Εθνικός Διχασμός και Προπαγάνδα: Εικόνες του γερμανού εχθρού (1917–1918)

Από Ζηνοβία (Τζένη) Λιαλιούτη, Γεώργιος Γιαννακόπουλος | Τελευταία ενημέρωση 26.07.2023

Πώς οι οικονομικοί και πολιτιστικοί δεσμοί της Γερμανίας με την Ελλάδα μετασχηματίζονται σε «απειλή» για την Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμα και μετά την έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων; Ποια θεωρούνται τα πλεονεκτήματα που έχει στη διάθεσή της η γερμανική προπαγάνδα στην ελληνική επικράτεια, με βάση την οπτική των βρετανών αξιωματούχων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση και την αναχαίτιση της γερμανικής προπαγανδιστικής εκστρατείας στην Ελλάδα; Πώς η πρόσληψη του «γερμανού εχθρού» από τους Βρετανούς διαμεσολαβείται από την εξέλιξη του Εθνικού Διχασμού; Πώς προσλαμβάνεται η δράση του «γερμανού εχθρού», πέραν της κεντρικής πολιτικής σκηνής και της πρωτεύουσας, στο τοπικό επίπεδο; Αυτά τα ερωτήματα φωτίζονται μέσα από τις αναλύσεις που συνέταξαν η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα και το βρετανικό προξενείο της Πάτρας το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1917, επιχειρώντας να αποτυπώσουν την έκταση της γερμανοφιλίας, ενεργητικής και λανθάνουσας, μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού, καθώς και την ένταση της γερμανικής προπαγάνδας στην πόλη της Πάτρας και στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. Άλλωστε τα βρετανικά προξενεία αποτέλεσαν, και στις ουδέτερες χώρες όπως υπήρξε η Ελλάδα για την περίοδο 1914–1917, προπύργια της φιλο-Ανταντικής (και αντιγερμανικής) προπαγάνδας (Sanders/Taylor, 1982, 34-36).

Περιεχόμενα

Η τοπική διάσταση της «γερμανικής απειλής»: η περίπτωση της Πάτρας

Ξεχωριστό ενδιαφέρον για την προβληματική μας παρουσιάζουν δύο αναλύσεις του βρετανικού προξενείου της Πάτρας και της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα που αφορούν στο ζήτημα της γερμανικής προπαγάνδας1 και συντάχθηκαν τον Ιούλιο και τον Νοέμβριο του 1917 αντίστοιχα. Η έμφαση στην πόλη της Πάτρας ερμηνεύεται από τους Βρετανούς με βάση την παρουσία ενός σημαντικού, ως προς την οικονομική και κοινωνική του επιρροή, γερμανικής προέλευσης πληθυσμού, τους σημαντικούς επίσης εμπορικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη Γερμανία αλλά και τη θεώρησή της ως προπύργιο του αντιβενιζελισμού.2

Οι εμπορικοί δεσμοί της Πάτρας με τη Γερμανία χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα με την ανάδειξη της πόλης σε μεγάλης σπουδαιότητας, για την εθνική οικονομία, εξαγωγικό κέντρο σταφίδας (Μούλιας, 2005). Εμβληματικές για την τοπική κοινωνία υπήρξαν οι προσωπικότητες των Θεόδωρου Άμβουργερ και Γουσταύου Κλάους, οι οποίοι διηύθυναν τον εμπορικό οίκο Φελς & ΣΙΑ και στη συνέχεια ανέπτυξαν σημαντική επιχειρηματική δράση στην περιοχή. Ο Άμβουργερ, αφιχθείς στην Πάτρα το 1847, παράλληλα προς την επιχειρηματική του δράση, διετέλεσε πρόξενος της Πρωσίας, ενώ πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εμπορικού Συλλόγου και της Εμπορικής Λέσχης της πόλης (Μπακουνάκης, 2005, 76). Ορόσημο για την τοπική οικονομία μπορεί να θεωρηθεί η ίδρυση της οινοποιίας Αχάια Κλάους το 1861, από τον βαυαρό Γουσταύο Κλάους. Ο Κλάους είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα το 1854, ενώ το 1858 απέκτησε και την ιδιότητα του προξένου της Βαυαρίας στην πόλη, θέση που διατήρησε μέχρι και τον θάνατό του το 1908 (στο ίδιο). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η αύξηση της ζήτησης από τη γερμανική (και ολλανδική) αγορά για την ελληνική σταφίδα στη δεκαετία του 1890 –μεσούσης της σταφιδικής κρίσης– ήταν βαρύνουσας σημασίας για την ελληνική οικονομία (Πιζάνιας, 1988, 66–68).

Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία της πόλης, που την καθιστούσε προνομιακό τόπο της γερμανικής προπαγάνδας, συνοψίζεται εύγλωττα στην ακόλουθη περιγραφή της βρετανικής πρεσβείας: «Η Πάτρα, μέχρι πολύ πρόσφατα, φιλοξενούσε μια σημαντική γερμανική αποικία, αποτελούμενη από πλούσιους εμπόρους και τις οικογένειές τους, που είχαν ζωτικά εμπορικά και γεωργικά συμφέροντα […] καθώς και πράκτορες [agents] σε κάθε πόλη και χωριό σε ολόκληρη την Πελοπόννησο».3 Η σχετική ανάλυση σημείωνε επίσης πως η εν λόγω κοινότητα είχε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στη διεξαγωγή προπαγάνδας απ’ ό,τι οι ανάλογες ομάδες που ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας. Προσδιόριζε εμφατικά, μεταξύ των ευνοϊκών παραγόντων για την ανάπτυξη της φιλογερμανικής προπαγάνδας, την ισχύ των φιλοβασιλικών και αντιβενιζελικών αισθημάτων στην περιοχή, καθώς και την πολιτική επιρροή του καταγόμενου από την Πάτρα, ηγετικού στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης,4 και επικεφαλής του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, Δημητρίου Γούναρη (βλ. σχετικά Χριστοπούλου,  2017). Εντούτοις, η μονοσήμαντη πρόσληψη της Πάτρας ως αντιβενιζελικού προπυργίου θα πρέπει να σχετικοποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική πολιτική επιρροή και του βενιζελισμού στην περιοχή. Είναι ενδεικτικό ότι κατά τα έτη 1910–1914 ο πατραϊκός τύπος έχει φιλοβενιζελικό προσανατολισμό, ενώ μόλις στα 1915 ξεκινά η έκδοση της Εθνικής, μιας ακραιφνώς αντιβενιζελικής εφημερίδας (βλ. και Τόμπρος, 2010, 117 και 130). Αλλά και οι διαθέσιμες αναλύσεις των εκλογών του 1915 (Μάϊου και Δεκεμβρίου) δεν συνηγορούν υπέρ της θεώρησης της αχαϊκής πρωτεύουσας ως αντιβενιζελικού «κάστρου» πριν το 1926.5 Για την ερμηνεία της βρετανικής αντίληψης σχετικά με τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Πάτρα ως ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τη γερμανική προπαγάνδα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η δυναμική παρουσία των Επιστράτων στην πόλη. Ειδικότερα, η ιδρυτική συνάντηση της οργάνωσης των Επιστράτων Πάτρας πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 1916 και οι συμμετέχοντες εκτιμώνται σε 1400, ενώ την ίδια περίοδο συγκροτήθηκαν οι σύνδεσμοι Επιστράτων Αιγίου και Αχαΐας (Καλποδήμου/Κόνδης, 2015, 157).6

Παρά την πολιτική αλλαγή που είχε σημειωθεί στην Αθήνα και την επικράτηση του Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1917, οι βρετανοί διπλωμάτες εμφανίζονταν πεπεισμένοι, τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, πως η ισχύς των αντιβενιζελικών και αντι-Ανταντικών αισθημάτων στην Πάτρα, καθώς και σε μεγάλα τμήματα της Πελοποννήσου, παρέμενε αμείωτη. Ως εκ τούτου, θεωρούσαν πιθανό σημαντικά κομμάτια του ντόπιου πληθυσμού να είναι πρόθυμα να «ενισχύσουν τον εχθρό με περισσότερους από έναν τρόπους».7 Αξίζει να τονιστεί ότι η βρετανική πλευρά έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για την έκταση της γερμανοφιλίας στο σύνολο της ελληνικής περιφέρειας και διερευνούσε τις προεκτάσεις προϋπαρχόντων πολιτισμικών και οικονομικών παραγόντων στην εκάστοτε συγκυρία. Ένα τέτοιο παράδειγμα, πλην της Πάτρας, αποτελούσε και η πόλη του Αγρινίου λόγω της σημασίας της γερμανικής αγοράς για το τοπικό προϊόν του καπνού.8 Η κυριότερη πηγή ανησυχίας για τους βρετανούς αξιωματούχους ήταν η εικαζόμενη λειτουργία δικτύων αποτελούμενα από έλληνες και ξένους (ως επί το πλείστον γερμανούς, αλλά όχι αποκλειστικά) πολίτες, τα οποία αποτελούσαν φορείς προώθησης της γερμανικής προπαγάνδας. Ιδιαίτερη πηγή προβληματισμού σε αυτήν την προσπάθεια ταυτοποίησης των φιλογερμανικών δικτύων ήταν η στελέχωση των προξενείων των ουδέτερων χωρών είτε με γερμανούς αξιωματούχους είτε με φίλα προσκείμενους σε αυτούς (προερχόμενους από την Αυστροουγγαρία, τη Βουλγαρία ή την Οθωμανική αυτοκρατορία).9

Τον Μάρτιο του 1916 οι συλλήψεις δύο Γερμανών στην Πάτρα από συμμαχικά αγήματα, με την κατηγορία της κατασκοπίας, είχαν τροφοδοτήσει τα πρωτοσέλιδα του αντιβενιζελικού τύπου με πύρινα άρθρα για τη «βία των ισχυρών» και την παραβίαση της ελληνικής κυριαρχίας.10 Τον Απρίλη του επόμενου έτους, οι Times του Λονδίνου σημείωναν επιτιμητικά ότι η ελληνική κυβέρνηση κωλυσιεργούσε να εναρμονιστεί στις βρετανικές απαιτήσεις «ως εάν η Αντάντ και η Ελλάδα να ήταν δυο συμβαλλόμενα μέρη διαπραγματευόμενα τους όρους κάποιας συνθήκης». «Πάνω απ’ όλα», συνέχιζε ο ανταποκριτής των Times, «η κυβέρνηση δεν έχει κάνει το τελευταίο βήμα αναφορικά με τους Γερμανούς και Γερμανόφιλους στην Ελλάδα. Τους έχει δοθεί χρόνος, από την πρώτη Δεκέμβρη [1916] να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγεία».11 Στη χρονική συγκυρία που εξετάζουμε, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του γερμανικής καταγωγής Herman Stoltenhoff, ο οποίος υπηρετούσε ως υποπρόξενος της Νορβηγίας και, σύμφωνα με τις βρετανικές αρχές, ήταν επικεφαλής ενός καλά οργανωμένου δικτύου «αυστρο-γερμανικής προπαγάνδας»12. Το εν λόγω πρόσωπο, που συνδεόταν με την εταιρεία Stoltenhoff and Lucas, η οποία είχε ενταχθεί στη βρετανική μαύρη λίστα εμπορικών συναλλαγών (‘Statutory Black List’)είχε εξαιρεθεί από τις απελάσεις γερμανών και αυστριακών πολιτών από την Πάτρα επειδή διέθετε ελληνική υπηκοότητα. Ωστόσο, το βρετανικό προξενείο ενημέρωνε τους πολιτικούς του προϊσταμένους ότι ο Stoltenhoff ήταν εκείνη τη στιγμή «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Πάτρα» –συντονιστής όλης της «γερμανικής προπαγάνδας»– και επέμενε ότι θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε να εγκαταλείψει την πόλη το συντομότερο δυνατό. Επιπλέον, θεωρείτο ότι ο Stoltenhoff συγκέντρωνε πληροφορίες για τις κινήσεις του γαλλικού στόλου και ότι είχε διαύλους επικοινωνίας με τα γερμανικά υποβρύχια.13

Δευτερευόντως, το έγγραφο εφιστούσε την προσοχή και στον ρόλο του επίσης Γερμανού στην καταγωγή, προξένου της Ελβετίας, Carl Müller. Επισήμανε ότι και ο Müller ήταν πλέον έλληνας υπήκοος, αν και αμφισβητούσε τη νομιμότητα της απονομής υπηκοότητας εν καιρώ πολέμου. Παρότι για τον ίδιο προσωπικά οι Βρετανοί δεν διέθεταν πληροφορίες ότι συμμετείχε σε οποιαδήποτε εχθρική προς την Αντάντ δραστηριότητα, εντούτοις σημείωναν ότι η κόρη του, Emma, έδινε την εντύπωση ενός «πολύ επικίνδυνου και ανέντιμου ατόμου».14

Σε τι συνίστατο όμως η δραστηριότητα αυτού του γερμανικού προπαγανδιστικού δικτύου, σύμφωνα με τη βρετανική ανάλυση, η οποία διαπίστωνε ότι η φιλογερμανική προπαγάνδα στην Πάτρα είχε εισέλθει σε νέα, πλέον, φάση; Η «διασπορά ψευδών ειδήσεων» και «φημών» σχετικά με την έκβαση του πολέμου, και μάλιστα «με τον πιο έξυπνο τρόπο» ώστε να καθίσταται αδύνατη η ταυτοποίηση της προέλευσής τους περιγραφόταν από τους Βρετανούς ως η κύρια πλέον δράση της γερμανικής προπαγάνδας στην περιοχή.15 Τον Νοέμβριο του 1917 η ανάλυση της βρετανικής πρεσβείας διεπίστωνε εκ νέου ότι η «Πάτρα είναι αναμφίβολα ένα από τα κέντρα της [φιλογερμανικής] προπαγάνδας στην Πελοπόννησο, αν όχι των εχθρικών ενεργειών κατά μήκος της παράκτιας ζώνης».16 Οι Βρετανοί απέδιδαν μεγάλο μέρος ευθύνης για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και στην ελληνική πλευρά, και συγκεκριμένα στην «ανικανότητα των αστυνομικών αρχών», στη μεγάλη ελευθερία κινήσεων που απολάμβαναν ξένοι υπήκοοι στην ελληνική επικράτεια, καθώς και στην απουσία ενός αυστηρού νομοθετικού πλαισίου λογοκρισίας και ελέγχου των προς δημοσίευση πληροφοριών κατά το πρότυπο της «Πράξης για την Προστασία της επικράτειας» (Defence of the Realm Act),17 η οποία είχε τεθεί σε ισχύ στη Μ. Βρετανία με την κήρυξη του πολέμου (Sanders/Taylor, 1982, 9). Σημείωναν, μάλιστα, ότι όλα αυτά αποκτούσαν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς το «καθεστώς της ίδιας της χώρας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε σταθεροποιηθεί».18 Ως ικανοποιητική αξιολογούσαν τη συμβολή των στρατευμάτων της Εθνικής Αμύνης στην περιφρούρηση της τάξης στην Πελοπόννησο, αλλά εξέφραζαν ανησυχία ότι γίνονταν στοχευμένες προπαγανδιστικές ενέργειες με στόχο να υπονομεύσουν τη νομιμοφροσύνη και της συγκεκριμένης ομάδας.19 Σε κάθε περίπτωση, οι Βρετανοί ήταν πεπεισμένοι ότι οι ελληνικές αρχές δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την πρόκληση της γερμανικής προπαγάνδας –όντας «κοινοί ερασιτέχνες»– παρά μόνο αν λάμβαναν συστηματική καθοδήγηση από τους ίδιους.20

Ξεχωριστή πηγή ανησυχίας για τους Βρετανούς αποτελούσε η γερμανική πολιτιστική επιρροή στον ντόπιο πληθυσμό. Αποτιμώντας το σύνολο των πλεονεκτημάτων που απολάμβανε η γερμανική προπαγάνδα θεωρούσαν πως «εκατοντάδες Έλληνες που έχουν μολυνθεί διεξοδικά από τις ολέθριες δραστηριότητες των Γερμανών προπαγανδιστών είναι σήμερα ένθερμοι γερμανόφιλοι».21 Ο φόβος για τη διαβρωτική επίδραση της γερμανικής κουλτούρας διατυπώνεται και με αφορμή την «υπερβολική ελευθερία» που απολάμβαναν, κατά την κρίση των Βρετανών, οι γερμανοί, αυστριακοί και οθωμανοί αιχμάλωτοι στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα οι «πιο μορφωμένοι από αυτούς τους αιχμαλώτους να κάνουν μαθήματα σε πολλούς Έλληνες και να τους εμποτίζουν, χωρίς αμφιβολία, με τις θεωρίες περί Kultur της Πατρίδας τους [Fatherland]». Η βέλτιστη λύση για τους Βρετανούς θα ήταν οι ελληνικές αρχές να τους παραδώσουν στους Βρετανούς ή τους Γάλλους ή να τους εκτοπίσουν σε κάποιο νησί, «μακριά από την περιοχή που έχουν επιμολύνει».22 Άλλωστε, στον βρετανικό χώρο ήταν διαδεδομένη η πρακτική της απέλασης και της φυλάκισης [internment] Γερμανών, υπηκόων της Αυστροουγγαρίας, Τούρκων και Βουλγάρων ως εχθρικών οντοτήτων [enemy aliens] σε απομονωμένα στρατόπεδα. Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την κατά το ένα τρίτο μείωση του μεγέθους της γερμανικής κοινότητας στη Βρετανία (Pannayi/Manz, 2020).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι βρετανοί διπλωμάτες φαίνεται επηρεασμένο από τις βασικές κατευθύνσεις της αντιγερμανικής προπαγάνδας στη βρετανική επικράτεια. Σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα η Γερμανία βρέθηκε να ενσαρκώνει όλα τα χαρακτηριστικά της αρνητικής όψης του εθνικισμού: επεκτατισμός, μιλιταρισμός, απολυταρχία. Ακόμη και γερμανικής καταγωγής βρετανοί διανοούμενοι και προπαγανδιστές στην πρωτοπορία του πατριωτικού αγώνα εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων ιδιωτικά εξέφραζαν τη δυσφορία τους για την υποχρέωση που είχαν αναλάβει να προπαγανδίζουν τις διαβολικές «αρετές» των Γερμανών.23 Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι μια από τις συνήθεις μεταφορές που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την πολιτισμική απειλή που ενσαρκώνει ο γερμανός εχθρός είναι αυτή της μολυσματικής νόσου. Η βρετανική πολεμική εμπλοκή θεωρείται ότι στόχο έχει παράσχει τα αντισώματα που έχει ανάγκη το ευρωπαϊκό σώμα για να αντικρούσει το «δηλητήριο» του γερμανικού εθνικισμού.

Η γερμανική προπαγάνδα και ο τοπικός τύπος

Ο τύπος, εθνικός και τοπικός, διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στη διαμεσολάβηση της πολιτικής σύγκρουσης και στην παγίωση της πόλωσης στη συγκυρία του Εθνικού Διχασμού (Παπαδημητρίου, 1990). Στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης που αφορά στα στρατόπεδα και στα διακυβεύματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο λόγος του τύπου είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διαπραγμάτευση των παραταξιακών ταυτοτήτων σε συνάφεια με τα εθνικά στερεότυπα για εχθρικές και φίλιες χώρες και με την εθνική αυτοεικόνα (Λιαλιούτη, 2020, 245–264). Ο ρόλος του τύπου στη δημόσια σφαίρα της εποχής συνδέεται, άλλωστε, και με το γεγονός ότι ο ελληνικός τύπος βρέθηκε στο επίκεντρο της μάχης της προπαγάνδας μεταξύ Μ. Βρετανίας και Γερμανίας, με την ιστορική έρευνα να έχει φέρει στο φως συστηματικές προσπάθειες άσκησης επιρροής στο περιεχόμενο του ελληνικού τύπου και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.24

Στη χρονική στιγμή που εξετάζουμε, οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι ο τοπικός τύπος της Πάτρας αποτελούσε πρόσφορο έδαφος διάδοσης της φιλογερμανικής προπαγάνδας. Ξεχωριστή αναφορά γινόταν στην εφημερίδα Εθνική, και ιδιαίτερα στην αρθρογραφία του Αριστείδη Σταυρόπουλου, ναυτικού πράκτορα στην περιοχή του Αιγίου, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως «κατάσκοπος» των Γερμανών και ως ο «χειρότερος εχθρός» των Βρετανών. Για το συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως και για έναν ακόμη έμπορο και «φανατικό Γουναρικό», διατυπωνόταν η εξής προτροπή: «Για όνομα του Θεού, Κύριε, αν υπάρχει η δυνατότητα, αφήστε αυτούς τους δύο τελευταίους, τον ΔΗΜΟΠΟΥΛΟ & τον ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟ να τους κρεμάσουν, καθώς δεν είναι Έλληνες αλλά αληθινοί Γερμανοί».25 Παρότι τα αρχεία των εφημερίδων κατά την ταραγμένη περίοδο του Διχασμού εμφανίζουν σημαντικές ελλείψεις, εντούτοις η περίπτωση της εφημερίδας Νεολόγος Πατρών26μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα του ουδετερόφιλου,27 και συχνά αντι-Ανταντικού λόγου. Αν και το έντυπο δεν υιοθετεί μια ξεκάθαρα φιλογερμανική στάση, ωστόσο αναπαράγει, στη συγκυρία του 1917, δύο βασικές θέσεις της γερμανικής προπαγάνδας: α) το επιχείρημα περί της γερμανικής ισχύος βάσει του οποίου η γερμανική νίκη στον πόλεμο ήταν εξαιρετικά πιθανή, β) το επιχείρημα περί της έλλειψης ηθικού ερείσματος της Αντάντ (Welch, 2000, 58–64 και 127–134). Αυτό το τελευταίο επιχείρημα συνιστούσε αναίρεση της κεντρικής προπαγανδιστικής θέσης της βρετανικής προπαγάνδας σύμφωνα με την οποία η αναμέτρηση με τη Γερμανία –με τον γερμανικό μιλιταρισμό κατά τη στερεοτυπική διατύπωση– ερμηνευόταν με βάση τις αξίες της δημοκρατίας, του (χριστιανικού) πολιτισμού και της ελευθερίας σε αντίθεση με τη βαρβαρότητα της γερμανικής Kultur.

Βασικό μέσο για την προώθηση αυτού του ερμηνευτικού σχήματος υπήρξε, για τους βρετανούς προπαγανδιστές, η εστίαση στα γερμανικά εγκλήματα πολέμου σε βάρος αμάχου πληθυσμού στις υπό κατοχή χώρες, με έμφαση στις περιπτώσεις της Γαλλίας και του Βελγίου.28 Από την πλευρά της, η γερμανική προπαγάνδα επιχειρούσε να αμφισβητήσει τη βασιμότητα αυτών των ισχυρισμών και να προβάλει περιπτώσεις βάναυσης μεταχείρισης Γερμανών από τις δυνάμεις της Αντάντ (Welch, 2000, 62–64). Η σημασία αυτών των δύο θέσεων στον πόλεμο της προπαγάνδας των δύο αντιμαχόμενων πλευρών καταδεικνύεται από την κυκλοφορία των ακόλουθων εκδόσεων, τις οποίες κατάσχεσαν οι Βρετανοί το Μάρτιο του 1918. Η πρώτη από αυτές έχει τίτλο «Γερμανικά κακουργήματα; Απάντησις εις τον λίβελλον του Joseph Bédier βασιζομένη επί γαλλικών εγγράφων» και υπογράφεται από τον Δρ. Μαξιμιλιανό Κούτνερ, φερόμενο ως καθηγητή στο Γυμνάσιο της Αυγούστας στο Βερολίνο. Η ελληνική μετάφραση είχε εκδοθεί στην Αθήνα στα 1916. Το δεύτερο προπαγανδιστικό κείμενο φέρει τον τίτλο «Η Νίκη της Γερμανίας» και αποτελεί επίσης μετάφραση από τα γερμανικά που είχε εκδοθεί στη Λειψία το 1915 και υπογράφεται από τον Αριστοτέλη Π.29 Σε ό,τι αφορά τον πατρινό τύπο, αξίζει να σχολιαστεί η υποδοχή των βαρυσήμαντων ομιλιών του πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας, Λόιντ Τζώρτζ και του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Γούντροου Ουίλσον, τον Ιανουάριο του 1917, από τον Νεολόγο Πατρών. Οι δύο αυτές ομιλίες αποτελούν ορόσημα σε ό,τι αφορά την προπαγάνδα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διότι προσδιόρισαν το ιδεολογικό περιεχόμενο της σύγκρουσης για την εγχώρια και τη διεθνή κοινή γνώμη. Σχολιάζοντας λοιπόν την ομιλία του Λόιντ Τζωρτζ, η οποία περιέγραψε το «σκοπό του πολέμου» από τη βρετανική οπτική, ο Νεολόγος υποστήριξε πως:

Ό,τι είχομεν σημειώσει άλλοτε περί των ενδομύχων διαθέσεων της Αγγλίας, και των ελατηρίων, τα οποία την κινούσιν εν τω παρόντιπωλέμου, διεπιστώθη κατά τον επισημότερον τρόπον διά του τελευταίου λόγου του νέου Πρωθυπουργού της. Είτε εν τη μέθη του λυρισμού του, όστις διέκρινε τον λόγον του τούτον, είτε υπό του κράτους του υπερφίαλου εγωισμού του, ο κ. Λόϋδ Τζώρτζ, άφησε να εκστομηθή, ότι μόνος ο αστήρ της Αγγλίας μεσουρανεί σήμερον εν των στερεώματι των Συμμάχων, και ότι οι αγαθοί ούτοι φίλοι της, καταπονηθέντες οικονομικώς –και ίσως και ηθικώς–, δεν αποτελούσι πλέον ή παραφυάδας οφειλούσας την ύπαρξίν των εις τον υψίκομονκορμόν, υπό του οποίου λαμβάνουσι την ζωήν. Ούτως επαληθεύει η πρόρρησις, ότι η Αγγλία δεν εργάζεται μόνον όπως καταστρέψη την Γερμανίαν, αλλά και δια να καταστήση τους Συμμάχους της υποτελείς […].30

Λίγες μέρες αργότερα, ο Νεολόγος υποδέχεται επαινετικά το «σπουδαίον διάγγελμα» του αμερικανού προέδρου σχετικά με τις αρχές που θα διέπουν το μεταπολεμικό κόσμο, αν και υπογραμμίζει ότι αυτό χαρακτηρίζεται από «υπερβολικήν αισιοδοξίαν». Η εφημερίδα αμφισβητεί ότι οι δύο μεγάλες εμπόλεμες δυνάμεις, η Γερμανία και η Αγγλία, θα εναρμονιστούν με τις εξαγγελίες του Ουίλσον. Ο σκεπτικισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει η εφημερίδα τον μελλοντικό ρόλο της Βρετανίας στη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων απέχει, αναμφισβήτητα, από τις προσδοκίες των βρετανών προπαγανδιστών. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Νεολόγου, το όραμα του Ουίλσον είναι καταδικασμένο να προσκρούει είτε στο «μιλιταρισμόν» της Γερμανίας είτε στον «μαρινισμόν»31 της Βρετανίας διότι «οι ισχυροί θα συνεχίσωσι την αιματηράν τραγωδίαν, ακριβώς ίνα εξασφαλίσωσι την ηγεμονίαν των».32 Την κριτική στην ηγεσία των δυνάμεων της Αντάντ συμπληρώνει η εξαιρετικά καυστική τοποθέτηση της εφημερίδας για τον ρόλο της Γαλλίας33 με αφορμή ομιλία του πρωθυπουργού Μπριάν στη γαλλική βουλή. Με αφετηρία τη σφοδρή κριτική στις γαλλικές πιέσεις έναντι της κυβέρνησης της Αθήνας, ο Νεολόγος καταλήγει να υποστηρίξει ότι οι τοποθετήσεις του γάλλου πρωθυπουργού «θα σημειώσουν μιας σελίδα εις την σύγχρονον Γαλλικήν ιστορίαν, διαψεύδουσα ολόκληρον το παρελθόν της». Αφενός λοιπόν η εφημερίδα καταλογίζει στη γαλλική δημοκρατία έκπτωση αρχών και αξιών και αφετέρου καυτηριάζει τις παρεμβάσεις της Γαλλίας στην ελληνική πολιτική σκηνή ως βάναυση καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μιας μικρής χώρας από τους «ισχυρούς». Αυτή η αξιολόγηση του γαλλικού ρόλου επηρεάζει και τη συνολική πρόσληψη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως μιας σύγκρουσης στερούμενης ηθικού περιεχομένου: «εν τω παρόντιπολέμω συγχωρείται η καταρράκωσις πάσης αρχής, διά την οποίαν κυρίως εκαυχάτο και υπερηφανεύετο η Γαλλία των παρωχημένων χρόνων;»34 Το ίδιο χρονικό διάστημα, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, φιλοξενούνταν και αναλύσεις που προέβαλαν το στοιχείο της γερμανικής ισχύος με έμφαση στο μέτωπο του πολέμου των υποβρυχίων. Ο τελευταίος αποτελούσε επίσης ένα σημαντικό θέμα για τους δύο αντίπαλους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, το βρετανικό και το γερμανικό, με τους Βρετανούς να το χρησιμοποιούν ως παράδειγμα της έλλειψης ηθικών αναστολών και της βαρβαρότητας των Γερμανών.35 Στην αρθρογραφία του συγκεκριμένου πατρινού εντύπου, οι επιδόσεις των Γερμανών στον πόλεμο των υποβρυχίων δεν συνοδεύονται από κάποιο ηθικής τάξης σχόλιο, αλλά ερμηνεύονται ως έκφραση της γερμανικής αποτελεσματικότητας και αποφασιστικότητας. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «[ο]ι Γερμανοί δεν λέγουν λόγια. Δεικνύουν έργα», ενώ διατυπώνεται και το ερώτημα «αν ήναι πλέον θαλασσοκράτειρα η Αγγλία».36

Από τα παραπάνω ενδεικτικά παραθέματα καθίσταται σαφές ότι στην περίπτωση της αχαϊκής πρωτεύουσας, τα ερμηνευτικά σχήματα της βρετανικής προπαγάνδας για τον Μεγάλο Πόλεμο τίθενται υπό αμφισβήτηση στον δημόσιο λόγο. Στη σχετική επιχειρηματολογία υπεισέρχεται η αντίληψη ότι ο πόλεμος αποτελεί ένα είδος ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, που αφορά τις ισχυρές χώρες και όχι τις μικρότερες, όπως η Ελλάδα (βλ. και Λιαλιούτη, 2020).

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και προπαγάνδα: διεθνής και περιφερειακή διάσταση

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική επικράτεια έγινε πεδίο διεξαγωγής ανταγωνιστικών προπαγανδιστικών προγραμμάτων από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Οι βασικές συνιστώσες της αγγλογαλλικής και γερμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, καθώς και η δράση των πρωταγωνιστών σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, όπως ο Ιωάννης Γεννάδιος ή διανοούμενοι όπως ο Ronald Burrows έχει ερευνηθεί ενδελεχώς.37 Ωστόσο, η περιφερειακή διάσταση αυτής της σύγκρουσης στο πεδίο της προπαγάνδας, μπορεί να αναδειχτεί περαιτέρω με έμφαση στο σύνολο των δρώντων που εμπλέκονται στη διενέργεια προπαγάνδας, όπως είναι τα προξενεία, ο τύπος και τα δίκτυα φυσικών προσώπων που αλληλεπιδρούν με άλλες σφαίρες δραστηριότητας, όπως είναι το εμπόριο. Η εστίαση στο τοπικό επίπεδο μας επιτρέπει να αναδείξουμε επιμέρους διαστάσεις γενικότερων φαινομένων και να αντιληφθούμε καλύτερα πώς γενικές πολιτικές κατευθύνσεις διαθλώνται και αναπαράγονται, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία έντονης πόλωσης και πολιτικής αστάθειας για την Ελλάδα. Τέλος, η μελέτη της αντιγερμανικής βρετανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα μας επιτρέπει να ανασυγκροτήσουμε ένα σύνολο πολιτισμικών στερεοτύπων, εικόνων και ιδεών, που τροφοδοτούν αντιλήψεις για τον «γερμανό εχθρό» και καθορίζουν προσλήψεις της ελληνικής πραγματικότητας.

Περίληψη

Το παρόν άρθρο παρουσιάζει πτυχές των ελληνογερμανικών και ελληνοαγγλικών διασταυρώσεων σε μια κομβική περίοδο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας επιχειρώντας να αποτυπώσει την αλληλεπίδραση γεωπολιτικών, εθνικών και περιφερειακών παραγόντων στο πεδίο της προπαγάνδας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ειδικότερα, επισκοπεί τις βασικές διαστάσεις της βρετανικής αντιγερμανικής προπαγάνδας στην ελληνική επικράτεια την περίοδο 1917–1918, εστιάζοντας σε μια σειρά έγγραφων αναφορών των βρετανικών προξενικών αρχών της Πάτρας, καθώς και σε αναλύσεις της βρετανικής πρεσβείας. Παράλληλα, αναλύει τις στάσεις μερίδας του τοπικού τύπου προκειμένου να ανασυνθέσει το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η μάχη της προπαγάνδας στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Η έμφαση στο μικρο-επίπεδο μιας σημαντικής πόλης της λεγόμενης παλαιάς Ελλάδας μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την αποτύπωση διαφορετικών ρεπερτορίων προπαγανδιστικής δράσης, καθώς και τη διαδικασία κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων (εθνικών και παραταξιακών).

Σημειώσεις

  1. Σχετικά με τη γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή βλ. Δορδανάς, 2020.
  2. Τον Δεκέμβριο του 1916 ο άτυπος βρετανός εκπρόσωπος του Βενιζέλου στη Βρετανία Ronald Burrows μετέφερε στους Times του Λονδίνου αποσπάσματα αλληλογραφίας με τον Βενιζέλο στα οποία γινόταν εκτεταμένη αναφορά στην Πάτρα, και σε στρατιωτικές περιπολίες των αντιβενιζελικών δυνάμεων στην πόλη και το λιμάνι. Ronald Burrows, “The Greek Rebuff”, The Times, 04.12.1916 (βλ. Leontaritis, 1980, 175).
  3. TNA/FO/286/665/327 (26.11.1917). Βλ. και «Greece not at War: Ministers to Enemy countries recalled», The Balkan News 241 (2017), Θεσσαλονίκη, 2-3.
  4. Στο ίδιο.
  5. Για μια ανάλυση των εκλογών του 1915 βλ. Οικονόμου, 1989, 367–385. Επίσης, με βάση τους υπολογισμούς του Αλ. Παπαναστασίου στις κρίσιμες εκλογές του 1920, στο σύνολο της περιφέρειας Αχαΐας-Ήλιδος το ποσοστό των φιλελευθέρων εκτιμάται σε 45,8%, που είναι το ισχυρότερό τους στην παλαιά Ελλάδα (βλ. Παπαναστασίου, 1923, 98–99). Ευχαριστούμε θερμά τον Παναγιώτη Κουστένη για τις σχετικές επισημάνσεις.
  6. https://argolikoslibrary.files.wordpress.com/2018/07/cebf-ceb1cebdcf84ceafcebacf84cf85cf80cebfcf82-cf84cebfcf85-ceb5ceb8cebdceb9cebacebfcf8d-ceb4ceb9cf87ceb1cf83cebccebfcf8d-1915-1917-cf83.pdf (πρόσβαση: 01.11.2020 ).
  7. TNA/FO/286/665/327 (26.11.1917).
  8. TNA/FO/268/546/3 (26.11.1917).
  9. TNA/FO/286/672/529 (06.06.1917); TNA/FO/286/672/529 (05.07.1917); TNA/FO/286/672/529 (14.07.1917).
  10. Σφαίρα, 14.03.1916, 1 Σφαίρα, «Οδυνηραί δοκιμασίαι διά την Ελλάδα», 15.03.1916, 1.
  11. «Greece still defying the Allies, The Times, 23.04.1917, 7.
  12. TNA/FO/286/672/529 (27.07.1917).
  13. Στο ίδιο.
  14. Στο ίδιο.
  15. Στο ίδιο.
  16. TNA/FO/286/665/327 (26.11.1917).
  17. Στο ίδιο.
  18. TNA/FO/286/665/327 (26.11.1917).
  19. Στο ίδιο.
  20. Στο ίδιο.
  21. Στο ίδιο.
  22. Στο ίδιο.
  23. Βλ. λ.χ. Seton-Watson/Wilson/Zimmern/Greenwood, 1914· Messinger, 1992· Monger, 2012· Wallace, 1988· Giannakopoulos, 2015, κεφ. 4· Holthaus, 2020.
  24. Σχετικά με τις βρετανικές προσπάθειες άσκησης προπαγάνδας μέσω του ελληνικού τύπου, βλ. Sanders/Taylor, 1982, 117–118· Maiolo/Insall, 2012, 819–839· Ριζάς, 2019, 78–79. Σχετικά με τις γερμανικές προσπάθειες άσκησης προπαγάνδας μέσω του ελληνικού τύπου βλ. Leontaritis, 72–73· Μαυρογορδάτος, 2015, 39· Καλποδήμου/Κόνδης, 2015, 155–156.
  25. TNA/FO/286/665/1 (21.12.1917).
  26. Η εφημερίδα ξεκινάει την έκδοσή της το 1894 και η κυκλοφορία της σταματά το 1972. Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω του βενιζελικού της προσανατολισμού τα γραφεία της δέχτηκαν επίθεση από ομάδα επιστράτων το Σεπτέμβριο του 1916 (βλ. Καλποδήμου/Κόνδης, 2015, 162).
  27. Τα ερμηνευτικά σχήματα που απαντώνται στη μαζική ιδεολογική σκέψη της περιόδου συνηγορούν υπέρ της θέσης ότι η πολιτική της ουδετερότητας, από το 1915 και εξής, αποτελούσε συγχρόνως επιλογή μιας μερίδας της ελληνικών ελίτ αλλά και μιας υπολογίσιμης μερίδας της κοινής γνώμης, (βλ. σχετικά Ριζάς, 2019, 55). Βλ. επίσης και τις εκτιμήσεις του γερμανού στρατιωτικού ακολούθου Falkenhausen για τις ουδετερόφιλες τάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης στο Δορδανάς/Καλογρηάς, 2020.
  28. Bryce,  1915· Toynbee, The German Terror in Belgium, 1917· Toynbee, The German Terror in France, 1917· Sanders/Taylor, 1982, 148–158. Σχετικά με την προβολή από τον ελληνικό τύπο των γερμανικών ωμοτήτων στο κατεχόμενο Βέλγιο βλ. Δορδανάς/Καλογρηάς, 2020.
  29. TNA/FO/268/674/567 (01.03.1918).
  30. Νεολόγος Πατρών, κύριο άρθρο: «Η Αγγλία και οι Σύμμαχοι», 05.01.1917, 1.
  31. Η έννοια του ‘μαρινισμού’ αναφέρεται στην επιδίωξη εδραίωσης μιας ναυτικής αυτοκρατορίας από τη Μ. Βρετανία και στη συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιείται σε συνάφεια με τον γερμανικό μιλιταρισμό.
  32. Νεολόγος Πατρών, κύριο άρθρο: «Το Διάγγελμα του Ουίλσωνος», 12.01.1917, 1.
  33. Σχετικά με την αρνητική πρόσληψη της γαλλικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1916–1917 βλ. Λιαλιούτη, 2020.
  34. Νεολόγος Πατρών, κύριο άρθρο: «Ο Λόγος του κ. Μπριαν», 18.01.1917, 1.
  35. Σχετικά με την προβολή του πολέμου των υποβρυχίων από τη γερμανική προπαγάνδα βλ. Welch, 2000, 129–134. Σχετικά με την πραγμάτευση του ίδιου θέματος από τη βρετανική προπαγάνδα βλ. Sanders/Taylor, 1982, 131–133, 173–177.
  36. Νεολόγος Πατρών, «Τορπιλλίσεις», 11.01.1917, 1.
  37. Βλ. μεταξύ άλλων Maiolo/Insall, 2012· Lemonidou, 2007· Lemonidou, 2014, 273–291· Leontaritis, 1980.

Βιβλιογραφία

1915. Ο Εθνικός Διχασμός
Γιώργος Μαυρογορδάτος (Συγγραφέας)
2015
British Propaganda and the State in the First World War
G. S. Messinger (Συγγραφέας)
1992
British Propaganda during the First World War (1914-1918)
Michael Sanders (Συγγραφέας), Philip M. Taylor (Συγγραφέας)
1982
Enemies in the Empire: Civilian Internment in the British Empire during the First World War
Pannikos Pannayi (Συγγραφέας), Stefan Manz (Συγγραφέας)
2020
Greece and the First World War: From neutrality to Intervention 1917-1918
George B. Leontaritis (Συγγραφέας)
1980
La Grèce vue de France pendant la Première guerre mondiale; entre censure et propagandes
Elli Lemonidou (Συγγραφέας)
2007
Nationality and Internationalism: A Study of H.N. Brailsford, R.W. Seton-Watson, and A.J. Toynbee c.1920-22
Georgios Giannakopoulos (Συγγραφέας)
2015
Patriotism and Propaganda in First World War Britain: The National Aims Commiteee
D. Monger (Συγγραφέας)
2012
Propaganda and Mobilizations in Greece during the First World War
Elli Lemonidou (Συγγραφέας), Troy Paddock (Επιμελητής)
2014
Report of the Committee on Alleged German Outrages
James Bryce (Συγγραφέας)
1915
Sir Basil Zacharoff and Sir Vincent Caillard as Instruments of British Policy towards Greece and the Ottoman Empire during the Asquith and Lloyd George Administrations, 1915-9
Joseph Maiolo (Συγγραφέας), Tony Insall (Συγγραφέας)
2012
The German Terror in Belgium
A.J. Toynbee (Επιμελητής)
1917
The German Terror in France
A.J. Toynbee (Συγγραφέας)
1917
The Liberal internationalist self and the construction of an undemocratic German other at the beginning of the twentieth century
Leonnie Holthaus (Συγγραφέας, Επιμελητής), Jens Steffek (Επιμελητής)
2020
The War and Democracy
R.W. Seton-Watson (Συγγραφέας), D. Wilson (Συγγραφέας), A. E. Zimmern (Συγγραφέας), A. Greenwood (Συγγραφέας)
1914
War and the Image of Germany: British Academics 1914-18
S. Wallace (Συγγραφέας)
1988
Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός στις απαρχές του Εθνικιού Διχασμού 1915-1922
Σωτήρης Ριζάς (Συγγραφέας)
2019
Γερμανική διπλωματία και Εθνικός Διχασμός: Το ημερολόγιο του στρατιωτικού ακόλουθου Ernst von Falkenhausen (1914-1916)
Στράτος Δορδανάς (Ομιλητής), Βάιος Καλογρηάς (Ομιλητής)
2020
Δημήτριος Γούναρης. Πολιτική βιογραφία
Μαριάννα Χριστοπούλου (Συγγραφέας)
2017
Δημοκρατία και Εκλογικόν Σύστημα
Αλέξανδρος Παπαναστασίου (Συγγραφέας)
1923
Ο Τύπος και ο Διχασμός, 1914-1917
Δέσποινα Παπαδημητρίου (Συγγραφέας)
1990
Ο αντίκτυπος του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην περιφέρεια. Η περίπτωση της Αργολίδας
Καλλιόπη Καλποδήμου (Συγγραφέας), Γεώργιος Κόνδης (Συγγραφέας)
2015
Οι Αργυρώνητοι. Η γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Στράτος Δορδανάς (Συγγραφέας)
2020
Οι δύο γενικές εκλογές του 1915: Μία ιχνηλάτηση της πρώιμης εκλογικής γεωγραφίας του βενιζελισμού
Νίκος Οικονόμου (Συγγραφέας), Θ. Βερέμης (Επιμελητής), Γ. Γουλιμής (Επιμελητής)
1989
Οικονομική ιστορία της ελληνικής σταφίδας 1851-1912. Παραγωγή, διεθνής αγορά, διαμόρφωση τιμών, κρίση
Πέτρος Πιζάνιας (Συγγραφέας)
1988
Πάτρα 1828-1860. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα
Νίκος Μπακουνάκης (Συγγραφέας)
2005
Πατραϊκός Τύπος 1862-1915: Χαρακτηριστικά, ιδεολογία, πολιτικοί προσανατολισμοί
Νίκος Φ. Τόμπρος (Συγγραφέας)
2010
Το λιμάνι της σταφίδας. Πάτρα 1828-1900
Χρήστος Μούλιας (Συγγραφέας)
2000
Το ‘ευγενές έθνος’ και η ‘δυστυχής Ανατολή’: όψεις του αντιγαλλικού λόγου στον εθνικό και επαρχιακό τύπο 1916-1917
Τζένη Λιαλιούτη (Συγγραφέας), Σπύρος Μπελεγράτης (Επιμελητής), Σωτήρης Ριζάς (Επιμελητής)
2020

Παραπομπή

Ζηνοβία (Τζένη) Λιαλιούτη, Γεώργιος Γιαννακόπουλος, »Εθνικός Διχασμός και Προπαγάνδα: Εικόνες του γερμανού εχθρού (1917–1918)«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 10.03.2021, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/102492/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Θεόδωρος Άμβουργερ, Ελευθέριος Βενιζέλος, Ιωάννης Γεννάδιος, Δημήτριος Γούναρης, Γκούσταβ Κλάους, Μαξιμίλιαν Κούτνερ, Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, Ρόναλντ Μπάροους, Έμμα Μύλλερ, Καρλ Μύλλερ, Γούντροου Ουίλσον, Αριστοτέλης Π., Αριστείδης Σταυρόπουλος, Χέρμαν Στόλτενχοφ, Έρνστ φον Φάλκενχαουζεν
Θεσμοί Stoltenhoff and Lucas (Εταιρεία), The Times (Εφημερίδα), Αχάια Κλάους, Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα, Βρετανικό Προξενείο της Πάτρας, Εθνική (Εφημερίδα), Εμπορική Λέσχη Πατρών, Εμπορικός Σύλλογος Πατρών «Ερμής», Επίστρατοι Αιγίου (Σύλλογος), Επίστρατοι Αχαΐας (Σύλλογος), Επίστρατοι Πάτρας (Σύλλογος), Κόμμα Εθνικοφρόνων, Νεολόγος Πατρών (Εφημερίδα), Φελς & ΣΙΑ (Εμπορικός οίκος)
Τόποι Πάτρα
Ζώνες επαφής Εθνικός Διχασμός, Οικονομικές σχέσεις, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Πρακτικές διαμεσολάβησης Ανταπόκριση Τύπου, Ελληνικά στερεότυπα για τη Γερμανία, Πολιτική διαμόρφωση κοινής γνώμης, Προπαγάνδα
Χρονικό πλαίσιο 1917-1918

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μικροϊστορία
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον