Το «σιδηρούν κράτος». O Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και η ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον ελληνικό δημόσιο λόγο

Από Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου | Τελευταία ενημέρωση 26.07.2023

Ποιες είναι οι καταβολές του ελληνικού ενδιαφέροντος για τη Γερμανική Αυτοκρατορία και ποια έντυπα πρωταγωνίστησαν στην ανάδειξη του γερμανικού παραδείγματος/υποδείγματος; Πώς είδε η ελληνική κοινή γνώμη τη συμμετοχή εθελοντών στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και πώς προσπάθησαν όσοι συμμετείχαν σε αυτόν να προπαγανδίσουν τις γαλλικές και τις γερμανικές θέσεις αντίστοιχα; Ποιος ο ρόλος του γερμανικού και γαλλικού φιλελληνισμού στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 στον ελληνικό δημόσιο λόγο την περίοδο 1870–71; Με ποια αναλογικά σχήματα επιχειρήθηκε η σύγκριση Ελλάδας-Γερμανίας, αλλά και πόσο ρεαλιστική ήταν μια διπλωματική συμπόρευση των δύο χωρών τις δεκαετίες του 1870 και του 1880; Πώς αποδεικνύεται, τέλος, ότι η συζήτηση για το γερμανικό παράδειγμα/υπόδειγμα πέρασε από το επίπεδο τις ιδεολογικής αναζήτησης σε εκείνο της πολιτικής πράξης;

Περιεχόμενα

Η ομιλία του Εμμανουήλ Βυβιλάκη

Στις 14 Φεβρουαρίου 1871 ο Κρητικός στην καταγωγή, βουλευτής Σύρου Εμμανουήλ Βυβιλάκης1 επέλεξε την πλατεία Όθωνος στην Αθήνα για την εκφώνηση προγραμματισμένης ομιλίας του. Η πλατεία πρόσφατα είχε μετονομασθεί σε πλατεία Ομονοίας, αφού η δυναστική αλλαγή του 1864 επέβαλε την damnatio memoriae σε ό,τι παρέπεμπε στην εξωθείσα βαυαρική δυναστεία των Wittelsbach. Οι συγκεντρωμένοι οπαδοί του βουλευτή πιθανόν εξεπλάγησαν όταν ο Βυβιλάκης, που είχε συμμετάσχει στη μάχη της Γραμβούσας το 1823, στο κίνημα των Αδελφών Χαιρέτη αλλά και στην Κρητική Επανάσταση του 1866, αδιαφορώντας για το ζήτημα που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον στην πολιτική ζωή του βασιλείου, τη σφαγή στο Δήλεσι,2 άρχισε να μιλά για το «διδακτικόν μάθημα της του Θεού παντοδυναμίας»,3 τη συντριβή της Γαλλίας στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν είχε συμπληρώσει ούτε ένα μήνα ζωής. Στο κείμενο του Βυβιλάκη, που βρίθει αναφορών στην Παλαιά Διαθήκη, και κυρίως στο πολεμικού χαρακτήρα Βιβλίο των Κριτών, συνυπάρχουν ο μιλιταρισμός, ο συντηρητισμός, ο αντικοινοβουλευτισμός και ο πολιτικός μεσσιανισμός. Στην ομιλία του, ο δρόμος προς τη γερμανική ενοποίηση ήταν ο δρόμος που και η Ελλάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει ώστε να επιτύχει στην αποστολή της εθνικής της ολοκλήρωσης. Ευσέβεια, πατριωτισμός και μελέτη των αρχαίων Ελλήνων ήταν τα τρία χαρακτηριστικά του γερμανικού έθνους αλλά και της γερμανικής ηγεσίας τα οποία οδήγησαν στην επικράτηση επί των Γάλλων. Για τον Βυβιλάκη ο Γουλιέλμος Α΄ της Πρωσίας είναι είτε ο νέος Ιεφθάε4 της Παλαιάς Διαθήκης είτε ο νέος Μέγας Αλέξανδρος, ενώ οι Γάλλοι είναι οι σύγχρονοι Αμμωνίτες και ο αυτοκράτοράς τους ένας άλλος Εωσφόρος που επιθυμούσε να υψώσει τον θρόνο του υπεράνω εκείνου του Θεού.5 Το κείμενο του Βυβιλάκη είναι μια μόνο –ίσως η πρώτη– από τις πολλές απόπειρες που ακολούθησαν τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας να διαφημιστεί το γερμανικό παράδειγμα στην ελληνική κοινή γνώμη. Η πλούσια αρθρογραφία στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, οι ομιλίες κοινοβουλευτικών ανδρών, πολιτικά δοκίμια, βιογραφίες, πανηγυρικοί και θεατρικά έργα μαρτυρούν ότι μετά το 1871 η δημόσια συζήτηση γύρω από θέματα, πολιτικά, πολιτειακά, στρατιωτικά, εκπαιδευτικά και άλλα, αποκτά ένα ακόμη σημείο αναφοράς εκτός των παραδοσιακών προστάτιδων δυνάμεων: τη Γερμανία και πιο συγκεκριμένα το Βασίλειο της Πρωσίας. Μέσα από τις επιτυχίες τους εμφανίστηκαν στο διεθνές στερέωμα ως κάτι πολύ περισσότερο από μια «καλοκουρδισμένη» στρατιωτική μηχανή. Η πολιτειακή της οργάνωση, το νομικό της σύστημα, η γραφειοκρατία της, η βιομηχανική της ανάπτυξη και η ακτινοβολία των πνευματικών της ιδρυμάτων, κατέστησαν τη Γερμανική Αυτοκρατορία ένα έθνος-κράτος πρότυπο, άξιο θαυμασμού και μίμησης για όλους εκείνους τους Έλληνες που έβλεπαν τη χώρα να αδυνατεί να ανταποκριθεί είτε στον ρόλο του Πεδεμοντίου της Βαλκανικής6 είτε σε εκείνον της «μικράς αλλά εντίμου Ελλάδος». Ειδικά η αποτυχημένη απόπειρα της χώρας να εκπληρώσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, έκανε πολλούς να μιλούν για φυγάδευση, νόθευση, και θάνατο της Μεγάλης Ιδέας.7 Η παρούσα συμβολή περιορίζεται στην παρουσίαση του απόηχου των γεγονότων του πολέμου του 1870–71 στον ελληνικό δημόσιο λόγο μέχρι το 1889, αφού μετά την ανάρρηση στο θρόνο της Πρωσίας του Γουλιέλμου Β΄ ένα χρόνο νωρίτερα και την πολιτική προσέγγιση Βερολίνου-Κωνσταντινούπολης, η εικόνα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα αλλάζει σημαντικά.

Τα γεγονότα της περιόδου 1864-1870

Μέχρι το 1870 τα εθνικά οράματα Γερμανών και Ελλήνων παρέμεναν ανολοκλήρωτα σημειώνοντας μικρές μόνο προόδους. Η γερμανική ενοποίηση, η κατάργηση δηλαδή των διαιρέσεων σε πολλά μικρά μεσαία και μεγάλα κράτη, και η κατοχύρωση συνταγματικών δικαιωμάτων, παρέμεναν διαρκή ζητούμενα. Η πρώτη απόπειρα ενοποίησης της Γερμανίας στην Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης το 1848 δεν ευδοκίμησε, ενώ κατέδειξε τις ενδογενείς αδυναμίες συνεννόησης μεταξύ των λεγόμενων Μικρογερμανών και Μεγαλογερμανών. Την ίδια στιγμή, το ελληνικό βασίλειο αποδεικνυόταν ανεπαρκές για να εκπληρώσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και της απελευθέρωσης των εδαφών που θεωρούσε ότι δικαιωματικά του ανήκαν. Το επεισόδιο Πατσίφικο,8η αποτυχημένη απόπειρα της Ελλάδας να συμμετάσχει στο πλευρό της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο, ο συνακόλουθος αποκλεισμός του Πειραιά από το γαλλικό στόλο και οι διάφορες κρίσεις του Κρητικού Ζητήματος έδειξαν με δραματικό τρόπο ότι το καθεστώς της τριπλής προστασίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας περιόριζε την άσκηση ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής και δεν ευνοούσε αποδράσεις από την πραγματικότητα.9 Ωστόσο, το 1864 συντελέστηκε το πρώτο σημαντικό βήμα για την εκπλήρωση των εθνικών πόθων Ελλήνων και Γερμανών. Η αλλαγή της δυναστείας στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από την απόδοση των Επτανήσων στη χώρα. Παράλληλα, στη Γερμανία, το βασίλειο της Πρωσίας αναλάμβανε να κάνει πράξη την ιδέα της γερμανικής εθνικής ενότητας δια των όπλων και συνεπικουρούμενο από την Αυστρία απέσπασε από το στέμμα της Δανίας τα δουκάτα του Σλέσβιχ-Χολστάιν. Το 1866 ήταν ένα ακόμη έτος σημαντικών εξελίξεων τόσο για το ελληνικό όσο και για το γερμανικό ζήτημα. Ενώ όμως η Πρωσία με τη νίκη της επί της Αυστρίας στον λεγόμενο πόλεμο των Επτά Εβδομάδων, επιβλήθηκε επί της μεγάλης της αντιπάλου στα γερμανικά πράγματα, εγκαθιδρύοντας τη Βορειογερμανική Ομοσπονδία, η Ελλάδα το ίδιο έτος απέτυχε να διεθνοποιήσει το Κρητικό Ζήτημα. Η Κρητική Επανάσταση του 1866–69 θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως από τη Γαλλία εσωτερικό ζήτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας ενδεχόμενη απώλεια εδαφών θα έφερνε ξανά στο προσκήνιο το Ανατολικό Ζήτημα. Το 1870–71 η Ελλάδα από τη θέση του παρατηρητή πλέον, αντιμέτωπη με τη διεθνή κατακραυγή που είχε προκαλέσει η Σφαγή στο Δήλεσι και αναγκασμένη να αναστείλει το αλυτρωτικό της πρόγραμμα, παρακολούθησε από τα πρωτοσέλιδα τις αλλεπάλληλες γερμανικές νίκες στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Στις 18 Ιανουαρίου του 1871 μαζί με τον υπόλοιπό κόσμο θα πληροφορηθεί την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας με την ανακήρυξη του Γουλιέλμου Α΄ της Πρωσίας σε γερμανό αυτοκράτορα στα ανάκτορα των Βερσαλλιών, σε μια τελετή με ισχυρούς συμβολισμούς.

Ο ελληνικός Τύπος και ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος

Τις πρώτες νίκες του ενωμένου γερμανικού στρατού εναντίον των Γάλλων το θέρος του 1870 χαιρέτησε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού τύπου και εξέφρασε την ικανοποίηση του για τα πλήγματα σε βάρος του καθεστώτος του Ναπολέοντα Γ΄, βασικού υποστηρικτή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την τελευταία κρίση του Κρητικού Ζητήματος.10 Το Εθνικόν Μέλλον έγραφε την 1η Αυγούστου του 1870: «Ιδού εις ποίον βάραθρον ωδήγησεν ο Ναπολέων Γ΄ το κραταιότερον των ευρωπαϊκών εθνών […]. Η τύχη του παρόντος πολέμου είναι τρανόν μαρτύριον της ηθικής καταπτώσεως […]», ενώ έκανε λόγο για τον «αδικώτατο κατά της Γερμανίας πόλεμο» που ξεκίνησε η Γαλλία.11 Στο ίδιο πνεύμα η εφημερίδα Αλήθεια υποστήριζε ότι «οι υπέρ της Πρωσίας φρονούντες είναι ενταύθα πλειότεροι και μέχρι τίνος δεν έχουσιν ίσως άδικον υπό τινά έποψιν να μνησικακώσι κατά της Γαλλίας και να επιθυμώσι την ταπείνωσιν αυτής αναλογιζόμενοι όσων κακών έγινε πρόξενος η ναπολεόντειος κυβέρνηση».12 Σε μια πρώτη απόπειρα αιτιολόγησης της πρωσικής επικράτησης η εφημερίδα σημείωνε ότι στην Πρωσία είναι αδύνατον να αποφύγει κάποιος τη στρατιωτική θητεία. Εκεί έβλεπες στο ίδιο σύνταγμα «παραπλεύρως υπηρετούντα τον αυθέντη και τον υπηρέτη», ενώ οι δημόσιοι λειτουργοί του πρωσικού βασιλείου είχαν σπεύσει αυθόρμητα να καταταγούν. Για τον συντάκτη, στον αντίποδα βρισκόταν η Ελλάδα όπου «[μ]ακάριοι οι Έλληνες υπάλληλοι, οίτινες εις καμίαν περίστασιν έδειξαν υπερβάλλουσαν φρόνησιν, ώστε να μη μιμηθώσι τους υπαλλήλους της Πρωσίας ή της Γερμανίας. Οι τσελέπιδες της Ελλάδος αγαπώσι να προτεύωσιν εν τοις χοροίς, τοις χαρτοπαιγνίοις, και να ώσι μακράν παντός καπνού πυρίτιδος».13 Η εφημερίδα Αλήθεια εκπροσωπούσε μια πιο μετριοπαθή γερμανοφιλία. Το κύριο βάρος της υπεράσπισης της γερμανικής υπόθεσης σήκωσε το βασικό όργανο της φιλορωσικής παράταξης στην Ελλάδα, ο προσηλωμένος στην Ορθοδοξία και σε έναν ήπιο αντικοινοβουλευτισμό Αιών.

Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά άσχετο ήταν με την απογοήτευση των συντηρητικών οπαδών του ρωσικού κόμματος, οι οποίοι, μετά την ατυχή έκβαση του Κριμαϊκού Πολέμου για το ρωσικό στρατό αλλά και την μεταμόρφωση της Ρωσίας από προστάτη των ορθοδόξων σε προστάτη αποκλειστικά των σλάβων αδελφών της στη Βαλκανική, αναζητούσαν στη Γερμανία του Bismarck μια ικανοποιητική εναλλακτική. Μετά τη μάχη του Σεντάν και την αιχμαλωσία του ίδιου του γάλλου αυτοκράτορα αλλά κυρίως μετά την ανακήρυξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στις Βερσαλλίες, ο Αιών, που μέχρι τότε δεν έκρυβε την ικανοποίηση του για την αποδυνάμωση της γαλλικής ισχύος, βασικού αντιπάλου της Αγίας Πετρούπολης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, υιοθέτησε πανηγυρικούς τόνους. Στο ποίημα του Γεωργίου Παράσχου με τίτλο Προσφώνησις του Αιώνος, στην πρώτη σελίδα της πρωτοχρονιάτικης έκδοσης του, ο ποιητής χαιρέτιζε το νέο, πρωσικό πνεύμα του νεκραναστημένου Μεγάλου Φρειδερίκου, ενώ η Πρωσία ήταν το «ευγενές έθνος», ο «στρατάρχης του αιώνα».14 Η νέα, υπό πρωσική ηγεμονία γερμανική αυτοκρατορία δεν υπερείχε για τον Αιώνα μόνο στρατιωτικά έναντι των Γάλλων. Εκείνο που διέκρινε τους Γερμανούς ήταν η ηθική υπεροχή που ερχόταν απλώς να προστεθεί στη στρατιωτική ισχύ. Έγραφε σχετικά ο καθηγητής και μετέπειτα Πρύτανης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Ιωάννης Σούτσος:

Διερευνών τις την ηθικήν κατάστασιν των δύο χωρών της Γαλλίας και της Γερμανίας αναγνωρίζει, ότι το Πρωσικόν έθνος, το τόσο διανοητικόν εγρήγορον και έχον βαθύτατην την συναίσθησιν της αποστολής αυτού, είναι συγχρόνως και το μάλλον πεπαιδευμένον και το μάλλον πειθαρχούν. Το έθνος τούτο, ευμοιρούν πλείστης δραστηριότητος, εμφορείται υπό φιλοπατρίας, μη διαφθαρείσης εισέτι, υπό της ανάγκης των υλικών απολαύσεων. Διατηρεί δε και ζέουσαν πίστιν και ευλάβειαν προς παν ό,τι σεβαστόν. Θλιβερά αντίθεσις!15

Για τον γερμανόφιλο τύπο η Γερμανία και ειδικά η Πρωσία είχε κρατηθεί μακριά από τη φθοροποιό επίδραση του Διαφωτισμού – μια παλαιότερη διαπίστωση που επανερχόταν τώρα. Οι Γερμανοί για τον Αιώνα είχαν μείνει ανεπηρέαστοι από τα κηρύγματα του «μισάνθρωπου άσπονδου εχθρού των πολιτικών και κοινωνικών υπεροχών και προνομίων […], του προδρόμου της θρησκευτικής ακολασίας» Βολταίρου και αυτά των οπαδών του Proudhon, που έδωσαν «το ολέθριον παράδειγμα της δια της βίας, της αρπαγής και της επιορκίας καταλήψεως της εξουσίας».16 Την ίδια στιγμή εκθείαζε την αντίσταση της Γερμανίας ως Αntemurale Christianitatis στον εκβαρβαρισμό της Ευρώπης, που εκπροσωπούσε ο μεγάλος αριθμός ζουάβων17 στον ναπολεόντειο στρατό, την αντίσταση στα «στίφη των αγρίων και των αλλοφύλων […], ους ο Ναπολέων εκ της Αφρικής μετήνεγκε […] όπως αντιπαρατάξει αυτούς Μουσουλμάνους και βαρβάρους κατά πολιτών ευρωπαίων χριστιανών, πεπολιτισμένων και επιτέλους ελευθέρων αδελφών». Η εφημερίδα προχωρούσε ακόμη περισσότερο παραχωρώντας στη Γερμανία την πρωτοκαθεδρία σε κάθε τομέα του πολιτισμού όπως φαίνεται και από το παρακάτω απόσπασμα:

Το Γερμανικόν έθνος προΐσταται σήμερον της πνευματικής εργασίας της όλης ανθρωπότητος, δεν υπάρχει επιστήμη, εις ην αδιακόπως να μην προσφέρει επιφανείς και υπερόχους υπηρεσίας. Τις, ειμή ο και των κοινοτάτων αυτών αληθειών αμύητος, αγνοεί σήμερον ότι το Γερμανικόν έθνος πρωτεύει εν τη καλλιτεχνία, ότι είναι πεπληρωμένον θρησκευτικού πεφωτισμένου αισθήματος, ότι είναι πεπαιδευμένον, διότι ουδαμού της υφηλίου η παιδεία είναι τόσο διαδεδομένη όσω εν Γερμανία, και του τελευταίου αυτού χωρικού Γερμανού γινώσκοντος να γράφη και να αναγιγνώσκει. Τις ανγνοεί ότι ως προς τον πολιτικόν οργανισμόν εν γένει πρωτεύει η Γερμανία, και ότι ολίγαι είναι αι χώραι εν αις, ως εν τοις Γερμανικοίς Κράτεσι, πράγματι και ουχί νεκρώ γράμματι, είναι καθιερωμένη και ανεγνωρισμένη η ελευθερία της συνειδήσεως, η ελευθερία της διδασκαλίας, η ελευθερία του Τύπου, η πνευματική εν γένει Δημοκρατία, κρατούσα από των ανακτόρων των ηγεμόνων μέχρι της καλύβης του εσχάτου χωρικού;18

Στις εφημερίδες Εθνικόν Μέλλον, Αλήθεια αλλά κυρίως στον Αιώνα και την έκδηλη γερμανοφιλία του ανέλαβε να απαντήσει από ελληνικής πλευράς ο Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, η εφημερίδα Ελληνική Ανεξαρτησία αλλά και η Semaphore και η Κλειώ. Ο αντίλογος του ελληνικού φιλογαλλικού τύπου τόνισε τον κίνδυνο επικρατήσεως του πρωσικού στρατοκρατικού πνεύματος και του δόγματος «περί δημιουργίας μεγάλων εθνολογικών όγκων» με τη διάλυση και απορρόφηση λιγότερο ισχυρών κρατών, ενώ ταυτόχρονα απαξίωνε τον ελάσσονα σε σύγκριση με τον γαλλικό γερμανικό φιλελληνισμό της Επανάστασης του 1821. Ο Αιών ανέλαβε να απαντήσει στα παραπάνω αλλά και στις κατηγορίες που του απηύθυναν γαλλικές εφημερίδες για χρηματισμό των συντακτών του από τον πρώσο πρεσβευτή στην Αθήνα, Johann Emil von Wagner. Στον ισχυρισμό του Νεολόγου ότι η Πρωσία και η Γερμανική Αυτοκρατορία εκπροσωπούσε την «ιδέα της κατάκτησης» αντέτασσε το επιχείρημα ότι με την ενσωμάτωση του Σλέσβιχ και του Χολστάιν όπως και με την διάλυση του βασιλείου του Αννόβερου μετά την πρωσική επικράτηση στον πόλεμο του 1866 εγκόλπωνε στο νέο γερμανικό κράτος πληθυσμούς με γερμανική εθνική συνείδηση. Ο συντάκτης εμφατικά επέμενε στην ιδέα του Bellum Justum, του δίκαιου δηλαδή πολέμου, στο όνομα του έθνους, επιχειρώντας στη συνέχεια μια αναλογία με ιδιαίτερη σημασία για το ελληνικό κοινό. Ο Αιών εμφάνιζε τη σύγχρονη Γερμανία ως απείκασμα της αρχαίας Ελλάδας στο παρόν και άφηνε να εννοηθεί ότι η Πρωσία δεν είχε αναλάβει έναν πολύ διαφορετικό ρόλο από εκείνο της Μακεδονίας στην ένωση όλων των Ελλήνων τον 4ο αιώνα π.Χ., πριν ηγηθεί της πανελλήνιας εκστρατείας εναντίον των Αχαιμενιδών.19 Οι συντάκτες δεν πρωτοτυπούσαν αλλά μάλλον αντέγραφαν το αναλογικό σχήμα της πρώτης έκδοσης του 1833 της Ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου του πρώσου ιστορικού Johann Gustav Droysen, όπου η αρχαία ελληνική ιστορία χρησιμοποιήθηκε ως νομιμοποιητικό επιχείρημα της πρωσικής πρωτοκαθεδρίας στα γερμανικά πράγματα, ενώ ήδη ο Γουλιέλμος Α΄ είχε αποκτήσει το παρατσούκλι του «Annexander»20 μεταξύ των αρχαιογνωστών και όχι μόνο.21 Στους επικριτές του γερμανικού φιλελληνισμού, ο οποίος δεν προσέλαβε στον αγώνα της ανεξαρτησίας χαρακτήρα συγκροτημένης στρατιωτικής συνδρομής, όπως στην περίπτωση του γάλλου Φαβιέρου, ο Αιών απαντούσε απαριθμώντας κυρίως γερμανούς φιλέλληνες λογίους όπως ο Μύλλερ, ο Θείρσιος και ο Κρούγκ τονίζοντας ότι οι μεταφράσεις των έργων του Ομήρου και του Αισχύλου από γερμανούς φιλολόγους ήταν «αι οδηγήσασαι τους στόλους των χριστιανικών κρατών εις το Ναυαρίνον και θέσαι το πυρ εις τα τηλεβόλα της Αγγλίας της Γαλλίας και της Ρωσίας».22 Όσο για τις κατηγορίες περί χρηματισμού, ο Αιών πέρασε στην αντεπίθεση καταγγέλλοντας απόπειρα χρηματισμού του από πρόσωπο προσκείμενο στον γάλλο πρέσβη στην Αθήνα, ενώ υπαινισσόταν ότι ο Νεολόγος, ως εφημερίδα με έδρα της την Κωνσταντινούπολη, ήταν αναγκασμένος να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του εγγυητή της οθωμανικής εδαφικής ακεραιότητας, της Γαλλίας.23 Αντιθέτως, η αποδυνάμωση της τελευταίας εξυπηρετούσε θαυμάσια –σύμφωνα με το φιλορωσικό έντυπο– τους ορθόδοξους της Ανατολής, καθώς η ισχύς των λατινορωμαϊκών λαών, όπως των Γάλλων, θα υποχωρούσε και ένας νέος κόσμος, όπου θα κυριαρχούσαν Γερμανοί και οι Σλάβοι, θα έδινε τέλος στην παρουσία του Ισλάμ στην Ευρώπη.

Έλληνες εθελοντές στο Γαλλοπρωσικό Πόλεμο

Η συμμετοχή Ελλήνων στο Γαλλοπρωσικό Πόλεμο ήταν ένα ακόμη θέμα το οποίο απασχόλησε τη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα. Αν και η κυβέρνηση Δεληγιώργη δεν θα μπορούσε παρά να κρατήσει τη χώρα μακριά από μια διαμάχη που ελάχιστα την αφορούσε,24 έλληνες εθελοντές έλαβαν μέρος σε μάχες τόσο με τη γαλλική όσο και με τη γερμανική πλευρά. Η εφημερίδα Αλήθεια αναφέρει ότι στο πλευρό των Γερμανών έσπευσαν μερικοί από τους πλέον γνωστούς απογόνους αγωνιστών της επανάστασης όπως ο Γεώργιος Δράκος, γιος του σουλιώτη οπλαρχηγού που είχε σπουδάσει με έξοδα του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας στο Μόναχο, ο γιος του πορτογάλλου φιλέλληνα Αλμέιδα, Εμμανουήλ, αλλά και δύο μέλη της οικογένειας Ραγκαβή, οι Αριστείδης και Αιμιλιανός Ραγκαβής.25 Παρά τον ισχυρισμό του Αιώνα ότι είναι «επί δακτύλοις μετρούμενοι» όσοι μετέβησαν στη Μασσαλία για να πολεμήσουν πλάι στο στρατό του Ναπολέοντα Γ΄, φαίνεται ότι το υπέρ της Γαλλίας εθελοντικό κύμα ήταν μαζικότερο (1500 άτομα) από το αντίστοιχο φιλογερμανικό, αγνοώντας την προειδοποίηση του Αιώνα «ότι πάσα σταγόνα γερμανικού αίματος χυνομένη παρ Έλληνος είναι κηλίς αίσχους επί του μετώπου αυτού. Γράφουσα επ αυτού ενοχήν βαρείαν αγνωμοσύνης και μαύρης αχαριστίας».26 Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο μετά την αιχμαλωσία του Ναπολέοντα στο Σεντάν και τη μετατροπή του πολέμου για τους Γάλλους από επιθετικό σε αμυντικό παρατηρείται μια ξεκάθαρη πύκνωση των ροών των ελλήνων εθελοντών στο πλευρό της Γαλλίας. Μια εξέλιξη η οποία επιβεβαιώνεται και από τις διαμαρτυρίες του γερμανού πρέσβη Wagner στις κυβερνήσεις Δεληγιώργη και Κουμουνδούρου αργότερα.27 Με τα απομνημονεύματα τους από τον πόλεμο επιχείρησαν να πάρουν θέση όσοι συμμετείχαν σε αυτόν τόσο στο πλευρό των Γάλλων όσο και των Γερμανών. Στο θαυμασμό που εξέφραζε μετά το 1871 το σύνολο του ελληνικού δημοσιογραφικού –και όχι μόνο– κόσμου προς το γερμανικό σύστημα εν γένει, ο επιλοχίας πεζικού Αλέξανδρος Αλεξάνδρου στα απομνημονεύματά του παρατηρούσε με σκωπτική διάθεση:

Ο πρωσσικός βηματισμός είναι ουράνιος, ο κανονιοβολισμός των όμοιος με τους κεραυνούς του Διός και τα αντιβροντήματα του Σαλμονέος,28 το σύστημα των λόχων των θαυμάσιον, οι στρατιώτες των ήρωες και πεπαιδευμένοι διδάκτορες κάτοχοι μάλιστα της συγκριτικής και σανσκριτικής γλωσσολογίας τε και φιλολογίας, οι ουλάνοι των περίφημοι ιπποτοξόται Πήγασοι…και τελευταίων τούτων πάντων να ακούη τις και αυτούς τους υπηρέτας εν τοις καφενείοις να ερωτώσι τους εισερχομένους πελάτας των αν τους καφέδες τους θέλουσι κατά το “πρωσσικόν σύστημα”!29

Για τον Αλεξάνδρου οι «παμμέλαιναι γερμανικαί φάλαγγες» επικράτησαν τελικά μόνο εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής τους, και στον αντίποδα του Αιώνα και του κατά Droysen ερμηνευτικού του σχήματος ο Αλεξάνδρου συνέκρινε τους Γάλλους με τους 300 τους Λεωνίδα και τους Πέρσες με τους Γερμανούς.30 Από τη μεριά όσων πολέμησαν κάτω από τον πρωσικό αετό, ο Αιμιλιανός Ραγκαβής θα περιγράψει τον ενθουσιασμό στην είδηση της κλήτευσής του να συμμετέχει στον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και την προθυμία να θυσιασθεί για τον πρώσο βασιλιά.

Άλλα έργα σχετικά με το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο

Τέλος, σχετικά με τη συζήτηση στην ελληνική δημόσια σφαίρα περί του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, να σημειώσουμε την κυκλοφορία στην ελληνική, πρωτότυπων ή μεταφρασμένων, πολυάριθμων ιστοριών του πολέμου αυτού, βιογραφιών του Bismarck, του Γουλιέλμου Α΄ και του διαδόχου του γερμανικού θρόνου, των μελετών του συνταγματάρχη του Γενικού Επιτελείου Ιφικράτη Κοκκίδη για τον πρωσικό στρατό και τον στρατάρχη Μόλτκε αλλά και το θεατρικό έργο Αιχμάλωτος Αυτοκράτωρ του άσημου θεατρικού συγγραφέα Υάκινθου, όπου οι Γερμανοί εμφανίζονται ως επιτελεστικά όργανα της Νεμέσεως. Στο έργο αυτό ο θεατής παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες του Ναπολέοντα Γ΄ στο θρόνο, από την κήρυξη του πολέμου στην Πρωσία το θέρος του 1870 μέχρι την αιχμαλωσία του αμέσως μετά την μάχη του Σεντάν. Στο έργο είναι σαφείς οι επιρροές της αρχαιοελληνικής δραματουργίας. Ο γάλλος αυτοκράτορας, τυφλωμένος από ματαιοδοξία, οδηγείται στην ήττα και τελικά στην πτώση από το ηθικά ανώτερο πρωσικό έθνος. Η άποψη του συγγραφέα για την Πρωσία αποτυπώνεται στην τελευταία πράξη του έργου στα λόγια του διαδόχου Φρειδερίκου Γουλιέλμου:

Αλλά η Πρωσία της οποίας η σημαία φέρεται από νίκης εις νίκην, της οποίας τα τέκνα εμφορούμενα υπό των ευγενεστέρων αισθημάτων, πορεύονται περιχαρή ίνα επί του βωμού της πατρίδος θυσιασθώσιν, η Πρωσία αγωνίζεται σήμερον τον ιερότερον των αγώνων εναντίον κενοδόξου και αυθαιρέτου δεινάστου, εναντίον λαού φιλοκτήμονος, αρπάσαντος τας καλλίστας αυτής επαρχίας, πολεμεί θριαμβεύουσα τους καταπατούντας θείους και ανθρώπινους νόμους, και δεν θέλει καταθέσει το ξίφος πριν παγιώσει διαρκή ειρήνην, καταβάλουσα τα θεμέλια μιας μεγάλης και ενιαίας Γερμανικής πατρίδος, εστίας της θεοσέβειας και της αληθούς ελευθερίας.31

Μεταξύ των ανομημάτων που συνετέλεσαν στην πτώση του Ναπολέοντα δεν θα μπορούσε παρά να συγκαταλέγεται η ιταμή στάση του έναντι της Ελλάδος κατά την τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος. Ανώνυμη γυναικεία μορφή («όμοια των Θεών των αρχαίων Ελλήνων»), η οποία ενδεχομένως αποτελεί την ενσάρκωση της ίδιας της Ελλάδας, καλεί επί σκηνής τον Ναπολέοντα να εγκαταλείψει την εξουσία, ενώ τον καταριέται να τον συνοδεύουν στο υπόλοιπο του βίου του οι ερινύες «διά την άσπλαχνον πολιτική σου προς τους υιούς μου Έλληνας».32 Η γερμανική νίκη οδήγησε τη συζήτηση στην Ελλάδα και σε άλλους τομείς άξιους μελέτης και μίμησης. Η φράση «στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο τους Γάλλους νίκησε ο γερμανός διδάσκαλος» επανέρχεται διαρκώς μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις συζητήσεις για το πώς η Ελλάδα θα επιτύχει το εθνικό της όραμα. Το 1872 ο μετέπειτα υπουργός Παιδείας Δημήτριος Μαυροκορδάτος, δημοσίευσε το Υπομνημάτιον περί εκπαιδεύσεως του λαού. Με αυτό κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να παραδειγματιστεί από το υπεύθυνο για τις γερμανικές εθνικές επιτυχίες γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για τον Μαυροκορδάτο δεν ήταν τα «κρούπια» –δηλαδή τα κανόνια της πολεμικής βιομηχανίας Krupp– που έδωσαν τη νίκη στους Γερμανούς αλλά ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν ήταν προσανατολισμένο στην στείρα αρχαιογνωσία, σεβόταν τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες και παραδόσεις των γερμανικών κρατιδίων, έδινε έμφαση στην ηθική τελείωση και τη σωματική εκγύμναση των μαθητών. Οι γερμανόπαιδες διδάσκονταν ότι είναι «τιμιωτέρα μια δραχμή ζώσης πίστεως ή εκατόν λίτραι ιστορικής σοφίας, και εν σταγόνιον αληθούς αγάπης ή ολόκληρος θάλασσα επιστημονικών γνώσεων».33 Ταυτόχρονα, από μικρή ηλικία στα σχολεία λάμβαναν χώρα οπλασκήσεις, ασκήσεις συγχρονισμένου βηματισμού, πάντα με τη συνοδεία θρησκευτικών και άλλων πατριωτικών ασμάτων, πιστοί στο πνεύμα του πατέρα του γυμναστικού κινήματος στις αρχές του αιώνα Friedrich Ludwig Jahn. Σε αυτούς τους μαθητές που αργότερα στελέχωναν την υποδειγματική γερμανική γραφειοκρατία απέδιδε ο Μαυροκορδάτος τη γερμανική επιτυχία. Αργότερα, ως δημόσιοι υπάλληλοι ήταν πάντα ευπρεπισμένοι με το «παραδόσιμον της εθιμοταξίας (μαύρην βελάδαν και λευκόν λαιμοδέτην)». Υπόκειντο σε συχνές εξετάσεις, ενώ «μέτριας απολαμβάνουσι αντιμισθίας, εισίν οικογενειάρχαι, ουδεμίαν ως επί το πλείστον αξιούσι η ελπίζουσι προαγωγήν».34 Στο τέλος του υπομνηματίου ο Μαυροκορδάτος χαρακτήριζε ακατάλληλους τους έλληνες σχολικούς λειτουργούς, τονίζοντας ότι μόνο με τη βοήθεια ειδικών παιδαγωγών, κυρίως Γερμανών, το ελληνικό σχολείο θα μπορούσε να επιτελέσει τον ρόλο του και αναρωτιόταν: «Τι κακό πάθαμεν λατινικά διδαχθέντες παρά του Ουλέριχου, του Ρος, του Βίλκε και του Φαβρικίου3536

Το πρωσικό και το γερμανικό παράδειγμα στον κοινοβουλευτικό λόγο της Ελλάδας

Την ίδια στιγμή ο κοινοβουλευτικός λόγος τη δεκαετία του 1870 υπέστη ένα ραγδαίο εκπρωσισμό ή εκγερμανισμό. Το πρωσικό ή γερμανικό παράδειγμα –και συχνά υπόδειγμα– σε σειρά ζητημάτων μνημονεύεται περισσότερο από κάθε άλλο στην Εφημερίδα των Συζητήσεων της Βουλής, εκτοπίζοντας το αντίστοιχο ιταλικό του Risorgimento, της ιταλικής δηλαδή ενοποίησης από το Πεδεμόντιο το 1861. Ειδικότερα η σύμπτωση της ίδρυσης του Β΄ Ράιχ με την πεντηκονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και τη μεταφορά το ίδιο έτος του σκηνώματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Αθήνα, έδωσε αφορμή για συγκρίσεις μεταξύ της αποτυχημένης Ελλάδας και της επιτυχημένης Γερμανίας. Έτσι, η αντιπολίτευση πρότεινε μετά τα γεγονότα της Σφαγής στο Δήλεσι να αντιγραφεί το γερμανικό σύστημα τόσο στο ποινικό μέρος όσο και στο τμήμα της πρόληψης με τη δημιουργία εθνοφυλακής κατά το πρότυπο της «ευλογημένης χώρας της Πρωσίας»37 σύμφωνα με τον βουλευτή Β. Λέκκα. Με αφορμή την αγροτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Κουμουνδούρου το 1871 οι αντίπαλοι της επέκριναν τις πρωσικές επιδράσεις στο νομοσχέδιο που επιχειρούσε να συνδέσει τον αναδασμό της γης με την υπηρεσία σε δομές ανάλογης της πρωσικής αγροφυλακής και πολιτοφυλακής, ενώ ο Παύλος Καλλιγάς πρότεινε τη δημιουργία Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας κατά το πρότυπο της Γερμανικής Reichsbank.38 Κυρίως όμως ήταν ο γερμανικός στρατός και η εκπαίδευση που ανήχθησαν σε πρότυπο για τους έλληνες βουλευτές, καθώς η Μεγάλη Ιδέα καθόριζε την ατζέντα των πολιτικών συζητήσεων. Το «σιδηρούν κράτος»39όπως χαρακτήριζε ο βουλευτής Παλαμήδης τη Γερμανία– και την αντιγραφή του στρατιωτικού και εκπαιδευτικού της συστήματος υπερασπίστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος στις 8 Φεβρουαρίου 1877:

Δεν είναι αληθές ότι το μεγαλείον της η Πρωσία δεν το οφείλει εις τον στρατιωτικόν οργανισμόν της. Βεβαίως όχι μόνον διότι εσχημάτισε στρατόν μέγαν, αλλά και διότι εν τω στρατώ αδελφοποιούνται οι πολίται, διότι εν τω στρατώ διδάσκονται να υπακούωσιν εις τους νόμους, εις την πειθαρχίαν εν αυτώ αναπτύσεται το αίσθημα της πατρίδος και της τιμής. Ιδού κύριοι ποιον πνεύμα εδέσποζεν εν τω γερμανικώ στρατώ και διατί κατώρθωσε να κατισχύσει του γαλλικού […] .40

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Καλλιγάς υπερασπίστηκε ένα σύστημα στρατολογίας αλλά και επιστράτευσης αντίστοιχο με το γερμανικό, το οποίο δεν θα διατάρασσε την οικονομική ζωή του τόπου, υπενθυμίζοντας ότι το 1806 ο Hegel πήγε κανονικά στο τυπογραφείο την Φαινομενολογία του Πνεύματος ενώ η μάχη της Ιένας βρισκόταν σε εξέλιξη.41 Ο μετέπειτα υπουργός στρατιωτικών και πολύ καλά ενημερωμένος για τα γερμανικά πράγματα Γεράσιμος Ζωχιός, αν και επέκρινε συχνά την τυφλή μίμηση των γερμανικών προτύπων, υπερασπίστηκε με σθένος το εκπαιδευτικό σύστημα της Γερμανίας, αφού εκεί δεν έβρισκες ούτε έναν στους χίλιους να μην γνωρίζει γραφή και ανάγνωση.42 Όπως ήταν αναμενόμενο, όλη αυτή η συζήτηση στα κοινοβουλευτικά έδρανα δεν έμεινε στο θεωρητικό επίπεδο. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1871 καθιερώθηκαν σε σχολεία και σε συλλόγους οι στρατιωτικές ασκήσεις, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Αυγερινού το 1880 ήταν βαθιά επηρεασμένη από το πρωσικό πρότυπο, η διδασκαλία της γερμανικής ενισχύθηκε σε σημείο που ο Α. Γούδας να παρατηρήσει το 1876 ότι «η γερμανική είναι η αποκλειστική γλώσσα των λογίων», ενώ ξεκίνησαν και οι πρώτες παραγγελίες κανονιών από την περίφημη Krupp. Την ίδια περίοδο πρόσωπα της γερμανικής πολιτικής σκηνής όπως ο καγκελάριος Bismarck, o αυτοκράτορας Γουλιέλμος Α΄ και ο αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου Helmuth von Moltke έγιναν leitmotiv του κοινοβουλευτικού λόγου στην Ελλάδα. Έτσι, δύο φορές το 1880 και το 1885 ο Δ. Δημητρακάκης κάλεσε τον Γεώργιο Α΄ να τολμήσει όσα τόλμησε ο Γουλιέλμος Α΄ και τον Τρικούπη να ακολουθήσει αντίστοιχη οικονομική πολιτική με εκείνη του Bismarck.43 Αντιθέτως, ο βουλευτής Γ. Φιλάρετος το 1890 θα κατηγορήσει τον Τρικούπη ότι συμπεριφέρεται με έπαρση και συγκεντρωτισμό που δικαιώνει όσους τον χαρακτηρίζουν «Βismarck της Ανατολής».44

Η εξωτερική πολιτική του Bismarck και οι Έλληνες

Μικρότερης κλίμακας άλλα όχι ασήμαντη ήταν η συζήτηση για τη Γερμανία ως διπλωματικό εταίρο και σύμμαχο της Ελλάδας κυρίως από τη στιγμή που νέοι εχθροί έκαναν την εμφάνιση τους στην περιοχή επισκιάζοντας την μέχρι πρότινος μεγάλη αντίπαλο Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και στη συνέχεια με τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το 1878, οι Βούλγαροι και ο υποκινούμενος από τη Ρωσία πανσλαβισμός προβλήθηκαν ως η αμεσότερη απειλή για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, κυρίως στα εδάφη της Μακεδονίας όπου οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις κάθε άλλο παρά αυτονόητες ήταν. Αν και η απόφαση του Bismarck να κρατήσει τη Γερμανία μακριά από τις βαλκανικές περιπλοκές του Ανατολικού Ζητήματος είχε γίνει γνωστή μέσα από τη φράση του ότι «ολόκληρη η Bαλκανική δεν αξίζει τα κόκαλα ούτε ενός Πομμερανού γρεναδιέρου», δεν ήταν λίγοι όσοι προσέβλεπαν στη γερμανική υποστήριξη ως ανάχωμα στις σλαβικές φιλοδοξίες στην περιοχή. Παρατηρείται λοιπόν μια πύκνωση στον περί τη Γερμανία δημόσιο λόγο, με αφορμή τόσο το Συνέδριο του Βερολίνου όσο και την παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 με τη διπλωματική υποστήριξη σιδηρού καγκελάριου. Από τους πρώτους που οραματίστηκαν μια σύμπραξη Ελλήνων και Γερμανών εναντίον της σλαβικής επικράτησης είναι ο Αρίσταρχος Βέης, υπάλληλος της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα υποδιευθυντής του γραφείου τύπου του υποδιοικητή της Κρήτης. Στον αφιερωμένο –μεταξύ άλλων ηγετών της Δυτικής Ευρώπης– και στον Bismarck β΄ τόμο του τετράτομου έργου του Το βουλγαρικόν ζήτημα και αι νέαι πλεκτάναι του πανσλαυισμού εν Ανατολή, ο συγγραφέας απευθυνόταν στον γερμανό καγκελάριο και τον καλούσε, μετά το πλήγμα που κατάφερε στον λατινισμό και στον παπισμό στη Δύση, να αναλάβει μια νέα εκστρατεία κατά του σλαβισμού στην Ανατολή, επʼ ωφελεία ορθοδόξων και διαμαρτυρομένων, Ελλήνων και Γερμανών.45 Ο φίλα προσκείμενος στη Ρωσία Αιών, και συγκεκριμένα ο διευθυντής της Τιμολέων Φιλήμων απάντησε με σφοδρότητα στον Βέη και η διαμάχη με επίδικο τις συμμαχίες της χώρας έγινε γνωστή στο κοινό από τις στήλες της εφημερίδας. Ως φυσική σύμμαχο της Ελλάδας, όχι όμως και στον ίδιο βαθμό, είδαν τη Γερμανία ο δημοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης στο έργο του Ελλάς και Πανσλαυισμός46 και ο Χαρίλαος Μελετόπουλος στο έργο του Η ευρωπαϊκή διπλωματία εν Ελλάδι.47

Η απροθυμία του Bismarck να ασχοληθεί με τα ελληνικά πράγματα κάμφθηκε μόνο όταν οι συζητήσεις Ελλάδας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γύρω από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 φάνηκε να οδηγούνται σε αδιέξοδο, με ενδεχόμενη ανάληψη στρατιωτικής δράσης και από τις δύο πλευρές. Χάρη στη μεσολάβηση του διεθνούς παράγοντα και κυρίως της γερμανικής διπλωματίας η σύγκρουση απεφεύχθη. Ο Bismarck προσέφερε την υποστήριξή του στην Ελλάδα, αφού πρώτα είχε λάβει τη διαβεβαίωση για άμεση τακτοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας προς τη Βαυαρία, οι οποίες εκκρεμούσαν από την εποχή του Όθωνα. Η γερμανική μεσολάβηση αποτυπώνεται εύγλωττα σε γελοιογραφία της εφημερίδας Αριστοφάνης (17.01.1881), στην οποία ο Bismarck εμφανίζεται ως έντιμος μεσολαβητής με τη διάθεση ωστόσο να προστατεύσει την πιο αδύναμη Ελλάδα.48 Αντιθέτως, λιγότερο ευνοϊκή θα είναι η απεικόνιση του Bismarck στον ελληνικό τύπο μετά την κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία το 1885 και την απαίτηση της Ελλάδας να αποζημιωθεί προσαρτώντας την Ήπειρο. Η απειλή της κυβέρνησης Δηλιγιάννη να εισβάλει στην οθωμανική επικράτεια, η λεγόμενη «ένοπλος επαιτεία», συνάντησε την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως του γερμανού καγκελάριου, ο οποίος αυτή τη φορά απεικονίστηκε από τον γελοιογράφο της εφημερίδας Το Άστυ (25.05.1886) με τουρκικό φέσι να υπερασπίζεται δυναμικά τα οθωμανικά εδάφη.49 Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Νέος Αριστοφάνης θα απεικονίσει τον Γουλιέλμο Α΄ πανικόβλητο μπροστά στη δυσάρεστη τροπή των πραγμάτων για τη γερμανική διπλωματία κατά την τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος.50 Tέλος, ο Ρωμηός διά χειρός Σουρή θα απευθύνει το παρακάτω στιχούργημα στον επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας:

Εσύ, βρε καγκελάριε των σαχλο-Γερμανών
συ εναντίον μας κινείς και γην και ουρανόν
εσύ, διαόλου αλεπού, που ψόφος δεν σε πιάνει
εσύ κρατάς κατάκλειστο το κάθε μας λιμάνι
και όλα τα καράβια σου εις τα νερά μας στέλλεις,
διότι έτσι αγαπάς, διότι έτσι θέλεις.

Εσύ, βρε καγκελάριε, εσύ βρε Μαμελούκε,
εσύ, πανευγενέστατε της Δύσεως Τραμπούκε,
παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρώμικο παιχνίδι
και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ριπιπίδι
κι αισθάνεται το βάρος σου ο σβέρκος κάθε ράχης…
αλλ΄ έστι δίκης οφθαλμός, που κακό ψόφο νάχεις.

Το επεισόδιο του 1885–86 δεν επηρέασε τη γενικότερα θετική απεικόνιση της αυτοκρατορίας, η οποία ενισχύθηκε σημαντικά με τους γάμους της πριγκίπισσας της Πρωσίας Σοφίας με τον διάδοχο του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνο τον Οκτώβριο του 1889. Η ένωσή του με την κόρη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄, βασικού υποστηρικτή της ανασκαφής της γερμανικής αρχαιολογικής σχολής στην Ολυμπία, και αδελφής του διαδόχου του γερμανικού θρόνου Γουλιέλμου Β΄ τροφοδότησε τη συζήτηση για ενδεχόμενη διπλωματική απομάκρυνση της Ελλάδας από τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις και προσέγγιση με τον συνασπισμό Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας. Η απάντηση του κοινοβουλευτικού σώματος στον λόγο του Θρόνου με αφορμή τους γάμους του διαδόχου ότι πλέον «γεννάται η ελπίς ότι η συμμετοχή εις την Ελληνικήν Δυναστείαν της αδελφής του κραταιού αυτοκράτορος της Γερμανίας θα συνεπιφέρει υπέρ της Ελλάδος και θετικωτέρας και πολιτικοτέρας συμπαθείας από μέρους του μεγάλου γερμανικού έθνους»51 προκάλεσε την αντίδραση μερίδας των βουλευτών. Αν και τέτοιου είδους ανησυχίες ήταν για την ώρα αβάσιμες, ο Τύπος κατακλείστηκε από δημοσιεύματα όχι μόνο για την παρουσία του Κάιζερ στην Ελλάδα αλλά και με κοσμικογραφήματα για τη ζωή των Hohenzollern στο Βερολίνο, για τις εκδηλώσεις λατρείας των γερμανών υπηκόων προς τη δυναστεία, ακόμα και την καθημερινή ζωή στην Γερμανία. Εκδόσεις με θέμα το βίο της μελλοντικής βασίλισσας των Ελλήνων, υπενθύμιζαν την ιστορία των γάμων της βυζαντινής πριγκίπισσας Θεοφανούς με τον γερμανο αυτοκράτορα Όθωνα Β΄52 τον 10ο αιώνα, ενώ με νόημα τόνιζαν ότι το όνομα «Σοφία» δεν ήταν τυχαίο καθώς ο διάδοχος, που έφερε το όνομα του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα, ήταν γραφτό να μπει νικητής στην Πόλη και στην Αγία Σοφία.53 Ο λαός ανταποκρινόταν με επιστολές ή ποιήματα και είτε εξέφραζε την επιθυμία του η διάδοχος «του αδελφού (του Γουλιέλμου) με πόνο να μιλήση» είτε εξέφραζε απευθείας τις προσδοκίες του στον αυτοκράτορα.54 Αξίζει τέλος να κρατήσουμε ότι η θετική εικόνα της αυτοκρατορίας αρχίζει να αποτυπώνεται και στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας διά χειρός Παύλου Καρολίδη. Στο έργο του όχι μόνο στήριξε την πολιτική του Bismarck αλλά επιδόθηκε συστηματικά και στην αποκατάσταση του ονόματος της Πρωσίας, στις αρχές του αιώνα, όταν αυτή συμπορεύθηκε με την Ιερά Συμμαχία εναντίον των επαναστατημένων Ελλήνων.

Συμπεράσματα

Το ενδιαφέρον για τη Γερμανία στον ελληνικό δημόσιο λόγο προέκυψε μέσα από τα αδιέξοδα και τις αναζητήσεις των Ελλήνων για ένα κράτος πρότυπο σε μια εποχή που οι μέχρι τότε προστάτιδες δυνάμεις φάνηκε να εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Η εχθρική στάση των Βρετανών μετά τη Σφαγή στο Δήλεσι, η προσήλωση της Ρωσίας στο πνεύμα του πανσλαβισμού και κυρίως η υποστήριξη της Γαλλίας στην Υψηλή Πύλη έστρεψε το βλέμμα πολλών στο Β΄ Ράιχ, το οποίο έμοιαζε να παίρνει εκδίκηση για τις ελληνικές ταπεινώσεις τόσο κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου όσο και κατά την κρίση του Κρητικού Ζητήματος το 1866. Αποτολμώντας να προτείνω ένα ερμηνευτικό σχήμα, θα έλεγα ότι πρέπει να αναζητήσουμε τις γραμμές της ιδεολογικής συγγένειας που συνδέουν τους οπαδούς του ρωσικού κόμματος με τους γερμανόφιλους, με κοινούς παρονομαστές τον αντικοινοβουλευτισμό, τον μιλιταρισμό, τον θρησκευτικό ζηλωτισμό και τον πολιτικό μεσσιανισμό. Με τη σύγκρουση σλαβισμού-γερμανισμού να μην έχει εκδηλωθεί, ο φιλορωσικός Αιών πρωταγωνίστησε στην ανάδειξη του γερμανικού δρόμου, της συντηρητικής επανάστασης εκ των άνω δηλαδή, ως εναλλακτικής στην πιο φιλελεύθερη πρόταση του αγγλικού και του γαλλικού μοντέλου. Είναι επίσης βάσιμο να υποθέσουμε ότι τα πλέον συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας που ήταν στραμμένα στη Ρωσία αναζήτησαν ένα σημείο αναφοράς όταν συνειδητοποίησαν, μετά τον Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο του 1877–78, τη μονομερή στήριξη της Αγίας Πετρούπολης προς τους ανταπαιτητές της Μακεδονίας Σλάβους. Ουσιαστικά η γερμανοφιλία κατέλαβε στον δημόσιο λόγο τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ δυτικόφιλων και αντιδυτικιστών, με βασικούς εκπροσώπους της τους δεύτερους, δίχως όμως να υποεκπροσωπείται μεταξύ των πρώτων. Αν και στη συζήτηση θα τεθούν θέματα που άπτονται της εκπαιδευτικής και αγροτικής πολιτικής ή της δημόσιας διοίκησης, δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολίες ότι από τη δημιουργία του έως την συντριβή του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συζήτηση στην Ελλάδα για το Β΄ Ράιχ περιστράφηκε γύρω από δύο βασικούς άξονες: τον στρατό και τη μοναρχία, τα μέσα δηλαδή εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας. Τέλος, η ιδέα μιας ελληνογερμανικής συνεννόησης για την ανάσχεση των σχεδίων της Αγίας Πετρούπολης στα Βαλκάνια δεν απέκτησε ποτέ αξιόλογα ερείσματα στο ελληνικό βασίλειο, αφού το Βερολίνο ήταν απρόθυμο να εμπλακεί σε μια περιοχή για την τύχη της οποίας έριζαν Ρωσία και Αυστροουγγαρία, ενώ το καθεστώς προστασίας των τριών δυνάμεων δεν επέτρεπε πειραματισμούς.

Περίληψη

Στην παρούσα συμβολή εξετάζεται η πρόσληψη τόσο της γαλλογερμανικής σύγκρουσης του 1870–71 όσο και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον ελληνικό δημόσιο λόγο την περίοδο 1870–89. Στόχος είναι να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο εντός του οποίου ξεκίνησε η ζωηρή συζήτηση για τη γερμανική ενοποίηση ως παράδειγμα για την αντίστοιχη ελληνική καθώς και με ποια επιχειρήματα αρθρώθηκε ο φιλογερμανικός αλλά και ο αντιγερμανικός λόγος στο Βασίλειο της Ελλάδος, όπου το όραμα της Μεγάλης Ιδέας απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Στη συνέχεια εξετάζεται ο ρόλος των ελλήνων εθελοντών στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο καθώς και η μετατροπή του γερμανικού παραδείγματος σε leitmotiv του ελληνικού κοινοβουλευτικού λόγου τις δεκαετίες του 1870 και 1880 σε πληθώρα τομέων του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού βίου. Ακολούθως, παρουσίαζεται η πολιτική της Γερμανίας και η προοπτική της διπλωματικής ελληνογερμανικής προσέγγισης στο πλαίσιο της ανατροπής των πανσλαβιστικών σχεδίων της Ρωσίας. Τέλος, επιχειρούμε να απαντήσουμε στο κατά πόσο το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Γερμανία εκπορευόταν από τη γνήσια ιδεολογική συγγένεια με τις ελίτ της αρτισύστατης αυτοκρατορίας ή ήταν ένα φαινόμενο συγκυριακό.

Σημειώσεις

  1. Ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης γεννήθηκε στις Βρύσες Ρεθύμνου το 1806. Συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές του Φρανκ Άστιγξ, βρετανού ναυτικού αξιωματικού και φιλέλληνα. Χάρη στην οικονομική υποστήριξη του Όθωνα σπούδασε νομικά στη Γερμανία και μετά την επιστροφή του ανέλαβε πρόεδρος Πρωτοδικών στη Σύρο. Έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1841, ενώ αργότερα εξέδωσε την εφημερίδα Ραδάμανθυς, από τις στήλες της οποίας καλούσε τις ελληνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν πρωτοβουλίες στο Κρητικό Ζήτημα.
  2. Πρόκειται για την απαγωγή ομάδας άγγλων και ιταλών περιηγητών τον Απρίλιο του 1870 από τους ληστές Τάκο και Χρήστο Αρβανιτάκη, η οποία οδήγησε στην ομηρία και τελικά στην εκτέλεση τεσσάρων εκ των ομήρων. Το περιστατικό εξέθεσε την Ελλάδα στο εξωτερικό και προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Ζαΐμη.
  3. Βυβιλάκης, 1871, 3.
  4. Κριτής του Ισραήλ σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη.
  5. Βυβιλάκης, 1871, 4–5, 15.
  6. Για τη σχέση Μεγάλης Ιδέας και Risorgimento βλ. Λιάκος, 1985.
  7. Σκοπετέα, 1988, 284.
  8. Πρόκειται για κρίση στις ελληνοβρετανικές σχέσεις στις αρχές του 1850, η οποία ήταν απόρροια της επίθεσης ομάδας πολιτών στην οικία του βρετανικής υπηκοότητας Εβραίου Δαυίδ Πατσίφικο. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου απαίτησε την καταβολή υπέρογκης αποζημίωσης από μέρους του ελληνικού δημοσίου, η μη ικανοποίηση της οποίας οδήγησε στον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας από τον βρετανικό στόλο.
  9. Σκοπετέα, 1988, 283–284.
  10. Η ξαφνική γερμανοφιλία τόσο από μέρους του Τύπου αλλά και από μερίδα του πληθυσμού δεν πέρασε απαρατήρητη από τις γαλλικές διπλωματικές αντιπροσωπείες στο ελληνικό βασίλειο. Έτσι, ο γάλλος πρεσβευτής Baude θα διαμαρτυρηθεί και με πικρία θα αναφέρει στους ανωτέρους το γεγονός του σημαιοστολισμού των εμπορικών πλοίων της Σύρου στα πρωσικά χρώματα, καθώς και ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Σύρου δείχνει τα έντονα φιλοπρωσικά του αισθήματα (πρβλ. Μαρίνου, 2015, 111).
  11. Άγνωστος, Εθνικόν Μέλλον, 01.08.1870.
  12. Άγνωστος, Αλήθεια, 11.07.1870.
  13. Άγνωστος, Αλήθεια, 01.08.1870.
  14. Γεώργιος Παράσχος, Αιών, 01.01.1871.
  15. Ιωάννης Σούτσος, Αιών, 05.07.1871.
  16. Άγνωστος, Αιών, 05.07.1871.
  17. Μουσουλμάνοι των γαλλικών αποικιών που υπηρετούσαν στο γαλλικό στρατό.
  18. Άγνωστος, Αιών, 11.09.1870.
  19. Άγνωστος, Αιών, 23.07.1870.
  20. Demandt, 2009, 451–452.
  21. Για το αναλογικό σχήμα Μακεδονίας-Πρωσίας βλ. Thomas, 1994.
  22. Άγνωστος, Αιών, 28.12.1870.
  23. Άγνωστος, Αιών, 01.01.1871.
  24. Μαρίνου, 2012, 410.
  25. Άγνωστος, Αλήθεια, 01.08.1870.
  26. Άγνωστος, Αιών, 01.08.1871.
  27. Μαρίνου, 2015, 123, 126.
  28. Ο Σαλμωνέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο που μιμούταν το βουητό των κεραυνών του Δία.
  29. Αλεξάνδρου, 1871, 122.
  30. Αλεξάνδρου, 123.
  31. Υάκινθος, 1870, 48.
  32. Υάκινθος, 1870, 58.
  33. Μαυροκορδάτος, 1872, 29.
  34. Μαυροκορδάτος, 1872, 21.
  35. Πρόκειται για τον λατινιστή φιλόλογο Heinrich Ulrichs, για τον αρχαιολόγο Ludwig Ross, αμφότεροι καθηγητές στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και τους φιλόλογους του 18ου αιώνα Johann Carl Wilke και Carl Fabricius.
  36. Μαυροκορδάτος, 1872, 60.
  37. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 27.01.1871, 318.
  38. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 15.12.1880, 535.
  39. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 13.11.1885, 296.
  40. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 18.02.1877, 661.
  41. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 12.02.1881, 1061.
  42. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 26.11.1887, 124.
  43. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 26.11.1880, 315. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 19.10.1885, 33.
  44. Αι αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1843-1909, 1964, 27.
  45. Βέης, 1875, 5.
  46. Γαβριηλίδης, 1869, 17–18.
  47. Μελετόπουλος, 1888, 125.
  48. Λούβη, 2002, 166.
  49. Λούβη, 2002, 288–289.
  50. Σαπρανίδης, 1974, 64.
  51. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, 15.10.1888, 9.
  52. Σκορδέλης, 1889, 17.
  53. Άγνωστος, Καιροί, 14.10.1889.
  54. Άγνωστος, Καιροί, 11.12.1889.

Βιβλιογραφία

Alexander der Grosse. Leben und Legende
Alexander Demandt (Συγγραφέας)
2009
Makedonien und Preussen. Die Geschichte einer Analogie
Stephan-Alexander Thomas (Συγγραφέας)
1994
Αι αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1843-1909
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
1964
Αναζητώντας οδοφράγματα. Αστικός Τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα
Ξένια Μαρίνου (Συγγραφέας)
2015
Απομνημονεύματα των εν Γαλλία μεταβάντων ελλήνων εθελοντών κατά τον γαλλογερμανικόν πόλεμον του 1870
Αλέξανδρος Φ. Αλεξάνδρου (Συγγραφέας)
1871
Η Ελλάς και ο πανσλαβισμός
Βλάσης Γαβριηλίδης (Συγγραφέας)
1869
Η ευρωπαϊκή διπλωματία εν Ελλάδι. Aπό των χρόνων του Καποδιστρίου μέχρι των καθ' ημάς χρόνων
Χαρίλαος Μελετόπουλος (Συγγραφέας)
1888
Η ιταλική ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα
Αντώνης Λιάκος (Συγγραφέας)
1985
Η πατρίς της ηγεμονίδος Σοφίας
Βλάσιος Γ. Σκορδέλης (Συγγραφέας)
1889
Ιστορία της πολιτικής γελοιογραφίας στην Ελλάδα. Από την αρχαιότητα μέχρι το 1909
Δημήτρης Σαπρανίδης (Συγγραφέας)
1974
Λόγος περί Πρωσσογαλλικού Πολέμου και των σχέσεων αυτού προς τα ελληνικά πράγματα
Εμμανουήλ Βυβιλάκης (Συγγραφέας)
1871
Ο αιχμάλωτος αυτοκράτωρ ή Ναπολέων Γ΄
Κ. Π. Υάκινθος (Συγγραφέας)
1870
Περι γέλωτος Βασίλειον. Οι σατιρικές εφημερίδες και το εθνικό ζήτημα 1875-1886
Λίνα Λούβη (Συγγραφέας)
2002
Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880)
Έλλη Σκοπετέα (Συγγραφέας)
1988
Το βουλγαρικόν ζήτημα και αι νέαι πλεκτάναι του πανσλαυισμού εν Ανατολή
Αρίσταρχος Βέης (Συγγραφέας)
1875
Υπομνημάτιον περί εκπαιδεύσεως του λαού
Δημήτριος Σ. Μαυροκορδάτος (Συγγραφέας)
1872
Χαρτογραφώντας τα ίχνη ελληνικών εθελοντικών σωμάτων στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο
Ξένια Μαρίνου (Συγγραφέας)
2012

Παραπομπή

Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου, »Το «σιδηρούν κράτος». O Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και η ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον ελληνικό δημόσιο λόγο«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 04.05.2021, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/102625/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Αλέξανδρος Φ. Αλεξάνδρου, Αντόνιο Φιγκέϊρα ντ' Αλμέιδα, Εμμανουήλ Ντ'Αλμέιδα, Τάκος Αρβανιτάκης, Χρήστος Αρβανιτάκης, Φραγκίσκος Άστιγξ, Ανδρέας Αυγερινός, Ναπολέων Γ΄, Αυτοκράτορας της Γαλλίας, Εμίλ φον Βάγκνερ, Λουδοβίκος Α΄, Βασιλιάς της Βαυαρίας, Όθων Α', Βασιλιάς της Ελλάδος, Φρειδερίκος Β', Βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γ', Βασιλιάς της Πρωσίας, Γεώργιος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Α΄, Βασιλιάς των Ελλήνων, Σοφία, Βασίλισσα των Ελλήνων, Αρίσταρχος Βέης, Γιόχαν Καρλ Βίλκε, Βολταίρος, Εμμανουήλ Ν. Βυβιλάκης, Βλάσης Γαβριηλίδης, Φρίντριχ Λούντβιχ Γιαν, Αναστάσιος Γούδας, Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, Θεόδωρος Δηλιγιάννης, Δ. Δημητρακάκης, Γεώργιος Δράκος, Θρασύβουλος Ζαΐμης, Γεράσιμος Ζωχιός, Γουλιέλμος Β΄, Κάιζερ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Παύλος Καλλιγάς, Παύλος Καρολίδης, Ιφικράτης Κοκκίδης, Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Βίλχελμ Τράουγκοτ Κρουγκ, Β. Λέκκας, Δημήτριος Σ. Μαυροκορδάτος, Χαρίλαος Δ. Μελετόπουλος, Χέλμουτ Καρλ Μπέρνχαρντ φον Μόλτκε, Όττο φον Μπίσμαρκ, Ζωρζ Ναπολέων Μπωντ , Βίλχελμ Μύλλερ, Γιόχαν Γκούσταφ Ντρόυζεν, Χάινριχ Νίκολαους Ούλριχς, Ρήγας Παλαμήδης, Γεώργιος Παράσχος, Γρηγόριος Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Δαυΐδ Πατσίφικο, Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, Αιμίλιος Ρ. Ραγκαβής, Αριστείδης Ρίζος Ραγκαβής, Λουδοβίκος Ρος, Γεώργιος Σουρής, Ιωάννης Σούτσος, Φρίντριχ Τιρς, Χαρίλαος Τρικούπης, Κ.Π. Υάκινθος, Κάρολος Φαβιέρος, Κάρολος Φαβρίκιος, Γεώργιος Φιλάρετος, Τιμολέων Φιλήμων, Αριστείδης Χαιρέτης, Θεόφραστος Χαιρέτης, Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ
Θεσμοί Krupp (Εταιρεία), Le Sémaphore de Marseille (Εφημερίδα), Reichsbank (Κεντρική τράπεζα του Ράιχ), Αιών (Εφημερίδα), Αλήθεια (Εφημερίδα), Αριστοφάνης (Εφημερίδα), Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Εθνικόν Μέλλον (Εφημερίδα), Ελληνική Ανεξαρτησία (Εφημερίδα), Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής (Εφημερίδα), Καιροί (Εφημερίδα), Κλειώ (Εφημερίδα), Νεολόγος (Εφημερίδα), Νέος Αριστοφάνης (Εφημερίδα), Οθώνειο Πανεπιστήμιο, Ο Ρωμηός (Εφημερίδα), Ραδάμανθυς (Εφημερίδα), Το Άστυ (Εφημερίδα)
Ζώνες επαφής To Συνέδριο του Βερολίνου 1878, Ανατολικό Ζήτημα, Γαλλοπρωσικός πόλεμος 1870/1871, Ελληνικός Τύπος, Εξωτερική πολιτική, Ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας
Πρακτικές διαμεσολάβησης Ανταπόκριση Τύπου, Διδασκαλία σε ελληνόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα, Ελληνικά στερεότυπα για τη Γερμανία, Επιστημονικές μεταφορές, Μετάφραση από τα γερμανικά προς τα ελληνικά, Πολιτική διαμόρφωση κοινής γνώμης, Σπουδές σε γερμανόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα
Χρονικό πλαίσιο 1870-1889

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μετα-αφήγημα
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον