαϊκής προβολής με τη συμπαράσταση της κυβέρνησης και υπό τη στιβαρή καθοδήγηση του Σπυρίδωνος Λάμπρου. Το πρόγραμμα προέβλεπε πλήθος εορταστικών εκδηλώσεων, όπως φοιτητική παράσταση του Οιδίποδα Τυράννου σε νεοελληνική μετάφραση Άγγελου Βλάχου, κρουαζιέρα και ξενάγηση στην Ελευσίνα με τοπικούς χορούς, ειδικό φωτισμό της Ακροπόλεως, μία έκθεση βυζαντινών εικόνων και μία ανατολικών χειρογράφων, πολλές δεξιώσεις –μεταξύ των οποίων και εκείνη που έδωσε για τους συνέδρους η κα Σλήμαν στο Ιλίου Μέλαθρον–, garden party (όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα) και, τέλος, τους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες στο Παναθηναϊκό Στάδιο με την έγκριση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.12 Η Γερμανία εκπροσωπήθηκε από κορυφαίους κλασικούς φιλολόγους και αρχαιολόγους όπως τους Otto Crusius (1857–1918), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Hermann Diels (1848–1922), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, και Ulrich von Wilamowitz-Möllendorff (1848–1931) από το Göttingen· τον αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο, συνεχιστή του ανασκαφικού έργου του Σλήμαν στην Τροια, Wilhelm Dörpfeld (1853–1940), τον πρωτοπόρο βυζαντινολόγο Eduard Kurtz (1846–1925), και πολλούς άλλους που τιμήθηκαν από τη Φιλοσοφική. Λόγω του μεγάλου αριθμού ορισμένοι έλαβαν τελικά τον τίτλο τους από άλλη Σχολή, όπως ο κλασικός φιλόλογος Justus Hermann Lipsius (1834–1920) ή ο παπυρολόγος Ludwig Mitteis (1859–1921), που έγιναν διδάκτορες της Νομικής. Πέραν των Ανατολιστών, που πήραν τη μερίδα του λέοντος, το 1912 τιμήθηκαν ακόμη ο ιατρός Emil von Behring (1854–1917), βραβείο Νόμπελ Ιατρικής (1901), ο γεωγράφος Joseph Partsch (1851–1925) που συνέθεσε σημαντικές μελέτες για την χαρτογραφία της Ελλάδας, ο επίσης Νομπελίστας (1908) ιατρός Paul Ehrlich (1854–1915), κ.ά. Η επίσημη τελετή της αναγόρευσης έλαβε χώρα κατά την τρίτη και τελευταία ημέρα των εορτών της επετείου, στις 28 Μαρτίου/10 Απριλίου 1912, σε πανηγυρική τελετή στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου, με παρουσία σύσσωμης της βασιλικής οικογένειας, της πολιτικής ηγεσίας, των ξένων διπλωματών και των καθηγητών του Πανεπιστημίου.

Η επικράτηση «εθνικών» κριτηρίων στον Μεσοπόλεμο

Κατά την ταραγμένη πολιτικά περίοδο που ακολουθεί τους Βαλκανικούς Πολέμους και μέχρι την καταστροφική έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και τη ρύθμιση των θεμάτων των προσφύγων, οι επιλογές των Σχολών υπαγορεύονται από εθνικά/πολιτικά κριτήρια. Συγκεκριμένα μεταξύ 1913 και 1925 αναγορεύονται 32 επίτιμοι διδάκτορες, για τη συντριπτική πλειοψηφία των οποίων διαπιστώνεται η μαχητική στράτευσή τους υπέρ των ελληνικών διεκδικήσεων στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών φιλελληνικών κινήσεων (όπως η Anglo-Hellenic League στη Μεγάλη Βρετανία και η Ligue française pour la défence des droits de l’hellénisme στη Γαλλία), καθώς και η προσωπική τους σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Καρακατσούλη, 2002, 134). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους συμμαχικούς συσχετισμούς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι απόλυτα εύλογη η απουσία αναγορεύσεων Γερμανών με την εξαίρεση των ιατρών του βασιλέα Κωνσταντίνου το 1915, λίγο πριν τον Εθνικό Διχασμό. Την άνοιξη είχε αρρωστήσει σοβαρά ο βασιλεύς Κωνσταντίνος από πυώδη πλευρίτιδα. Ως έσχατο μέσο στις 13/26 Μαΐου μεταφέρθηκε στην Αθήνα από την Τήνο η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας και τοποθετήθηκε στο δωμάτιο του ασθενούς χωρίς όμως αποτέλεσμα οπότε ζητήθηκε η συνδρομή γερμανών καθηγητών.13 Οι θεράποντες ιατροί Friedrich Kraus του Πανεπιστημίου του Βερολίνου και Anton Eiselsberg του Πανεπιστημίου της Βιέννης αναγορεύθηκαν το ίδιο έτος επίτιμοι διδάκτορες της Ιατρικής Σχολής «διά τε το πρόθυμον υμών εις την αποτροπήν του απειλήσαντος την Ελληνικήν πατρίδα κινδύνου και διά την υπέροχον υμών εν τη παγκοσμίω επιστήμη θέσιν» κατά το σκεπτικό της αναγόρευσης.14

Στην πράξη, μετά τη διάγνωση των νόσων το 1915, που επιδεινώνονταν μέρα με τη μέρα, ο βασιλιάς έζησε τα τελευταία 7,5 χρόνια της ζωής του με ουσιαστική βλάβη της υγείας του μέχρι τον θάνατό του στην εξορία, το 1923, από εγκεφαλική αιμορραγία. Στο διάστημα του Μεσοπολέμου όχι μόνον παρατηρείται πλήρης παράλειψη της γερμανικής επιστήμης από τις αναγορεύσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά έχουμε επιπλέον δύο περιπτώσεις απορριπτικών αποφάσεων των οικείων Σχολών. Το 1925 η Ιατρική δεν δέχεται να αναγορεύσει επίτιμο διδάκτορα τον γερμανό μυστικοσύμβουλο Robert Heindl για τις «παρασχεθείσες εις το Υπουργείο της Εννόμου Τάξεως εκδουλεύσεις», όπως ζητά το Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Heindl είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα της μετάφρασης στα ελληνικά του έργου του Σύστημα και πράξις της δακτυλοσκοπίας με τη διαβεβαίωση εκ μέρους του υπουργού των Εσωτερικών ότι «εις πρώτην ευκαιρίαν η Κυβέρνησις θα προήρχετο εις εκδήλωσιν της ευγνωμοσύνης της».15 Η πρόταση απορρίφθηκε με την κοφτή αιτιολόγηση ότι «ουδόλως συντρέχουσιν αι υπό του Οργανισμού του Πανεπιστημίου προβλεπόμεναι προς τούτο περιστάσεις». Και το 1933 η Φιλοσοφική Σχολή θα αποφύγει να απαντήσει στο ρητό αίτημα του Υπουργείου Παιδείας για την αναγόρευση του γερμανού σκηνοθέτη και φιλολόγου, υφηγητή του Πανεπιστημίου Βερολίνου, Wilhelm Leyhausen. Ο «ενθουσιώδης φιλέλλην» Leyhausen, όπως χαρακτηρίζεται στην επιστολή του τότε υπουργού Παιδείας Θεόδωρου Τουρκοβασίλη,16 είχε ανεβάσει στα μεγάλα κρατικά θέατρα της Γερμανίας, Αυστρίας, Ελβετίας και αλλού αρχαίες ελληνικές τραγωδίες «με ειδικόν υπ’ αυτού ιδρυθέντα χορόν εξ 100 προσώπων» [Sprechchor] και είχε εξασφαλίσει τη δωρεά γερμανικών επιστημονικών έργων προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η Σχολή ανέθεσε τη σχετική εισήγηση στους καθηγητές Ι. Καλιτσουνάκη και Ν. Βέη και το θέμα έμεινε εκεί. Τον Μάιο 1934 ο Leyhausen επισκέφθηκε την Αθήνα με 80 φοιτητές του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, που έδωσαν μια ιστορική παράσταση των Περσών στο Ηρώδειο σε δική του μετάφραση, και έφερε μαζί του άλλα πέντε κιβώτια με βιβλία, δωρεά προς το Πανεπιστήμιο, χωρίς η Φιλοσοφική να αντιδράσει.

Παρά τη διαπιστωμένη τάση των πανεπιστημιακών αρχών να συμμορφώνονται με τις επιταγές του επίσημου κράτους για την «επιβράβευση εθνικών υπηρεσιών», δεν πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί η επιλογή των επίτιμων διδακτόρων ως μια αυτόματη διαδικασία εκτέλεσης εντολών. Το Πανεπιστήμιο διατηρεί σχετικό περιθώριο αυτονομίας και διαπραγμάτευσης μεταξύ εξωτερικής πολιτικής και ακαδημαϊκών ισορροπιών και στην περίοδο που εξετάζουμε αποκρούει δεκαεννέα αιτήματα της Πολιτείας για απονομή τιμητικών τίτλων σε ξένους αξιωματούχους. Σε Γερμανούς αφορούν τα δύο που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι συνθήκες αλλάζουν όταν καταλύεται το πολίτευμα και επιβάλλεται το αυταρχικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Οι επεμβάσεις των Αρχών στις αποφάσεις των Σχολών γίνονται πλέον ασφυκτικές, ιδιαίτερα κατά τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας το 1937, σε μια χρονική συγκυρία όπου και στη Γερμανία έχει κυριαρχήσει ο ολοκληρωτισμός του ναζιστικού καθεστώτος. Αυτές οι μείζονος σημασίας πολιτικές εξελίξεις αλλάζουν άρδην τους όρους και το διακύβευμα των πανεπιστημιακών τελετουργιών.

Ο πανηγυρικός εορτασμός της 100ετηρίδος (1937)

O εορτασμός του 1937 υπήρξε η κορυφαία εκδήλωση της περιόδου πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν από το 1935 με την εκλογή της ειδικής Επιτροπής Εορτασμού,17 η οποία συστάθηκε επισήμως με νομοθετικό διάταγμα τον Ιούλιο 1936. Οι προγραμματισμένες δραστηριότητες αφορούσαν κυρίως εκδόσεις,18 κυκλοφορία ειδικού αναμνηστικού γραμματοσήμου και μεταλλίου με την Αθηνά και το πανεπιστημιακό μέγαρο, διοργάνωση φοιτητικών αγώνων, προκήρυξη διαγωνισμού για τη σύνθεση φοιτητικού ύμνου, συμβολική παράσταση στην Ακρόπολη με το Λύκειο των Ελληνίδων και διδασκαλία της Αντιγόνης στο Ηρώδειο από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες σε σκηνοθεσία Σπύρου Μελά, συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο, φοιτητική λαμπαδηφορία, εκδρομές, επίσημα γεύματα και δεξιώσεις. Οι εορτασμοί διήρκεσαν μία εβδομάδα (18–24 Απριλίου 1937) και η αναγόρευση των επίτιμων διδακτόρων έλαβε χώρα στις 19 Απριλίου.19

Για την επιλογή των διδακτόρων ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία από τις Σχολές όπως και το 1912, μόνο που τώρα οι τελικοί κατάλογοι των τιμωμένων διαμορφώνονται μετά την παρέμβαση και τον έλεγχο του μεταξικού καθεστώτος. Η Φιλοσοφική Σχολή διεκδίκησε αυξημένο ποσοστό επί των αναγορεύσεων με το επιχείρημα ότι θεραπεύει μεγαλύτερο εύρος επιστημών και ανακήρυξε 70 διδάκτορες (σε σύνολο 164), μεταξύ των οποίων 20 Γερμανούς.20 Το πρώτο θέμα που τέθηκε ήταν η παρουσία στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των εορτασμών του υπουργού Παιδείας της ναζιστικής Γερμανίας Bernhard Rust για την πανηγυρική επανέναρξη των ανασκαφών της Αρχαίας Ολυμπίας από τo Γερμανικó Αρχαιολογικó Ινστιτούτο (που σχετίζεται άμεσα με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο το προηγούμενο έτος) και η ανακοίνωση δωρεάς δύο χιλιάδων τόμων προς το Πανεπιστήμιο από τη γερμανική κυβέρνηση. Η Σύγκλητος αποφάσισε να ανακηρυχθεί ο γερμανός υπουργός επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής και να παρατεθεί επίσημο δείπνο προς τιμήν του. Οι δηλωμένες θέσεις του Rust περί της βόρειας καταγωγής του ελληνικού πολιτισμού και της φυλετικής καταγωγής των Ελλήνων από τους Γερμανούς δεν τέθηκαν καθόλου σε συζήτηση (Chapoutot, 2018, 58-59). Ο Rust αναγορεύθηκε χωριστά, πρώτος από το κύριο σώμα των διδακτόρων της Σχολής, και το τιμητικό δίπλωμα με την αργυρή αναμνηστική πλακέτα της 100ετηρίδος τού επιδόθηκαν στο Βερολίνο στις 13 Φεβρουαρίου 1938 από τον εκεί πρέσβη της Ελλάδας, Αλέξανδρο Α. Ρίζο Ραγκαβή, παρουσία του κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Καλιτσουνάκη, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Irmscher, 1989, 345-346),21 και του Σπ. Μαρινάτου, προσκεκλημένου του γερμανικού Πανεπιστημίου για μια διάλεξη με θέμα τις αρχαιότητες της Κρήτης. Όπως αναφέρει ο lkischer Beobachter, η καθημερινή εφημερίδα του ναζιστικού κόμματος, στο φύλλο της 15ης Φεβρουαρίου 1938, ο Rust δέχθηκε το δίπλωμα «επ’ ονόματι και του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, το οποίο έδωσε νέο νόημα στην παλαιά αγάπη των Γερμανών για την Ελλάδα».

Η γερμανική πλευρά ανταπέδωσε με σειρά αναγορεύσεων και ο Rust επέδωσε στον πρύτανη και σε καθηγητές του ΕΚΠΑ τιμητικά διπλώματα από διάφορα γερμανικά πανεπιστήμια. Μεταξύ των επίτιμων διδακτόρων που ενέκρινε το Πανεπιστήμιο και όσων εντέλει αναγορεύθηκαν υπάρχουν διαφοροποιήσεις και οι Σχολές χρειάστηκε να συνεδριάσουν επανειλημμένως τροποποιώντας κάθε φορά τον κατάλογο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προστέθηκαν την τελευταία στιγμή οι Wilhelm Wirth, Helmut Berve και Friedrich Focke, των οποίων η συμμετοχή στη γερμανική αντιπροσωπεία δεν είχε γνωστοποιηθεί εγκαίρως στη Φιλοσοφική Σχολή, ήταν όμως και οι τρεις μέλη του ναζιστικού κόμματος. Όπως ενημέρωσε το Σώμα ο κοσμήτορας Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος σε συνεδρίαση της Νομικής Σχολής διαγράφηκε από τον αρχικό κατάλογο των προτεινομένων διδακτόρων «κατόπιν υποδείξεως της κυβερνήσεως» το όνομα του Fritz Pringscheim. Ο Pringscheim, τακτικός καθηγητής Ρωμαϊκού Δικαίου στο Freiburg, που περιγράφεται από τον βιογράφο του ως «πατριώτης και νομικός», είχε εκδιωχθεί από την έδρα του λόγω εβραϊκής καταγωγής το 1935 (Honoré, 2010). Στη Φυσικομαθηματική Σχολή, τέλος, μεταξύ των υποψηφιοτήτων που συζητήθηκαν αναλυτικά, βρισκόταν και ο Albert Einstein (Βραβείο Νόμπελ 1921). Λόγω αντιρρήσεων καθαρά πολιτικού και όχι επιστημονικού χαρακτήρα δύο καθηγητών της Χημείας Τροφίμων, του Γεώργιου Ματθαιόπουλου (πρώην Πρύτανη του ΕΚΠΑ κατά τα έτη 1928/29) και του μαθητή του, Σπυρίδωνα Γαλανού, η υποψηφιότητα του Einstein δεν προκρίθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Max Planck (Βραβείο Νόμπελ 1918). Το επιχείρημα ήταν ότι ο Planck είχε μεν αποχωρήσει από την ενεργό επιστημονική δράση (το 1937 ήταν 79 ετών), αλλά είχε παραμείνει στη Γερμανία.22

Η περίπτωση του Einstein επιβάλλει μια σύντομη αναφορά στις άλλες επτά αναγορεύσεις της Σχολής Θετικών Επιστημών. Συγκεκριμένα τιμώνται οι Heinrich Otto Wieland (1877–1957), βραβείο Νόμπελ Χημείας 1927· Alexander Tschirch (1856-1939) από τον τομέα της φαρμακολογίας· Arnold Sommerfeld (1868–1951), θεωρητικός φυσικός· August Sieberg (1875–1945), γεωφυσικός· David Hilbert (1862–1943), μαθηματικός· Hans Gottfried Reck (1886–1937), ηφαιστειολόγος· και ο αυστριακός παλαιοντολόγος Othenio Abel (1875–1946). Όλοι κορυφαίοι στον κλάδο τους για τους οποίους δεν αναφέρεται στα Πρακτικά κάποια πολιτική πίεση ή επιρροή. Ορισμένοι, όπως ο Abel, έχουν καταγραφεί ως αντισημίτες και ενεργοί υποστηρικτές του ναζισμού, ενώ άλλοι, όπως ο Hilbert, έχουν αφήσει μια μνήμη ανεξάρτητου επιστημονικού πνεύματος. Γεγονός είναι ότι δεν εντοπίσαμε τεκμήρια ώστε να θεωρηθούν κατ’ αρχήν πολιτικές επιλογές.

Η ατελής ευθυγράμμιση

Μετά το πέρας των εορτασμών, ο κοσμήτορας Μιχαήλ Βολονάκης ενημέρωσε την Πρυτανεία πως η Σχολή είχε αποφασίσει την αναγόρευση του πρώην διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών και καθηγητή του Πανεπιστημίου της Halle Georg Karo (1872–1963). Κατά την εισήγησή του προς τη Σχολή στις 14 και 15 Ιουνίου 1937 ο καθηγητής Αρχαιολογίας Γεώργιος Οικονόμος, ιδρυτικό μέλος και Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και διευθυντής του Τμήματος Αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας (1933–1937), ανέφερε απλώς ότι το όνομα του Karo «παρελήφθη εκ παραδρομής εκ των αναγορευθέντων επιτίμων διδακτόρων».23 Αυτή η εκ των υστέρων αναγόρευση χρήζει μεγαλύτερης διερεύνησης, καθώς ο Karo, που είχε βαπτισθεί χριστιανός αν και εβραϊκής καταγωγής, είχε από το 1936 εκδιωχθεί από τη θέση του και είχε βρει καταφύγιο στην Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, ενώ καταγράφεται επίσης η πληροφορία ότι το 1939, με τη μεσολάβηση του ελληνικού Βασιλικού Οίκου, του χορηγήθηκε βίζα για την Ελλάδα, προτίμησε όμως να μεταναστεύσει στην Αμερική.24 Ο τελευταίος γερμανός επίτιμος διδάκτορας πριν την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα είναι ο φιλόλογος και επιγραφολόγος Johannes Kirchner (1859–1940), ο οποίος προτείνεται ομόφωνα με αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια τον Μάιο 1939 για τη συμβολή του έργου του Prosopografia Attica στην αρχαιογνωσία της κλασικής περιόδου.

Ο μηχανισμός των πολιτικών πιέσεων που ασκούνται στους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και οι αντιδράσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας φωτίζονται καλύτερα αν συμπεριλάβουμε, έστω συνοπτικά, στο πεδίο της έρευνας τις περιπτώσεις των ιταλών επιτίμων διδακτόρων. Τα επίσημα έγγραφα του ΕΚΠΑ που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο του αναδεικνύουν σαφώς τον καθοριστικό ρόλο του αυταρχικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που ουσιαστικά καταργεί το ενδεχόμενο απόρριψης των κυβερνητικών εντολών. Τον Ιούνιο 1932 ο ιταλός υπουργός Παιδείας και καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Balbino Giuliano είχε πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα για τα εγκαίνια του Ιταλοελληνικού Ινστιτούτου και ο υπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ζήτησε με έγγραφό του προς το Υπουργείο Παιδείας να του απονεμηθεί ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας «ως εγένετο και κατά το πρόσφατον παρελθόν διά τον Υπουργόν των Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ. Voislav Marinkovic και τον Υπουργόν της Υγιεινής της Ρουμανίας κ. Jean Cantacuzène». Ο Μιχαλακόπουλος επισημαίνει μάλιστα ότι «ασφαλώς θα υπήρχε κίνδυνος παρεξηγήσεως, λόγω των άνωθι αναφερομένων προηγουμένων του προσφάτου παρελθόντος, εάν παρομοία τιμητική αναγνώρισις δεν ήθελε γίνει προκειμένου περί Υπουργού φίλης χώρας και επιστήμονος της περιωπής του» και ζητά να ολοκληρωθούν οι τυπικές διατυπώσεις, ώστε να γίνει η τελετή αναγόρευσης κατά την επίσημη πανεπιστημιακή δεξίωση προς τιμήν του Giuliano. Το έγγραφο διαβιβάστηκε ως «λίαν επείγον» από το Υπουργείο Παιδείας προς την Πρυτανεία με την ίδια υπόδειξη, ενώ ο υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Πετρίδης δήλωσε προφορικά στον κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής «ότι θα κάμη συστάσεις εις τους έχοντας αντίθετον γνώμην και ότι εκ των υστέρων διά νόμου θα φροντίση να νομοκανονίση την απονομήν του τίτλου του επιτίμου διδάκτορος, εάν δεν υπάρχη η υπό του ισχύοντος νόμου απαιτουμένη πλειονοψηφία». Παρά την έντονη πολιτική πίεση, η Φιλοσοφική Σχολή, «μετά διαλογικήν συζήτησιν» και με το πρόσχημα της έλλειψης απαρτίας, απέφυγε να λάβει απόφαση και η επιδιωκόμενη αναγόρευση ναυάγησε.25 Η «επανόρθωση» θα έλθει λίγα χρόνια αργότερα από το μεταξικό καθεστώς. Ο Balbino Giuliano μαζί με τον Giovanni Gentile, επίσης καθηγητή Φιλοσοφίας, βασικό θεωρητικό του φασισμού και πρώτο υπουργό Παιδείας του Μουσολίνι (την περίοδο 1922–1924), προστέθηκαν εκ των υστέρων –κατόπιν εμπιστευτικής εγκυκλίου του κοσμήτορα– στους καταλόγους των αναγορεύσεων της Εκατονταετηρίδας και τους απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος τον Απρίλιο 1937. Αυτό που η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποδεχθεί το 1932 ήταν πλέον αδιανόητο το 1937.

Συμπεράσματα

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε κεντρικός θεσμός στη διαδικασία συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, της διαμόρφωσης της νεοελληνικής κοινωνίας, των ιδεολογιών της, των νοοτροπιών της, των πολιτισμικών της στοιχείων. Στον χώρο του καλλιεργήθηκαν από τον 19ο αιώνα κρίσιμα στοιχεία των κυρίαρχων ιδεολογικών ρευμάτων της Νεότερης Ελλάδας: η Μεγάλη Ιδέα, ο ελληνοχριστιανισµός, η προάσπιση της καθα–ρεύουσας ως συστατικού στοιχείου της εθνικής ταυτότητας, η συνέχεια της ελληνικής εθνικής ιστορίας (Γαβρόγλου, 2014, xv). Σε μία εποχή έντονων ανακατατάξεων στο πολιτικό και διπλωματικό σκηνικό, όπως ήταν οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η μελέτη των επίτιμων διδακτόρων φωτίζει τη διεθνή διάσταση του Πανεπιστημίου Αθηνών και καταδεικνύει τις ιδιαίτερες σχέσεις που αναπτύσσει με την πολιτική εξουσία όπως και την εργώδη πορεία του Ιδρύματος προς την ακαδημαϊκή αυτοτέλεια. Με βάση τη γενεαλογία των τιμητικών διπλωμάτων που αναφέραμε αρχικά και τις ελάχιστες ιστορικές μελέτες του θεσμού στη διεθνή βιβλιογραφία,26 καταλήγουμε ότι οι στενές σχέσεις εξουσίας και Πανεπιστημίου δεν αποτελούν εκτροπή αλλά μια βαθιά ριζωμένη στον χρόνο παράδοση. Θα ήταν ασφαλώς εξαιρετικά διαφωτιστική μια μελέτη των πολιτικών θέσεων και πεποιθήσεων του Σώματος των διδασκόντων του Πανεπιστημίου Αθηνών, που αναμένει για την ώρα τον ερευνητή της. Στον εγνωσμένο λόγου χάριν αντιβενιζελισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών θα μπορούσαμε εύλογα να αποδώσουμε την άρνηση συμμόρφωσης με τις επιθυμίες της πολιτικής εξουσίας επί μεγάλο μέρος του Μεσοπολέμου. Το δομικό όμως στοιχείο που αναδύεται από τα διαθέσιμα δεδομένα είναι η σταδιακή αυτονόμηση του Πανεπιστημίου από την κρατική κηδεμονία, αποτέλεσμα των νομοθετικών αλλαγών της περιόδου 1910–1937 αλλά και της θεσμικής ενδυνάμωσης του Ιδρύματος μετά από έναν αιώνα λειτουργίας.27 Από αυτή την άποψη, η προτεινόμενη περιοδολόγηση αναφορικά με απονομές τιμητικών τίτλων μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής: 1912–1925 (προτεραιότητα στην εθνική ολοκλήρωση), 1926–1936 (μερική αυτονόμηση του Πανεπιστημίου) και 1936–1941 (υπαγωγή στο μεταξικό καθεστώς).

Σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου το Πανεπιστήμιο υπερασπίζεται τον ευρωπαϊκό –κυρίως γερμανικό– προσανατολισμό του. Ο ιδρυτικός Κανονισμός του είναι στηριγμένος σε γερμανικά πρότυπα, οι καθηγητές και οι υφηγητές του σπουδάζουν σε ευρωπαϊκά (γερμανικά κυρίως) πανεπιστήμια, ενώ προς τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (κυρίως τα γερμανικά και πάλι) κατευθύνονται οι έλληνες φοιτητές που θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους (Λάππας, 1989, 384). Δεδομένης της ιδιαίτερης αυτής σχέσης, η υπεροχή των γερμανών επιτίμων διδακτόρων καθίσταται φυσική, ευεξήγητη, έως και αναμενόμενη, και η επιλογή τους πολύ σπάνια οδηγεί σε εντάσεις. Από την άλλη, η συγκριτική μελέτη του συνόλου των τιμωμένων καταδεικνύει ότι για τους υποψήφιους επίτιμους διδάκτορες εκτός Γερμανίας τα κριτήρια της συνάφειας του επιστημονικού έργου του τιμώμενου με την Ελλάδα ή της παροχής εξαιρετικών υπηρεσιών προς το έθνος σταθμίζονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα και συχνά προκαλούν θερμές συζητήσεις που καταγράφονται στα Πρακτικά των συνελεύσεων των Τμημάτων. Ανάλογες, επί παραδείγματι, ήταν οι περιπτώσεις του γάλλου συγγραφέα και δημοσιογράφου Gaston Deschamps, που είχε καλύψει ευμενώς προς τις ελληνικές αξιώσεις τους Βαλκανικούς Πολέμους, του αμερικανού Harold Jaquith, Γενικού Διευθυντή του Near East Relief, που είχε συμβάλει σημαντικά στη διάσωση χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ή του γάλλου Albert Thomas, διευθυντή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας της Κοινωνίας των Εθνών και πρώην υπουργού σε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα, του κλασικού φιλόλογου Ettore Romagnoli κ.ά. (Καρακατσούλη, 2002, 134, 146, 153). Από το 1936 πλέον τόσο η ιδεολογική συγγένεια μεταξύ του ναζισμού και του μεταξικού καθεστώτος όσο και η ισχυρή παράδοση του κρατικού παρεμβατισμού στις ακαδημαϊκές υποθέσεις εξασφαλίζουν την αδιαφιλονίκητη γερμανική υπεροχή μέχρι την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συνθήκες αυτές προφανώς ακυρώνονται στη μεταπολεμική περίοδο, όπου οι αναγορεύσεις πολλαπλασιάζονται και οι διεθνείς σχηματισμοί στους οποίους μετέχει η Ελλάδα αλλάζουν ριζικά.

Περίληψη

Το δοκίμιο διερευνά τον ρόλο του Πανεπιστημίου Αθηνών ως διαύλου για την ανάπτυξη των ελληνογερμανικών σχέσεων μέσω του θεσμού των επιτίμων διδακτόρων. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε μια εποχή έντονων ανακατατάξεων στο πολιτικό και διπλωματικό σκηνικό, η μελέτη των επίτιμων διδακτόρων φωτίζει τη διεθνή διάσταση του Πανεπιστημίου Αθηνών και καταδεικνύει τις ιδιαίτερες σχέσεις που αναπτύσσονται με την πολιτική εξουσία στην πορεία του Ιδρύματος προς την ακαδημαϊκή αυτονομία. Στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ αναγορεύθηκαν συνολικά 324 επίτιμοι διδάκτορες, εκ των οποίων οι Γερμανοί συγκροτούν την πολυπληθέστερη εθνική ομάδα. Αξιοποιώντας το αρχειακό υλικό το οποίο φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, επιχειρείται η αναλυτική παρουσίαση των γερμανών επιτίμων διδακτόρων του ΕΚΠΑ και των κριτηρίων που πρυτανεύουν σε κάθε περίπτωση σε συνάρτηση με τις πολιτικές συνθήκες της εποχής. Στόχος είναι να διερευνηθεί ένας προνομιακός χώρος των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, ο χώρος της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο οποίος επηρεάζεται καθοριστικά τόσο από τις πολιτικές κρίσεις στην Ελλάδα όσο και από τις επίσημες διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Παράλληλα ιχνηλατείται η σταδιακή αυτονόμηση του Πανεπιστημίου από την κρατική κηδεμονία και η θεσμική του ενδυνάμωση.

Σημειώσεις

  1. Η μεταφορά του μοντέλου έγινε μάλλον επιλεκτικά. Αν και το γερμανικό πρότυπο υιοθετήθηκε στον σχεδιασμό των Σχολών και των προγραμμάτων σπουδών με τον συνδυασμό διδασκαλίας και έρευνας που ισχύει ακόμα σήμερα, ο ισχυρός κρατικός παρεμβατισμός στις ακαδημαϊκές υποθέσεις κατέλυε έναν βασικό πυλώνα του, την αδέσμευτη, κοινή μορφωτική προσπάθεια διδάσκοντος και διδασκόμενου χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις από ετερογενείς φορείς.
  2. Πρακτικά Συγκλήτου, τ. 8, Συνεδρία 22.06.1871, 77.
  3. Πρακτικά Φιλοσοφικής Σχολής, τ. 4, Συνεδρία 08.07.1871, 229-230.
  4. Συλλογή Νόμων και Β. Διαταγμάτων περί Οργανισμού του Εθνικού και του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα, 1916, αρθ. 18 §4, 65 και αρθ. 18 §3, 137-138.
  5. Για τη βρετανική περίπτωση βλ. Heffernan και Jöns, 2007, 389-416 (από τις ελάχιστες μελέτες που θέτουν τον θεσμό των επιτίμων διδακτόρων στο πολιτικό και διπλωματικό του πλαίσιο).
  6. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι συνολικές αναγορεύσεις μέχρι το 2018 ανέρχονταν σε 1.239 (Καραμανωλάκης, 2018, 159).
  7. Πρακτικά Ιατρικής Σχολής, Συνεδρία 22.05.1879, τ. 4, 109.
  8. Τις εντυπώσεις από την πρώτη αυτή ερευνητική αποστολή στην Ελλάδα, σε ηλικία μόλις 24 ετών, για τον εντοπισμό βυζαντινών νομικών χειρογράφων, τις κατέγραψε στο έργο του Reise in den Orient in den Jahren 1837 und 1838: über Wien, Venedig, Florenz, Rom, Neapel, Malta, Sicilien und Griechenland nach Saloniki, dem Berge Athos, Konstantinopel und Trapezunt, Χαϊδελβέργη, J.C.B. Mohr, 1840.
  9. Ein Winter in Griechenland 1879-1880, B.G. Teubner, 1881. Το έργο κυκλοφόρησε το 2016 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ηρόδοτος με τίτλο Ένας χειμώνας στην Ελλάδα, 1879-1880.
  10. Λόγω του πολέμου, το επόμενο, 17ο κατά σειρά, έλαβε χώρα στην Οξφόρδη το 1928.
  11. Πρακτικά Συγκλήτου, τ. 25, Συνεδρία 27.03.1912, 286.
  12. «Historique du Congrès», Actes du Seizième Congrès International des Orientalistes, Session d’Athènes 6-14 Avril 1912, Athènes, Imprimerie Hestia-G. Meissner & N. Kargadouris, 1912, 2-37, https://play.google.com/books/reader?id=5v3fAAAAMAAJ&hl=el&pg=GBS.PP5.
  13. Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης και Νικ. Δ. Σχίζας, «Η ασθένεια και ο θάνατος του βασιλέα Κωνσταντίνου (1915-1922)», Ελεύθερη Ζώνη, αρ. φύλλου 3706, 24.09.2020, http://www.elzoni.gr/html/ent/072/ent.26072.asp.
  14. Πρακτικά Ιατρικής Σχολής, τ. 8, Συνεδρία 16.05.1915, 34.
  15. Αρχείο Πρωτοκόλλου, 3-4/1924-25, Έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, αρ. πρωτ. 9018, 01.04.1925 με συνημμένη έκθεση της Πρεσβείας Βερολίνου, 26.02.1925. Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και υπουργός Εσωτερικών ο Γεώργιος Κονδύλης [Οκτ. 1924-Ιουν. 1925]· Heindl Robert, Deutsche Biographie, 24.09.2020. https://www.deutsche-biographie.de/gnd116658916.html#ndbcontent.
  16. Στην κυβέρνηση συνασπισμού του Παναγή Τσαλδάρη.
  17. Μέλη ορίστηκαν οι Γρηγόριος Παπαμιχαήλ (Πρόεδρος), Παναγιώτης Ζερβός (Αντιπρόεδρος), Γεώργιος Φωτεινός, Αμίλκας Αλιβιζάτος, Αριστοτέλης Κούζης, Στυλιανός Σεφεριάδης, Ιωάννης Καλιτσουνάκης, Γεώργιος Οικονόμος και Βασίλειος Μακρής (Γενικός Γραμματέας).
  18. Της ιστορίας του Πανεπιστημίου, της ιστορίας της κάθε Σχολής, της Επιστημονικής Επετηρίδος της Εκατονταετηρίδος, ενός εικονογραφημένου Λευκώματος με τις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου και τα πορτραίτα των ιδρυτών, των ευεργετών και όλων των καθηγητών της εκατονταετίας και ενός αναμνηστικού τόμου για το σύνολο των εορταστικών εκδηλώσεων.
  19. Ο εορτασμός της Εκατονταετηρίδος, Αθήναι 18-24 Απριλίου 1937, Πρυτανεία Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Αθήνα, 1937· Hubert Pernot, «Les Fêtes du Centennaire de l’Université d’Athènes», Bulletin de lAssociation Guillaume Budé, 56 (1937), 7-14. https://www.persee.fr/doc/bude_0004-5527_1937_num_56_1_6129.
  20. Πρακτικά Φιλοσοφικής Σχολής, τ. 16, Συνεδρίες 30.11.1936, 256, 29.03.1937, 305-306 και 02.04.1937, 307-308. Επίσης, τ. 17, Συνεδρία 30.05.1938, 81-82 (Έκθεση Πεπραγμένων Προκοσμήτορα Ιω. Καλιτσουνάκη).
  21. Ο Ιω. Καλιτσουνάκης, παράλληλα με τα καθήκοντά του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίδασκε, από το 1906 ως τη συνταξιοδότησή του το 1942, ελληνικά στο Σεμινάριο Ανατολικών Γλωσσών και ήταν εντεταλμένος με τη διδασκαλία και ερμηνεία μεσαιωνικών ελληνικών κειμένων στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
  22. Ο Αϊνστάιν είχε εγκαταλείψει τη Γερμανία από το 1933. Το 1935 είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του Harvard.
  23. Πρακτικά Φιλοσοφικής Σχολής, τ. 17, Συνεδρίες 14.06.1937, 14 και 15.06.1937, 15, Αρχείο Πρωτοκόλλου, 3-4/1936-37, κοινοποίηση της απόφασης της Σχολής στην Πρυτανεία, αρ. πρωτ. 252, 10.07.1937. Οφείλουμε αυτή την πληροφορία περί του ασύλου στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στον καθηγητή Richard Clogg.
  24. «Georg Karo», Catalogus Proffessorum Hallensis, Martin-Luther-Universität Halle-Wittenberg, 24.09.2020, https://www.catalogus-professorum-halensis.de/karogeorg.html.
  25. Αρχείο Πρωτοκόλλου, 3-4/1931-32, Έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας προς την Πρυτανεία, αρ. πρωτ. 32121, 07.06.1932 με συνημμένο το έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της ίδιας ημερομηνίας και Πρακτικά Φιλοσοφικής Σχολής, τ. 15, Συνεδρία 11.06.1932, 284.
  26. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον φαίνεται να έχει προσελκύσει η χορήγηση πλασματικών τίτλων κυρίως από υπαρκτά και ανύπαρκτα πανεπιστήμια των ΗΠΑ (Lady, 1967, 197-198).
  27. Η νέα νομοθεσία περιόριζε την ανάμειξη του Υπουργείου Παιδείας στην εκλογή των καθηγητών και διεύρυνε τη δικαιοδοσία των Σχολών (Γαβρόγλου, 2014, xix-xx).

Βιβλιογραφία

Οι επιστημονικές σχέσεις του Πανεπιστημίου του Βερολίνου με τη φασιστική Ελλάδα
Johannes Irmscher (Συγγραφέας)
1989
Degrees of influence: the politics of honorary degrees in the Universities of Oxford and Cambridge, 1900-2000
Μ. Heffernan (Συγγραφέας), H. Jöns (Συγγραφέας)
2007
Fritz Pringsheim
Tony Honoré (Συγγραφέας), Jack Beatson (Επιμελητής), Reinhard Zimmermann (Επιμελητής)
2010
History of Universities
Harold Perkin (Συγγραφέας), James J.F. Forest (Επιμελητής), Philip G. Altbach (Επιμελητής)
2007
Honoris Causa: An Examination of the Doctor of Philosophy Degree
R. Andrew Lady (Συγγραφέας)
1967
Le nazisme et l’Antiquité
Johann Chapoutot (Συγγραφέας)
2012
Pomp and Circumstance at the University: The Origin of the Honorary Degree
Pieter Dhondt (Συγγραφέας)
2013
Διεθνείς σχέσεις και ακαδημαϊκή κοινότητα: Οι επίτιμοι διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1912-1941
Άννα Καρακατσούλη (Συγγραφέας)
2002
ΕΚΠΑ 1837-2017. 180 χρόνια Ιστορίας και Προσφοράς
Βαγγέλης Καραμανωλάκης (Επιμελητής)
2018
Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών: Ιστορική επισκόπησις 1837-1930
Δημήτριος Σίμου Μπαλάνος (Συγγραφέας)
1931
Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, (1837-1932)
Βαγγέλης Καραμανωλάκης (Συγγραφέας)
2006
Ιστορία της Φυσικομαθηματικής Σχολής. Εκατονταετηρίς 1837-1937, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών
Μιχαήλ Κ. Στεφανίδης (Συγγραφέας)
1948
Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα
Johann Chapoutot (Συγγραφέας)
2018
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και η ιστορία του (1837-1937)
Κώστας Γαβρόγλου (Επιμελητής), Βαγγέλης Καραμανωλάκης (Επιμελητής), Χάιδω Μπάρκουλα (Επιμελητής)
2014
Το διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Αθηνών τον ΙΘ΄ αιώνα
Κώστας Λάππας (Συγγραφέας)
1989
Το πανεπιστήμιο Αθηνών το 1879/1880 όπως το είδε ένας Γερμανός επισκέπτης
Σπύρος Τρωιάνος (Συγγραφέας)
1989
Γερμανικές καταβολές του ελληνικού πανεπιστημίου και ελληνικές αμφισβητήσεις του γερμανικού πανεπιστημίου
Στέριος Φασουλάκης (Συγγραφέας)
1989

Οπτικό υλικό

Παραπομπή

Άννα Καρακατσούλη, »Οι γερμανοί Επίτιμοι Διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 25.08.2021, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/105008/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Άρνολντ Zόμμερφελντ, 'Αντον Άιζελσμπεργκ, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Αμίλκας Αλιβιζάτος, Οτένιο Άμπελ, Όθων Α', Βασιλιάς της Ελλάδος, Κωνσταντίνος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων, Νίκος Βέης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Ούλριχ φον Βιλάμοβιτς-Μέλλεντορφ, Χάινριχ Όττο Βίλαντ, Βίλχελμ Βιρτ, Ρούντολφ Βίρχοβ, Άγγελος Βλάχος, Μιχαήλ Βολονάκης, Σπυρίδων Γαλανός, Πάουλ Έρλιχ, Καρλ Έντουαρντ Ζαχαρία φον Λίνγκενταλ, Παναγιώτης Ζερβός, Άουγκουστ Ζίμπεργκ, Παύλος Ιωάννου, Ιωάννης Καλιτσουνάκης, Γκέοργκ Κάρο, Γιοχάνες Κίρχνερ, Γεώργιος Κονδύλης, Αριστοτέλης Κούζης, Έντουαρντ Κουρτς, Φρίντριχ Κράους, Όττο Κρούσιους, Σπυρίδων Π. Λάμπρος, Βίλχελμ Λέιχαουζεν, Γιούστους Χέρμαν Λίψιους, Βασίλειος Μακρής, Σπυρίδων Μαρινάτος, Βόισλαβ Μαρίνκοβιτς, Γεώργιος Ματθαιόπουλος, Σπύρος Μελάς, Λούντβιγκ Μίτταϊς, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, Μπενίτο Μουσολίνι, Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον (Λόρδος Βύρων), Χέλμουτ Μπέρβε, Εμίλ φον Μπέρινγκ, Βίλχελμ Ντέρπφελντ, Γκαστόν Ντεσάν, Χέρμαν Αλεξάντερ Ντιλς, Γεώργιος Οικονόμος, Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, Γιόζεφ Παρτς, Παναγιώτης Πετρίδης, Μαξ Πλανκ, Φριτζ Πρίνγκσαϊμ, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Χανς Γκότφριντ Ρεκ, Εττόρε Ρομανιόλι, Μπέρνχαρντ Ρουστ, Στυλιανός Σεφεριάδης, Ερρίκος Σλήμαν, Σοφία Σλήμαν, Κωνσταντίνος Σχινάς, Χάρολντ Τζάκουιθ, Τζοβάνι Τζεντίλε, Μπαλμπίνο Τζουλιάνο, Αλμπέρ Τομά, Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Παναγής Τσαλδάρης, Αλεξάντερ Τσιρχ, Φρίντριχ Φόκε, Γεώργιος Φωτεινός, Ρόμπερτ Χάιντλ, Ντάβιντ Χίλμπερτ
Θεσμοί Near East Relief, Ακαδημαϊκή Σύγκλητος, Ακαδημία Αθηνών, Βασιλικό Θέατρο (Αθήνα), Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Διεθνής Οργάνωση Εργασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εταιρεία Ανθρωπολογίας, Εθνολογίας και Προϊστορίας του Βερολίνου, Ηρώδειο, Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιταλοελληνικό Ινστιτούτο, Λύκειο των Ελληνίδων, Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστήμιο Friedrich-Wilhelm του Βερολίνου, Πανεπιστήμιο Friedrich του Χάλλε-Βίττενμπεργκ, Πανεπιστήμιο Λούντβιχ-Μαξιμίλιαν του Μονάχου, Πανεπιστήμιο της Βιέννης, Πανεπιστήμιο της Ρώμης, Σχολή Ανατολικών Γλωσσών (Βερολίνο), Σχολή Θετικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών, Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Υπουργείο Εξωτερικών (Eλλάδα), Υπουργείο Θρησκευμάτων και Παιδείας, Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Φυσικομαθηματική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Τόποι Αθήνα
Ζώνες επαφής Εξωτερική πολιτική, Επιστημονικές σχέσεις
Πρακτικές διαμεσολάβησης Απονομή βραβείων/ επίτιμων αξιών, Κοινωνικά δίκτυα, Πολιτιστική πολιτική
Χρονικό πλαίσιο 1911-1941

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μακροδιαδικασία
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον