Βαυαροί και «νεήλυδες»: προσλήψεις της «ξενοκρατίας» και Αγωνιστές του 1821 στην οθωνική Ελλάδα (1833–1862)

Από Ελισσάβετ Τσακανίκα | Τελευταία ενημέρωση 16.12.2020

Ο όρος «βαυαροκρατία» προέκυψε από τη διαδεδομένη ιστοριογραφική αποτύπωση της περιόδου της βαυαρικής διακυβέρνησης με όρους κατοχής και εθνικής αντίστασης. Την ερμηνεία αυτή, η οποία κυριαρχεί μέχρι σήμερα στη δημόσια Ιστορία, συμμερίζονται τόσο εθνικόφρονες όσο και μαρξίζοντες ιστοριογράφοι. Κεντρικό σημείο στην κριτική αμφοτέρων αποτελεί η στρατιωτική πολιτική των Βαυαρών, κυρίως σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821. Στο παρόν δοκίμιο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα βασικά σημεία που αποσιώπησε αυτό το μετα-αφήγημα. Πότε και γιατί έγινε αντιληπτή η στρατιωτική πολιτική των Βαυαρών ως σχέδιο αφελληνισμού του ελληνικού κράτους από μια ξένη δύναμη; Υπήρξε αντίπαλος λόγος; Οι αντικαθεστωτικές ενέργειες που σημειώθηκαν από παλιούς Αγωνιστές κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «βαυαροκρατίας» θεωρήθηκαν εξαρχής από την κοινή γνώμη ως πράξεις «εθνικής αντίστασης»; Πώς αντιλαμβάνονταν τη δράση τους οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων; Ο αρνητικά φορτισμένος όρος «ξενοκρατία» αφορούσε μόνο τους Βαυαρούς; Πόσο υποτιμήθηκαν οι υπόλοιποι ξενηλατικοί λόγοι της εποχής από τους μεταγενέστερους ιστοριογράφους που ανέδειξαν ως μείζον πρόβλημα τη «βαυαροκρατία»; Πόσο αναγκαία υπήρξε για τον αναδυόμενο ρομαντικό εθνικισμό η κατασκευή του δίπολου «πατριδοφύλακες Αγωνιστές - βαυαροκρατία»;

Περιεχόμενα

Βαυαροί και διάλυση των ατάκτων

Η σημαντικότερη κατηγορία που προσάπτεται μέχρι σήμερα στους Βαυαρούς είναι η διάλυση των ατάκτων πολεμιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Η απόφαση αυτή είναι καταδικαστέα στα μάτια των εθνικοφρόνων ιστοριογράφων, για τους οποίους ο Αγωνιστής του 1821 αποτελεί ύψιστο σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας∙ εξίσου καταδικαστέα όμως είναι και στα μάτια των μαρξιζόντων, για τους οποίους ο Αγωνιστής αποτελεί σύμβολο κοινωνικών αγώνων και πρόπλασμα του σύγχρονου αντάρτη. Οι ερμηνείες που προτάσσουν οι κατήγοροι ποικίλλουν: από άγνοια των συνθηκών του τόπου, αυταρχισμό και υπεροψία των Βαυαρών, μέχρι συνωμοσιολογικές θεωρίες και συγκρίσεις με μεταγενέστερες μελανές σελίδες της ελληνικής ιστορίας.1 Ας δούμε, για παράδειγμα, έναν συνηθισμένο παραλληλισμό της οθωνικής περιόδου με τα χρόνια 1944–1974, όταν η χώρα έβγαινε από έναν πόλεμο και μια παρατεταμένη αντίσταση του ελληνικού λαού εναντίον του γερμανού κατακτητή, για να καταλήξει σε μια νέου τύπου ψυχροπολεμική, αμερικανοκίνητη ξενοκρατία που, σε συνεργασία με το ντόπιο κατεστημένο, κατέτρεξε όσους είχαν αγωνιστεί:

Στις 21 Ιούνη 1946 έφθασε στην Αθήνα ο Άγγλος στρατάρχης Μοντγκόμερυ. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να ενημερωθεί από τον Έλληνα επιτελάρχη στρατηγό Σπηλιωτόπουλο για τις εστίες αντίστασης των κατατρεγμένων Ελλήνων δημοκρατικών και αγωνιστών της εθνικής Αντίστασης, που το μεταδεκεμβριανό κράτος τους είχε ξεριζώσει από τα χωριά τους και τους είχε αναγκάσει να ζουν σαν θεριά στα ρουμάνια και τις βουνοκορφές. Η απάντηση του Άγγλου ήταν ‘κιλ δεμ, κιλ δεμ’. Την ίδια ακριβώς απάντηση έδινε στους στρατηγούς των Βαυαρών Έυδεκ και Χαν το ελληνικό κατεστημένο για τους αγωνιστές του 1821… 2

Ας επανέλθουμε όμως από αυτές τις ιστορικές ακροβασίες στα δεδομένα της περιόδου της Αντιβασιλείας. Το μέτρο της διάλυσης των ατάκτων οφειλόταν κατά κύριο λόγο στα εγγενή χαρακτηριστικά των ντόπιων αυτών στρατιωτικών, τα οποία δεν διευκόλυναν τη δημιουργία ενός πειθαρχημένου, σύγχρονου εθνικού στρατού. Συνεχίζοντας μια μακραίωνη αρματολική παράδοση, οι παραδοσιακοί ένοπλοι αναγνώριζαν ως μοναδικό αρχηγό τον καπετάνιο τους και αγνοούσαν τον απρόσωπο τρόπο με τον οποίο οργανώνεται ένας γραφειοκρατικά δομημένος στρατός. Οι καπετάνιοι ήταν «κοινωνικά ισότιμοι εταίροι», οι θέσεις των οποίων δεν ήταν εύκολο να μετεγγραφούν στην ιεραρχία του εθνικού στρατού.3 Από την Επανάσταση και εντεύθεν, χρησιμοποιούσαν την τοπική τους ισχύ για να διαπραγματεύονται την ένταξή τους στους κρατικούς μηχανισμούς, χωρίς, ωστόσο, η ένταξή τους αυτή να συνεπάγεται την άνευ όρων πίστη τους στην κεντρική εξουσία. Η υπακοή τους νοείτο ως εξαργυρώσιμη εκδούλευση, και όχι ως επιτέλεση του στρατιωτικού καθήκοντος απέναντι στην πατρίδα ή τον βασιλιά. Η εξέγερση παρέμενε για εκείνους ένας τρόπος συναλλαγής με την εξουσία. Επιπλέον, η συμμετοχή τους στην Επανάσταση και στους εμφυλίους που τη συνόδευσαν, τούς είχε καταστήσει βουλόμενο σώμα, με συναίσθηση της δύναμής του και της συνεισφοράς του στην πολιτική μεταβολή, και τους είχε εμπλέξει στους πολιτικούς φατριασμούς. Όπως το έθεσε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, «[τώρα] εγίναμε πουλί [και] δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο».4

Στο βιβλίο του για τον ελληνικό λαό, ο αντιβασιλέας Γκ. Λούντβιχ Μάουρερ (1976, 402–410) χαρακτηρίζει επιβεβλημένη την διάλυση των ατάκτων, υπενθυμίζοντας τον εμφύλιο πόλεμο και την λεγόμενη «περίοδο της αναρχίας» που ακολούθησε τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη Καποδίστρια. Οι Βαυαροί που συνόδευαν τον ανήλικο βασιλιά είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν όταν έμαθαν ότι, λίγο πριν την άφιξή τους, ακόμη και τα γαλλικά στρατεύματα που φρουρούσαν την Πελοπόννησο είχαν δεχθεί επίθεση από τους ενόπλους του Κολοκοτρώνη. Η διάλυση των άτακτων ένοπλων ομάδων φάνταζε, επομένως, η μόνη ενδεδειγμένη επιλογή, ενώ η αποστολή ξένου στρατού ήταν επιβεβλημένη από τις διεθνείς συμφωνίες κι εθεωρείτο επιθυμητή από τους ίδιους τους Έλληνες, οι οποίοι δυσπιστούσαν απέναντι στους ομοεθνείς τους.

Μ’ όσην ίδον οι Έλληνες απεριόριστον χαράν φθάσαντα διαπόντειον τον Γαλλικόν Στρατόν […] με τόσην ήδη ενδόμυχον ευγνωμοσύνην τον συνοδεύουσιν εις την επιστροφήν του, δι όσα ηξιώθησαν ευεργετήματα αληθινά από την παρουσίαν τούτου. (Χρόνος, 13.08.1833.)

Ο φόβος της αναρχίας και του διχασμού, το όραμα του εξευρωπαϊσμού, η οφειλόμενη ευγνωμοσύνη προς τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις για τη στρατιωτική και διπλωματική τους παρέμβαση στο ελληνικό ζήτημα, όλα συνηγορούσαν υπέρ των Βαυαρών κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής τους. Οι εφημερίδες του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος, μάλιστα, υποστήριξαν την αναγκαιότητα της στρατιωτικής μεταρρύθμισης που πραγματοποίησαν οι Βαυαροί και αποδοκίμασαν τα διάφορα κινήματα που εκδηλώθηκαν, ως έργα «ταραχοποιών», «κλεφτοκαπεταναίων», «εχθρών της προόδου». Ας ανατρέξουμε για παράδειγμα στα σχόλια της εφημερίδας Αθηνά αναφορικά με την απόφαση της κυβέρνησης να γκρεμίσει τους πύργους της Μάνης, μιας περιοχής που απολάμβανε ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας επί Οθωμανών. Οι εν λόγω πύργοι γίνονταν συχνά το επίκεντρο ένοπλων ταραχών και αιματηρής βεντέτας μεταξύ των φιλοπόλεμων Μανιατών που συνέχιζαν μια παράδοση «κράτους εν κράτει», ασυμβίβαστη με τη λογική ενός νεωτερικού κράτους. Το σκεπτικό της κυβέρνησης βρήκε σύμφωνη την Αθηνά, που έγραψε ότι οι πύργοι των Μανιατών ήταν «άσυλα ανθρωποκτονίας» και ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να ενεργήσει «δικαιότερον και φιλανθρωπότερον πράγμα» από το να «προσπαθήση ν’ απαλλάξη τους φιλεκδίκους τούτους ανθρώπους από του να θανατώνονται καθ’ εκάστην αναμεταξύ των».5

Την εποχή εκείνη, η εφημερίδα εμφανιζόταν θετική ακόμη και για τη διάλυση των ατάκτων αυτή καθεαυτήν:

Ο διοργανισμός του τακτικού και ατάκτου στρατού βλέπομεν ότι δεν ευχαρίστησε πολλούς, αλλά τα μέσα του έθνους μας δεν εσυγχωρούσαν βέβαια να γένη το πράγμα διαφορετικώτερα· κατά το πάπλωμά μας πρέπει να ξαπλώνομεν και τα ποδάρια μας, αν θέλωμεν να μην κρυώνομεν. […] Έπειτα, δεν ήθελεν είσθαι άραγε μεγάλη καταισχύνη μας, οι Τούρκοι και οι Άραβες να τακτοποιηθώσι και ημείς να είμεθα άτακτοι και άμοιροι της πολεμικής επιστήμης; […] Καιρός είναι ήδη και τα παληκάρια μας να γευθούν την γλυκήτητα της ησύχου ζωής. (Αθηνά, 01.04.1833)

Αρκετές ήταν και οι φωνές αποδοκιμασίας απέναντι στις ταραχές που σημειώθηκαν στις αρχές της περιόδου της βαυαρικής Αντιβασιλείας. Όσοι καταλόγιζαν ιδιοτέλεια στους πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων, ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με τις νοοτροπίες της παραδοσιακής κοινωνίας, ώστε να αντιλαμβάνονται ότι, παρότι οι εξεγέρσεις πραγματοποιούνταν στο όνομα του έθνους, όπως επέτασσε η νεωτερική εθνική ιδεολογία, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εκδηλώσεις αυτού που ονομάζουμε παραδοσιακή επανάσταση.6 Δηλαδή, αρχαϊκού τύπου εξεγέρσεις, που είχαν στόχο να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική δύναμη των εξεγερμένων, χωρίς να θέτουν υπό αμφισβήτηση την εξουσία των Βαυαρών. Ο αντιβασιλέας Μάουρερ (1976, 738) εντυπωσιασμένος περιγράφει πόσο εύκολο ήταν για τους Βαυαρούς να αμνηστεύουν και να στρατολογούν πρώην εξεγερθέντες, προκειμένου να καταδιώξουν άλλους εξεγερμένους. Και ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του (1977, 362) σχολιάζει πικραμένος αυτήν την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των Αγωνιστών και μέμφεται τους αμνηστευθέντες που κρεμούσαν περήφανα στον λαιμό τους τα βαυαρικά παράσημα.

Από την άλλη, όσο ιδιοτελή και αν θεωρήθηκαν κάποια από τα διαβήματα των άνεργων Αγωνιστών, η δυσαρέσκειά τους ήταν, ως έναν βαθμό, κατανοητή από όλους. Όπως εξηγεί η εφημερίδα Η Εποχή (09.12.1834), όλοι εν γένει οι αυτόχθονες Έλληνες επί δεκατέσσερα έτη «εστάθησαν στρατιώται». Ήταν σκληρό να βλέπουν άλλους, προερχόμενους από ένα έθνος ειρηνικό και «βιομήχανο», το οποίο θεωρούσε το στρατιωτικό επάγγελμα «ως το έσχατον των επαγγελμάτων», να αμείβονται αδρά για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Αγωνιστές, επομένως, δεν λογίζονταν μόνο οι στρατιωτικοί. Αγωνιστές ήταν με την ευρεία έννοια «όλοι εν γένει οι αυτόχθονες Έλληνες» που ανέμεναν ανταμοιβή των θυσιών τους. Το «δίκιο των Αγωνιστών» δεν άργησε να γίνει καθολικό και επιτακτικό αίτημα για αποχώρηση των Βαυαρών και να οδηγήσει τελικά στην συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.

Επί των πτωμάτων μυριάδων ηρώων του αγώνος μας υψώσαμεν θρόνον, και επί του θρόνου αυτού, όστις επίφθονος κατέστη, διότι μεγάλων προγόνων απόγονοι τον εθαυματούργησαν, εθέσαμεν τον υιόν, σου (Βαυαρία), ήτις ούτε γειτονικά, ούτε ιστορικά, ούτε θρησκευτικά δικαιώματα επί του θρόνου μας είχες, και την οποίαν ο ελληνικός λαός μόλις εκ φήμης εγνώριζεν. […] [K]αι αυτόν και ημάς εξαπάτησας, και της κηδεμονίας σου ως μέσου αργυρολογίας, έκαμες χρήσιν. […] Οι εν Ελλάδι αντιπρόσωποί σου δεν έπραξαν κακουργήματα; […] Αυτοί δεν διέλυσαν τα τροπαιούχα στρατεύματά μας, τα οποία [….] ίδον την στέρησιν και αυτού του άρτου, την ερυθράν σημαίαν, την λαιμητόμον; Αυτοί δεν είναι, οίτινες κατεσπατάλησαν 15 εκατομμύρια διά να μάθη την ναυτικήν ο χερσαίος Αϊδέκ σου […]; 7

Αυτά τα λόγια απηύθυνε προς τη «μισέλληνα Βαυαρία» η εφημερίδα Ελπίς, λίγο μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Σε ακόμη πιο επιθετικούς τόνους, η εφημερίδα Εθνική σχεδόν παρότρυνε τον ελληνικό λαό «να ζητήση να διασχίση τα πελάγη και διαβή τα απότομα όρη, διά να εκδικηθή την παμφάγον Βαυαρίαν, ήτις τον απεκατέστησε ρακένδυτον».8 Δεν πρόκειται για μεμονωμένα παραδείγματα. Τα ίδια περίπου θα διάβαζε κανείς ακόμη και σε εφημερίδες που είχαν αρχικά υποστηρίξει τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις. Πιο κάτω θα επανέλθουμε στα αίτια αυτής της εντυπωσιακής μεταστροφής. Προς το παρόν, ας κρατήσουμε την πληροφορία ότι η ελλαδική κοινωνία δεν αντιμετώπισε αυτονοήτως και ευθύς εξαρχής τους Βαυαρούς ως ξένη κατοχή, ούτε συστρατεύτηκε σύσσωμη με τους εξεγερμένους. Όμως, μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843, όλες οι εξεγέρσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής δεκαετίας, παρουσιάζονταν αναδρομικά ως στιγμιότυπα «εθνικής αντίστασης» απέναντι σε μια άδικη ξένη κατοχή. Οι μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι άντλησαν, ασφαλώς, από αυτή τη συγκυρία πολύ υλικό για να επιβεβαιώσουν το σχήμα τους περί «βαυαροκρατίας».

Βαυαροί και δίκη Κολοκοτρώνη

Σε αντίθεση με ό,τι επικράτησε μετά την έξωση του Όθωνα, κατά την οθωνική περίοδο ο φορτισμένος όρος «Βαυαροί» δεν αναφερόταν στον βασιλιά. Μετά από τις εμφύλιες διαμάχες της δεκαετίας που είχε προηγηθεί, και με δεδομένο τον κίνδυνο της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, ο ξένος βασιλιάς φάνταζε ως η μόνη βιώσιμη λύση, ακόμη και για την περιορισμένη ομάδα των δημοκρατών.9 Και οι ίδιοι, όμως, οι βαυαροί αντιβασιλείς που κυβέρνησαν στο όνομα του Όθωνα, έγιναν αρχικά αποδεκτοί ως ρυθμιστές προς τους οποίους οι διάφορες φατρίες εξέθεταν τις εκδουλεύσεις και τα αιτήματά τους, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα ένα αρνητικό προφίλ των αντιπάλων τους. Διαφωτιστική από αυτή την άποψη είναι και η περίπτωση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Η δίκη Κολοκοτρώνη αποτελεί το επεισόδιο της οθωνικής ιστορίας που επικαλούνται κατεξοχήν όσοι επιχειρούν να καταδείξουν την τυραννική φύση της λεγόμενης «βαυαροκρατίας».10 Στο αφήγημά τους, ο Κολοκοτρώνης εμφανίζεται ως εκφραστής των πόθων των καταπιεσμένων Ελλήνων να συνωμοτεί εναντίον του εθνοκτόνου καθεστώτος. Στη συνέχεια, η ξενοκρατία τιμωρεί στο πρόσωπό του «το πνεύμα του 1821», ενώ η ελληνική κοινωνία και πρώτοι απ’ όλους οι Αγωνιστές συμπαρίστανται στον διωκόμενο ήρωα. Αν δούμε, ωστόσο, τη δίκη στη συγχρονία της, θα βρούμε πολλά τεκμήρια που συνηγορούν υπέρ μιας διαφορετικής, πολύ πιο περίπλοκης ιστορίας. Καταρχάς, της συνωμοσίας στην οποία φέρεται να συμμετείχε ο Κολοκοτρώνης, προηγήθηκαν οι μάταιες απόπειρές του να προσεταιριστεί εκείνος τους Βαυαρούς, πριν το καταφέρουν οι συνταγματικοί αντίπαλοί του. Διότι, μπορεί οι Αγωνιστές να συνωμοτούσαν και να εξεγείρονταν, ταυτόχρονα όμως διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για την εξασφάλιση της εύνοιας των Βαυαρών. Σε εκείνη τη φάση, οι ποικίλες αντιπαλότητες που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους βάραιναν περισσότερο από τις διαφορές που τους χώριζαν από τους Βαυαρούς. Στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης (χ.χ., 255–257) απαριθμεί τις ενέργειες που έκανε προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια της Αντιβασιλείας. Διέλυσε την προσωπική του φρουρά και προσέφερε το κάστρο του σε ένδειξη υποταγής προς το νέο καθεστώς. Ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά και συνέφαγε με βαυαρούς αξιωματούχους, στους οποίους εξέθεσε τις εκδουλεύσεις του προς την πατρίδα. Οι δηλώσεις υποταγής επαναλήφθηκαν όταν προσέφερε το σπαθί του στον αδελφό του Όθωνα, Μαξιμιλιανό.11

Ωστόσο, οι νικητές του πρόσφατου εμφυλίου είχαν καταφέρει να δυσφημήσουν τον Κολοκοτρώνη και τους ρωσόφιλους καποδιστριακούς οπαδούς του στους Βαυαρούς, πριν καν οι τελευταίοι αποβιβαστούν στην Ελλάδα.12 Και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης (257–258) παρουσιάζει την εχθρότητα της Αντιβασιλείας απέναντί του ως έργο των πολιτικών αντιπάλων του, οι οποίοι έκαναν τα πάντα προκειμένου να «του κόψουν την επιρροή», την οποία ο ίδιος επιθυμούσε και επιδίωκε. Έτσι ερμηνεύει, εξάλλου, και τη δίωξή του∙ ως μια σκευωρία που έστησαν οι έλληνες εχθροί του για να τον παρουσιάσουν ως απειλή για τον θρόνο. Στην κατακερματισμένη κοινωνία της εποχής δεν εξέπληξε κανέναν το ότι οι εφημερίδες του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος δεν πήραν το μέρος του Κολοκοτρώνη και των άλλων συλληφθέντων, ούτε ερμήνευσαν τη συνωμοτική δράση τους ως πράξη «εθνικής αντίστασης», αλλά, αντιθέτως, τους χαρακτήρισαν «ταραξίες», «αναρχικούς», «υποκείμενα» και «λυμεώνες του έθνους».13 Οι σύγχρονοι του Κολοκοτρώνη δεν έβλεπαν στο πρόσωπό του, μονοσήμαντα, έναν Αγωνιστή που διωκόταν από ξένους, αλλά έναν ρωσόφιλο, καποδιστριακό, αντισυνταγματικό, Πελοποννήσιο, πρώην κάπο (δηλαδή μέλος μιας τάξης ενόπλων που προεπαναστατικά λειτουργούσαν ως μισθοφόροι των Πελοποννήσιων προυχόντων και αναβαθμίστηκαν χάρη στη συμμετοχή τους στην Επανάσταση), νεόπλουτο, προσωπικό εχθρό σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων. Έτσι λοιπόν, την περίοδο διεξαγωγής της δίκης, η κοινή γνώμη δεν ήταν αυτονόητο ότι τασσόταν με το μέρος του Αγωνιστή Κολοκοτρώνη και εναντίον των Βαυαρών, όπως δεν ήταν αυτονόητο και ότι ο ίδιος ο Αγωνιστής αντιλαμβανόταν τους Βαυαρούς ως ξένη κατοχική δύναμη απέναντι στην οποία κάθε πατριώτης όφειλε να αντισταθεί. Ούτε μετά την αμνήστευσή του ο Κολοκοτρώνης δικαίωσε τον τίτλο του πολέμιου της «ξενοκρατίας». Τιμήθηκε με βαθμούς και αξιώματα και πέθανε από αποπληξία μετά από χορό στο παλάτι. Ο γιος του Γενναίος, υπασπιστής του Όθωνα πια, αντεπαναστάτησε κατά της 3ης Σεπτεμβρίου, της συνταγματικής μεταβολής που σηματοδοτούσε την λήξη της «βαυαροκρατίας». Στον προεπαναστατικό κόσμο, τέτοιου είδους συμβιβασμοί με την εξουσία δεν ήταν ασυνήθιστοι. Στην παραδοσιακή κοινωνία, η εξέγερση δεν ήταν ποτέ δρόμος χωρίς επιστροφή. Ο καλός κλέφτης γινόταν αρματολός, οι εξεγερμένοι έκαναν «καπάκια» για την προστασία της κοινότητας (δηλαδή συμφωνούσαν με τους Οθωμανούς να επανέλθουν στο καθεστώς του ραγιά, σε μια λογική οικονομίας της βίας), ενώ η κάθε επίγεια εξουσία ήταν ενεργούμενο της Πρόνοιας. Συνεπώς η υπακοή ήταν, στην ουσία, συμμόρφωση προς το προνοιακό σχέδιο.14

Ασφαλώς, η συμμετοχή στην εθνική επανάσταση άλλαξε τις νοοτροπίες των ανθρώπων και τους εξοικείωσε με αυτό που ο Βέμπερ αποκαλούσε «ηθική της πεποίθησης», μια ηθική πολύ πιο ανελαστική και ανυποχώρητη από την παλιά «ηθική της ευθύνης».15 Τώρα οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν την ύπαρξή τους για χάρη της μιας ή της άλλης κοσμικής ουτοπίας. Ξένη κατοχή, συνεργασία με τον εχθρό, εθνική προδοσία, εθνική αντίσταση, όλες αυτές οι έννοιες της «ιδεολογικής πολιτικής»16 διαμόρφωναν πλέον αμετάκλητα τις εκτιμήσεις γύρω από πρόσωπα και συμπεριφορές. Οι Αγωνιστές Καραϊσκάκης και Ανδρούτσος κατηγορήθηκαν για εθνική προδοσία, επειδή εξακολούθησαν να συνομιλούν με το οθωμανικό στρατόπεδο.17 Ωστόσο, οι Βαυαροί δεν ήταν Οθωμανοί και η αντίσταση σε εκείνους δεν ήταν ευθύς εξαρχής αυτονόητη ένδειξη εθνικοφροσύνης. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η προσήλωση του Γενναίου Κολοκοτρώνη στον βασιλιά του και την προσεπτεμβριανή νομιμότητα δεν διαπνεόταν και αυτή από κάποιου είδους «ηθική της πεποίθησης», ακριβώς όπως συνέβαινε και με τους κατηγόρους του, τους διώκτες της «βαυαροκρατίας». Επρόκειτο για μια κοινωνία σε κίνηση και οι Αγωνιστές, που είχαν πλέον βγει «από του αβγού το τζόφλιο», δεν ήταν καθόλου αμέτοχοι αυτών των ιδεολογικών διεργασιών.

Λίγο μετά την 3η Σεπτεμβρίου, δημοσιεύθηκαν τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στον πρόλογο (286) ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο δικαστής που αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα, επειδή αρνήθηκε να υπογράψει την καταδικαστική για τον στρατηγό απόφαση, παρουσιάζει τον Κολοκοτρώνη ως θύμα των ντόπιων φατριών, και τους Βαυαρούς γεμάτους αγαθές προθέσεις απέναντι στην Ελλάδα.

Ποία, γράφει ο Τερτσέτης, ήτον η αποστολή της αντιβασιλείας; Να φέρει κυβέρνηση, να θεμελιώσει τη μοναρχία. Εις την καρδίαν των αντιβασιλέων έπαιζε γλυκά και η χορδή η σοφή Γερμανία να πολιτεύσει, να αναστήσει την αρχαία σοφή Ελλάδα. Αν δεν αποστρέφεσθε τον ορισμό που δίδω της αντιβασιλείας, έχομεν εις το χέρι το κλειδί της δίκης του ατυχούς στρατηγού σας και της καταδίκης του ως προδότου. Ζωγραφισμένος εις τα μάτια της αντιβασιλείας με την χολή των φα-τριών είδαν παραμορφωμένο τον άνδρα […] τον κακόβλεπαν, του ελογάριασαν δύναμιν που δεν είχε.

Παρότι το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε όταν όλοι πλέον πλειοδοτούσαν σε αντιβαυαρικές δηλώσεις προκειμένου να αποδείξουν την φιλοπατρία τους, διασώζει κάτι σημαντικό από το κλίμα εκείνης της όχι μακρινής εποχής, όταν η συναίνεση γύρω από το ’21 δεν είχε ακόμη επιτευχθεί και οι έντονες συγκρούσεις μεταξύ των Αγωνιστών δεν επέτρεπαν να διαμορφωθούν δυο ευδιάκριτα στρατόπεδα: οι «πατριώτες» και η «ξενοκρατία». Στον λόγο του Τερτσέτη, οι «πατριώτες» είναι κατακερματισμένοι σε αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες, ενώ η «ξενοκρατία» έχει στην πραγματικότητα καλό σκοπό: την ανάσταση της αρχαίας ελληνικής δόξας. Η επόμενη γενιά, γαλουχημένη με τις αρχές της 3ης Σεπτεμβρίου, εμπέδωσε πλήρως το αντιβαυαρικό αφήγημα, στο οποίο δεν υπήρχε χώρος για τη «σοφή Γερμανία» με τις καλές προθέσεις. Η προ του 1843 εποχή ήταν πλέον αδιαμφισβήτητα μια εποχή κατοχής, όπου οι άνθρωποι χωρίζονταν σε αντιστασιακούς και συνεργασθέντες με τον εχθρό. Έτσι, για τον Παναγιώτη Συνοδινό ήταν πολύ φυσικό να γράψει τους ακόλουθους δηκτικούς στίχους για τον αντεπαναστάτη Γενναίο:

Και συ, όστις εις θριάμβους
εβαπτίσθηκες Γενναίος,
Εφιάλτης θαρραλέος,
μισθωτός εις Βαυαρούς!18

Από κει και πέρα παρήχθησαν πολλά αναχρονιστικά αφηγήματα γύρω από τη δίκη Κολοκοτρώνη, όχι μόνο από την επίσημη ιστοριογραφία, αλλά και στα πλαίσια της δημοσιογραφίας, της πολιτικής και της τέχνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη Το Μεγάλο μας Τσίρκο, όπου το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ζωντανεύει μεσούσης της στρατιωτικής δικτατορίας και αγορεύει υπέρ της 3ης Σεπτέμβρη.19 Ακόμη και στο πιο πρόσφατο Από τον ανήλικο Όθωνα στην καγκελάριο Μέρκελ, όπου η «βαυαροκρατία» μελετάται για να φωτίσει τα προβλήματα της Ελλάδας του μνημονίου, η σύντομη αναφορά στη δίκη Κολοκοτρώνη κλείνει με τη γνωστή επωδό ότι ο Κολοκοτρώνης «δεν πρόλαβε να ζήσει την επανάσταση του Σεπτεμβρίου του ’43» – υπόμνηση η οποία υπαινίσσεται ότι η 3η Σεπτέμβρη εγγραφόταν αυτονόητα στις προθέσεις του.20

Ξενοκρατία και πατριδοφύλακες

Δεν υπήρξε κάποιο μεμονωμένο καθοριστικό γεγονός που σημάδεψε τη μετάβαση από την περίοδο χάριτος στο σφοδρό αντιβαυαρικό αίσθημα που κατέλαβε τους πάντες κατά την περίοδο της σεπτεμβριανής επανάστασης. Η διάλυση των ατάκτων και των μοναστηριών, η μισητή γκιλοτίνα, η κατάληψη των σημαντικών θέσεων από ξένους, όλα ήρθαν σε πολύ σύντομο διάστημα να επιβεβαιώσουν ότι η Αντιβασιλεία γκρέμισε τον γνώριμο κόσμο των Αγωνιστών και δημιούργησε ένα αφιλόξενο σύμπαν, όπου η αυτοχθονία και η συμμετοχή στην Επανάσταση δεν δικαιώθηκαν. Το κράτος δεν έγινε «λάφυρο πολέμου» ή, τέλος πάντων, δεν ήταν οι Αγωνιστές εκείνοι που το κέρδισαν. Μετά τις πρώτες προσπάθειες να προσεταιριστούν τους Βαυαρούς, όλες ανεξαιρέτως οι παρατάξεις στράφηκαν τελικά εναντίον της «ξενοκρατίας», η οποία, βεβαίως, δεν αντιπροσωπευόταν αποκλειστικά από τους Βαυαρούς. Αντιπροσωπευόταν και από τους ετερόχθονες Έλληνες που οι Βαυαροί προτίμησαν για να στελεχώσουν τις υπηρεσίες, είτε επειδή ήταν πιο μορφωμένοι είτε επειδή ήταν ευπειθέστεροι υπάλληλοι, χάρη στην έλλειψη τοπικών ερεισμάτων που τους διέκρινε. Ο Μακρυγιάννης (1977 [1907], 380) δίνει μια πολύ ζοφερή εικόνα αδικίας και ανισότητας μεταξύ ξένων και ντόπιων:

Οι ακαθαρσίες της Κωνσταντινούπολης και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλήθος. Αυτήνοι αφεντάδες μας κι εμείς είλωτές τους. […] Λίγο φταίξιμο να κάμη ο αγωνιστής, […] κόψιμο με την τζελατίνα.

Ακόμη και το οθωμανικό παρελθόν φάνταζε πιο οικείο από τους απόμακρους αυτούς γραφειοκράτες. Όπως θυμάται με μια δόση νοσταλγίας η εφημερίδα Αιών (06.09.1839), τότε η συναλλαγή με την εξουσία ήταν ευκολότερη, η «θύρα της ακροάσεως» ήταν πάντοτε ανοιχτή. Αντιθέτως, τώρα:

Το βαυαρικόν στοιχείον […] μόλις φθάνει και ως να κατέκτησε την Ελλάδα έλκει τον ηκονημένον καθ’οδόν πέλεκυν και θερίζει ανηλεώς από τον άνθρωπον της πρώτης τάξεως μέχρι της εσχάτης, απωθεί το στοιχείον το οποίον έσωσε την Ελλάδα εις τας δεινάς περιστάσεις, αποπέμπει τον αγωνιστήν, τον πληγωμένον, και λιμοκτονούντα από σειράν δυστυχημάτων δεκαετούς πολέμου και εξουθενίζων αυτόν με την αποτρόπαιον φράσιν ‘Πιτς πουφ’ τον εκρήμνιζεν από όλας τας υπουργικάς κλίμακας κατά τρόπον ώστε ενομίζετο ευτυχέστατος ο δυνάμενος να ίδη υπουργικόν μανδύαν πόρρωθεν.21

Στον αντίποδα του Αγωνιστή, ο Βαυαρός ήταν ξένος και απόλεμος. Αυτό δεν αντισταθμιζόταν από την τεχνογνωσία ή την καλλιέργεια που μπορεί να κόμιζε. Άλλωστε, το ότι ο Αγωνιστής ήταν απαίδευτος αποτελούσε «έντιμον δυστύχημα»,22 διότι η ενασχόλησή του με τον πόλεμο ήταν η αιτία που τον εμπόδισε να γίνει και αυτός σοφός και επιτήδειος, όπως οι «Βαυαρολογιώτατοι» γραφειοκράτες ή οι ετερόχθονες που φυγομάχησαν. Για να χρησιμοποιήσουμε μια παρομοίωση του Μακρυγιάννη, οι Αγωνιστές ήταν οι «νηστεύσαντες»∙ οι Βαυαροί και οι ετερόχθονες οι «μη νηστεύσαντες», που δεν δικαιούνταν τη μετεπαναστατική «θεία κοινωνία», τις δημόσιες θέσεις. Η επικράτηση αυτής της άποψης, σήμαινε υπαναχώρηση εκείνων που είδαν τις πολιτικές των Βαυαρών ως θετική προσπάθεια εφαρμογής δυτικών προτύπων και εξάλειψης δομών και νοοτροπιών του οθωμανικού παρελθόντος. Η τραυματική συνανα-στροφή με τους Βαυαρούς οδήγησε σε αμφισβήτηση της σημασίας του εκσυγχρονισμού και επανεκτίμηση της εγχώριας παράδοσης. Έτσι καλλιεργήθηκε το στερεότυπο του υπερεκτιμημένου Βαυαρού, ο οποίος παρά τους εκλεπτυσμένους τρόπους και τις δυτικές του συνήθειες, είναι ένας «κηφήνας», ένας «αμεριμνομέριμνος»,23 ένας «γεωμηλοφάγος ζυθοπότης»,24 ο οποίος νομίζει ότι ο Θεός «εις την Γερμανικήν γλώσσαν [θα] δικάσει τα έθνη εν τη Δευτέρα παρουσία».25

Στην κωμωδία του Ο Τυχοδιώκτης, ο Μ. Χουρμούζης προβάλλει τα στερεότυπα αυτά στον κεντρικό ήρωά του, έναν αδαή γερμανό πολυθεσίτη, ο οποίος μαθαίνει να χειρίζεται το σπαθί με τη βοήθεια μιας κολοκύθας και προσπαθεί να διορίσει τον αδελφό του ναύαρχο στη μεγάλη λίμνη που την λέγουν θάλασσα, διότι ως μυλωνάς γνωρίζει από πού φυσούν οι άνεμοι.26 Ο τρόπος ζωής του Τυχοδιώκτη είναι γεμάτος επιτήδευση. Στα γεύματα που παραθέτει προσφέρει τις υποτιθέμενες σπεσιαλιτέ της πατρίδας του, όπως «μπακαλάον γάλα και μέλι», κολοκύθια άβραστα και αγγούρια βραστά.27 Οι κωμικές αυτές λεπτομέρειες του έργου εντείνουν το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τον βαυαρό τυχοδιώκτη από τους άνεργους κατατρεγμένους Αγωνιστές, αλλά και την αίσθηση αδικίας που αποπνέει το έργο. Ο Τυχοδιώκτης επαίρεται ότι ελεεί τους άνεργους Αγωνιστές που επαιτούν στην πρωτεύουσα.

Χθες ακόμη έδωσα εις ένα εξ αυτών πέντε λεπτά, διότι με είπεν ότι είχε πέντε πληγάς εις το σώμα του∙ αν με έλεγεν ότι είχε δέκα πληγάς, ήθελα του δώσει και δέκα λεπτά. Και πάλιν φωνάζουν ότι τρώγω αναξίως τους ιδρώτας και τα αίματά των, ωσάν να έζησε και άλλος τρώγωντας ιδρώτας και αίματα.28

Στον αγώνα εναντίον της ξενοκρατίας, οι Αγωνιστές εμφανίζονταν ως ομονοούντες, αλληλέγγυοι «πατριδοφύλακες». Μετά την 3η Σεπτεμβρίου, οι μάχες κατά της «βαυαροκρατίας» ήρθαν να προστεθούν στο βιογραφικό του κάθε Αγωνιστή, δίπλα στις μάχες εναντίον των Οθωμανών. Όσοι, για οποιονδήποτε λόγο, είχαν έρθει σε προστριβή με τους Βαυαρούς ηρωοποιούνταν και οι μεταξύ τους έριδες –οι οποίες παρέμεναν ενεργές σε διαφορετικά συμφραζόμενα– υποβαθμίζονταν. Ήταν όλοι τους «ατρόμητοι άνδρες της 25 Μαρτίου και της 3 Σεπτεμβρίου». (Ατίθασσος, 10.04.1844)

Αντιβαυαρισμός και εθνικισμός

Μέσω της σύγκρουσής τους με τους άτακτους πολεμιστές, οι Βαυαροί έπαιξαν, άθελά τους, τον ρόλο του σημασιολογικού «άλλου» που επέτρεψε στο έθνος να ορίσει την ταυτότητά του αρνητικά.29 Ο λόγος υποστήριξης προς τους Αγωνιστές ικανοποιούσε παράλληλα την ανάγκη του έθνους να υπερασπιστεί τη μοναδικότητά του έναντι των ξένων. «Πιθήκειαι απομιμήσεις εθίμων και θεσμών δεν εφαρμόζονται εις τοιούτον τόπον, και αν διά της βίας δοκιμασθή η εφαρμογή, άκαρπος η ζωή και μικρά η περίοδός των», έγραψε η εφημερίδα Ελπίς, έναν περίπου μήνα μετά την έξωση των Βαυαρών (09.10.1843). Ο αντιβαυαρικός λόγος ήρθε να ενισχύσει τον υπεροπτικό αντιδυτικό εθνικισμό που θα αναπτυσσόταν τα επόμενα χρόνια. «Ήλθαν Γότθοι χωρίς δόξαν, έθνη γης χιονισμένης, να τινάξωσιν την πάχνην της βανδαλικής των χλαίνης…», έγραψε ο Φαναριώτης λόγιος Αλέξανδρος Σούτσος,30 ο οποίος, όσες διαφωνίες και αν είχε με τους ακαλλιέργητους αυτόχθονες, δεν μπορούσε να ανεχθεί ότι ο βασιλιάς της Ελλάδας περιστοιχιζόταν «από τους μονοσύλλαβους Γραφ, Σπιτς, Χετς, Χιτς.»31

Ούτε και το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας έμεινε αμέτοχο της ρομαντικής ιδεολογικής στροφής που έστρεψε τους υπηκόους του στην αναζήτηση της μοναδικής εθνικής τους αλήθειας. Καθώς έγιναν από γερμανοί πρίγκιπες έλληνες βασιλείς, έβλεπαν το βασίλειό τους όχι ως προτεκτοράτο της Βαυαρίας, αλλά ως πρόπλασμα μιας αυτοκρατορίας της Ανατολής. H υποτιμητική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντί τους, τα ανθελληνικά δημοσιεύματα ευρωπαϊκών εφημερίδων, ακόμη και η διάθεση κηδεμονίας που επέδειξαν οι βαυαροί αντιβασιλείς και οι λοιποί αξιωματούχοι απέναντι στη νέα τους πατρίδα, συνετέλεσαν στο να συμμεριστούν σε μεγάλο βαθμό τη δυσφορία των υπηκόων τους απέναντι στη Δύση. Στις επιστολές προς τον πατέρα της, η βασίλισσα Αμαλία γράφει:

Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι απίστευτο. Για όλα δίνουν αναφορά στη Βαυαρία και κάθε δεύτερη κουβέντα αυτών των κυρίων είναι: «στη Βαυαρία αυτό γίνεται έτσι κι έτσι». Αλλά δεν γνωρίζουν τίποτε, και ασφαλώς ούτε στη Βαυαρία είχαν κάποια σημαντική θέση, γιατί ήταν ανθυπολοχαγοί και λοχαγοί όταν ήρθαν.32

Στα πλαίσια της εθνογενετικής διαδικασίας, ο λόγος υπέρ του Αγωνιστή έγινε λόγος υπεράσπισης της ίδιας της εθνικής Επανάστασης και του κράτους που γεννήθηκε από αυτήν απέναντι στα κακόβουλα σχόλια όσων μιλούσαν για κλέφτικο, για φυλετική και πολιτισμική ανομοιογένεια του ελληνικού έθνους, για ελλιπώς αφομοιωμένες ιδέες, για χάσμα μεταξύ λογιοσύνης και λαού.33 Οι Αγωνιστές εκπροσωπούσαν την ελληνικότητα, τόσο ως πολίτες-οπλίτες που πραγμάτωσαν την εθνική επανάσταση, όσο και με τη γερμανική ρομαντική έννοια των εκφραστών της ανόθευτης λαϊκότητας, της ψυχής του ελληνικού λαού. Εξάλλου, σε αυτούς τους Αγωνιστές είχαν εναποθέσει οι Έλληνες τις ελπίδες τους για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, της απελευθέρωσης των ομοεθνών τους που παρέμεναν υπήκοοι του σουλτάνου.

Η φουστανέλλα! Διατί να την φρίττωμεν τινές; Η άσπρη φουστανέλλα δεν υπήρξε το σπάργανον εις το οποίον εφάνη κατά πρώτον το βρέφος έθνος μας; Η άσπρη φουστανέλλα δεν υπάρχει σήμερον ακόμη το λευκόν κουκούλι από το οποίον θέλει πτερωτός μετ’ολίγον εύγει ο σήμερον ακόμη έρπων σκώληξ του Ελληνισμού; Με τας τριάντα χιλιάδας των φουστανελλοφόρων μας, δεν υπάρχομεν ακόμη σκιά τις φοβίζουσα τας επεμβάσεις των ξένων; (Συνένωσις, 31.03.1845)

Ακόμη και οι λόγιοι, στην πλειοψηφία τους εξευρωπαϊσμένοι ετερόχθονες που κατηγορήθηκαν από τους Αγωνιστές ως όργανα της «βαυαροκρατίας», άρχισαν πολύ σύντομα να παρουσιάζουν τους Αγωνιστές ως φυσικούς εκπροσώπους του έθνους και αντίπαλο δέος των Βαυαρών. «Φοβείται κάθε Παυαρός, εν όσω αυτός γράφει, μην οπλοφόρους Έλληνας φυτρώσουν τα εδάφη», έγραψε ο Αλέξανδρος Σούτσος.34 Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε και η αξιοσημείωτη μεταστροφή της εφημερίδας Αθηνά, η οποία ήδη το 1835 είχε ξεχάσει τις ιδέες της περί εκσυγχρονισμού του στρατεύματος και επανόδου των Αγωνιστών στην ειρηνική ζωή και υποστήριζε τους παρεκτραπέντες Αγωνιστές της προηγούμενης διετίας. Το 1837 έφθασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τις εξεγέρσεις της Μάνης που είχε καταδικάσει απερίφραστα λίγα χρόνια πριν, φυσιολογικές και αναμενόμενες «επιδείξεις ενόπλου αντιπολιτεύσεως, η οποία κυοφορείται πανταχού και πάντοτε εις τους ξενοκρατούμενους τόπους». Μετά την 3η Σεπτεμβρίου, οι εφημερίδες του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος που είχαν επικροτήσει τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη και των άλλων Αγωνιστών, αισθάνθηκαν την ανάγκη να διαβεβαιώσουν το κοινό ότι «[ημείς] ιδόντες εκ προοιμίων τους σκοπούς της Ξενοκρατίας, δεν εδιστάσαμεν τότε ούτε στιγμήν να υπερασθισθώμεν τους υπερασπιστάς της ανεξαρτησίας της πατρίδος».35

Η λογική των καλών προθέσεων, την οποία είδαμε να επικαλείται ο δικαστής του Κολοκοτρώνη Τερτσέτης, δικαιολογώντας τους Βαυαρούς, δεν ήταν πλέον αποδεκτή στο πλαίσιο του ρομαντικού εθνικισμού που κέρδιζε διαρκώς έδαφος. Στο εξής οι αλήθειες δεν είναι οικουμενικές, γίνονται εθνικές.36 Οι ξένοι είναι ξένοι και εξ αυτού άδικοι. Στην κινηματογραφική ταινία του 1974 Η δίκη των δικαστών, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο δεύτερος «ηρωικός δικαστής» στη δίκη του Κολοκοτρώνη, συμπυκνώνει σε δύο φράσεις την ουσία αυτού του ρομαντικού αντιβαυαρισμού. «Γιατί είσαι αλλοεθνής, δεν μπορεί να είσαι δίκαιος. Το δίκαιο, για να γίνει δίκαιο, έχει ανάγκη από ιθαγένεια, από εθνισμό.» Και συνεχίζει: «Η Ελλάδα, αργά ή γρήγορα, ξερνάει τα ξένα σώματα που πάνε να κολλήσουν πάνω της, κι ας έχουν τις καλύτερες προθέσεις.»37 Δεν έχει σημασία που ο ίδιος ο Πολυζωίδης ήταν πολιτικός εχθρός του Κολοκοτρώνη, ούτε ότι μερικά χρόνια πριν, από τις στήλες της εφημερίδας του, τον αποκαλούσε «ακριβά αγορασμένο» της καποδιστριακής εξουσίας και απαριθμούσε τις ωμότητες στις οποίες είχε προβεί εκείνος και οι οπαδοί του σε βάρος των συνταγματικών.38 Αυτές οι έριδες, αυτά τα παλιά μίση ήταν μεταξύ Ελλήνων και, όπως αποφθεγματικά υποστήριξε ο κινηματογραφικός Πολυζωίδης, «πάσα διαφωνία μεταξύ Ελλήνων είναι διαφωνία μεταξύ ηρώων.» Αυτή η προσέγγιση που αρνείται να αναγνωρίσει οποιοδήποτε ελαφρυντικό στους Βαυαρούς, με το σκεπτικό ότι ήταν «ξένο σώμα» στην ελληνική κοινωνία, αναπαράχθηκε τόσο από την εθνικόφρονα όσο και από τη μαρξίζουσα ιστοριογραφία. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που συγκαταλέγεται στην πρώτη κατηγορία:

Η εποχή εκείνη δεν ήτο εποχή εθνικής διοικήσεως, αλλά εποχή ξενοκρατίας πονηροτάτης ην θεωρούμεν, καθ΄ο επιτηδειοτέραν, χείρονα της τουρκικής. Η κακοδαίμων αύτη εποχή δεν εχρησίμευσεν εις άλλον παρά μόνον εις την εξάντλησιν των ημετέρων ηθικών και υλικών δυνάμεων.[…]Η Ελλάς δεν ήτο πλέον Ελλάς αλλά Βαυαρία εν τη Ανατολή…39 (Χαλκιόπουλος, χ.χ., 27)

Στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του αντιβασιλέα Μάουρερ, Ο Ελληνικός Λαός, (1976 [1835], 18) ο αριστερός ιστοριογράφος Τάσος Βουρνάς παραθέτει το κατηγορητήριο της δίκης Κολοκοτρώνη ως «μνημείο αυθαιρεσίας μιας ξενοκρατούμενης τυραννικής πολιτείας, διώκτριας Ελλήνων πατριωτών». Δεν μπαίνει στη διαδικασία να σχολιάσει τις κατηγορίες που βάραιναν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους διωκόμενους Αγωνιστές, καθώς θεωρεί δεδομένο ότι οι «Έλληνες πατριώτες» αντλούσαν περισσότερη νομιμότητα από τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση, από όση μπορούσε να αντλήσει η Αντιβασιλεία από τους νόμους και τους νεοσύστατους θεσμούς της. Η θέση του ως προς τον Μάουρερ, είναι ότι η ανάμειξή του στη δίκη του Κολοκοτρώνη επισκίασε διά παντός κάθε άλλο έργο που ο Αντιβασιλέας επιτέλεσε υπέρ του ελληνικού έθνους. Η ανάμειξη αυτή, κατά τον Βουρνά, δεν συνιστά απλώς έναν λάθος χειρισμό ενός πολιτικού άνδρα, αλλά αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο της άδικης φύσης του καθεστώτος της βαυαρικής απολυταρχίας, της «ξενοκρατούμενης τυραννικής πολιτείας» που στράφηκε εναντίον των «Αγωνιστών της ελευθερίας».

Βαυαροί και νεήλυδες

Όσο διήρκεσε η λεγόμενη «βαυαροκρατία», η αντιπάθεια των αυτοχθόνων που οικειοποιήθηκαν τον τίτλο του Αγωνιστή μοιραζόταν ανάμεσα στους Βαυαρούς και τους ετερόχθονες Έλληνες. Η «βαυαροκρατία και οι νεήλυδες» ευθύνονταν για όλα τα δεινά πριν την πολιτειακή μεταβολή του 1843.40 Με την εκδίωξη των Βαυαρών, ωστόσο, το μένος των αυτοχθόνων ήταν επόμενο να στραφεί προς τον εναπομείναντα εχθρό. Όπως προέβλεψε το 1840 ο Ανδρέας Ζαϊμης: «Εύλογος η αποδίωξις των Βαυαρών, αλλά, ταύτης γενομένης, θα διωχθώσιν κατόπιν οι Φαναριώται και μετ’ αυτούς υμείς, οι λοιποί ετερόχθονες.»41 Ο Ζαΐμης είχε δίκιο. Μετά την αποπομπή των Βαυαρών, ακολούθησε πράγματι η εκδίωξη των ετεροχθόνων Ελλήνων, όχι από τη χώρα, αλλά από τον κρατικό μηχανισμό. Το πολύκροτο «Β’ Ψήφισμα περί ετεροχθόνων» προέβλεπε την απομάκρυνση από τη δημόσια υπηρεσία όλων των ετεροχθόνων που δεν είχαν λάβει μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι πρώτοι που λοιδωρήθηκαν ως υποτιθέμενοι εταίροι των Βαυαρών ήταν οι Φαναριώτες, οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πιο επικίνδυνη ελίτ που κηδεμόνευε τους αυτόχθονες και κατείχε τις δημόσιες θέσεις. «Βαυαροί και Φαναριώται της πατρίδος οι προδόται», έλεγε ένα δημοφιλές δίστιχο.42 Επειδή για τους αυτόχθονες οι Φαναριώτες α-ντιπροσώπευαν μια μορφή «ξενοκρατίας» από την οποία δεν είχαν κατορθώσει να απαλλαγούν, η κριτική απέναντί τους ξεπέρασε σε οξύτητα την κριτική απέναντι στους αποχωρήσαντες Βαυαρούς:

Οι Βαυαροί δεν ήσαν ειμή εν άχθος της Ελλάδος, μισθοδοτούμενοι ανωφελώς. Άλλη ήτο η πραγματική ξενοκρατία», που «[συνδεθείσα] με την βαυαρικήν φωλεάν» την συμβούλευε να στήνει «την λαιμητόμον κατά του αγωνιστού».43 Ο Φαναριωτισμός είναι πολύ χειρότερος παρ’ αυτόν τον Βαυαρισμόν. Εις τινάς των Βαυαρών εύρισκέ τις στοιχεία ηθικής, αλλ’ οι Φαναριώται δεν έχουσι τίποτε ιερόν, τίποτε όσιον… Γι’ αυτό και «κατ’ αυτών [οι Έλληνες] έχουσι τοσαύτην αποστροφήν, οποίαν δεν είχον ποτέ κατά Βαυαρών.44

Αυτά έγραφαν οι αντιφαναριωτικές εφημερίδες, τα πρώτα χρόνια μετά τη συνταγματική μεταβολή. Πολύ σύντομα, οι Βαυαροί υποτιμήθηκαν ως αντίπαλος. Ήταν «αχόρταγοι», αλλά «πτωχοί» και «απονήρευτοι» (Εθνική, 20.02.1844). Στον πρόλογο της κωμωδίας του Ο Υπάλληλος, η οποία εκδόθηκε το 1836, ο Μ. Χουρμούζης παραδέχεται ότι στο προγενέστερο έργο του Ο Τυχοδιώκτης έδειξε μια υπερβολική μονομέρεια εναντίον των Βαυαρών. Για να επανορθώσει, αποφάσισε να ασχοληθεί και με τον έτερο πόλο της ξενοκρατίας, «τους αδιακόπους (sic) ερχομένους από του Διαβόλου την μάνα με μία συστατική στον κόρφο, ή με κανένα σκουριασμένο δικαίωμα ότι ο τριτοξάδελφος της γυναικοεξαδέλφης του εφονεύθη στην Βλαχίαν, διά να αρπάξουν κι αυτοί κανένα κόκκαλο να το γλύφουν έμπροσθεν τόσον (sic) αναξιοπαθούντων Ελλήνων». (Χουρμούζης, 1836, 5) Από την πλευρά τους, οι ετερόχθονες δεν δέχονταν ότι το στίγμα της συνεργασίας με την ξενοκρατία βάραινε αποκλειστικά εκείνους. Για παράδειγμα, η ετεροχθονική εφημερίδα Ελπίς (02.02.1844) υπενθύμισε στους αυτόχθονες που επαίρονταν για την αντίστασή τους κατά των Βαυαρών ότι ήταν οι ίδιοι που μισθώνονταν στη συνέχεια από τους Βαυαρούς προκειμένου να καταπνίγουν εξεγέρσεις άλλων συμπατριωτών τους. Ανέτρεξε ακόμη και στη δίκη του Κολοκοτρώνη για να καταδείξει τον σκοτεινό ρόλο των αυτοχθόνων που συνέδραμαν τη «βαυαροκρατία» στην καταδίωξη του ένδοξου στρατηγού.

Μετά την νίκη των αυτοχθόνων, που επισφραγίστηκε πανηγυρικά με το «Β’ Ψήφισμα περί ετεροχθόνων», οι ετερόχθονες ήταν πλέον εκείνοι που είχαν λόγο να παραλληλίζουν τους αυτόχθονες με τους Βαυαρούς. Τους κατηγορούσαν δηλαδή ότι καταλάμβαναν δημόσια αξιώματα με μόνο προσόν την ιδιότητα του Αγωνιστή ή την αυτοχθονία, με την ίδια λογική που οι Βαυαροί πριν από αυτούς καταλάμβαναν αξιώματα με μοναδικό προσόν το ότι ήταν Βαυαροί. Όποιος πολιόρκησε φρούρια δεν σημαίνει ότι αυτοδικαίως πρέπει να γίνει δικαστής, πολεοδόμος ή εκτιμητής εμπορευμάτων, υποστήριξε η Ελπίς (29.01.1844) και παρατήρησε ακόμη (23.04.1844) ότι και πολλοί μη αγωνισθέντες αυτόχθονες, «νεανίσκοι οίτινες μόλις εθήλαζαν κατά την εποχήν του αγώνος», κατέκλυσαν την πρωτεύουσα μετά την 3η Σεπτεμβρίου, ζητώντας να εξαργυρώσουν το προνόμιο της αυτοχθονίας. Η κριτική αυτή έμοιαζε να ελαττώνει την ηρωική σημασία της συνταγματικής επανάστασης ως πράξης εθνικής αντίστασης απέναντι σε μια ξενοκρατία και να την παρουσιάζει ως σχέδιο ανακατάληψης δημοσίων θέσεων. Ωστόσο, δεν ήταν στις προθέσεις των ετεροχθονιστών να δώσουν επιχειρήματα στους Βαυαρούς μειώνοντας τη σημασία της 3ης Σεπτεμβρίου. Η ίδια η Ελπίς (19.12.1843), μεσούσης της διαμάχης αυτοχθόνων-ετεροχθόνων, μεταχειρίστηκε δύο παράλληλες ρητορικές, μία προς τους αυτοχθονιστές και μία προς τους απελθόντες Βαυαρούς και την Αυλή της Βαυαρίας. Σε αυτό το δεύτερο πλαίσιο, οι Έλληνες εμφανίζονται ως αδελφοί που υπέφεραν τα πάνδεινα από τη «μισέλληνα Βαυαρία», η οποία ως κακή μητριά δηλητηρίασε τη σχέση τους με τον βασιλιά-πατέρα τους. Μέχρι που ήρθε η 3η Σεπτεμβρίου, οπότε «ο φιλόστοργος πατήρ μετά πολυχρόνιον και πολυώδινον χωρισμόν ρίπτεται εις τας αγκάλας των ορφανών του τέκνων». Από αυτό το αφήγημα, απουσιάζουν οι ιδιοτελείς αυτόχθονες που περιμένουν την αποχώρηση των Βαυαρών για να διώξουν τους ετερόχθονες αδελφούς τους και να καταλάβουν τα υπουργήματα. Έξω από το πλαίσιο της διαμάχης αυτοχθόνων-ετεροχθόνων, η 3η Σεπτεμβρίου απλώς επιβεβαίωσε το εθνικό μεγαλείο:

[…] κατακεραυνώσαμεν τους εχθρούς μας, και λέγω εχθρούς μας μόνον τους αλλοεθνείς εκείνους, οι οποίοι ηθέλησαν να σχηματίσωσι Κράτος εν Κράτει. […] Οι εχθροί μας απέρχονται εις την πατρίδα των. […] Ας τους αφήσωμεν να εμφανισθώσιν ενώπιον του έθνους των, ενώπιον του Βασιλέως των, και να τω είπωσιν «εστάλημεν να κυβερνήσωμεν το ένδοξον ελληνικόν έθνος. Ασωτεύσαμεν το δάνειον […], διελύσαμεν τον στρατόν του […], εξυβρίσαμεν τους ενδόξους άνδρας του ιερού αγώνος του […], επροσπαθήσαμεν να το ταπεινώσωμεν […]. Το έθνος μας απέπεμψε ανενοχλήτους[…], θαυμάζομεν την αρετήν του.»  (Ελπίς, Παράρτημα 09.09.1843)

Επίλογος-συμπεράσματα

Στόχος αυτού του δοκιμίου ήταν να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους ο λόγος περί Αγωνιστών διαμόρφωσε τις αντιλήψεις περί «βαυαροκρατίας» που κυριάρχησαν στη δημόσια Ιστορία. Τα βασικά μας ζητούμενα ήταν: μέσα από ποιες ιδεολογικές διεργασίες σχηματοποιήθηκε το αφήγημα της «κατοχής – αντίστασης» μέσα στην ίδια την οθωνική κοινωνία, πόσο ευρεία ήταν η αποδοχή του και ποιες όψεις της πραγματικότητας χρειάστηκε να αποσιωπηθούν ώστε αυτό να κατισχύσει. Ας ξεκινήσουμε με το τελευταίο ζητούμενο, δηλαδή τα βασικά σημεία που παραγνωρίζουν όσοι υιοθετούν τα δίπολα «κατοχή-αντίσταση», «Βαυαροί-Αγωνιστές». Το πρώτο είναι ο εσωτερικός κατακερματισμός της οθωνικής κοινωνίας και το εύρος του όρου «ξενοκρατία», ο οποίος περιλάμβανε εξίσου και τους έλληνες ετερόχθονες. Το δεύτερο είναι οι ανταγωνιστικές σχέσεις που εμπόδιζαν τους Αγωνιστές να συγκροτήσουν ενιαίο αντιβαυαρικό μέτωπο. Το τρίτο είναι η επιβίωση παραδοσιακών νοοτροπιών και πρακτικών μεταξύ των Αγωνιστών, οι οποίες δεν πρέπει να ερμηνεύονται αυτονόητα ως εκδηλώσεις «εθνικής αντίστασης». Ας συνοψίσουμε τώρα τα βασικά μας συμπεράσματα αναφορικά με τις διεργασίες που οδήγησαν στην κατίσχυση αυτών των διπολικών σχημάτων: το πώς, δηλαδή, οι Αγωνιστές ομονόησαν φαινομενικά απέναντι στον κοινό εχθρό, τη «βαυαροκρατία», αλλά και το πώς η κοινή γνώμη, των λογίων συμπεριλαμβανομένων, αναγνώρισε τους Αγωνιστές ως τους κατεξοχήν εκφραστές της εθνικής αντίστασης. Ως προς τα αίτια της φαινομενικής ομόνοιας των Αγωνιστών απέναντι στη «βαυαροκρατία», επισημάναμε ότι οι Αγωνιστές έβλεπαν το κράτος ως «λάφυρο του πολέμου», και ανέμεναν δημόσιες θέσεις ως ανταμοιβή των εκδουλεύσεών τους στην Επανάσταση. Ως εκ τούτου, τα τυπικά προσόντα που προέκριναν οι Βαυαροί, ο εξευρωπαϊσμός και ο λογιοτατισμός αναγορεύτηκαν σε απαξίες από τους αντιδραστικούς Αγωνιστές που σάλπισαν την αναδίπλωση στην παράδοση. Ως προς την ευθυγράμμιση της εθνικής λογιοσύνης με τη ρητορική αυτή, υποστηρίξαμε ότι κάθε εθνογενετική διαδικασία χαρακτηρίζεται από υπεροψία και αίσθημα ανωτερότητας και η σύγκρουση των Αγωνιστών με τους Βαυαρούς επιτέλεσε αυτόν ακριβώς τον ρόλο, ιδιαίτερα καθώς, μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η ελληνικότητα οριζόταν πιο εύκολα στη βάση της αντίθεσης προς τις συνήθειες που έρχονταν από δυσμάς. Ο ιδεατός τύπος του «πατριδοφύλακα Αγωνιστή» παρέμενε πολλαπλά χρήσιμος για τους λογίους, τόσο όταν υπερασπίζονταν το έθνος απέναντι στους επικριτές του, όσο και όταν οραματίζονταν την επέκταση των εθνικών συνόρων. Το αντιβαυαρικό αφήγημα συμπορεύτηκε με τον ρομαντικό εθνικισμό των Ελλήνων, δηλαδή με εκείνη τη λογική που συμπυκνώνεται στη φράση: «επειδή είσαι αλλοεθνής, δεν μπορείς να είσαι δίκαιος». Η επικράτηση αυτής της λογικής εξάλειψε κάθε αντίλογο, κάθε υπερασπιστικό λόγο που είχε αρθρωθεί ως τότε υπέρ των Βαυαρών. Ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση των δημόσιων αξιωμάτων ως οφειλόμενη ανταμοιβή εκδουλεύσεων είχε ευρύτατη απήχηση σε μια χώρα όπου όλοι, με την ευρεία έννοια, λογίζονταν Αγωνιστές.

Περίληψη

Ο κυρίαρχος λόγος περί Αγωνιστών του 1821 επηρέασε καθοριστικά τις αναπαραστάσεις των Βαυαρών στη δημόσια Ιστορία της Ελλάδας. Ο λόγος αυτός διαμορφώθηκε εν πολλοίς κατά τη διάρκεια της ίδιας της οθωνικής περιόδου. Τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν αρχικά υπέρ της βαυαρικής διακυβέρνησης στηρίχτηκαν στο αίτημα για εκσυγχρονισμό και την απαξίωση των κληροδοτημένων πρακτικών του οθωμανικού παρελθόντος. Οι παραδοσιακοί ένοπλοι εκπροσωπούσαν αυτό το παρελθόν, ταυτόχρονα όμως εκπροσωπούσαν και την Επανάσταση του 1821, την ιδρυτική πράξη του ελληνικού κράτους. Ως εκ τούτου, η διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων της Επανάστασης και η γενικότερη στρατιωτική πολιτική των Βαυαρών, έθιγαν κατά μία έννοια την ίδια την ελληνικότητα που εκπροσωπούσαν αυτοί οι «πατριδοφύλακες» του έθνους και, μάλιστα, σε μια κοινωνία που διαπνεόταν από τη Μεγάλη Ιδέα. Ταυτόχρονα, ο αποκλεισμός των Αγωνιστών από τα δημόσια αξιώματα δημιουργούσε μια αίσθηση «αδικαίωτου» αγώνα, που ήταν υπεύθυνη για πολλές εξεγέρσεις. Παράλληλα με τις εκσυγχρονιστικές φωνές που στήριξαν αρχικά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, οι έριδες μεταξύ των Αγωνιστών συνετέλεσαν και αυτές στο να μη διαμορφωθεί εξαρχής ένα κοινό μέτωπο εναντίον των Βαυαρών. Κάθε Αγωνιστής ή φατρία προσπαθούσε να προσεταιριστεί την εξουσία και τις προσπάθειες αυτές διαδέχονταν εξεγέρσεις και επαναδιαπραγμάτευση των όρων της υποταγής. Σύντομα, όμως, και ενώ ουδέποτε εξέλειπαν οι διαγκωνισμοί μεταξύ τους, οι Αγωνιστές και οι αυτόχθονες που ιδιοποιήθηκαν αυτόν τον τίτλο συσπειρώθηκαν απέναντι σε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως ξενοκρατία: μια τάξη πραγμάτων που τους εμπόδιζε να καταλάβουν τις δημόσιες θέσεις που θεωρούσαν οφειλόμενη επιβράβευση των εκδουλεύσεών τους. Ο Βαυαρός συνιστούσε μία κατηγορία ανεπιθύμητου ξένου, όχι απαραίτητα την απεχθέστερη. Ο «αντιβαυαρισμός» αποτελούσε έναν ακόμη ξενηλατικό λόγο, ο οποίος συνυπήρχε με τον αυτοχθονισμό και τον αντιφαναριωτισμό. Ως αντίπαλον δέος και στις τρεις περιπτώσεις εμφανιζόταν ο Αγωνιστής, ο οποίος δικαιολογούσε το μένος του, επικαλούμενος την αγανάκτηση του ελληνικού λαού απέναντι σε μια ξένη τυραννία και στους νεήλυδες έλληνες συνεργάτες της. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον αυτοχθονισμό και τον αντιφαναριωτισμό, ο αντιβαυαρισμός μπορούσε να συμβαδίσει με την εθνική ρητορεία. Μετά τους Οθωμανούς, οι Βαυαροί υπήρξαν ο επόμενος σημασιολογικός «άλλος» που επέτρεψε στο έθνος να ορίσει την ταυτότητά του αρνητικά. Μέσα από τη σύγκρουση με τους Βαυαρούς, οι Αγωνιστές επιβεβαίωσαν την εθνική υπεροχή. Έτσι, παρότι η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου έγινε για να διωχθούν «οι Βαυαροί και κατόπιν υμείς οι ετερόχθονες», επικράτησε τελικά η εκδοχή μιας ένδοξης εθνικής αντίστασης απέναντι στη «βαυαροκρατία».

Σημειώσεις

  1. Τσακανίκα, 2011, 54–55.
  2. Κατσούλης, 1975, 141–143.
  3. Θεοτοκάς/Κοταρίδης, 2006, 182–183.
  4. Θεοτοκάς, 2012, 284.
  5. Αθηνά, 30.05.1834.
  6. Σχετικά με την παραδοσιακή επανάσταση βλ: Κοταρίδης, 1993, 133.
  7. Ελπίς, 19.12.1843.
  8. Εθνική, 13.03.1844.
  9. Δελβερούδη, 1997, 96.
  10. Τσακανίκα, 2019, 99–116.
  11. Φωτιάδης, 1987, 117.
  12. Δραγούμης, 1925, 239 και Νέεζερ, 2003, 12.
  13. Τσακανίκα, 2019, 85–92.
  14. Θεοτοκάς/Κοταρίδης, 2006, 29.
  15. Λέκκας, 2012, 18.
  16. Στο ίδιο.
  17. Κοταρίδης, 1993, 239.
  18. Παναγιώτης Συνοδινός, Σκιαί και Σπινθήρες. Παρατίθεται στο: Θεοδώρου Κολοκοτρώνη-Φαλέζ, Πολιτικά Κείμενα, (επιμ. Βασίλη Κων. Λάζαρη), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2005, 239.
  19. Καμπανέλλης, 2010, 86–95.
  20. Ρωμαίος, 2012, 22–23.
  21. Εθνική, 06.02.1844.
  22. Ανεξάρτητος, 29.01.44.
  23. Αιών, 20.09.39.
  24. Πρωινός Κήρυξ, 19.10.1843.
  25. Αλέξανδρος Σούτσος, Η Αγγελία, 1858. Παρατίθεται στο Δελβερούδη, 1997, 80.
  26. Χουρμούζης, 1978 (1835), 96.
  27. Στο ίδιο, 86–87.
  28. Στο ίδιο, 24.
  29. Λέκκας, 1996, 150–151.
  30. Αλέξανδρος Σούτσος, Ο Ατίθασσος Ποιητής. Οι στίχοι παρατίθενται στο Δελβερούδη, 1997, 64.
  31. Αλέξανδρος Σούτσος, Η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεμβρίου, έκδ. β’, σ. 64. Παρατίθεται στο Φωτιάδης, 1988, 508.
  32. Μπούσε (επιμ.), 2011, τ. Α, 78.
  33. Τσακανίκα, 2019, 272–283.
  34. Αλέξανδρος Σούτσος, Ο Ατίθασσος Ποιητής. Οι στίχοι παρατίθενται στο Δελβερούδη, 1997, 64.
  35. Ο Φίλος του Λαού, 16.06.1846.
  36. Berlin, 2015 (1990), 341, 353.
  37. Η δίκη των δικαστών, 1974, παραγωγή Φίνος Φιλμ, σκηνοθεσία Π. Γλυκοφρύδης. Για το απόσπασμα της απολογίας Πολυζωίδη βλ. https://www.youtube.com/watch?v=QaXX0gN9Bf0.
  38. Απόλλων, 01.07.1831, 05.08.1831, 15.08.1831, 19.08.1831.
  39. Όπως παρατίθεται στο: Ιστορία των Ελλήνων, τ. Ι: Νεώτερος ελληνισμός, 1833-1881, Αθήνα, Δομή, χ.χ., 27.
  40. Η Εθνική, 09.02.1844.
  41. Petropulos, 1997, 611.
  42. Άγγελος, 21.11.1843.
  43. Η Εθνική, 06.02.1844.
  44. Ο Άργος, 20.10.1844˙ Η Εθνική, 16.2.1844˙ Θρίαμβος του Συντάγματος, 13.05.1845.

Βιβλιογραφία

Ο ελληνικός λαός. Δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31 Ιουλίου 1834
Georg Ludwig von Maurer (Συγγραφέας), Όλγα Ρομπάκη (Μεταφραστής), Τάκης Βουρνάς (Συνεργάτης)
1976

Παναγιώτης Χαλκιόπουλος (Συγγραφέας)
1890
Όθωνας. Η Μοναρχία
Δημήτρης Φωτιάδης (Συγγραφέας)
1988
Αγωνιστές του ’21 μετά την Επανάσταση
Ελισσάβετ Τσακανίκα (Συγγραφέας)
2019
Απομνημονεύματα. Τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου
Χριστόφορος Νέεζερ (Συγγραφέας)
2003
Απομνημονεύματα
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Συγγραφέας), Γεώργιος Τερτσέτης (Επιμελητής)
χ.χ.
Απομνημονεύματα
Ιωάννης Μακρυγιάννης (Συγγραφέας)
χ.χ.
Αφαίρεση και εμπειρία. Μια φορμαλιστική θεώρηση του ιδεολογικού φαινομένου
Παντελής Λέκκας (Συγγραφέας)
2012
Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία
Παντελής Λέκκας (Συγγραφέας)
1996
Η οικονομία της βίας. Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα
Νίκος Θεοτοκάς (Συγγραφέας), Νίκος Κοταρίδης (Συγγραφέας)
2006
Ιστορικαί Αναμνήσεις
Νικόλαος Δραγούμης (Συγγραφέας)
1925
Κολοκοτρώνης-Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα
Δημήτρης Φωτιάδης (Συγγραφέας)
1987
Ο Αλέξανδρος Σούτσος, η πολιτική και το θέατρο
Ελίζα-Άννα Δελβερούδη (Συγγραφέας)
1997
Ο Τυχοδιώκτης. Κωμωδία
Μιχάλης Χουρμούζης (Συγγραφέας)
1978
Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημονεύματα και Ιστορία
Νίκος Θεοτοκάς (Συγγραφέας)
2012
Ο δημόσιος διάλογος κατά την οθωνική περίοδο: ο λόγος των Αγωνιστών και ο λόγος περί Αγωνιστών στον ελληνικό Τύπο
Ελισσάβετ – Ευαγγελία Τσακανίκα (Συγγραφέας)
2011
Ο υπάλληλος. Κωμωδία Γ, συντεθείσα εις πέντε πράξεις
Μιχαήλ Χουρμούζης (Συγγραφέας)
1836
Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα
Νίκος Κοταρίδης (Συγγραφέας)
1993
Πολιτικά Κείμενα
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης-Φαλέζ (Συγγραφέας), Βασίλης Κ. Λάζαρης (Επιμελητής)
2005
Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο
John A. Petropulos (Συγγραφέας), Νικηφόρος Διαμαντούρος (Επιμελητής)
1997
Το Μεγάλο μας Τσίρκο
Ιάκωβος Καμπανέλλης (Συγγραφέας)
2010
Το κατεστημένο στην νεοελληνική ιστορία
Γεώργιος Δ. Κατσούλης (Συγγραφέας)
1975
Το σαθρό υλικό του ανθρώπου. Δοκίμια ιστορίας των ιδεών
Isaiah Berlin (Συγγραφέας)
2015
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
09.09.1843 (Παράρτημα), 19.12.1843, 29.01.1844, 02.02.1844, 23.04.1844
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
06.09.1839, 20.09.1839
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
13.05.1845
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
06.02.1844, 09.02.1844, 16.02.1844, 20.02.1844, 13.03.1844
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
29.01.1844
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
16.06.1846
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
21.11.1843
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
30.05.1834
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
13.08.1833
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
01.07.1831, 05.08.1831, 15.08.1831, 19.08.1831
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
09.12.1834
Χωρίς τίτλο
Άγνωστη/ος (Συγγραφέας)
20.10.1844
Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853
Βασίλισσα Αμαλία (Συγγραφέας), Βάνα Μπούσε (Επιμελητής, Μεταφραστής), Μίχαελ Μπούσε (Επιμελητής, Μεταφραστής)
2011
Από τον ανήλικο Όθωνα στην καγκελάριο Μέρκελ. 180 χρόνια παρουσίας των Γερμανών στην Ελλάδα
Γιώργος Ρωμαίος (Συγγραφέας)
2012

Οπτικό υλικό

Παραπομπή

Ελισσάβετ Τσακανίκα, »Βαυαροί και «νεήλυδες»: προσλήψεις της «ξενοκρατίας» και Αγωνιστές του 1821 στην οθωνική Ελλάδα (1833–1862)«, στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 16.12.2020, URI: https://comdeg.eu/el/compendium/essay/100999/.

Ευρετήριο

Πρόσωπα Οδυσσέας Ανδρούτσος, Μαξιμιλιανός Β΄, Βασιλιάς της Βαυαρίας, Όθων Α', Βασιλιάς της Ελλάδος, Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος, Ανδρέας Ζαΐμης, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ιωάννης Καποδίστριας, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης Μακρυγιάννης, Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, Αναστάσιος Πολυζωίδης, Αλέξανδρος Σούτσος, Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, Παναγιώτης Συνοδινός, Γεώργιος Τερτσέτης, Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ, Εμμανουήλ Αμεδαίος Χαν, Μιχαήλ Χουρμούζης
Θεσμοί H Εποχή (Εφημερίδα), Αγγλικό Kόμμα, Αθηνά (Εφημερίδα), Αιών (Εφημερίδα), Γαλλικό Κόμμα, Εθνική (Εφημερίδα), Ελπίς (Εφημερίδα)
Ζώνες επαφής Διαχείριση της μνήμης, Ελληνικός αγώνας για την ανεξαρτησία, Ελληνικός εθνικισμός, Ένοπλες δυνάμεις, Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, Κοινωνία, Οθωνική Ελλάδα
Πρακτικές διαμεσολάβησης Αναπαραστάσεις του "άλλου", Αναπαράσταση της ιστορίας, Διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας, Κοινωνικές διαμάχες, Συγκρότηση του κράτους
Χρονικό πλαίσιο 1833-1862

Μεταδεδομένα

Κατηγορία δοκιμίου Μετα-αφήγημα
Άδεια χρήσης CC BY-NC-ND 4.0
Γλώσσα Ελληνικά

Μια συμπραξη των


Χρηματοδοτες

Τεχνικο περιβαλλον